Monday, 31 December 2007

M.(ister) D.(eus)


Αυτή η χρονιά δεν θα μπορούσε να κλείσει αλλιώς. Σε πείσμα όλων αυτών που μας κρατάνε χαμηλά, που μας θέλουν δεμένους, που μας πείθουν πως τα άσχημα έχουν κάνει συμφωνία με το σύμπαν για να προσεγγίζουν το άπειρο, αυτή η χρονιά θα κλείσει όπως και όλες οι προηγούμενες. Με πείσμα, αισιοδοξία, θέληση, όνειρα και με μία απόδειξη. Ότι ο έρωτας είναι η απάντηση. Ο έρωτας για τους ανθρώπους και τα πράγματα, τις ιδέες και τα πάθη. Ερωτική, λοιπόν, η τελευταία απάντηση. Έρωτα εύχομαι και σε όλους σας για κάθε λεπτό κάθε καινούριας χρονιάς.

Αυτός ο κύριος είναι η καθυστερημένη εφηβεία μου. Αν στα 15 με παραέπαιρνα στα σοβαρά για να διεγείρομαι μπροστά σε αφίσες ναρκισσιστικών ποζών διαφόρων μοιραίων (και μη) κυρίων, στα 24 ξέρω πια πως και η α-σοβαρότητα βρίσκει την αξία της στα βάθη του μυαλού μας. Ο κύριος Laurie είναι για την εκπρόθεσμη groopie πλευρά μου ο άνδρας της χρονιάς. Μία πλευρά μου που έχει κολλήσει την μούρη της στην οθόνη του υπολογιστή και βλέπει σαδιστικά απανωτά περιστατικά μίας ιατρικής μονάδας ενός πολυτελούς νοσοκομείου. Τον λατρεύω. Αν ήμουν λίγο νεότερη θα μπορούσα να πω ότι είναι ο Θεός μου. Δεν χρειάζεται. Προέβλεψε ο ίδιος σε ένα επεισόδιο με τον ελπιδοφόρο τίτλο “House vs God” στο οποίο φρόντισε να αποκαταστήσει την τάξη του σύμπαντος αποκαλύπτοντας πως ο Θεός μπορεί να βρίσκεται στον καθένα μας.


Ο Gregory House,m.d., λοιπόν, έχει κερδίσει επάξια τον θρόνο του στην καρδιά μου. Γιατί πίσω από την αξύριστη, ανέκφραστη, κυνική, σαρκαστική, ανθρωπο-αδιάφορη και ασυμβίβαστη για “m.d.” παρουσία του κρύβεται ένας άνδρας που μπορεί την σωματική ανεπάρκειά του να την κάνει rock-attitude και την ευαισθησία του δούρειο ίππο. Σημαντικό στην εποχή μας. Μια εποχή που οι faux συναισθηματισμοί, οι “αντρουά” αντι-νταβατζέ διακηρύξεις και η λάμψη του περιτυλίγματος κυριαρχούν από το κρεβάτι της πόρνης μέχρι την βίλα του νταβατζή.

Friday, 21 December 2007

Έστιν ουν ευκολία

Όταν ο Αριστοτέλης έδινε τον ορισμό της τραγωδίας ταυτόχρονα χάρασσε εκείνη την λεπτή γραμμή ανάμεσα σε αυτήν και το αδερφάκι της. Για πάντα παραγκωνισμένο, όχι λόγω της απουσίας σοβαρότητας αλλά, κυρίως, λόγω της ευκολίας με την οποία φτηναίνει. Εντούτοις, όταν έρχεται στα συγκαλά της, η σάτυρα προσφέρει ένα συναίσθημα κατά τι ποιο σπάνιο από αυτό της τραγωδίας. Τον κλαυσίγελο. Αυτο το σοπενχαουρικής διάστασης είδωλο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μία έξυπνη σάτυρα μπορεί να πιάνει τον Οιδίποδα και, μέσω αυτού, να επιφέρει την «πολυεπίπεδη» κάθαρση· όχι μόνο την, συνήθη για την ανθρώπινη ψυχή, τραγική «απίθωση».

Παρόλα αυτά, η σάτυρα αναμετράται πάντα με έναν βασικό εχθρό. Το κοινό της. Ένα κοινό πολυδιάστατο, προερχόμενο τόσο από τον χώρο της τραγωδίας και του φτηνού μελοδράματος όσο και από αυτόν της φτηνής επιθεώρησης και του ποπ κορν. Όταν οι μεν μένουν ικανοποιημένοι οι δε βαριούνται και παίζουν στόχο με τα ποπ κορν. Όταν οι δε την βρίσκουν οι μεν στήνουν πηγαδάκια μιλώντας για την ντροπή της ξεπεσμένης σάτυρας που ασχολείται με φτηνά θέματα. Υπάρχει, όμως, κάτι που παραβλέπουν και οι μεν και οι δε. Ότι η σάτυρα, όταν έχει λόγο και περιεχόμενο, μπορεί να ασχοληθεί με το ο,τιδήποτε και τον οποιονδήποτε και να αποκαλύψει την σοβαρότητα του θέματος. Ο σατυρικός συγγραφέας, δε, δεν είναι ούτε πολιτικός αναλυτής ούτε δοκιμιογράφος. Πάνω από όλα είναι ένας καλλιτέχνης, ταγμένος και υποταγμένος σε αυτή του την φύση. Αυτό σημαίνει ότι ούτε υποχρεωμένος είναι να παρουσιάζει πολιτικά δεδομένα ούτε να είναι αντικειμενικός. Τα προσωπικά του πάθη αποτελούν προϋπόθεση, όχι όνειδος. Γιατί ο καλλιτέχνης δεν το παίζει αυθεντία ούτε αδέκαστος κριτής, ακολουθεί μαγεμένος το περίεργο κράμα της λογικής με το πάθος του.

Στις μέρες μας αδυνατούμε να βιώσουμε την κάθαρση. Ούτε η τραγωδία ούτε η σάτυρα καταφέρνουν να μας ικανοποιήσουν, πόσο μάλλον να μας «εξαγνίσουν» θεατρικά, λογικά και συναισθηματικά. Αντ’ αυτού η φτηνή παρέλαση δεδομένων, η εύκολη παράθεση ερμηνειών, η αναμενόμενη ποδηγέτηση και η ανταμοιβή του φιλεθεάμονος κοινού με ευπώλητο μελώ ή ανέμπνευστη και άνευ περιεχομένου κωμωδία φαίνεται να επιφέρει την ισορροπία που χρειαζόμαστε. Ως κοινό και ως κοινωνία. Ισορροπία δια της διχοτομήσεως η οποία επισύρει την αδιαφορία. Οι ικανοποιημένοι μπορούν να ανεβάσουν ποδαράκι στο τραπέζι και να αφεθούν στη νιρβάνα της τηλεόρασης. Οι ανικανοποίητοι μπορούν να βάλουν την τηλεόραση στην αποθήκη και στον χώρο που ελευθερώθηκε να τοποθετήσουν τα άπαντα του Παπαδιαμάντη. There, everyone happy.

Όταν εμφανίζεται κάποιος ο οποίος κάνει τους μεν να ανεβάζουν ποδαράκι στο τραπέζι και να συνέρχονται –αμυδρά, μην είμαστε και αφελείς- από τον λήθαργο και τους δε να σουτάρουν τον Παπαδιαμάντη στην αποθήκη και την τηλεόραση στη θέση του, ε, εκεί υπάρχει θέμα. Τα προσυμφωνηθέντα όρια καταρρέουν και η ταυτότητα του θεατή καίγεται. Πανικόβλητο το κοινό ψάχνει την δικαιολογία του. Κι επειδή αυτή δεν είναι αρκετή μετά ψάχνει το επόμενο βήμα. Οι μεν, από καιρό κατασταλαγμένοι στην ακομπλεξάριστη συμπεριφορά του ηλιθίου, προσπαθούν να στιγματίσουν τον καλλιτέχνη με την ευκολία τους. «Ο καλλιτέχνης μάς κάνει χαρούμενους. Άρα, αφού εμείς είμαστε φτηνοί είναι κι αυτός φτηνός.» Οι δε, από καιρό ταγμένοι στον κυκλώνα της αυταρέσκειας και την απαξίωσης, έχουν εύκολο έργο. «Τα θέματα που ασχολείται είναι φτηνά. Το κοινό που ευχαριστεί είναι φτηνό. Άρα λαϊκίζει.» Παρακάμπτοντας, όλοι, την ουσία του θεάματος. Την προσωπική ματιά και οπτική του καλλιτέχνη πάνω στα πράγματα. Καταλήγοντας στο οξύμωρο ότι το θέμα κάνει τον καλλιτέχνη, όχι ο καλλιτέχνης το θέμα.

Και οι μεν παρακάμπτονται εύκολα. Αναλύονται σε ένα, άντε δύο επίπεδα, βολεύονται σε αυτά και από μπροστά τους απλά μένει να περάσει το επόμενο θέαμα. Οι δε, όμως, είναι το «γαμώτο». Όλη τους η γνώση, όλη τους η κριτική ικανότητα, το «ανεβασμένο» επίπεδο και η «καλλιεργημένη» ματιά τους καταλήγει σε έναν κουβά. Της φτήνιας. Γιατί φτηνά ξεπουλάνε ό,τι καλό για να προσποιηθούν την ανωτερότητά τους. Βαθειά κομπλεξικοί, ορκισμένοι εχθροί του λαϊκού. Αυτή η ελίτ που κερδίζει την αξία της από την αυτόματη απόσταση που λαμβάνει από τις καταστάσεις και τον «λαουτζίκο». Διακινώντας την «εύθραυστη» στα λαϊκά θέλω αντίληψή της μόνο στους κύκλους της, ναρκισσιστικά και αυτάρεσκα. Για να μπορεί να στρέφει τα βέλη της σε όποιον είναι έξω από τον κύκλο αυτό.

Μόνο που αυτή, η ευαίσθητη, «δύσκολη», ανικανοποίητη, υψηλού επιπέδου ομάδα δεν υφίσταται ανεξάρτητα από ό,τι την κυκλώνει. Υποτίθεται δε ότι η μόνη της αξία είναι η πιθανή ικανότητά της να στρέφει τα μάτια των οξαποκεί στην ουσία των πραγμάτων. Όσο η ίδια χάνει την ουσία τόσο εγχέεται στα κατώτατα στρώματα του οξαποκεί. Σε αυτά της φτήνιας και της ευκολίας. Αποδεικνύοντας ότι δύσκολο δεν είναι το να διαφέρεις. Δύσκολο είναι το να έχει αξία αυτό.

Saturday, 15 December 2007

Μπακαλόγατοι και μπακαλοαρουραίοι

Ο παππούς μου ο ένας, από την πλευρά του μπαμπά μου, έζησε, και συνεχίζει, όλη του τη ζωή σε ένα μικρό χωριό στην Κέρκυρα. Το μπακάλικό του στέκει ακόμη με το χαμηλό ξύλινο ταβάνι του στο σταυροδρόμι το κεντρικής δημοσιάς και της ανηφόρας που πάει στο άνω χωριό. Κεντρικό σημείο. Ακόμη και σήμερα το καλοκαίρι θα βρεις ένα χαρτονένιο κουτί με μπακαλιάρους ακουμπισμένο σε μια καρέκλα στην αυλή του κι ένα καφάσι με ντομάτες, αγγούρια και καλαμπόκια από το χωράφι. Ανέγγιχτα από το χρόνο αντιστέκονται ακόμη δίπλα στην πόρτα και τα σακιά με τις φακές και τα φασόλια και ένα ψυγείο με φέτα βαρελίσια. Στην άκρη του πάγκου έχει ακόμα το ζύγι του -δεν ξέρει να ζυγίσει αλλιώς το κόκκινο πιπέρι που του ζητάνε οι νόνες του χωριού για την παστιτσάδα.

Ο παππούς έχει πατήσει αισίως τα 85. Ψηλός, γεροδεμένος με σμιχτά φρύδια δεν έχει ακόμη καταλάβει αυτό που του λέμε με τον αδερφό μου -ο καταψύκτης είναι για να φέρνει παγωτά τα καλοκαίρια κι όχι για να βάζει μέσα τα κρέατα που του ζητάνε οι νοικοκυρές. Μάταιος κόπος. Όπως και του πατέρα μου που μετά το δεύτερο έμφραγμα τον έβαλε να κάθεται στο σπίτι. Άντεξε με το ζόρι δυο εβδομάδες ο παππούς μέσα στην κατάθλιψη και την απραξία. Μετά ξαμολήθηκε πάλι στο μπακάλικό του. Ξαναέβγαλε έξω τις καρέκλες κι έφτιαχνε καφέ στους φίλους του -που όσο περνάνε τα χρόνια λιγοστεύουνε επικίνδυνα. Τώρα το χειμώνα τις αφήνει μέσα και το απόγευμα πάνε οι φίλοι του -και η γιαγιά με τις φίλες της- και βλέπουνε ΕΤ1 σε μία τηλεόραση τριακοντετίας. Όπως κάνουνε, άλλωστε, τα τελευταία 67 χρόνια. Μόνο το ωράριό του άλλαξε. Από συνεχές που το είχε πάντοτε τώρα το ελάττωσε. 7:00-14:00 και 18:00-23:00. Η μοναδική του υποχώρηση στον πατέρα μου και τη γιαγιά.

Ο παππούς, λοιπόν, τόσα χρόνια έχει κάνει αμέτρητα λάθη. Κι όταν η κυρά Τασώ του γυρίζει πίσω τον πελτέ γιατί θέλει άλλη μάρκα της βρίσκει τον άλλονε, αυτόν που ήθελε εξαρχής, στο ράφι. Όπως κι άμα ο μπακαλιάρος δεν είναι φρέσκος το λέει στον Νιόνιο, που θέλει η κυρά του να τον φτιάξει στα εγγόνια τους, και του λέει πως την επόμενη θα φέρει φρέσκο και καλύτερο. Αυτόν που περίσσεψε ή τον πετάει ή τον τρώει με τη γιαγιά. Μία στο τόσο τον φορτώνει ο μπαμπάς, ή εγώ όποτε είμαι εκεί, και τον πάμε στην πόλη. Στην μαρκέτα που είναι για τους εμπόρους. Φορτώνουμε στο μεγάλο καρότσι χαρτιά, απορρυπαντικά, κοκακόλες, τσιτσιμπύρες, καφέ ελληνικό, μακαρόνια Μίσκο και μετά περνάμε από τις σοκολάτες και τα μπισκότα. Εκεί ο παππούς απορεί πώς γίνεται να υπάρχουν τόσο διαφορετικά είδη. Και με ρωτάει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο. Κι αν είναι καλά, αν τα φτιάχνουνε από καλά υλικά, αν θέλουν ψυγείο, ποια είναι στη μόδα και ποια προτιμάνε τα μικρά παιδιά. Αρπάζει και μερικά σακουλάκια καραμέλες βουτύρου, μου αγοράζει και ένα πακέτο με την αγαπημένη μου σοκολάτα και πληρώνουμε. Καμιά φορά αγοράζει και δώρο για την γιαγιά -την τελευταία φορά διαλέξαμε το πιο καινούριο σίδερο που είχε βγει στο εμπόριο. Όταν πάει με τον μπαμπά απλά παραλείπει όλο το κομμάτι της σοκολάτας και των μπισκότων. Κατά τα άλλα και εκείνον τον ρωτάει για τα καινούρια απορρυπαντικά και τοματοπελτέδες. Μια φορά η κυρα-Λένη ήθελε να φτιάξει από αυτές τις σούπες τις έτοιμες. Κι ήμουν μπροστά που ο παππούς της είπε ότι τέτοιες βλακείες δεν βάζει στο μαγαζί του κι άμα θέλει να πάει στο μαρκάντε να αγοράσει.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά τις τελευταίες μέρες. Που έφαγα ώρες ατελείωτες αναμονής ακούγοντας την λυπητερή μουσική της τηλεφωνικής αναμονής μεγάλων εμπορικών κολοσσών. Που εξηγούσα στον αρμόδιο γιατί ο υπολογιστής που μου πουλήσανε είναι μάπα, γιατί δεν γουστάρω να αγοράζω Vista όταν πληρώνω κάτι άλλο, πως αυτό το μηχάνημα που μου πουλήσανε είναι για τα σκουπίδια και θέλω τα λεφτά μου πίσω ή άλλο μηχάνημα. Τους εξέθεσα ένα κατεβατό από λόγους που αποδεικνύουν πως λένε ψέμματα, τους παρέπεμψα σε μία λίστα από sites, μερικά εκ των οποίων ανήκουν στους κορυφαίους προγραμματιστές, τα οποία θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν πως ή λένε ψέμματα και περιμένουν να τα χάψουμε και να πούμε κι ευχαριστώ ή δεν ξέρουν τι τους γίνεται, στην οποία περίπτωση καλό είναι να κάτσουν σπίτι τους και να παίζουν Pro. Εις μάτην. Το καλύτερο deal που έκλεισα ήταν να μιλήσω με την διευθύντρια του αρμόδιου τμήματος και να καταφέρω να κλείσω ραντεβού στην πολυεταιρία τους να ανοίξουμε τον υπολογιστή και να τους αποδείξω επιτόπου πως είναι καραγκιόζηδες. Με γυαλιστερά χαμόγελα όμως.

Και σκεφτόμουν πόσες φορές έχουμε αφήσει να πέσει κάτω η προσβολή, το ψέμα, η άγνοια αυτών που πληρώνουμε για να γνωρίζουν και να εξυπηρετούν. Από τα μαγαζιά ρούχων, στα supermarkets κι από εκεί στα “πολυμπακάλικα” κάθε είδους. Πολυμπακάλικα που στελεχώνονται από κουστουμάτα στελέχη μίας σειράς σεβαστών πτυχίων της αλλοδαπής ή της ημεδαπής, από νεαρούς υπαλλήλους ύφους εκατό καρατίων ότι ΑΥΤΟΙ ξέρουν κι εσύ είσαι ο ηλίθιος πελάτης που δεν έχεις δικαίωμα να μιλήσεις παρά να αγοράσεις ό,τι σου λανσάρουν. Που άμα τους στριμώξεις δεν ξέρουν άλλη λέξη από το “μισό λεπτό” και το κουμπάκι της αναμονής. Και που οι προϊστάμενοι έχουν παρακολουθήσει, απλήρωτοι και χωρίς κανένα οικονομικό αντίκρυσμα, ώρες ατελείωτες σεμιναρίων για να μάθουν να χαμογελάνε συχνότερα, να υϊοθετούν διαφορετικούς τόνους supercool και ήπιας φωνής για να καλμάρουν τον πελάτη και να τον πετάνε διακριτικά έξω από τον άσπιλο “όμιλό” τους.

Και σκέφτομαι τον παππού. Συνοφρυωμένο εκ φύσεως, αγέλαστο, γέρο, αγράμματο για τα σημερινά δεδομένα, να κρατάει τα τεφτέρια του σε χαρτιά που τυλίγει μπακαλιάρους, με ένα μπακάλικο ντεμοντέ, να κάνει την πρόσθεση στην ταμειακή μηχανή του αλλά ταυτόχρονα να αθροίζει και με το μολύβι του για να είναι σίγουρος... Και πόσο μα πόσο θλίβομαι... Για όλη αυτήν την γνώση που πάει στράφι. Για αυτόν τον κόσμο που περνάει συνεχώς θηλιές γύρω από το σβέρκο του. Για την ευγένεια που έγινε βιομηχανία και αναπαράγεται φασόν από κόσμο που δεν έμαθε ποτέ του τι θα πει άνθρωπος...

Tuesday, 4 December 2007

Blogdom

Επειδή πολύ το βαρύναμε, κι αυτό μεν δεν είναι κακό αλλά όταν σε πάρει πολύ από κάτω κάποια στιγμή πρέπει να το σταματάς με όποιον τρόπο μπορείς, καιρός να παίξουμε λίγο! Ο Μπαμπάκης με εξέπληξε, και με συγκίνησε, προσκαλώντας με να παίξω σε ένα παιχνίδι στο οποίο διαλέγεις 6 από τους αγαπημένους σου blogger, 3 γυναίκες και 3 άνδρες. Σαφώς, λες και κάτι καλό για αυτούς, γιατί, αν οι αγαπημένοι σου είναι για τα μπάζα, ή έχεις ψυχολογικό πρόβλημα ή σου λείπουν οι καλές εποχές της Πάνια και δεν το ξέρεις. Λοιπόν, εντάξει, ενδίδω και παίζω κι εγώ -γιατί δεν είμαι και πολύ στις καλές μου και ψάχνω να ανέβω. Ενημερώνω εκ των προτέρων ότι εξαιρούνται της λίστας επαγγελματίες δημοσιογράφοι, συγγραφείς και, τέλος πάντων, όποιος ασχολείται επαγγελματικά με το γράφειν και υπογράφειν. Η αναφορά γίνεται με τυχαία σειρά, όχι για να βγω από την δύσκολη θέση αλλά γιατί ο καθένας τους καλύπτει διαφορετικές ανάγκες μου σε τούτον εδώ τον χώρο, οι οποίες βέβαια δεν αξιολογούνται σε σημαντικότερες ή λιγότερο σημαντικές. (Έχετε καταλάβει ότι όποιος δει το ψευδώνυμό του ή το όνομά του γραμμένο αυτόματα καλείται να παίξει,ε;)

Ηλίας Δημόπουλος
: Ο Ηλίας, λοιπόν, που λέτε είναι για εμένα το αερικό των blogs. Έξοχος δανδής, ιπποτικός απέναντι τόσο στο γυναικείο αλλά και στο άρρεν αναγνωστικό του κοινό, στα κείμενά του, ως επί το πλείστον, ασχολείται με “κριτική” (τα εισαγωγικά θα σας τα εξηγήσω οσονούπω) ταινιών, μουσικών και διαγωνισμούς ανάμεσα σε τέρατα της έβδομης τέχνης -κάνοντας τους αναγνώστες του να χάνουν τον ύπνο τους προσπαθώντας να αποφασίσουν αν προτιμούν τον Fellini ή τον Pasolini (εγώ δεν τον έχασα, ήξερα ;) ). Τα εισαγωγικά στον όρο κριτική αφορούν στην χαοτική απόσταση ανάμεσα σε αυτό που όλος ο κόσμος νομίζει για κριτική και σε αυτό που κάνει ο Ηλίας -που για εμένα είναι το ευγενές συνώνυμό της στις μέρες μας. Όσοι δεν τον έχετε τσεκάρει μέχρι στιγμής κάντε το. Αξίζει, ακόμη κι αν δεν βλέπετε σινεμά. Στα κείμενά του θα βρείτε την ποιητικότητα και την illusional ματιά ενός ερωτευμένου enfant. (Α!, ταυτοχρόνως έχω την αίσθηση ότι ο Ηλίας είναι πολύ ζωηρό παιδί, αλλά δεν μπορώ να σας πω λεπτομέρειες... ;) )

Krotkaya: Αααα, το αγαπημένο μου Κροτίδιο πολύ πολύ με κάνει να απολαμβάνω τις βόλτες μου στην blogόσφαιρα. Εύστροφη, πολυτάλαντη και πολυταξιδεμένη, κάθε κείμενο της Krot είναι εγγυημένα μία βόλτα σε κόσμους πολύχρωμους και ενδιαφέροντες. Στην Krot λατρεύω ότι γράφει σαν να μην ψάχνει να αποδείξει τίποτα αισθητικό, επιδεικνύοντας παντελή έλλειψη λογοτεχνικού ναρκισσισμού, μόνο και μόνο από μία ανάγκη να επικοινωνήσει συναισθήματα, γνώσεις και εμπειρίες με τους φίλους της. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γράφει πολύ καλά. Απλά κραυγάζει ότι είναι εδώ όχι για να μας θαμπώσει με λογοτεχνική υπεροψία αλλά από μία ανάγκη να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί μας. Hint: Έχει καταπληκτικό χιούμορ. (Δεν την έχω συναντήσει ακόμη για να σας μαρτυρήσω αν είναι ή όχι ξανθιά, εντούτοις). Την περιμένω πώς και πώς όταν ανεβάζω κι εγώ κείμενο -το σχόλιό της συνήθως, αν δεν είναι απόδειξη ψυχικής συγγένειας, είναι η πιστολιά που ξεκινά αγώνες δρόμου.

Baby Lemonade: Με την Baby L. έχω πάθει σοκ. Το ομολογώ. Καλά φαντάζεστε ήδη ότι γράφει υπέροχα, ότι είναι ένα πιτσιρίκι με ταξιδιάρα και ευαίσθητη ψυχή. Το σοκ, όμως, το έχω πάθει για άλλο λόγο. Όταν με ανακάλυψε και μου άφησε το πρώτο της σχόλιο αμέσως κάτι με ιντρίγκαρε σε αυτό και πήγα να διαβάσω κείμενά της. Το σοκ ήταν ότι ένιωσα από την πρώτη στιγμή σαν να διαβάζω τον εαυτό μου στα δεκάξι μου. Η Baby L. με έκανε να ξεθάψω σημειωματάρια και τετράδια με ποιήματα που έγραφα μανιωδώς τότε (τώρα σπάνια) και να συγκινηθώ όσο λίγες φορές. Προφανώς δεν εννοώ ότι η Baby L. είναι εγώ -είναι ένα παιδί με τόσο όμορφες εικόνες και τόσο αξιοπρόσεκτη παιδεία που νομίζω ότι θα σκίσει στη ζωή της (αντίθετα με κάποια άλλη...). Προσέξτε την και υποδεχθείτε τη θερμά σας παρακαλώ -δεν είναι διαμάντι για να φοβάστε να το αγγίξετε αλλά ούτε και γυαλί για να αφήσετε τις δαχτυλάρες σας χωρίς δεύτερη σκέψη.

Fuzzy Burlesque: Ο Fuzzy είναι περιπτωσάρα! Μακράν ο πιο λιγομίλητος του χώρου -με όρους λέξεων- και ταυτόχρονα από τους ευστοχότερους και πολυλογάδες (αν μία εικόνα=1.000 λέξεις, τότε ο fuzzy έχει ανεβάσει... μούμπλε μούμπλε... εκατομμύρια εκατομμυρίων λέξεις). Το υπόγειο χιούμορ του, η σεμνότητά του και η οξυδέρκεια είναι χαρακτηριστικά που τα πιάνεις στον αέρα του blog με το “καλημέρα” (ή “καλησπέρα”, ό,τι να 'ναι). Άσε που ανεβάζει και εντελώς wacko-wow μουσικά βιντεάκια από youtube.

Niemandsrose: Την γνώρισα μέσα από μία “κόντρα”, ελάχιστης διάρκειας, που είχαμε στα σχόλια ενός άλλου blog. Από τα σχόλιά της εκεί νόμιζα ότι είναι και πολύ mainstream τυπάκι -κάτι που εμένα, ως στριμμένο άντερο μου τη σπάει περισσότερο από το να είναι κάποιος ηλίθιος. Λοιπόν, έσφαλα. Από την πρώτη μου επίσκεψη στο blog της εντυπωσιάστηκα. Πανέξυπνη, κριτική και επιθετική, ευαίσθητη και εύθραυστη ταυτόχρονα αποτελεί τον ορισμό της αγαπημένης μου παρέας. Την πάω με χίλια γιατί δεν κολλάει σε τίποτα. Θα επιτεθεί για να ξεσκίσει όποιον την αδικήσει ή πει μαλακία, με την ίδια ευκολία που η πλειοψηφία όσων γράφουν εδώ μέσα θα βρουν ευκαιρία στο οτιδήποτε για PR. Δεν θα κολλήσει να σου κάνει ρημαδιό και του δικό σου blog, αν πιάσει κάτι που δεν της αρέσει είτε σε κείμενό σου είτε στα σχόλια. Τρελαίνομαι σας λέω! Και γράφει πανέξυπνα κι ευφάνταστα, αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να σας το πω γιατί αν φτάσατε μέχρι εδώ νομίζω ήδη θα ανοίξατε το link της και θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας. Α, δεν ξέρω αν σας το είπα. Και επιθετική. Με αυτήν την ακατέργαστη, υπέροχη επιθετικότητα του ανθρώπου που δεν χρειάζεται “αυλή” γύρω του και το μυαλό του το έχει για να το δουλεύει -όχι για να ζυγίζει 1 ½ κιλό παραπάνω.

Zaphod: Στο προφίλ του αυτοπροσδιορίζεται “εικονοκλάστης, ντανταϊστής”. Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα είναι κανένα από εκείνα τα υπερφίαλα ψώνια που ψάχνουν περίεργες λέξεις στο Thesaurus και γέλασα. Στην πορεία είδα ότι είναι όντως ένας εικονοκλάστης ντανταϊστής και μια χαρά έχει καταφέρει να κλάνει (με το μπαρδόν), και να κάνει όλα τα σιχαμένα που κάνουν οι άνθρωποι, πάνω σε κάθε κατεστημένη εικόνα. Ο Zaphod έχει χιούμορ, γράφει συνειρμικά δομημένα (γαμώ, ε;) και λατρεύει τις ωραίες γυναίκες. Για αυτό και η τελευταία του εμμονή είναι η Εύα Καϊλή. Προς το παρόν αρκείται στο να φωτοσοπιάζει την μουτσούνα του δίπλα της. Στο μέλλον νομίζω θα μας προσφέρει έργα εφάμιλλα της Μόνα Λίζα του Duchamp. Λατρεμένος. Απλά.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΤΑΪΔΡΩΜΕΝΟΣ: Και το ξέρω, ήδη εκτός κανονισμών του παιχνιδιού αλλά χέστηκα (αν ένα ματς λήξει 3-3, και δεν μιλάμε για πουλημένα πρωταθλήματα, πάει παράταση. Ιδού, λοιπόν, η δική μου παράταση). Επειδή κοντεύω να κλείσω ένα χρόνο στα blogs. Κι επειδή τόσο καιρό, όχι απλά δεν άλλαξα γνώμη για τους ανθρώπους αλλά την επιβεβαίωσα περισσότερο -αυτό όχι σε δείγμα ξεροκεφαλιάς αλλά σε δείγμα ατόφιας περιέργειας που πάντα με κάνει να ερευνώ το παραμικρό (οξύμωρο;). Κι επειδή αισθάνομαι υπερτυχερή, σαν να έχω κερδίσει 10 λαχεία, που από τα blogs γνώρισα και γνωρίζω υπέροχους ανθρώπους και μερικούς καραγκιόζηδες, που έξω δεν θα τους γνώριζα καν, είχα την ευκαιρία να τους μελετήσω. Κι επειδή, ο μεγαλύτερός μου φόβος όταν άρχισα να γράφω δεν ήταν ότι δεν θα με διαβάζει κανείς (αυτό το είχα σχεδόν αποδεχθεί στις αρχές) αλλά το να αφήσω σχόλιο σε bloggers που είχαν ήδη φτιάξει την “παρέα” τους -νόμιζα, βλέπετε, ότι ήταν ηλίθιο και ότι θα με περνούσαν για γλείφτη αν άφηνα σχόλιο από το πουθενά εμφανιζόμενη. Κι επειδή τον τελευταίο καιρό νιώθω ότι εδώ έχω πλέον κι εγώ μία αξιολάτρευτη παρέα -αλλά δεν βλέπω σχόλια από καινούριους, φρέσκους, εννοώ, στον χώρο όχι άγνωστους σε εμένα, bloggers. Κι επειδή, πολύ φοβάμαι, ότι είναι ο κόσμος πολύ απασχολημένος στο Facebook στέλνοντας ηλεκτρονικές γλάστρες και μετρώντας δημοτικότητες για να κάτσει να γράψει... Για όλους αυτούς τους λόγους την 7η θέση της blogοκαρδιάς μου θα καταλάβει αυτός που θα με εκπλήξει στο προσεχές μέλλον. Και τότε θα σας γράψω και για αυτόν. Σας τον συνιστώ από τώρα.

Υ.Γ.: Καταλαβαίνετε, βέβαια, ότι λατρεύω κι άλλους. Κι όταν λέω λατρεύω εννοώ λ α τ ρ ε ύ ω. Μην με ρωτήσετε γιατί έβαλα αυτούς που έβαλα. Σας το έχω εξηγήσει ήδη.

Υ.Γ.2: Χα, όντως αισθάνομαι καλύτερα!

Tuesday, 27 November 2007

Σαν βγω απ' αυτήν την φυλακή...

“Αυτή η γενιά δεν είχε και πολλές στιγμές αισιοδοξίας”, μου είπε ο Γιάννης λίγο καιρό πριν. Μου άρεσε αυτή η εκδοχή, με βόλεψε για λίγο και μετρίασε τον θυμό και την μελαγχολία. Το σκεφτόμουν συνέχεια και, περιέργως, γεννούσε μέσα μου μία μικρή ελπίδα. Ότι θα την βρει κάπου. Η νέα γενιά δεν είμαστε αδιάφοροι, απλά καταβεβλημένοι... Μέχρι που σήμερα ξύπνησα “αλλιώς”. Και είμαι πάλι θυμωμένη και μελαγχολική.

Δεν τις βρίσκεις τις στιγμές αισιοδοξίας. Τις δημιουργείς. Και αυτό είναι δική σου ευθύνη και υπέρβαση. Δικός σου χρέος. Όχι μόνο απέναντι σε έναν εαυτό που φροντίζεις μέχρι να πεθάνει. Απέναντι σε μία πραγματικότητα που διαχειρίζεσαι και παραδίδεις στους επόμενους. Ακόμη κι αν δεν έχεις παιδιά. Ακόμη κι αν πιστεύεις πως όλα είναι μάταια. Είναι, αν αυτό σε βολεύει. Αν ξεβολευτείς θα δεις πως όλα έχουν σημασία. Αλλιώς δεν θα ξοδεύαμε τόσα χρήματα να κατασκευάσουμε ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη. Θα ήμασταν αυτό ακριβώς.

34 χρόνια και 10 ημέρες πριν μία χούφτα φοιτητές, μαθητές, οικοδόμοι και λοιποί ξεβολεμένοι δέχονταν πυρά από παρακείμενους δρόμους και έρχονταν αντιμέτωποι με μία σιδερένια πύλη που κατέρρεε υπό το βάρος μίας μηχανής πολέμου. Κι απέδειξαν, για ακόμη μία φορά, ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με αυτοματοποιημένες μεθόδους και μηχανές. Δεν θα επαναλάβω εδώ ότι η πλειοψηφία του κόσμου ήταν βολεμένη και έμαθε πώς να βολεύεται και μετά την πτώση της Χούντας, αφού φρόντισε να καρπωθεί και λίγο από την δόξα της αντίστασης. Ούτε θα μιλήσω για το Πολυτεχνείο. Όχι γιατί πέρασε η επέτειος, αυτές είναι συνθήκες που εγώ δεν αναγνωρίζω -το ήθος και οι ηρωικές πράξεις δεν γνωρίζουν ημερομηνίες, αυτά τα αναγνωρίζει μόνο η γραφειοκρατία. Αλλά γιατί τόσο καιρό θυμώνω ολοένα και περισσότερο και ασφυκτιώ -και αυτό νιώθω την ανάγκη να συζητήσω μαζί σας.

34 χρόνια, λοιπόν, αργότερα η νέα γενιά δεν είχε την “πολυτέλεια” να έχει στιγμές αισιοδοξίας. Γιατί αυτή της δόθηκε απλόχερα; Όχι. Γιατί σερβιρίστηκε μόνη της μπουτάκια απαισιοδοξίας με σως καπιταλιστικής υπερκαταναλωτικής αισιοδοξίας. Έμαθε έτσι η νέα γενιά. Ανάμεσα στα σύνδρομα στέρησης των προηγούμενων και την υπόσχεση της υλικής ευδαιμονίας συνετρίβη η καλύτερη μαγιά: το ήθος. Κι έτσι άνθισε η τηλεόραση, κι έτσι άνθισε η λαμογιά, κι έτσι άνθισε η αδιαφορία. Κι έτσι άνθισε η μοναξιά. Γιατί μάθαμε να κοιτάμε τον εαυτό μας, την προσωπική μας πρόοδο και ανέλιξη, να επιζητούμε την ευκολία, να κλείνουμε τα μάτια σε ό,τι δεν μας αφορά ατομικά και άμεσα. Κι έτσι απωλέσαμε και κοινωνικές ταυτότητες, και συνοχές, και ήθος και όλες αυτές τις έννοιες που αφού εξευτέλισε ο πολιτικός λόγος κατάφερε να τις κάνει αυτό που ήθελε. Ντεμοντέ.

Για την μοναξιά βρέθηκε το αντίδοτο. Η εικόνα. Όχι ο λόγος, η εικόνα. Μία εικόνα που πλέον δεν ανταποκρίνεται στις χίλιες λέξεις που της απέδιδαν κάποτε. Μία εικόνα κενή λόγου. Φαντεζί, στημένη, υπόσχεση κι αυτή μίας ευδαιμονίας τοποθετημένης σε ένα ράφι σούπερ μάρκετ. Μίας εικόνας δραματικής, άλλες φορές, για να δημιουργεί πάντα την απαραίτητη απόσταση. Το “Κακό” συμβαίνει σε έναν άλλο, εγώ είμαι καλά. Μόνοι μαζί. Με την διαμεσολάβηση της πλαστής εικόνας του ενός για τον άλλον. Χαώδεις οι αποστάσεις, μηδενικές αλήθειες. Το ψέμα έγινε η αλήθεια. Ο “άλλος” ποτέ δεν θα γίνει “εγώ”. Το μαζί εξαφανίζεται. Ή, μάλλον, όχι. Το “μαζί” αφορά μόνο στις σχέσεις. Λίβελοι, best sellers, σειρές, εκπομπές, μουσική βιομηχανία, κινηματογράφος. Όλα θρέφουν αυτόν τον δυικό εγωισμό του έρωτα. Άντε “τριικό”.

Και περνάει ο καιρός έτσι, ήρεμα. Κι έτσι, εξουσίες πάσης φύσεως, που δεν αναγνωρίζουν καν τον παθιασμένο ρομαντικό εγωισμό του έρωτα -παρά μόνο την ευκολία της αυτοϊκανοποίησης (ήτοι μαλακίας), οργανώθηκαν. Και απλώθηκαν παντού. Επίφαση τάξεως και ασφάλειας. Για τον πολίτη. Και κάτω από τα τραπέζια, πίσω από κλειστές πόρτες, με απόρρητα τηλέφωνα κανονίστηκαν τα θέματα. Ιδιωτικοποιήθηκαν όσα δεν συνέφεραν το κράτος, ισχυροποιήθηκαν όσα θα έφερναν κι άλλα χρήματα στις τσέπες κάθε ιθύνοντος (το κράτος, ως ΤΟΝ ιθύνοντα, το άφησαν να ψωμολυσσάει), και εισήλθαμε στην καπιταλιστική εποχή, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του Άνταμ Σμιθ με αξιώσεις, και αγοράσαμε τηλεοράσεις, πετάξαμε τις βιβλιοθήκες και αποκτήσαμε έπιπλα τηλεόρασης και playrooms (ως απαραίτητα δωμάτια σε κάθε μεταμοντέρνο σπίτι), και αποβάλαμε την ανάγκη να ξεχωρίζουμε. Και ήρθε το Zara και ο κινέζος, ήρθε το καλαμπόκι Αργεντινής, ήρθε το μπιζέλι Ιταλίας, ήρθε το αυτοκίνητο Γερμανίας και τα δικά μας τα πετάξαμε σε χωματερές. Κι ό,τι δεν ξέραμε τι να το κάνουμε το κάψαμε.

Όλοι επιστήμονες. Γραφιάδες, νομικοί, ιατροί, μηχανικοί, διαφημιστές, οικονομολόγοι. Μας δόθηκε η πολυτέλεια να διαχειριζόμαστε μπακάλικα άλλων. Γιατί δικά μας δεν έχουμε. Απαξιώθηκε η παραγωγή -είναι για αμόρφωτους απαίδευτους μας έλεγαν. Να μάθουμε γράμματα για να προκόψουμε. Και τι είναι προκοπή; Τα 600 ευρώ τον μήνα και η μπλούζα 9 ευρώ από το Zara. Να μην έχεις να πας σε μια συναυλία αλλά να έχεις την πολυτέλεια να πιεις έναν καφέ 2,20 ευρώ. Ακόμη. Να μην έχεις χρόνο να διαβάσεις αλλά να προλαβαίνεις να δεις τηλεόραση για να ξέρεις. Να ξέρεις τι γίνεται γύρω σου, να ξέρεις τι σε απασχολεί.

Λογικό. Η μαλακία τυφλώνει. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο φτάσαμε. Τυφλωθήκαμε και μετά πιαστήκαμε από το πρώτο χέρι που μας υποσχέθηκε ότι θα μας οδηγήσει στην τουαλέτα για να κατουρήσουμε. Η τηλεόραση, τα media, η διαμεσολαβημένη πληροφορία. Αυτή που δεν σου επιτρέπει να αποκτήσεις την δική σου γνώση για τα θέματα, αυτή που απευθύνεται στο συναίσθημα για να σε συντρίψει και στην κούραση για να πουλήσει διασκέδαση. Το ήθος δεν διαμορφώνεται μέσα από ψέμματα. Μέσα από αυτά διέρχεται η προπαγάνδα για να δημιουργήσει μάζες. Και αυτή είναι η ποιοτική διαφορά. Οι αήθεις μάζες. Που μπορεί αύριο να διεκδικήσουν κάτι από αυτά που στερήθηκαν. Αλλά χωρίς ήθος, χωρίς ιδέες. Ιδιοτελώς. Για αυτό χτυπιούνται φοιτητές σε ζαρντινιέρες και οι διαφημιστές βρίσκουν τρόπο να διαφημίσουν τα παπούτσια της επανάστασης. Για αυτό ρίχνονται δακρυγόνα σε συνταξιούχους και τα ταμεία μετράνε από πόσους, ενδεχομένως, γλίτωσαν εκείνη την ημέρα. Για αυτό η ΓΣΕΕ είναι κλειστή όταν οι φοιτητές ζητάνε συμπαράσταση.

Κατά την διάρκεια της Χούντας βρέθηκαν ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις άτομα με πολλά κιλά μαγκιάς και ήθος. Κι έτσι έγινε και το κίνημα στο Ναυτικό (ο φίλος μου, ο Πίτυλος, τα έχει γράψει καταπληκτικά αυτά). Κι έτσι έγινε η εξέγερση της Νομικής. Κι έτσι έτρεξαν οι οικοδόμοι στο Πολυτεχνείο. Κι έτσι στο απόλυτο σκοτάδι κανένας δεν έτρεξε να φύγει. Ούτε στο φως του προβολέα και τον ήχο της σειρήνας κατέβηκε κανένας από την πύλη. Όχι γιατί δεν υπήρχε η τηλεόραση. Αλλά γιατί υπήρχε ήθος. Ο Ρήγας, το ΠΑΜ, η 20η Οκτώβρη καίτοι παράνομες δεν επιτέθηκαν ποτέ σε κόσμο. Όλες τους οι ενέργειες ήταν προσανατολισμένες στο να εκθέσουν την δικτατορία και να ξυπνήσουν τον λαό. Όχι να τον παγιδεύσουν, όπως στις ταινίες που ο όμηρος βρίσκεται με κεφαλοκλείδωμα και ένα πιστόλι στον κρόταφο ώστε να δραπετεύσει ο παράνομος. Η παρανομία δεν τους έκανε να πιστεύουν ότι όλα επιτρέπονται. Τι είναι αυτό που άλλαξε από τότε έως τώρα τόσο ώστε να θεωρούμε ότι όλα είναι νόμιμα; Και ότι όλα επιτρέπονται;

Η ευκολία. Αυτή η προσφερόμενη παντού ευκολία. Είναι εύκολο, πλέον, να κατεβαίνεις σε μια πορεία. Είναι εύκολο να ξεχνάς την κούραση με έναν καφέ. Είναι εύκολο να μην σκέφτεσαι και να παρακολουθείς μία σειρά. Είναι εύκολο να μένεις μόνος σου. Γιατί, ούτως ή άλλως, δεν έχεις τίποτα κοινό με τον διπλανό σου. Κι άρα δεν νοιάζεσαι για κανέναν και για τίποτα. Εύκολα. Μόνο που τώρα, που και με την βούλα μπορεί να μας στοχεύουν κάμερες, που φανερά καταγράφονται τηλεφωνήματα, που συνεχώς μειώνονται οι αποδοχές, που σχεδιάζεται η κατάργηση του 40ωρου (ποιο 40ωρο;), που υπονοείται πως δεν θα πάρουμε σύνταξη (αφοπλιστικό αυτό το “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος"), είναι η ώρα να κάνουμε την υπέρβαση. Δεν γίνονται υπερβάσεις μέσα από ευκολίες. Δεν γίνονται ανατροπές μέσω διαμεσολαβητών. Δεν διαμορφώνονται προσωπικότητες μέσα σε καζάνια. Μάζες διαμορφώνονται. Εύπιστες, άχρωμες, ιδιοτελείς, πιόνια. Ούτε αλλάζουν καταστάσεις μέσα από δοκιμασμένες συνταγές. Γίνεται αντίσταση μωρέ μέσα από σάπιους μηχανισμούς; Ποιο κόμμα δεν είναι σάπιο; Είναι δυνατόν να επιδιώκεται η ανάδυση κρεμώντας βαρίδια στο λαιμό;

Σκέψη θέλει το πράγμα. Και ήθος. Η 17Νοέμβρη, οι "αναρχικοί" που τα σπάνε, οι ακροδεξιοί που ευαγγελίζονται την αγάπη για το έθνος είναι δειλοί καραγκιόζηδες που σκέφτονται μόνο με όρους marketing και τηλεοπτικού χρόνου. Εντυπωσιασμού. Η τόλμη απαιτεί ήθος. Και το ήθος πάνω από όλα αδελφικότητα. Η οποία απουσιάζει εμφανώς από κάθε είδος αντίστασης των τελευταίων ετών, νόμιμης και παράνομης.

Αλλά, κυρίως, θέλει πάθος. Οι ξέπνοες, προγραμματισμένες πορείες και απεργίες δεν λένε μία. Θέλει υπέρβαση η αλλαγή. Και η πρώτη υπέρβαση είναι να πάψουμε να νιώθουμε, και να είμαστε, μόνοι. Γιατί αλλιώς “σαν βγεις απ' αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα σε περιμένει...”. Κι αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα βγούμε καν από την φυλακή. Τα τείχη της εμείς τα υψώνουμε. Και ή θα γκρεμοτσακιστούμε κάποια στιγμή από ύψος ή θα πεθάνουμε φυλακισμένοι. Μόνοι. Τυφλοί. Πεινασμένοι. Απογοητευμένοι. Ταπεινωμένοι.

Friday, 23 November 2007

Ιφιγένεια 2007

Όταν ήμουν μικρή η μαμά μου δεν μού αγόραζε ποτέ κούκλες ή ρούχα. Μόνο βιβλία και κασσέτες με μουσική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία φορά, αρχές της σχολικής χρονιάς, που αγοράζαμε μολύβια, τετράδια και τα τοιαύτα και γύρισα διστακτικά και την ρώτησα αν μπορούσα να αγοράσω κι ένα βιβλίο που μου άρεσε. “Για βιβλίο δεν πρόκειται ποτέ να σου πω όχι”, μου είπε. “Και φαγητό να μην έχω να αγοράσω για βιβλίο θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να το αποκτήσεις.” Πράγματι, ποτέ δεν έφερε αντίσταση όταν επρόκειτο για βιβλίο -όποιο κι αν ήταν αυτό. Και τώρα ακόμη, που οι ταχυδρομικοί σάκοι πηγαινοέρχονται γεμάτοι βιβλία από το amazon, πάντα με ρωτάει αν μου φτάνουν τα χρήματα κι αν χρειάζομαι βοήθεια. Δεν το πάω, όμως, εκεί.


Όταν, λοιπόν, ήμουν μικρή η μαμά μού είχε αγοράσει όλη τη σειρά της μυθολογίας από τις εκδόσεις Στρατικη. Τρελαινόμουν, έφευγαν τα βιβλία σαν τα πασατέμπος. Πιο πολύ από όλους, όμως, αγαπούσα την Ιφιγένεια. Τη φανταζόμουν ψηλή, με σώμα στητό και πλάτες ίσιες, με δύο χρυσές πόρπες στους ώμους και τα μαύρα της μαλλιά να χύνονται στην πλάτη και μέσα μου ένιωθα πως είναι σε αυτήν που θέλω να μοιάσω όταν μεγαλώσω. Είχα φτιάξει, ήδη από την ηλικία των εφτά, ένα μίνι θεατρικό κι έπαιζα την Ιφιγένεια όταν παρηγορεί τον Αγαμέμνονα για την απόφασή του και βαδίζει αγέρωχα προς τον βωμό. Εκστασιαζόμουν στο σημείο που του έπιανα το χέρι -ο καημένος ο συμμαθητής μου, ο Γιωργάκης, τι είχε τραβήξει (μια άλλη φορά τον μάθαινα μπαλέτο για να ανεβάσουμε τις “Τέσσερις Εποχές” του Vivaldi)... Τι έλεγα, μούμπλε μούμπλε... Ναι. Εκστασιαζόμουν, λοιπόν, όταν καρφωνόμουν στα μάτια του και του έλεγα: “Σε καταλαβαίνω, πατέρα. Θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Η θυσία μου είναι το ελάχιστο για την τιμή σου και την πατρίδα.” Ο Γιωργάκης πάντα έκλαιγε όταν με έβλεπε να ξεψυχάω, λίγο αργότερα, στο κρεβάτι μου (δηλαδή στον βωμό). Χρόνια αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι ήμουν ο παιδικός του έρωτας και τότε τον τρομοκρατούσε η ιδέα να πεθάνω. Τσάμπα οι θεατρινισμοί δηλαδή...


Την Ιφιγένεια την είχα ξεχάσει τα τελευταία χρόνια. Μέχρι σήμερα. Σήμερα είδα την Ιφιγένεια σε ένα από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα. Και ταράχτηκα. Αρχικά. Και στην πορεία κατάλαβα ότι η Ιφιγένεια, εκτός από αναγκαίο γρανάζι του μύθου, ήταν και μία ηλίθια. Και εν τέλει την μίσησα. Γιατί είναι ακριβώς τέτοιοι μύθοι που δημιουργούν τα στερεότυπα που, μαζί με την άκριτη εισβολή της μετανεωτερικής βλακείας και ανεκτικότητας, μας κατακλύζουν. Δεν θα αναλύσω το κομμάτι του σεβασμού και της αγάπης προς τους γονείς μας. Εκτός από de facto συναισθήματα είναι και ένας από τους συνδετικούς κρίκους της σκόρπιας μας ψυχής. Και συναισθήματα τα οποία δουλεύονται και χτίζονται εφ' όρου ζωής. Μέσα μου θέλω να πιστεύω ότι ούτε καν αυτά δεν είναι δεδομένα αλλά, περισσότερο, χτίζονται. Όταν, όμως, ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία πιστεύει κάποιος βαθειά είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το να ορθώνει ανάστημα σε πάσης φύσεως αδικίες, τότε θα πρέπει και να έχει αποφασίσει ότι για κανέναν και τίποτα δεν τα διαπραγματεύεται.


Η Ιφιγένεια δεν έσωσε καμία τιμή. Το καπρίτσιο του πατέρα της βοήθησε να πραγματοποιηθεί. Και πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι. Αιώνες επεβίωσε ως πρότυπο κόρης και αξιοπρέπειας. Οι γονείς και τα παιδιά δεν παίζουν τον ρόλο του yesman. Γενικώς, αυτοί που αγαπούν δεν είναι δίπλα σου για να σε κάνουν, μόνο, να νιώθεις όμορφα. Είναι εκεί, κυρίως, για να είναι οι πρώτοι που θα σου πουν ότι είσαι ο μεγαλύτερος μαλάκας του κόσμου όταν ετοιμάζεσαι να κάνεις την μεγαλύτερη μαλακία των ιστορικών σου χρόνων. Οι γονείς δε (και τα παιδιά, εννοείται) έχουν ακόμη ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες τους. Να αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους πάντα σαν ένα έργο τέχνης που δεν πρέπει να ρισκάρουν να καταστρέψουν. Ρομαντική ιδέα θα μου πείτε. Αλλά χωρίς ρομαντισμό καταλήγουμε να μιλάμε μόνο για παστίτσια και ωράρια εργασίας.


Καθένας δικαιούται να έχει και τα βίτσια του και τους εγωισμούς του και τα λάθη του και ό,τι άλλο θελήσει. Αρκεί να μην την πληρώνουν αυτοί που δεν φταίνε. Γιατί εκεί γίνεται μαλάκας. Λάθη συγχωρούνται. Αλλά εύκολα ξεχωρίζει κάποιος το λάθος από τον εγωισμό. Εγωισμοί, λοιπόν, δεν συγχωρούνται. Όχι όταν ρισκάρεις να καταστρέψεις το πιο πολύτιμο έργο τέχνης. Θα μου πείτε ότι όλα αυτά σας φαίνονται πολύ κωδικοποιημένα και μπερδεμένα. Δεν ξέρω γιατί μου βγήκε έτσι, σαν μανιφέστο.


Εγώ ήθελα απλά να πω ότι μετά από χρόνια ένα από τα ισχυρότερα πρότυπα που είχα ποτέ κατέρρευσε. Εγώ ήθελα απλά να σας πω ότι η Ιφιγένεια δεν στάθηκε καλή κόρη για τον πατέρα της και καλό μέλος μιας κοινωνίας. Τσιράκι του πατέρα της, άβουλη και τυπική γυναίκα της εποχής της στάθηκε. Έγινε σύμβολο μία γυναικεία φιγούρα που δεν αμφισβήτησε σε τίποτα την καθεστηκυία τάξη και έκανε ό,τι ζήτησε ο αφέντης του σπιτιού. Σαν να σας ζητάω δηλαδή να κάνουμε πρότυπο την γυναίκα που φέρνει παντόφλες στον σύζυγο και κάθεται να της φάει κιόλας επειδή άργησε να τις φέρει. Σαν να σας ζητάω να κάνουμε πρότυπο όλους αυτούς, και αυτές, που δεν μιλάνε ποτέ. Δεν ορθώνουν ανάστημα απέναντι σε καμία αδικία. Ήσυχα ήσυχα ξυπνάνε το πρωί, δουλεύουν για ψίχουλα και το βράδυ πατάνε το “on” και αποκοιμιούνται στον καναπέ. Χωρίς προβληματισμό για το αν ξυπνάνε καλά σε γκρίζα κουτιά, αν τους πουλάνε σωστά προϊόντα στα supermarkets, αν πληρώνονται αυτά που τους αξίζουν, αν το κράτος τους βοηθά... Χωρίς να σχεδιάζουν το μέλλον, κοιτώντας το παρόν με μάτια κενά. Όπως το θύμα που βαδίζει στο βωμό του.


Όχι. Αυτό δεν είναι πρότυπο. Ηλίθιος είναι. Κι ο ηλίθιος είναι το πολύ πολύ ήρωας του Ντοστογιέφσκι. Ο ηλίθιος είναι από μόνος του τραγωδία. Όχι πρωταγωνιστής τραγωδίας. Μία προσωπική ασήμαντη αυτοάνοση τραγωδία. Που οδηγεί στην εποποιία των λοιπών ηλιθίων. Ας μην θυσιαζόταν η Ιφιγένεια. Η Ελένη θα γούσταρε τρελά αγκαλιά με τον Πάρη, ο αγαπημένος μου Έκτορας θα χαιρόταν τον γιο του να μεγαλώνει, η Τροία θα είχε διασωθεί και ο Αχιλλέας θα είχε γίνει, μάλλον, πάτερ φαμίλιας μοιράζοντας αγγελικής μορφής ημιθεάκια. Τον Αγαμέμνονα δεν τον βλέπω να την γλίτωνε τελικά γιατί ήταν και πολύ μεγάλος μαλάκας. Άρα... Ποιο είναι αυτό το ιδανικό της Ιφιγένειας; Ποιο είναι το καταπληκτικό που πέτυχε με την θυσία της; Μερικές πωλήσεις για εκδοτικές και κάποια blockbusters για το Hollywood. Συγχαρητήρια.

Tuesday, 13 November 2007

Κάποιος να καλέσει τον Ανάν να επιλύσει το "Ζωνιανό"

Ωραία. Γύρισα, αναγκαστικά χώνεψα το ότι γύρισα, δεν ξεκουράστηκα, συνειδητοποίησα ότι γύρισα αφού άρχισα την γκρίνια και τώρα δεν έχω και χρόνο για να γράφω όσο θα ήθελα. Τι τις θέλω τις διακοπές αφού με χαλάνε; Έχασα λέει και σκηνικά όσο έλειπα. Ζωνιανά, την υπέροχη προεκλογική καμπάνια των χαμένων (όχι μόνο των εκλογών) και τα τοιαύτα. Ωραία.

So what? Κατ’ αρχάς το βρίσκω υποτιμητικό για την νοημοσύνη των περισσότερων από εμάς να ασχολούμαστε με ένα θέμα με όρους μηντιακούς. Τώρα τους καύλωσε τώρα πρέπει να λύσουμε το "Ζωνιανό" (μέγιστο εθνικό θέμα μετά το Κυπριακό –καλά, αυτό πλέον είναι global θέμα, όχι εθνικό- και το Σκοπιανό –ή Μακεδονικό λέγεται πλέον;). Αμ, το Ζωνιανό αδέρφια δεν λύνεται επειδή ο Πρετεντέρης πρέπει να πληρωθεί τις Δευτέρες και η Ζαχαρέα να αποδείξει ότι δεν είναι η σύζυγος του άνδρα της. Ή πρέπει ξαφνικά όλοι να δηλώσουμε αποτροπιασμό για τους κατοίκους ενός χωριού και την κουμπουροφορία των Κρητικών; Εγώ προσωπικά ένα πράγμα δεν κατάλαβα ποτέ, αλλά από την άλλη ίσως το γεγονός αυτό με κάνει και να τους σέβομαι όσο λίγους. Γιατί οι Κρητικοί πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν τους Χούτου της Ελλάδας; Τόλμα εσύ να κρύψεις στο σπίτι σου κουμπούρια και καραμπίνες, βγάλτες και βόλτα στο Κολωνάκι την Κυριακή και μετά πυροβόλα στον αέρα να γιορτάσεις την νέα γεύση espresso coconut-caramel-strawberry-πατσάς και θα δεις αμέσως πώς σκάει ένας (όχι ογδόντα) αστυνομικοί με Rayban να σε μπαγλαρώσουν.

Αν μη τι άλλο είναι πολύ κολακευτικό, και εμπνέει και αίσθημα ασφάλειας, να βλέπουμε ολόκληρο τάγμα χεσμένων αστυνομικών να παρελαύνει στα Ζωνιανά αντιμετωπίζοντας θαρραλέα τον γέννημα-θρέμμα της λεβεντομάνας Κρήτης σκύλο Σήφη την ώρα που ξύνεται βαριεστημένος στην κεντρική πλατεία του χωριού. Και συγγνώμη κιόλας, αλλά μόνο στην Κρήτη συμβαίνουν αυτά; Απλά στην Κρήτη ισχύει το moratorium. Και για αυτό και χέζονται και πάνω τους. Όχι, πέστε μου, είναι σοβαρά αυτά τα θέματα; Να μου λέγατε να ασχοληθούμε με την Δρούζα πιο σοβαρό θα μου φαινόταν. Γιατί το "Δρουζιανό" μπορεί και να επιλύεται –πήρε πόδι από την κρατική, με λίγο μαγείρεμα μπορεί κάποια στιγμή να αξιωθούμε να την δούμε να παίρνει πόδι γενικώς από τα τηλεοπτικά δρώμενα. Όμως το εμπόριο ναρκωτικών δεν λύνεται επειδή η Όλγα ακόμη και άρρωστη εμφανίστηκε στο δελτίο ειδήσεων ή ο Νικολάκης άφησε για λίγο στην άκρη τις βρώμικες πιτσαρίες και τα άσυλα. Έλεος.

Μία σοβαρή συζήτηση θα προϋπέθετε την πρόθεση του κράτους να εφαρμόσει στην Κρήτη τους στοιχειώδεις κανόνες δικαίου που ισχύουν στην υπόλοιπη χώρα (να μην μιλήσω για αυτούς των πολιτισμένων κρατών –ας το αφήσω απλό προς το παρόν) και να προστατεύσει τους κατοίκους από τον τραμπουκισμό ορισμένων. Ποιος συζητά για αυτό; Κανείς. Αντιθέτως, όλοι ασχολούνται με το πόσα φυλλαράκια είχε η γλάστρα που βρέθηκε θαμμένη και τι εξοπλισμό έφεραν οι θαρραλέοι μας αστυνομικοί. Πώς γίνεται να εκσυγχρονίσεις μια κοινωνία αν δεν βρεις την τομή μεταξύ της παράδοσής της και της σημερινής εποχής; Η παιδεία δεν παίζει κάποιον ρόλο σε αυτό; Ή μήπως επειδή οι υπόλοιποι Έλληνες παραδοθήκαμε αμαχητί στο κυνήγι της "δεξιάς και της προόδου" πίστευαν κάποιοι ότι και η Κρήτη θα πέσει εύκολα; Κι αφού, λοιπόν, δεν έκατσε μωρέ αδερφάκι μου... Άστους να παν στον διάολο. Εσύ μόνο κρατήσου μακριά μπας και σε πάρει ξώφαλτσα καμιά σφαίρα και τρέχουμε. Και να διευκρινίσω. Κρητικιά δεν είμαι ούτε κατά διάνοια. Ούτε και συμμερίζομαι το αντίθετο ρεύμα, αυτό που έχει συσπειρωθεί γύρω από την «Κρητική λεβεντιά». Μαλακίες είναι όλα αυτά. Ο έμπορος που κρύβεται και απειλεί κατοίκους χωριού, τα παίρνει και τα δίνει σε πάσης φύσεως αρχές για να μπορεί να κονομάει ανενόχλητος δεν είναι Κρητίκαρος λεβέντης. Λεβεντοπόρνη του καπιταλισμού και της εξουσίας είναι και μένει εκεί το ζήτημα.

Ας αναθεωρήσουμε λίγο, λοιπόν, με τι σοκαριζόμαστε. Μήπως δεν ήταν πριν από λίγα χρόνια που σε εκτάσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης βρέθηκαν χασισοφυτείες; Ή, μήπως, πέρυσι δεν σκοτώθηκαν έξω από το Αγρίνιο νέα παιδιά; Ποιος τα σκότωσε –η αλεπού που έπαιρνε την εκδίκησή της για το κυνήγι των λαγών; Έλεος.

Δεν είναι αδιαφορία όλα αυτά. Αγανάκτηση είναι για την υποκρισία στην οποία βολευόμαστε όλοι. Ωραία. Όταν το λύσουν κι αυτό οι τηλε-δικαστές της δίωξης ναρκωτικών (καινούρια ειδικότητα αυτή, κάθε μήνα κι από μία αποκτούν) ας μας ενημερώσουν για το επόμενο θέμα που πρέπει να λύσουμε ως «Έθνος ηρωικόν». Α! Και κύριε Κακαουνάκη μου, μη σας απαντήσω τώρα και βρεθούμε πίσω από τα κάγκελα αλλά, ναι, μ..... είναι αυτός που ξέρει και δεν μιλά. Κι ο λαϊκισμός έχει τα όριά του. Κρητικοπαλήκαρος κι εσείς, καταλαβαίνω, αλλά ο τρόπος που χειρίζεστε το θέμα μόνο παληκαριά δεν δείχνει. Λαϊκισμό και χεσμεντόλ ναι. Ξέρετε, όποιος ξέρει μπορεί να πάει στον εισαγγελέα και να καταθέσει αναφορά. Ή απλά να ενημερώσει τον εισαγγελέα κι εκείνος να διατάξει έρευνα. Δεν χρειάζεται να κινδυνεύσει η ακριβή ζωή σας ούτε να γίνετε και τηλε-ήρωας (καλά, άμα το δω κι αυτό στα δελτία θα καταρρεύσω). Σταματήστε, όμως, τους λαϊκισμούς τύπου «Ξέρω αλλά δεν είμαι μαλάκας» -καλωσήρθατε στο club ολόκληρης της Κρήτης, μόνο που εσείς τα κονομάτε για να ξέρετε ΚΑΙ να λέτε, όχι να υποκύπτετε σε τραμπουκισμούς –και το παίζετε και αδέκαστος ρεπόρτερ. Φσσσσσσσστ!!! Για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν ξέρουμε αλλά γνωρίζουμε την ουσία, αυτά είναι μαλακίες.

Όσο για τον Γιωργάκη...Να’ ναι καλά το παιδί να συνεχίσει να μας προσφέρει γέλιο τα επόμενα χρόνια. Όχι, φαντάζεστε τον Μπένυ εξουσία; Να τον βάλουν οι image-makers να κάνει δίαιτα για να μην εξαγριώνει τα πλήθη που λιμοκτονούν από την λιτότητα και να βγάζει όλη την εξουσιομανία και τα νεύρα του σε κάθε δημόσια εμφάνιση; Και κάνει και πολλές ο άτιμος... (Καταλαβαίνετε ότι αυτό το θέμα μου φαίνεται ακόμη πιο γελοίο από το «Ζωνιανό» -αδυνατώ να ασχοληθώ σοβαρότερα.)

Νέα και φωτογραφίες από Παρίσι προς το παρόν αδύνατον –γράφω από την δουλειά και δεν έχω μαζί ούτε υλικό ούτε διαύγεια για να ανακαλέσω όλες τις σκέψεις και τις πράξεις μου εκεί. Σύντομα, όμως. Όπως και κάτι που έχω υποσχεθεί στην Baby Lemonade θα έρθει σύντομα (αυτό το γράφω για εξιλέωση και οίκτο από την πλευρά σου baby!). Σας αφήνω, λοιπόν, προς το παρόν. Πάω να συνεχίσω την τρεχάλα...

Wednesday, 7 November 2007

Dumbo, ο υπερμεγέθης ελέφαντας

Από την ώρα και τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στα πάτρια εδάφη έχουν εμφανιστεί κάτι ελέφαντες... Big size... Μέχρι να καταφέρω να σας εξιστορήσω τα κατορθώματά μου στο ανήλιαγο αλλά φωτεινό Παρίσι σας αφήνω με αυτό. Που τόσες μέρες με κρατάει συγκινημένη, με χαλαρώνει για λίγο από όσα με κάνουν Βέγγο και μου θυμίζει πως η τέχνη είναι εδώ για να να μας δίνει νέα όραση. Ήταν πάντα εδώ για αυτόν τον λόγο... Σας φιλώ για τώρα. Ελπίζω για λίγες μόνο μέρες ακόμη.

Friday, 26 October 2007

Paris, je t' aime

Κλασσικά, τελευταία στιγμή, στοιβάζω ρούχα, παπούτσια και βιβλία στη βαλίτσα. Σε λίγες ώρες πετάω. Φοβάμαι λίγο, αλλά αυτός ο νεοαποκτηθείς φόβος δεν στέκεται ποτέ εμπόδιο.

Απόσταση, λοιπόν, για λίγο από τα γνωστά. Βιβλία, μαθήματα, δουλειές, άγχος, αϋπνίες, ο χρόνος που ποτέ δεν φτάνει αλλά και παρέες, σπιτική ζεστασιά, γνωστά αγαπημένα μέρη και πρόσωπα. Μεγάλη ανάγκη το να παίρνεις αποστάσεις -ανακαλύπτεις αν ο μίτος σου έχει ξεδιπλωθεί σωστά για να σε φέρει πίσω.

Τα πανιά μου άσπρα και τα αμπάρια μου γεμάτα ιστορίες όταν γυρίσω (όπου και ελπίζω, πλέον, να ξανααποκτήσω την χαμένη μου, τώρα τελευταία, συνέπεια).

Χθες ήμουν έτοιμη να γράψω για τον σοσιαλισμό και τον σοσιαλισμό του Πασόκ -μετά συνειδητοποίησα ότι το κάνουν άλλοι καλύτερα κι ότι για εμένα τα επικοινωνιακά τρικ δεν είναι τόσο σημαντικά για να τα σχολιάζω. Χθες βράδυ σκεφτόμουν να γράψω για τη φασίνα και τα νέα δεδομένα στο καθάρισμα του σπιτιού -μετά σκέφτηκα πως κανέναν δεν ενδιαφέρει η γκρίνια μου για την αναπόφευκτη συντροφιά της σκόνης και το μαρτύριο της απελευθέρωσης από αυτήν. Σήμερα το πρωί είδα το "All the invisible children" -και σκέφτηκα απλά να σας πω ότι μερικές ιστοριούλες εκεί μέσα είναι ενδιαφέρουσες και καλογυρισμένες. Όταν γυρίσω, εκτός από παρισινές ιστορίες, μπορεί να σας πω και μια ιστορία για έναν υπολογιστή παγιδευμένο -αν μέχρι τότε δεν συνειδητοποιήσω ότι δεν έχει και πολλή σημασία.

Πάντως, προς το παρόν τρέχω και δεν φτάνω. Σας γράφω για να ευχηθώ καλό Σαββατοκύριακο και με το καλό να ανταμώσουμε την επόμενη εβδομάδα. Μέχρι τότε, να περνάτε καλά!

Sunday, 21 October 2007

Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο

Στη γωνία είναι μια λατέρνα, μια λατέρνα που δεν ακούγεται αν δεν πλησιάσεις. Ξεκούρδιστη είναι, αλλά στολισμένη πρωί πρωί όταν βγαίνει τσάρκα. Δίπλα της σφυριά και τρυπάνια οργιάζουν, κάποιος manager ουρλιάζει πως το ψυγείο για τις πάστες είναι σε λάθος θέση, στου καινούριου Ζωρζ άραγε θα συχνάζουν αντίστοιχοι αυτών που διάβαζα κάποτε ότι σύχναζαν;, κόρνα -άναψε πράσινο, τακούνια, hands-free και ομιλίες του αέρα, η λατέρνα ασφυκτιά. Στη γωνιά της σε λίγο θα είναι είσοδος σενιαρισμένου ζαχαροπλαστείου -κι ολίγον τι ρετρό, κι έτσι θα χτυπάει στο συναίσθημα, είναι και σε θέση βολική, ουουουου, κόσμος που θα συρρέει και, βέβαια, η λατέρνα θα χαλάει τον ήχο του jukebox φαντάζομαι, γιατί και η μουσική θα πρέπει να είναι ολίγον τι ρετρό για να μας μεταφέρει σε “άλλες” εποχές, αυτές που δεν τις ζήσαμε αλλά διαβάσαμε για αυτές, κι εγώ, τουλάχιστον συγκινούμουν όταν διάβαζα για πάστα και βυσί στου Ζωρζ, κι έτσι όλοι θα συρρέουν πια -κι αυτοί που τα πρόλαβαν και θα συγκινηθούν από τη νεκρανάσταση, και οι καλοβαλμένοι επιχειρηματοϋπάλληλοι της περιοχής και πιτσιρικάδες που γουστάρουν τα πιο wow μέρη. Και θα πληρώνουν για την πάστα τους α λα fifties, και το βυσί τους α λα home, και το παγωτό τούτι φρούτι α λα italiano κι απ' έξω η λατέρνα θα μετρά χάλκινα απορρίματα που για κανέναν δεν μετράνε στο πορτοφόλι -κι ας είναι όχι “α λα” αλλά “fifties”.

Γιατί στον δρόμο είναι που τρέχουν τα αυτοκίνητα, και κορνάρουν, και περνάνε με κόκκινο, και βρίζονται άμα κατά λάθος τρακάρουνε ή, έστω, αργήσουνε λίγο να ξεκινήσουν στο φανάρι (το ίδιο είναι) γιατί όλα βιάζονται, όλα πάνε κάπου που τους περιμένουνε -λεφτά, έρωτας, καφές, το σπίτι, το αφεντικό, το κορόιδο...

Και από την άλλη πλευρά είναι τα γραφεία που κουδουνίζουνε τηλέφωνα όλη μέρα, κι ο ένας θάβει τον άλλονε, και γυμναστήρια με σάουνες και κολυμβητήρια και πολυκαταστήματα από κάτω άμα θελήσει κανείς στο διάλειμμα να ψωνίσει το κατιτίς του να τού ανέβει η διάθεση, και καφετέριες που κλείνονται μπίσνες ή ανταμώνει ο κόσμος πρωινιάτικα να μάθει τα χθεσινά, και μεγάλα βιβλιοπωλεία με καλαθάκια του σούπερ-μάρκετ γιατί όλοι διαβάζουνε σαν παλαβοί, πάνε στα βιβλιοπωλεία και σηκώνουνε τα ράφια με την κουλτούρα όπως τα ράφια με τα μακαρόνια στο σούπερ-μάρκετ, και σε λίγο έτσι θα' ναι -σε ένα κτήριο όλη μας η μέρα· ισόγειο-τρατορία (έτσι τα λένε τώρα), πρώτος-σούπερ μάρκετ, δεύτερος-βιβλιοπωλείο, τρίτος-δισκοπωλείο, τέταρτος-πολυκατάστημα, πέμπτος-πολυκατάστημα (εδώ πωλούνται οικιακά), έκτος-έκθεση αυτοκινήτων, έβδομος-σινεμά, όγδοος-ταξιδιωτικά γραφεία, ένατος-μεσίτες, δέκατος-δικηγοροι, ενδέκατος-εξωτερικά ιατρεία, δωδέκατος-οικονομικοί σύμβουλοι, δέκατος τρίτος-πρόεδροι (δηλαδή, καφετέρια), δέκατος τέταρτος-γυμναστήριο, δέκατος πέμπτος-κομμωτήριο, δέκατος έκτος-ψυχολόγοι, δέκατος έβδομος-ελεύθεροι επαγγελματίες (δηλαδή, καφετέρια), δέκατος όγδοος -διαφημιστές, δέκατος ένατος-ανώτεροι υπάλληλοι, εικοστός-μεσαίοι υπάλληλοι, εικοστός πρώτος-υπάλληλοι. Ταράτσα με φόρα για φούντο-χαμηλόμισθοι (είναι η γενιά των εφτακοσίων αυτοί, μην ανησυχείτε, δεν είναι κανένας από εμάς).

Γιατί είναι στα μπετά που περιμένουν υποσχέσεις, ψώνια, αγαθά, ωραία σώματα, χρήματα, καφέδες, ποπκόρν με ατάκες, πολυκαταστήματα που ο σύζυγος παρκάρει για καφέ και η σύζυγος ξοδεύει το ευγενές κομπόδεμα την ώρα που το παιδί ψάχνει τρόπο να κατέβει τις κυλιόμενες σκάλες που ανεβαίνουν, κόσμος που είναι εκεί για τον ίδιο λόγο, χρόνος μακριά από την δουλειά, χώρος που σε κάνει να νιώθεις πλούσιος, σε κάνει να νιώθεις κάποιος, να! ή ταυτότητά σου που δεν είχες χρόνο να την βρεις, εδώ σου χαμογελά φορώντας κολλητό τζιν και σερβίροντας νερό με ζογκλερικό τρόπο, ο αέρας εδώ δεν είναι απλό οξυγόνο -έχει ταυτόχρονα άρωμα λεβάντας και σε νανουρίζει γλυκά, μην κοιτάς έξω, δεν σε νοιάζει, να! δες εδώ, οθόνες plasma 37 ιντσών, φυτά εσωτερικού χώρου, είσαι ήρεμος, ήηηηηηηηηηρεμος, μην κοιτάς έξω.

Έξω ένας κουτσός χαραμοφάης ζητάει τα ρέστα σου πιάνοντας χώρο στο πεζοδρόμιο, και μία πόρνη κάθεται στη γωνία του πολυκαταστήματος τρώγοντας κουλούρι -το τσουλί, θα μας χαλάσει το οικογενειακό περιβάλλον, κι ένας κόπρος έχεσε στη γωνία -θα πάρουμε τον δήμο να παραπονεθούμε πάραυτα για την κατάντια του περιβάλλοντος χώρου, και μια λατέρνα φράζει την είσοδο -θα κατέβουμε τώρα να τον διώξουμε τον καριόλη, εκατό φορές το 'χουμε πει, ΌΧΙ ΕΔΩ!

Κι ανάμεσα από την φάση του δρόμου και την αφασία των μπετών τα πεζοδρόμια. Αυτά που διασχίζουν βιαστικά όσοι θέλουν να βρεθούν στον δρόμο ή στο μπετόν. Εκεί είναι που θάβουμε τις ενοχές μας κάτω από το χαλάκι για να βγούμε καθαροί στην επιθεώρηση, εκεί οι απόκληροι, εκεί οι αδέσποτοι, εκεί οι φτηνοί έρωτες, εκεί οι επαίτες. Εκεί η λατέρνα, μόνη, άλαλη, αργή, σαν παλιά αρχόντισσα που ξεψυχάει ανάμεσα στους πεσμένους σοβάδες του παλιού της αρχοντικού. Αν ποτέ μια πολυεθνική την ανακαλύψει θα την ζητήσει από τον διαφημιστή και τον manager και θα την κάνουν έξυπνο σποτάκι, θα την βάλουν και σε μια γωνιά στο κατάστημα κι όλοι θα πληρώνουν για να την ακούσουν να κελαηδά, κι αυτή επειδή δεν θα 'ναι από έλατο αλλά από mdf θα θα είναι σαν τα κακέκτυπα του Elvis -αλλά δεν έχει και πολλή σημασία, σημασία έχει ότι θα νομίζουν όλοι πως είναι κουλ να βλέπουν μια λατέρνα σε ένα τόσο γκρούβι μέρος.

Παραφωνίες παράγει ο πολιτισμός μας -ο πολιτισμός του δρόμου και των πολυκτηρίων. Ανθρώπους που βιάζονται και τρέχουν και λαχανιάζουν και ιδρώνουν και μετά μπαίνουν σε τετράγωνες ψυχολογικά μελετημένες φυλακές, και τηλέφωνα χτυπάνε, και fax πάνε κι έρχονται, και ψίθυροι ακούγονται στο διάδρομο στα διαλείμματα, και άμα θες να ψωνίσεις ή να γυμναστείς ή να δεις ταινία δεν χρειάζεται να ξεβολευτείς, όλα είναι μαζί, δίπλα σου, αυτοί σκέφτονται για το καλό σου, και τσιγάρα επιτρέπονται μόνο στο πεζοδρόμιο. Στο πεζοδρόμιο με τις υπόλοιπες ενοχές μας, με ό,τι δεν είναι καλογυαλισμένο, δεν μοσχοβολά κοιμιστική λεβάντα και δεν έχει φώτα νέον.

Στο πεζοδρόμιο. Εκεί που θα αναγκάσουμε τους φοιτητές να διαδηλώνουν σε λίγο και κανείς πλέον δεν θα σας εμποδίζει να τρέχετε και να κορνάρετε και να βρίζετε και να λαχανιάζετε. Εκεί που θα μπορείτε να τους προσπερνάτε κι αυτούς όπως αυτούς που μάθατε τόσο καιρό να μην βλέπετε. Εκεί που στη γωνία θα τους την έχουν πάντα στημένη τα ακίνητα ανθρωπάκια που μάχονται για την ευδαιμονία και ησυχία σας. Για να μπορείτε να ψωνίζετε ήσυχοι, να δουλεύετε ήσυχοι, να γαμάτε απερίσπαστοι. Μία ανωμαλία του συστήματος είναι, εσείς μην ταράζεστε, το έχουμε αναλάβει.

Μέχρι τότε ανοίξτε την τηλεόραση, δυναμώστε την ένταση, οι αδέκαστοι ρεπόρτερς μας θα σας τα εξηγήσουν όλα χαρτί και καλαμάρι, δείτε διαφημίσεις, είναι έξυπνες, έχουν χιούμορ, όλοι είναι όμορφοι στις διαφημίσεις, όλοι ξοδεύουν και τα δάνεια είναι σαν τις τσίχλες -τα μασάς και μετά τα φτύνεις στο πεζοδρόμιο (κι αυτά), θα πάρεις άλλο για να καλύψεις το προηγούμενο μην αγχώνεσαι. Μην κλείνετε την τηλεόραση, ακολουθεί ψυχαγωγικό πρόγραμμα, θα σας μάθουμε να μαγειρεύετε φιλέτα κοτόπουλο με σως από πορτοκάλι, βατόμουρα, αρακά και σαρδέλες, αν δεν τα καταφέρετε δεν πειράζει, η μεγαλύτερη αλυσίδα πιτσαρίας σας χαρίζει αυτοκίνητο με κάθε πίτσα, τρώγοντας θα σας δείχνουμε την νέα ενζενί να αποκαλύπτει τα καλοσχηματισμένα της οπίσθια για το φιλί του ζαν πρεμιέ μας -για φέτος. Μην ανησυχείτε για το πεζοδρόμιο. Όταν τους μαζέψουμε όλους εκεί θα τους μαντρώσουμε και θα τους εξαφανίσωμεν -μέχρι τότε για την πρόσβασή σας στα κτήρια θα σας φτιάχνουμε κυλιόμενες για να μην μολύνεστε από την παρουσία τους.

Και μετά θ' ανοίξουμε εκείνα τα προπαγανδιστικά λεξικά -όχι, λάθος. Και μετά θα κάψουμε κόπιες από παλιές ταινίες. Και μετά από αυτό θα ανοίξουμε παλιά προπαγανδιστικά λεξικά κι εκτός από τις λέξεις “φτώχεια” και “φιλότιμο”, που τις έχουμε ήδη αποσύρει για να μην ταράζεστε, θα αποσύρουμε κι εκείνη τη ρημάδα τη “λατέρνα”.

Monday, 15 October 2007

Μουσικό διάλειμμα

Καθ' ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος -στην περίπτωσή μου, δε, δεν συμπίπτει να είναι και χρήμα, δυστυχώς- αυτές τις ημέρες νιώθω σαν να έχει αναποδογυρίσει η κλεψύδρα και να μετράω κόκκους άμμου. Την επόμενη Παρασκευή θα παραδόσω στα γραφεία των καθηγητών μου τις εργασίες που κατόρθωσα να τελειώσω και μετά, για ένα διάστημα, το πλάνο περιλαμβάνει ένα μικρό ταξιδάκι (και λίγα ακόμη μικρότερα), ταινίες, φίλους και πολύ μα πολύυυυυυυυυ ύπνο.

Μέχρι να καταφέρω να βρω λίγο χρόνο, λοιπόν, κι επειδή όσον αφορά στην μπλογκοσυνέπειά μου τα έχω κάνει μούσκεμα, σας αφήνω με ένα καταπληκτικό βίντεο από την ταινία "Les Triplettes de Belleville" -το soundtrack αυτής με κρατά ευδιάθετη, και ξύπνια, τις δύσκολες τούτες ώρες (παλιά καλή συνήθεια -δεν διαβάζουμε ποτέ χωρίς μουσική υπόκρουση).



Α!, κι επειδή το μάτι μου πήρε κάπου ότι ήταν λέει παγκόσμια ημέρα για το περιβάλλον, και ήταν και κίνηση των bloggers αυτό (μες στην ιδέα είμαστε), κι επειδή δεν έχω τώρα ούτε την φυσική αντοχή ούτε τον χρόνο να εκθέσω σοβαρά τις απόψεις μου, κι επειδή αυτός εδώ ο κύριος είναι που μου κρατάει μουσική συντροφιά μαζί με το τρίο (της Belleville, εννοείται -κάθε άλλο τρίο της επικαιρότητας με αφήνει από παγερά αδιάφορη έως με αηδιάζει) δείτε κι αυτό.



Επιτρέψτε μου, μόνο, να το χαρίσω στο Κροτάκι -της αρέσει πολύ ο Manu (σωστά θυμάμαι;). Και, μάλλον, θα το αγαπήσει ακόμη περισσότερο αφού το γύρισε ο Emir.

Tuesday, 9 October 2007

Η Μόνα Λίζα του Πικάσο

“Η δεσποινίδα Industrial Daisies;”
“Η ίδια.”
“Δεσποινίς Industrial (υποθέτω ότι αυτό διαχωρίζει το ψευδώνυμό μου σε δύο μέρη, industrial – όνομα και daisies – επίθετο), σας έχουν ενημερώσει από το Πανεπιστήμιο ότι επιλεχθήκατε να εργαστείτε αυτό το εξάμηνο στον τομέα Πολιτισμού;”
“Δεν είχα ιδέα!” (Χοροπηδητά, ποδοσφαιρικοί βουβοί πανηγυρισμοί, χειροκροτήματα που με αποθεώνουν μέσα στο κεφάλι μου...)
“Πρέπει να συνεννοηθούμε λίγο για τις επιτηρήσεις που καλείστε να κάνετε στις εξετάσεις των προπτυχιακών...”
Στομαχόπονος.

Καφές, τσιγάρα και στομαχόπονος. Η ώρα είναι εφτά το απόγευμα σε ένα κτήριο τόσο χαμηλοτάβανο που σε κάνει να νιώθεις γίγαντας. Απαραίτητο συναίσθημα για έναν επιτηρητή... Η καθηγήτρια έρχεται, μοιράζουμε τα θέματα, επεξηγήσεις. Έχω ήδη τρομοκρατηθεί, θέλω να φύγω, δεν πειράζει ας μην δουλέψω στο τμήμα πολιτισμού -μπορώ κι αλλιώς. Να τους αφήσω δυο ώρες, να κάνω ό,τι κουμάντο νομίζω για την αντιγραφή -αλλά αφού φύγει. Χριστέ μου, θα φύγει! Τούτα δω τα παιδιά είναι στην ηλικία μου, κάποια είναι μεγαλύτερα, η “αγία οχτάδα” στο πάνω μέρος της αίθουσας αψηφά και την ίδια την καθηγήτρια. Θέλω να φύγω.

Σαν το διάολο και οι συμπτώσεις, σε διεγείρουν -διάβαζα, καθυστερημένα, κυριακάτικο έντυπο πριν από λίγες ημέρες κι έπεσα πάνω στο Harvard. Θα μου πείτε, θες δεν θες κάποια στιγμή οφείλεις να πέσεις πάνω στο Harvard. Το Harvard είναι παντού -εσύ πρέπει να προσέχεις πώς θα πέσεις επάνω του. Μιλούσε, λοιπόν, ένα από τα αξιότιμα μέλη της μικρής ελληνικής κοινότητας του Harvard (επίσης, να σας προειδοποιήσω: όποιος το “Harvard” δεν το διαβάζει σωστά τόση ώρα, τουτέστιν με προφορά άκρως αμερικανική, το “r” το θέλω με τη γλώσσα καλά στριφογυρισμένη στην στοματική κοιλότητα -ε, όποιος δεν το διαβάζει σωστά ας μην κάνει τον κόπο να διαβάσει παρακάτω. Μιλάμε για κείμενο υψηλού επιπέδου.). Πού είχα μείνει... Ναι, μιλούσε λοιπόν αυτό το αξιότιμο μέλος κι έλεγε σε κάποιο σημείο πως στις περισσότερες εξετάσεις δεν υπάρχουν επιτηρητές γιατί, λέει, δεν αντιγράφουν εκεί στο Harvard. Γιατί είναι, λέει, ντροπή και υπάρχει κι ένας κώδικας που τηρούν όλοι. Στο Greek (to “r” το θέλω ελληνικό, μην ξεχνιόμαστε) κανείς δεν το εκτιμά αλλά, σας διαβεβαιώ, υπάρχουν όχι ένας αλλά πολλοί κώδικες. Το ότι οι Έλληνες φοιτητές είναι σεμνοί, κι όχι ψωνισμένα καπιταλόμουτρα θερμοκηπίου, για να βγουν να το διαλαλήσουν από εφημερίδες κι έντυπα δεν αναιρεί το γεγονός ότι κατέχουν υψηλούς κώδικες σε αναφορά με τις εξετάσεις. Ο Μορς σαφώς και είναι ξεπερασμένος, σε λίγο καιρό φοβούμαι και οι παραδοσιακές σμικρύνσεις αποσπασμάτων της ύλης, όμως -φευ!- ας μην κάνουμε το λάθος να θαυμάζουμε ωσάν χάνοι τους συναδέλφους μας στο εξωτερικό. Μπορεί εις τους Λόνδρους και εις το Harvard ο καιρός να είναι αρωγός του φοιτητή -άμα έβρεχε, πουλάκι μου, έντεκα μήνες το χρόνο όλοι Einstein θα ήμασταν- όμως εις τας Αθήνας πάλλεται η ψυχή του αιώνιου φοιτητή. “Αιώνιου” όχι ασφαλώς επειδή φοιτεί αιωνίως -αυτοί οι χαρακτηρισμοί προέρχονται από κακεντρεχείς ηλίθιους δημοσιογραφίσκους (κι αυτό το γράφω με πάσα σοβαρότητα)- αλλά επειδή εξελίσσει κώδικες στο διηνεκές. Το ελληνικό σκονάκι θα μείνει στους αιώνες. Και θα εξελιχθεί μαζί με την τεχνολογία. Στο μέλλον θα αντιγράφουμε μέσω οπτικών ινών που θα απλώνονται κατά μήκος και πλάτος των ορόφων που βρίσκονται οι αίθουσες.

“Καλά ρε μαλάκα, εσένα βρήκανε για τέτοια δουλειά;”
“Άστα...Δεν βρίσκω και τα Losec...”
“Τι θα κάνεις; Θα τους τα σπάσεις εντελώς;”
“Δεν ξέρω, όχι... Δεν γίνεται. Άμα μέχρι τώρα δεν έχουν αντιληφθεί την αξιοπρέπειά τους κάπως, ε, δεν μπορώ εγώ να πάω να τους το επιβάλω."

Αυτά τα παιδιά έχουν δώσει τριάντα μαθήματα σε ενάμιση μήνα! Θέλει και λίγο θράσος να φυτεύεις Κέρβερους γύρω τους...

"Δεν ξέρω. Ίσως, αν κάποιοι το παρακάνουν, με λίγο χιούμορ να τους μαζέψω. Αλλά εγώ κόλλα δεν παίρνω. Ούτε σημειώνω γραπτό."

Απαράδεκτες τακτικές. Πώς να μην έχεις αντιγραφή όταν φυτεύεις εξουσιαστικό έλεγχο; Είναι σαν την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική -όποιος έπινε, δεν έπινε απλά, αλκοολικός γινότανε από την καταπίεση που είχε φάει!

“Μαλάκα, θα σου ξεφύγει η κατάσταση.”
“Losec; Πού είναι έστω ένα γαμημένο Losec!”

Μαζί μου στην αίθουσα είναι μία κοπελοκυρία (από αυτές τις γυναίκες που το πρόσωπο σου μαρτυρά μια ηλικία γύρω στα εικοσιεφτά με τριάντα και το ντύσιμο μία ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα) με τακούνια που κάθε φορά που αποφασίζει να τριγυρίσει ακούγονται στα πλακάκια της αίθουσας σαν το σφυρί πάνω σε γκονγκ. Αν κάποιο από τα παιδιά που γράφουν δεν μου κάνει τη χάρη να τη σκοτώσει νομίζω πως δεν θα το αποφύγω. Κάθε τόσο χτυπά το στυλό της πάνω στην έδρα και κάνει “Σςςςςςςςςς”· είμαι σίγουρη πως στις πλάτες μου παίζεται κάποια συμπαντική φάρσα κι έχω επιστρέψει στη νομική, στις αίθουσες που μας επιτηρούσαν κάθε φορά οχτώ επιτηρητές-υβρίδια (η επίσημη εκδοχή μου λέει πως προέκυψαν από κάποιο πείραμα που μελετούσε την πιθανότητα μαζικής παραγωγής του “homo hitler-o-stalin” στο μέλλον). Κάποιοι αντιγράφουν “σεμνά και ταπεινά” -λίγες κλεφτές ματιές στον διπλανό ή στο βιβλίο που είναι επιμελώς βαλμένο στην ανοιχτή τσάντα. Ας είναι, το ένστικτο (και η πορεία μου στα φοιτητικά έδρανα) λέει πως αυτοί έχουν διαβάσει και απλά έχουν κολλήσει ή ξεχνούν κάποιο σημείο.

Η “αγία οχτάς” στην κορυφή της αίθουσας σπέρνει τον πανικό στο στομάχι μου, η μακιαβελική γκόμενα που είναι δίπλα μου αρέσκεται στο να χτυπάει το στυλό της και να αντιμετωπίζει τον γέλωτά τους και μια κοπέλα έχει σκύψει τρία χιλιοστά πάνω από την κόλλα και γράφει, γράφει, γράφει με ένα στυλό που στην κορυφή του έχει μια ροζ φουντίτσα που πηγαινοέρχεται σαν παλαβή. Η ικανοποίηση θα έρθει λίγο αργότερα. Αφού το χιούμορ μου (σε όρια σαδισμού μία δυο φορές, το παραδέχομαι) δεν πιάνει (δηλαδή, πιάνει στο να είμαστε όλοι “μια ωραία ατμόσφαιρα” αλλά, δυστυχώς, οι συγκεκριμένοι δεν έχουν την επιφοίτηση που ελπίζω ότι θα τους έρθει) προβαίνω σε δήλωση “σοκ και δέος”. “Μπορείτε να συνεχίσετε να ανταλλάσσετε απόψεις στο θέμα και στο τέλος να γράψω κι εγώ την δική μου να αξιολογηθεί από την καθηγήτρια. Ή, μπορείτε να αλλάξετε μόνοι σας θέσεις και να συνθέσετε απόψεις από εκεί που τις αφήσατε συνεργαζόμενοι...” Μετά από αποτυχημένη αρχική επίπληξη της καθηγήτριας, εξυπνακισμούς του στυλ “α, δεν μπορώ να αλλάξω θέση τώρα -είναι δύσκολο!” το οποίο απευθύνθηκε στην ίδια, χίλια διακόσια χτυπήματα στυλό στην έδρα, εκατόν πενήντα τακουνισμούς στα πλακάκια και ένα Losec και δύο τσιγάρα από την πλευρά μου, επιτέλους! Το “σοκ και δέος” απέδωσε. Αναπαύθηκα λίγο στην αίγλη μου, φαντάστηκα τη λαμπρή μου καριέρα ως επιτηρήτρια, επιδόθηκα σε ανηλεές eye contact που υποδήλωνε μερική ανοχή αλλά με προϋπόθεση το σεβασμό στην εξουσία... Oh dear mother of Jesus and Mary Chain!!!!!! Αισθάνθηκα εξουσία, μολύνθηκα από το μικρόβιο της επιβολής. Επιστροφή στην πραγματικότητα.

Τρίτο τσιγάρο έξω από την αίθουσα, το παιδί με τα μάτια-καθρέφτη φυσικής ευγενείας
βγαίνει να κάνει τσιγάρο -η κλώσσα δεν μας άφησε να καπνίσουμε μέσα. Έχει περάσει μια ώρα και δεν έχει γράψει τίποτα, σκέφτεται να δώσει λευκή και να φύγει, δουλεύει σε δύο δουλειές και την προηγούμενη ήταν από τις εννιά το πρωί μέχρι τις δώδεκα το βράδυ σε αποστολή για το έντυπο που εργάζεται, την καθηγήτρια του μαθήματος την λατρεύει και την σέβεται όσο κανέναν -για αυτό λυπάται που δεν θα γράψει. Αυτό το παιδί, σε ένα τσιγάρο, αποκαλύπτει το γιατί πάμε κατά διαόλου. Ήθελε να της κάνει κι εργασία, μία ταινία μικρού μήκους, το συζήτησε μαζί της και η ιδέα της άρεσε πολύ -όμως, δεν πρόλαβε, οι δύο δουλειές και η έλλειψη του πανεπιστημίου σε κάμερες του στέρησε τη δυνατότητα να έχει μία και μετά έπρεπε να περιμένει από μια ξαδερφή του που σπουδάζει στα Ιωάννινα...

“Δεν φεύγεις αν δεν γράψεις.” Εδώ είναι η εξουσία -στον διάλογο. Κοκκαλώνει για μια στιγμή - “Δεν φεύγεις. Απλά. Έχεις γενικές γνώσεις των θεμάτων, η καθηγήτρια σας έχει βάλει ερωτήσεις κριτικής κι όχι αποστήθισης. Κάτσε και κάντο. Θα νιώσεις καλύτερα.” Χαμογελά δειλά, σχεδόν ντροπαλός, με ρωτάει τι κάνω εγώ, απορεί, το διακωμωδώ, με θαυμάζει (τι άλλο θα ακούσω;). Σβήνει το τσιγάρο του. Μπαίνει στην αίθουσα. Μισή ώρα αργότερα έχει ήδη απαντήσει στη μία ερώτηση και πάει για την δεύτερη. Χαμογελώ.

Η ώρα τελειώνει, τα στυλό έχουν πάρει φωτιά, τα φοιτητοειδή alien με το “Derby” δίπλα τους προσπαθούν να εφεύρουν κώδικα τελευταίας στιγμής, ο Μακιαβέλι δίπλα μου υπογράφει κόλλες που παραδίδονται (αν δεν γίνει καθηγήτρια σε γυμνάσιο να μοιράζει αποβολές θα γίνει σίγουρα δημόσιος υπάλληλος) κι εμένα πλέον δεν με πονά το στομάχι. Μου δίνουν κόλλες και χαμογελούν, “ωραία, έγραψαν καλά” σκέφτομαι, “καλή επιτυχία” λέω κι ελπίζω να καταλαβαίνουν πως το εννοώ, πως δεν είμαι απέναντι αλλά μερικές φορές η κοινωνία χρειάζεται όχθες για να λειτουργήσει (ή να έχει την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί), παίρνω τις κόλλες και κατηφορίζω την Σίνα. Ο πειρασμός είναι μεγάλος, θα δω μόνο ένα-δυο γραπτά, θέλω να δω πώς σκέφτονται αυτά τα παιδιά, λυπάμαι την καθηγήτρια, α! αυτή εδώ είναι ευαίσθητη, αυτός πανέξυπνος, αυτός τυχερός (πρέπει να έχει διαβάσει μόνο Μαρξ στη ζωή του και του έλαχε το χρυσό θέμα!)... Κι αυτός...

Κι αυτός εδώ είναι ο διαχρονικός λόγος που χαμογελά η Μόνα Λίζα. Γιατί η “Μόνα Λίζα του Πικάσο είναι ένα έργο υψηλό”, καντιανά μιλώντας βεβαίως βεβαίως. Έχω την υποψία ότι τον μπέρδεψα. Θα είδε το χαμόγελό μου όταν τον κοίταζα που αντέγραφε και θα μπέρδεψε την Μόνα Λίζα με την Γκουέρνικα. Κάπως έτσι θα έμοιαζε η Τζοκόντα στον Πικάσο· ένα πρόσωπο χιουμοριστικού ολέθρου και διασποράς...

Thursday, 4 October 2007

Το μισό που περικλείει το όλον

Τούτο εδώ το έργο θα είναι η τελευταία μου εργασία για αυτήν την περίοδο. Και μετά από καιρό είμαι ενθουσιασμένη και τρομοκρατημένη με αυτό που επέλεξα να γράψω. Απαιτεί γνώση, μυαλό, φαντασία, αγάπη, ταξείδια ανείπωτα, βουτιά στα βαθιά και πτήσεις στους αιθέρες, ποδαράδα σε χωματόδρομους και περιπλάνηση σε χρυσοποίκιλτους διαδρόμους. Ένας Guido τόσο αιθέριος, τόσο απόκοσμος μα ταυτόχρονα ριζωμένος μέσα μας. Δεν ξέρω τι θα καταφέρω να βγάλω από αυτό μου το ταξείδι. Ο Fellini, όμως, είναι για εμένα ο λαμπρότερος θρόνος και το ταπεινότερο σκαμνί που τοποθετήθηκε ποτέ πίσω από κάμερες. Και για αυτό, τα σέβη μου και η λατρεία μου αμείωτα.

Όταν καταφέρω να δώσω ένα προσωρινό τέλος στην εργασία μου αυτή (όταν δηλαδή θα πρέπει να την παραδώσω στις 19 του μήνα) θα σας ενημερώσω για το πού ταξείδεψα και τι κόσμους είδα στον άνθρωπο. Μέχρι τότε θα τα ξαναπούμε -σήμερα απλά νιώθω πρωτόγνωρη χαρά και παιδικό ενθουσιασμό διαβάζοντας και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας. Εις το επανιδείν, λοιπόν...

Monday, 1 October 2007

Μετεωρισμός

(Τσακμάκι. Εισπνοή. Σφύξεις πάνω από ενενήντα.)

Είναι κρίση πανικού; Όχι, τέτοιες δεν έχεις. Δεν ιδρώνεις, δεν ζαλίζεσαι. Ένας άλλος, εσωτερικός πανικός είναι αυτός. Νιώθεις τα όργανά σου να ασφυκτιούν στο σώμα, το μυαλό σου να ανατινάσσεται και να σκορπίζει σε μικρά βοτσαλάκια μέσα στο σκληρό του καύκαλο. Τι μέρα είναι; Έχει πρώτη ο μήνας. Ποιος μήνας; Ο δικός σου χρόνος δεν έχει όνομα. Μόνο ανάσες. Είσαι ακόμη πάνω στην καρέκλα σου, πόσες ανάσες πέθαναν άραγε, στα χέρια σου ένα τσιγάρο δυναμιτίζει το σκονισμένο οξυγόνο σου, αυτά τα δάχτυλα πώς είναι έτσι; Ρομποτικά τοποθετημένα πάνω σε πλήκτρα, κυλάει αίμα ακόμη μέσα τους; Θυμήσου. Θυμήσου τι σου έμαθαν. Στόχος.

Α. ναι, στόχος -αυτό είναι το διαβατήριό σου στον χρόνο. Τι απογίνονται οι στόχοι που ταξίδεψαν με άλλο καράβι; Κάθε φορά με άλλη απόχη τους ψαρεύεις, είναι δικοί σου τώρα, ψήσε τους καλά, απόλαυσέ τους με λίγο καλοστιμμένο λεμονάκι επιτυχίας. Ποιος με έμαθε να ψαρεύω; Μπαμπά, μαμά, πάλι μοιραία σε εσάς απευθύνομαι. Τι μου είπατε; Α, ναι, να μην ξεχαστώ. Στόχος. Είναι στόχος το να είσαι εικοσιτεσσάρων και καλά; Όχι, α, συγγνώμη, δεν πιάνεται.

(Εισπνοή)

Καθρέφτης μου τα γράμματα. Καθρέφτης μου οι ανάσες μου. Πότε γέμισα τρίχες, το δέρμα μου είναι μεταλλικό, πώς ζάρωσα έτσι; Πόσων ετών είμαι; Να ανοίξω την πόρτα ή πρέπει πρώτα να βρω έναν στόχο; Ωραία, τον βρήκα. Αλήθεια σου λέω. Τον βρήκα. Θέλω να είμαι. Όπως μου μάθατε, όπως μαθαίνω, όπως δεν θα γίνω ποτέ. Σήμερα είμαι γριά και τα άνυδρα μαλλιά μου ηλεκτρίζουν τον αέρα. Σε λίγο θα είμαι μικρή και θα θέλω μια αγκαλιά να κρυφτώ. Τι υποτίθεται ότι κάνω εδώ; Όσο και να διαβάσω οι βασιλικοί θα συνεχίσουν να πεθαίνουν στο μπαλκόνι μου, το κοκκινιστό δεν θα καταφέρω ποτέ να το φτιάξω ανάλατο και το πορτοφόλι μου θα συνεχίσει να έχει μέσα μία δεκάρα από το Ohio που βρήκα μια μέρα στον δρόμο. Τι είναι αυτός ο λυγμός που ουρλιάζει μέσα μου; Μπαμπά; Μαμά; Κύριε Freud; Κάποιος; Μισό λεπτό να ξαναχτίσω τα τείχη Lego γύρω μου.

Εντάξει, τώρα δεν κινδυνεύω. Αιωρούμαι μέσα σε μια φούσκα. Ο χώρος κι ο χρόνος την πιέζουν μέχρι που σκάει, ασφυκτιώ, μετά βγάζω το παιχνίδι μου και φτιάχνω μια καινούρια. Ανάσα. Μέσα στην φούσκα μου υπάρχουν μαγικές μελωδίες. Δεν κοιμάμαι γιατί μπορώ και ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια. Ό,τι θέλω η φούσκα μου το φτιάχνει. Την μια στιγμή βρίσκομαι δίπλα σε ένα ποτάμι και την άλλη βουτάω στην υπόκωφη σαγήνη ενός ανυψωτικού βυθού. Τα σταφύλια μου βγάζουν το ωραιότερο κρασί κι εγώ έχω χίλιες ζωές για να είμαι ό,τι θέλω. Στη μία σίγουρα είμαι χορεύτρια. Στην άλλη οδηγός αγώνων. Τώρα θα αλλάξω, θα πάω στην άλλη που είμαι κατάσκοπος. Ένα καρτούν είμαι σε κάθε ζωή και κάθε φορά πεθαίνω με τον πιο αστείο τρόπο. Μια φορά εμφανίστηκε ένα γιγάντιο χέρι, με έσκισε από το τετράδιο, με τσαλάκωσε και με πέταξε σε ένα καλάθι αχρήστων φωνάζοντας “Σκορ!”. Σε μια άλλη, με έστησε σε μια μικρή βάση, πήρε φόρα και με σούταρε στο άπειρο. Η άλλη ήταν ακόμη καλύτερη. Σε αυτήν ο Θεός ήταν ένας γιγάντιος κώλος που κάθισε πάνω μου, έκλασε κι εγώ πέθανα από ασφυξία. Μέχρι κι ο θάνατος είναι ωραίος στην φούσκα μου.

Είναι σχεδόν τέσσερις η ώρα, πρέπει να τελειώσεις την εργασία σου σήμερα. Στόχος. Η φούσκα έσκασε. Σε αυτήν τη ζωή έξω από φούσκες, ο Θεός είναι ένας γιγάντιος κώλος κι εγώ η βρωμερή του σκατούλα που επιπλέει μέχρι να βυθιστεί. Έτσι συμπάθησα την έννοια του Θεού, από όταν τον φαντάστηκα σαν ένα γιγάντιο κώλο. Ο Freud θα με λάτρευε, θα έκανα την Anna O. να πάθει σύνδρομο κατωτερότητας. Σε αυτήν την ζωή δεν έχει φούσκες. Έχει μόνο βέλη που σου δείχνουν μελλοντικές στιγμές σαν ψηφίδες μέσα σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Κι εγώ δεν μπορώ να δω την εικόνα έτσι. Απομακρύνομαι μήπως και αναγνωρίσω τον εαυτό μου σε αυτήν. Ένα βέλος βλέπω που με δείχνει και αναβοσβήνει από πάνω μου μία φωτεινή επιγραφή. “Μαλάκας”.

Ναι, μπαμπά, μαμά, συγγνώμη, βρίζω πολύ -το ξέρω. Δεν το κάνω εγώ. Εγώ κάποιες φορές γράφω ποιήματα και κάποιες άλλες ζωγραφίζω Όχι, όχι... Εγώ βρίζω συχνά και δεν φτύνω ποτέ. Ψέμματα, πάλι, συγγνώμη. Εγώ μερικές φορές δεν σκέφτομαι καθόλου παρά μόνο εκτελώ. Λάθος, σκέφτομαι πολύ και δεν πράττω τίποτα. Σκατά, πώς γίνεται να είσαι τόσο γαμημένος στα εικοσιτέσσερα; Εάν χ ισούται με εσένα τότε f(x) ίσον... Μηδέν. Όχι το αποτέλεσμα, ο βαθμός μου. Πού οδηγεί αυτή η συνάρτηση; Στο τίποτα, στο χώμα, στην σήψη. Μέχρι τότε συνιστώσες και παράγοντες, παρενθέσεις και προσθέσεις, αφαιρέσεις και αυτό το γαμημένο "ίσον". Δεν είναι "ίσον"! Το καταλαβαίνεις κι εσύ, όσο και να ζορίζεσαι "ίσον" δεν θα γίνει ποτέ. Ανισότητα είναι. Παιχνιδιάρικη, αναποφάσιστη, κυκλοθυμική. Πότε βρίσκεσαι στην κορυφή της, πότε στην σπηλιά της. Στην κορυφή είσαι ο μεγαλύτερος. Μισό λεπτό, να πιάσω το κλίμα.

Ναι, λοιπόν. Μπαμπά, μαμά, είμαι εικοσιτεσσάρων και τα γαμάω όλα άμα θέλω. Φοβερή ενέργεια εκλύεται από τα μπατζάκια και το καλάμι που καβαλάω, ο κόσμος δεν με τρομάζει, θα γίνω ό,τι θέλω κάθε στιγμή κι ας μην είναι ένα. Το μαγικό μου καλάμι με πάει βόλτα πάνω από τα κεφάλια σας, είναι μικρός αυτός ο κόσμος, κολυμπάει στη δυσοσμία του κι εγώ ταξιδεύω στον καθαρό αέρα παίρνοντας βαθιές εισπνοές από οξυγόνο και πίνοντας το μαγικό νερό. Όχι, δεν το δίνω σε κανέναν, είναι δικό μου το νερό αυτό, οι υπόλοιποι πιείτε H2O.

Βλάβη.

Κατρακυλώ με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στην σπηλιά είμαι γυμνή και κάνει κρύο. Σε αυτόν τον κόσμο πάντα θα είμαι σε αυτούς που ζουν στον υπόνομο, που χαζεύουν στα όνειρά τους και για τους από πάνω είναι σκουπιδάκι που μπήκε στο μάτι τους. Με λίγο τρίψιμο θα φύγω και η κοκκινίλα θα υποχωρήσει σε λίγα λεπτά. Πώς γίνεται να βαρεθείς στα εικοσιτέσσερα; Την ίδια στιγμή που μπορεί να σε συνεπάρει το οτιδήποτε; Πώς γίνεται να κλαις με λυγμούς την ίδια στιγμή που γελάς από ευτυχία;

Όχι, μην μου πείτε πάλι πως έχω τρικυμία στο κρανίο. Μια θάλασσα ποτέ δεν έχει μόνο τρικυμία. Ούτε μόνο μπουνάτσα. Σε αυτήν τη θάλασσα κολυμπάω, είναι καθαρά εδώ, η αναπνοή μου δεν είναι μετρημένη -έχω εξασκηθεί όμως. Δεν είναι η τρικυμία το πρόβλημα. Η σανίδα είναι. Έσκασε η φούσκα μου σήμερα. Αυτό είναι το πρόβλημα. Κόσμος σκοτώνεται, κόσμος πεθαίνει, γυναίκες βιάζονται, εργαζόμενοι δεν πληρώνονται, μανάδες δεν βλέπουν τα παιδιά τους, κάποιος τα κονομάει φτιάχνοντας μυστικές συνταγές σε ένα γραφείο. Κι η δική μου φούσκα είναι λεπτή και γυαλίζει -γίνεται στόχος για τα βέλη που έρχονται κατά πάνω της.

Δεν ξέρω. Δεν είμαι. Δεν θα γίνω ποτέ. Τα παραπήραμε σοβαρά τα πράγματα μαμά και μπαμπά. Θα μου επιτρέψετε να αποσυρθώ στην φούσκα μου για λίγο; Εκεί κλαίω και γελάω και ρωτάω και χορεύω και βρίζω και αγαπάω και μισώ χωρίς να πρέπει να αποφασίσω τι είμαι. Το λεξικό δίπλα στη λέξη "στόχος" έχει μια ζωγραφιά με τον Γουλιέλμο Τέλλο. Εκεί δεν είναι δική μου η αποτυχία. Στις φούσκες δεν υπάρχουν αποτυχίες. Ταξίδι υπάρχει. Αποτυχίες υπάρχουν στις γραμμές που πάνω τους λαχανιάζουν τρένα για να φτάσουν σε σταθμούς με βρώμικες αποβάθρες και σκόρπιες βαλίτσες. Εγώ δεν πήρα ποτέ εισιτήριο. Εγώ δεν κουβαλάω τίποτα.

Thursday, 27 September 2007

Ο Marcel Duchamp και η νεκροφάνεια της Τέχνης

Τον τελευταίο καιρό γράφω σπάνια στο blog μου και έχω πολύ λίγο χρόνο για να επισκεφτώ blogs φίλων. Σκέφτηκα να αναρτήσω ένα κείμενο που θα ανακοινώνει την αποχή μου για ένα διάστημα -μετά, όμως, σκέφτηκα πως μερικές φορές θέλω τόσο πολύ να γράψω και να διαβάσω τις απόψεις σας που θα έλεγα ψέματα αν έγραφα πως για ένα διάστημα θα απουσίαζα παντελώς. Οι προθεσμίες για τις εργασίες που έχω να παραδώσω πλησιάζουν, όσο περνούν οι μέρες πελαγώνω όλο και περισσότερο και συνειδητοποιώ πως να τις κάνω όλες δεν είναι δυνατόν. Τουλάχιστον αυτές που επέλεξα να γράψω τώρα τις γράφω με μεγάλη αγάπη και συγκέντρωση. Πριν από λίγες μέρες τελείωσα μία που ασχολείται με την αναπαράσταση του σώματος στην τέχνη -για τις ανάγκες του μαθήματος ασχοληθήκαμε με την ζωγραφική. Το δικό μου κομμάτι συνίσταται στο να ερευνήσω την αναπαράσταση του σώματος στο Νταντά. Ακολουθεί ένα μικρό (σε σχέση με το σύνολο της εργασίας) απόσπασμα, αυτό που ασχολείται με το Νταντά στη Νέα Υόρκη και, συγκεκριμένα, με τον Duchamp. Σας αφήνω με αυτό για Σαββατοκύριακο γνωρίζοντας πως ενδεχομένως να μην ενδιαφέρει πολλούς από εσάς. Θα με ενδιέφεραν και θα με βοηθούσαν, όμως, οι απόψεις και οι παρατηρήσεις σας.

"(...) Αντίθετα, ο Duchamp δεν διστάζει να τραβήξει στα άκρα την αντίληψη περί θανάτου της τέχνης. Προκλητικός, καινοτόμος και συνεπής προς τις ιδεολογικές του θέσεις, ήδη από το 1912 συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή του καλλιτεχνικού χώρου με το έργο του “Nude descending a staircase no.2”. Σε αυτό, μέσω αλληλεπικαλυπτόμενων στρωμάτων της κίνησης ενός σώματος ενώ κατεβαίνει σκάλες, ο Duchamp καταφέρνει να αποδώσει την κίνηση στον ζωγραφικό πίνακα με τρόπο που προσεγγίζει την φουτουριστική (αλλά και την κυβιστική εν μέρει) τεχνοτροπία και τον τρόπο λειτουργίας της χρονοφωτογραφίας. Ο ίδιος μάλιστα παραδέχεται ότι επηρεάστηκε από τον φωτογράφο Etienne-Jules Marey, ο οποίος ασχολήθηκε με την τελευταία.

Από αυτήν την περίοδο ακόμη ο Duchamp ταράζει τα λιμνάζοντα νερά στην τέχνη. Η συναναστροφή του με τον Picabia και τον Ray, από το 1915 κι ύστερα που φτάνει στην Νέα Υόρκη, τον φέρνει σε επαφή με το Νταντά -το οποίο ο Picabia το υποστήριζε θερμά από την πρώτο ξέσπασμά του στη Ζυρίχη, διατηρώντας μάλιστα αλληλογραφία με τον Tzara.

Ο Duchamp στους πυλώνες της ντανταϊστικής σκέψης, δηλαδή τη διακήρυξη για θάνατο της τέχνης και την αναζήτηση της τέχνης στη ζωή και το παιχνίδι, στήνει την δική του εκδοχή Νταντά. Στην καρτεσιανή λογική του “Cogito ergo sum” αντιπαραθέτει το “ξεχείλωμά” της έως την πλήρη ανατροπή της· το ίδιο το “cogito” αμφισβητείται κι άρα κανένα ασφαλές συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτήν τη διαδικασία. Αφού ούτε αυτό, λοιπόν, παρέχει μία στέρεη και de facto αλήθεια τότε τίποτα δεν ισχύει, τα πάντα είναι μία φάρσα κι άρα μόνο στην τυχαιότητα μπορεί να στηρίζεται κανείς. Στο λογικό lapsus του Descartes ο Duchamp εντοπίζει την αιτία της παρακμής της τέχνης αλλά και όλου του σύγχρονου κόσμου. Πράξεις, ιδεολογίες και τέχνη αποκτούν νόημα βασισμένα σε μία ευάλωτη πεποίθηση πως όλα αυτά υπάρχουν επειδή εμείς το θέλουμε. Στο κενό αυτό της καρτεσιανής θεωρίας ο Duchamp θα σταθεί αμείλικτος· τίποτα δεν υπάρχει, κάθε μικροαστική αντίληψη, και ό, τι τρέφεται από αυτή, πέθανε. Αυτή ακριβώς η θεωρητική τοποθέτηση επιτρέπει στον Duchamp να αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική δημιουργία με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι περισσότεροι καλλιτέχνες, θεωρώντας την, εκ των πραγμάτων, ένα παιχνίδι της τύχης και κάτι το οποίο οφείλουμε να μην παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά.

Σύμβολα της αντι-καρτεσιανής λογικής του αποτελούν τα διάσημα “Ready-mades”. Το “Fountain”, το “Porte-bouteilles”, το “Trebuchet”, το “Porte-chapeaux” και το “In advance of the Broken Arm”, όλα έργα της περιόδου 1913-1917, παραμένουν αυτό που ο τίτλος τους δηλώνει. Χρηστικά καθημερινά αντικείμενα, εξορισμένα από την συμμετοχή τους στην καλλιτεχνική δημιουργία, εκτίθενται από τον Duchamp χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Η κίνηση αυτή δεν γίνεται για να τα “προβιβάσει” σε τέχνη· ο Duchamp δεν είναι άτεχνος, ούτε αλαζόνας, για να θεωρεί ότι η υπογραφή του μπορεί να αναγάγει οτιδήποτε σε τέχνη. Τα ready-mades του φέρουν την καταγγελία της ελιτίστικης συμπεριφοράς των καλλιτεχνών έναντι των υπολοίπων. Μία ελιτίστικη συμπεριφορά που στηρίζεται στο τίποτα αφού η τέχνη δεν υπάρχει. Κι αφού δεν υπάρχει, τα ready-mades έρχονται να προκαλέσουν έναν ακόμη βαθύτερο προβληματισμό: τι είναι καλαίσθητο και τι όχι;

Ο ίδιος αναφέρει: “(...) Ένα σημείο που θέλω πολύ να τονίσω είναι ότι η επιλογή αυτών των ready-mades δεν υπαγορεύτηκε ποτέ από καμία αισθητική απόλαυση. Η επιλογή βασιζόταν σε μια αντίδραση οπτικής αδιαφορίας με πλήρη απουσία του καλού ή του κακού γούστου... στην πραγματικότητα σε μια πλήρη αναισθησία.” Ο Duchamp, επομένως, δεν σπαταλά τον χρόνο του παλεύοντας να βρει την συνέχεια μετά τον θάνατο της τέχνης, την απάντηση στο τι είναι “ωραίο”· πάνω από όλα τον ενδιαφέρει να καταστήσει σαφές πως η τέχνη πέθανε -και, δευτερευόντως, να απολαύσει ένα καλό γέλιο στην κηδεία της. Όλο το έργο του Duchamp επικεντρώνεται γύρω από τον βασικό άξονα της μη τέχνης. Υιοθετώντας μία καλλιτεχνική συμπεριφορά που ομοιάζει με αντι-τέχνη, αυτή δεν είναι παρά το όχημα για να φτάσει κανείς στο συμπέρασμα -δηλαδή την ανυπαρξία της τέχνης. Εφόσον δεν υπάρχει τέχνη, κατά τον Duchamp, δεν μπορεί να υφίσταται και αντι-τέχνη.

Το 1919 σκαρώνει την διασημότερη, ίσως, φάρσα στην ιστορία της τέχνης ζωγραφίζοντας ένα τσιγκελωτό μουστάκι πάνω σε ένα αντίγραφό της Μόνα Λίζα του Da Vinci και ονομάζοντας το μυστακοφόρο, πλέον, πάλαι ποτέ σύμβολο του γυναικείου μυστηρίου και της αιθέριας γυναικείας παρουσίας “L.H.O.O.Q.” (κάτι που στα γαλλικά διαβάζεται περίπου σαν “Elle a chaud au cul”, δηλαδή “Είναι ξαναμμένη από πίσω”) ειρωνευόμενος έτσι και μία φημολογούμενη ομοφυλοφιλία του Da Vinci (η οποία, κατά την άποψη της γράφουσας, αποτελεί μία προσπάθεια φροϋδικής ερμηνείας του έργου του) . Ξανά εδώ ο Duchamp παραμένει πιστός στα πιστεύω του. Η κίνησή του αυτή δεν υποθάλπει μομφή για το ταλέντο του Da Vinci, ούτε βεβαίως κάποια κλίση προς τις ανδροπρεπείς γυναίκες, παρά είναι άλλη μία πρόκληση που εκτοξεύει στο πρόσωπο των καλλιτεχνών και του κοινού για να τους κάνει να δουν πως δεν υπάρχει τέχνη. Η καταγγελία του συνεχίζεται, φτάνει να καυτηριάσει τους αστούς που μόνο η υπογραφή κάτω από ένα οποιοδήποτε αντικείμενο ή έργο τους αρκεί για να βαφτίσουν κάτι “τέχνη”.

Στα περισσότερα έργα του, όσο και να ψάξει κάποιος, δεν θα συναντήσει την αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος. Σε κάποια, της “προ-νταντά” περιόδου του, η παρουσία του ανθρώπου προδίδεται από τον τίτλο και οι γραμμές του είναι πολύ κοντά στις φουτουριστικές και κυβιστικές αντιλήψεις. Χειρίζεται τις γραμμές και τα σχήματα για να προκαλέσει έντονους σχηματισμούς στον καμβά, δυνατά συναισθήματα στον θεατή και το φως για να υπερτονίσει την κίνηση και το αντικείμενό του που αλλιώς θα κινδύνευε να χαθεί μέσα σε όλη αυτή την ποικιλία σχημάτων. Το ανθρώπινο σώμα εκεί γίνεται ένα σύνολο από γραμμές που συνέχονται άρρηκτα και σε κίνηση -το σώμα δεν είναι ποτέ στατικό ούτε συναισθηματικά φορτισμένο με όλη αυτήν τη λατρεία των προγενέστερων ζωγράφων. Τέτοια έργα του είναι, για παράδειγμα, το “Nu descendant un escalier no.2” ή το “The King and Queen Surrounded by swift Nudes”, και τα δύο ζωγραφισμένα το 1912.

Κατά την περίοδο, όμως, που ο Duchamp γνωρίζει το Νταντά και κάνει παρέα με τους Picabia και Ray το σώμα μοιάζει να αποχωρεί από τα έργα του. Και αυτό είναι λογικό. Ο Duchamp δεν βρίσκεται σε αυτόν τον χώρο για να κάνει τέχνη. Βρίσκεται εκεί για να την καταγγείλει, να εξωθήσει στα άκρα κάθε “υποστηρικτή” της, να ξεμπροστιάσει μια ολόκληρη αστική αντίληψη απέναντί της. Εξαφανίζει, λοιπόν, το βασικότερο στοιχείο της ανά του αιώνες. Το σώμα. Οι κατασκευές και τα σχέδια του Duchamp δεν είναι το νέο “τροπάριο” στην τέχνη, σε αυτά η ελεγεία στον άνθρωπο κόβεται απότομα. Δεν γίνεται από αντι-ανθρωπιστική (sic!) αντίληψη η κίνηση αυτή. O Duchamp δεν τα έχει βάλει με τον άνθρωπο -ένα τέχνασμα και μία φάρσα είναι αυτό που συμβαίνει στο έργο του με σκοπό να ξεσκεπάσει ένα σάπιο σύστημα. Όταν “εμφανίζει” την Rrose Selavy (ή Rose Selavy), τον ίδιο δηλαδή μεταμορφωμένο σε γυναίκα, καταγγέλλει ένα ολόκληρο δίκτυο διαφήμισης το οποίο κυριαρχεί στην αμερικανική αγορά εκμεταλλευόμενο το “ωραίο”, εκμεταλλευόμενο -ενδεχομένως- πρότυπα ομορφιάς τα οποία έχουν συσταθεί διαμέσου αιώνων καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Εξ άλλου, όταν αναφερόμαστε στον Duchamp, βρισκόμαστε στην παρουσία ενός ανθρώπου με τρομακτικές καλλιτεχνικές ικανότητες γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το έργα του όπως το “La Mariee mise a nu par ses celibataires, meme”, πάνω στο οποίο δούλευε για περίπου οχτώ χρόνια (1915-1923). Σε αυτό ο ευφάνταστος συνδυασμός υλικών, η χρήση του τυχαίου και του ελεγχόμενου και η περιπλάνηση στο υποσυνείδητο καταλήγουν σε ένα έργο υψηλής καλλιτεχνικής αισθητικής.

Είναι, επομένως, άδικο να αντιμετωπίσει κάποιος τον Duchamp σαν μη-καλλιτέχνη. Ο ίδιος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του και των ικανοτήτων του στο να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τέχνη την ίδια στιγμή που με κάθε εικαστικό του έργο έκανε τέτοια. Είναι, μάλλον, δικαιότερο να αναγνωρίσουμε σε αυτόν έναν διανοούμενο καλλιτέχνη ο οποίος προσπάθησε να θέσει την τέχνη σε νέα τροχιά -ίσως περιερχόμενος κι ίδιος σε φοβερές αντιφάσεις. Γιατί ως τέτοια μπορεί να εκληφθεί η δημιουργία την ίδια στιγμή που επιδιώκεται η καταστροφή."

Friday, 21 September 2007

Η παραφωνία του χρόνου

Από τα ηχεία ακούγεται το “Riverbed” των Madrugada. Κι ας είναι θλιμμένο τραγούδι -σήμερα νιώθω καλά και με κάνει να ανασαίνω με ανακούφιση. Θέλω να κλειστώ για λίγο στον μικρόκοσμό μου, να τον χαϊδέψω και μετά να του κάνω όλα τα χατήρια -για μια μέρα μόνο. Δεν έχει ανησυχίες σήμερα. Σήμερα γράφω τα δικά μου νέα σε φύλλα αρωματισμένα κι όχι ιλλουστρασιόν, σήμερα δεν έχει διαφημίσεις ανάμεσα σε ειδήσεις -μόνο ζωγραφιές.

Σήμερα φυσάει στους άοσμους δρόμους κι είναι σαν να μου φέρνει στο καλάθι του ποδηλάτου μαγικά υλικά για συνταγές πρωτόγνωρες. Έχω στάλες βροχής, τα πρώτα κόκκινα φύλλα που τίναξαν τα δέντρα από πάνω τους σαν ξύπνησαν από άνυδρο εφιάλτη και μπαχάρι υγρασίας -θα το βάλω στο τέλος για άρωμα. Ο καφές μου είναι γλυκός -ακριβώς όπως μ' αρέσει. Η κυρία που μου τον φτιάχνει κάθε πρωί σήμερα με θυμήθηκε· θυμήθηκε πως μ' αρέσει η ζάχαρη, μου χαμογέλασε κι έβαλε ένα κουταλάκι παραπάνω. Μαζί με τα δύο ευρώ τής έδωσα και το πιο φθινοπωρινό χαμόγελο που είχα. Έβγαλα την φόρμα μου με τα μακριά μπατζάκια -τέλος τα σορτσάκια- το σπίτι είναι κρύο πια κι ο ανεμιστήρας κοιτάει ανήμπορος την άδεια θέση του καλοκαιριού. Σήμερα θα διαβάσω -ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός αλλά σήμερα δεν τον φοβάμαι. Θα παίξω μαζί του, θα τον καλοπιάσω με αυτά που του αρέσουν κι εκείνος θα μου φερθεί καλά. Δεν θα κλείσω τα μάτια, δεν θα τρομάξω από δυο δείκτες, δεν θα λαχανιάσω κυνηγώντας.

“Πότε επιτέλους θα γίνεις παιδί της ηλικίας σου;” Τώρα, φίλε, σήμερα. Σήμερα είμαι εικοσιτεσσάρων Απριλίων και κάτι ψιλών, σήμερα νιώθω όμορφη, σήμερα δεν με στενοχωρεί τίποτα, σήμερα νιώθω το Σαββατοκύριακο να μου κλείνει το μάτι. Διάολε, είμαι εικοσιτεσσάρων ετών! Μπορώ να ονειρεύομαι πως η πραγματικότητα δεν θα με πλακώσει ποτέ, πως ο έρωτας κι η φιλία είναι αθάνατοι Highlanders, πως οι ρυτίδες είναι η απόδειξη μιας ολόκληρης ζωής, πως κάποτε θα ξυπνάω το πρωί αγκαλιασμένη από ένα κήπο με τα πιο περίεργα λουλούδια που θα έχει δει άνθρωπος, πως θα είμαι πάντα το μαγκάκι που λες πως αγαπάς γελώντας πονηρά! Δεν σου είπα, σήμερα θα μαγειρέψω με υλικά μαγικά! Πρέπει να προλάβω, σήμερα που ο χρόνος με αγαπά, πρέπει να προλάβω να κακομάθω τον μικρόκοσμό μου.

“We want the world and we want it... Nooooowwwww!” Ναι, Jim, στο υπόσχομαι, αυτόν τον κόσμο δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν. Όποιος θέλει, "μολών λαβέ" και δεν θα πάρει τίποτα που να μην του αξίζει. Όμως, τον άλλον, αυτόν που είναι μόνο δικός μου, σήμερα θέλω να τον χαρίσω. Ρώγες σταφύλι σε ένα ξύλινο τελάρο μου σφυρίζουν “Τσιριτρί, τσιριτρό...”, στη χούφτα μου παίζουν σαν βόλοι και θυμάμαι τη γιαγιά. Πάλι η γιαγιά, το φάντασμά της είναι η αγάπη πάντα γύρω μου... Θυμάμαι τη γιαγιά να κολλάει χαρτάκια στα δάχτυλά της και να τα εξαφανίζει σαν λαγούς από καπέλα. Κι αυτός ο μαϊντανός γιατί μοιάζει τόσο με το σέλινο -στις μαγικές συνταγές μπορεί να είναι το ίδιο γιατί δεν έχω μάθει ακόμη να τα ξεχωρίζω; Θα πάρω και γλυκό -στο διάολο οι προσοχές. Αυτό με την κρέμα και τα κερασάκια, αυτό μ' αρέσει να μοιράζομαι από ένα κουτάλι. Κι ας είναι η σκόνη μισό μέτρο στη βιβλιοθήκη, κι ας είναι το πλυντήριο όλο άπλυτα γεμάτο, κι ας είναι τα παπούτσια μου φτιαγμένα σε ζευγάρια περίεργα -αλήθεια, πώς είναι να περπατάς φορώντας στο ένα πόδι αθλητικό και στ' άλλο τακούνι;- κι ας μου τέλειωσε η κανέλα. Σήμερα είναι η μέρα που θα με νοιάξει μόνο το χαμόγελο του κόσμου.

Τώρα είναι η ώρα που περνά από το πάρκο η γιαγιά με τον παχουλό της σκύλο. Θα κάτσει στο παγκάκι, θα τον χαϊδέψει, θα του ψιθυρίσει να μην απομακρυνθεί γιατί ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για τα μικρά του ποδαράκια και μετά θα του λύσει το λουρί... Κι αυτός, αργά -σαν κάποιος που θέλει να γευτεί κάθε δευτερόλεπτο ελευθερίας- θα συρθεί μέχρι τα περιστέρια. Θα τα μυρίσει ευγενικά, εκείνα θα τρομάξουν, θα ανοίξουν τα φτερά τους κι αυτός θα καταλάβει πως αυτός ο κόσμος είναι πιο μικρός από όσο φαντάζεται η κυρά του.

Ο καπνός μου μυρίζει απ' τα χέρια που τον ξεδιάλεξαν κι εγώ φέρνω στο μυαλό μου εικόνες που δεν έζησα. Εικόνες με ανθρώπους που ήταν μάγοι στο να τον ψιλοκόβουν τότε που τα τσιγαρόχαρτα ήταν ροζ και για λίγους. Πώς τον έλεγαν εκείνον τον θείο που ανέβαινε από τη λίμνη σκυφτός κάθε απόγευμα σούρνοντας τα βήματά του; Θείος Γάκιας! Ναι, λοιπόν, ο θείος εκείνος καθόταν κάτω απ' τη μουριά, τράβαγε φύλλα απ' την κρεμάστρα κι έστριβε τσιγάρα χωρίς φίλτρο που στα ρουθούνια μου φάνταζαν η πιο νεραϊδίστικη μυρωδιά που υπάρχει.

“Σ' αγαπώ γιατί 'σαι ωραίαααα...” Οι φάλτσες νότες από το ακορντεόν που πλησιάζει σκαρφαλώνουν στ' αυτί μου, οι χτύποι της καρδιάς μου πληθαίνουν. Ο ακορντεονίστας τραβά την ανηφόρα τραγουδώντας μια ζεστή καντάδα για τον κρύο άνεμο. Κι εμένα μ' αρέσει να φαντάζομαι πως είναι για εμένα· που στέκομαι προσοχή σαν τον ακούω, που σταματάω τον χρόνο κι ανοίγω το παντζούρι για να μπουν στο σπίτι οι βρεγμένες του νότες όταν ολόκληρος κόσμος περιφέρεται γύρω του ασταμάτητα.

Σήμερα, λοιπόν, θα σου μαγειρέψω. Με τα πιο μαγικά και φρέσκα υλικά που μάζεψα πρωί πρωί για σένα θα σου φτιάξω το πιο νόστιμο φαΐ και θα το πασπαλίσω με νότες. Μετά θέλω να με πας σινεμά και στο διάλειμμα να φάμε μηλόπιτα ψάχνοντας μανιωδώς τα μικρά ελαττώματα που κάνουν την ταινία αυτή ανθρώπινη. Μέσα στην αίθουσα θα μου πιάνεις το χέρι κι εγώ θα νιώθω πως αυτός είναι ο παράδεισος -το σινεμά που μοιράζομαι μαζί σου, το δικό μου "σινεμά ο παράδεισος”. Και μετά θέλω να έρθουμε σπίτι, να με πάρεις μια αγκαλιά κι αυτός ο κόσμος που δεν κοιμάται ποτέ, αυτός ο κόσμος που όλο λαχανιάζει, να σταματήσει για μια νύχτα, να πάρει βαθειά ανάσα και να κυλιστεί μαζί μας στα πιο ανάλαφρα κι αρωματισμένα όνειρα.

Sunday, 16 September 2007

Της Αγίας Σημαίας και Ψηφοφόρων Μαρτύρων

Πρέπει να γράψεις. Τώρα. Πριν ξημερώσει. Πριν ανοίξουν οι κάλπες, πριν ανοίξουν τα παράθυρα, πριν συρθούμε σε έναν δρόμο φλυαρίας, υπερφίαλων δηλώσεων και κουτσομπολιού. Δεν νυστάζεις. Να, κλείσε τα βιβλία σου, στρίψε ένα τσιγάρο, βάλε μουσική και γράψε... Δεν προλαβαίνεις, δεν είναι ώρα για προβληματισμούς τώρα! Όχι, time out, αυτά θα τα γράψω.

Σε λίγες ώρες ανοίγουν οι κάλπες. Σχισμές που καταπίνουν την ανάγκη μας να νιώσουμε ότι κάπου συμμετέχουμε κι εμείς σε μια πολιτεία τόσο απομακρυσμένη και θαμπή. Σχισμές που ξεγελούν την πρωτόγονη ανάγκη μας για εξουσία. Απέχω. Για ακόμη μία φορά. Κι ας ταλανίστηκα πολύ. Δεν θέλω να με καταπιεί αυτή η σχισμή, δεν θέλω να συμμετέχω σε μια παρωδία, δεν θέλω να νιώθω Ελληνίδα με τέτοιον τρόπο. Δεν το ξέρω τον κύριο με τα παραπανίσια κιλά, δεν τον ξέρω τον κύριο που η φωνή του κι ο τρόπος που μιλά τώρα τελευταία κάποιον μου θυμίζουν, δεν τον ξέρω τον κύριο με το μπλέηζερ που ενώνεται με τους Πακιστανούς, δεν την ξέρω την κυρία που μοιάζει να έχει διακτινιστεί από την Ρωσία του '17, δεν τον ξέρω τον κύριο που απειλεί να μας προστατεύσει με ένα γάντι του μποξ. Δεν τους ξέρω όλους αυτούς, δεν τους ενόχλησα ποτέ μου, δεν τους ζήτησα ποτέ μου καμία χάρη. Με πήραν τηλέφωνο στις δωδεκάμιση το βράδυ να με καλέσουν σε συγκέντρωσή τους, μου μοίρασαν γυαλιστερά χαρτιά με πουδραρισμένα τα πρόσωπά τους πάνω τους, με πήραν να με ρωτήσουν την άποψή μου για πολιτικά θέματα θέλοντας να με κάνουν στατιστική.

Ποτέ δεν με ρώτησαν αν μπορώ να κυκλοφορήσω με το ποδήλατό μου σε αυτήν την πόλη. Ποτέ δεν με ρώτησαν αν μου φτάνει ο μισθός μου για να ζήσω. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι το Πανεπιστήμιο ασφυκτιά κι αργοπεθαίνει μέσα στον κλοιό τους. Ποτέ δεν μου παρείχαν γυμναστήρια και γήπεδα για να αθληθώ. Ποτέ στο σχολείο μου δεν έλεγξαν τι έτρωγα και πώς διδασκόμουν. Ποτέ δεν τους ένοιαξε πόσες ώρες περίμενα έξω από την πόρτα ενός εξωτερικού ιατρείου. Ποτέ δεν σκέφτηκαν να φτιάξουν τους δρόμους που σπάω το αυτοκίνητό μου. Ποτέ δεν φύτεψαν ένα δέντρο στο πεζοδρόμιο που περπατάω.

Όχι, κάποιο λάθος έχει γίνει, δεν μιλάω την ίδια γλώσσα με αυτούς. Κι αυτοί, οι άλλοι, που κουνάνε σημαιάκια και ζουλάνε κόρνες σαν τους ακούνε να μιλούν... Όχι, σίγουρα έχει γίνει λάθος, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν προσκυνάμε την ίδια σημαία, δεν ανήκουμε σε έναν τεράστιο εγκέφαλο όλοι εμείς. Άλλα πεζοδρόμια περπατάμε, σε άλλες δουλειές πηγαίνουμε κάθε πρωί, άλλο είναι το πράσινο που καταλαβαίνουμε, άλλο το γαλάζιο... Μα αυτός... Αυτός που μπαστακώθηκε σε μια θέση στο δημόσιο εξανδραποδίζοντας τον προκάτοχό του, αυτός που αγόρασε οικόπεδο μαύρο και πρόλαβε να το περιφράξει κιόλας, αυτός που προσπέρασε όλη την ουρά στο φανάρι και μπήκε πρώτος, αυτός που πάρκαρε πάνω στη διάβαση, αυτός που αγοράζει ντομάτες Βελγίου -1,60 το κιλό κι όλες ίδιες, στερημένες από την φαντασία της φύσης- και τσόντα στο περίπτερο, αυτός που πήγε στο γήπεδο κι έσπασε στο ξύλο καθίσματα κι ανθρώπους, αυτός που τον έβλεπα όλο το πρωί να πίνει καφέ κρύβοντας το βλέμμα του πίσω από τα μοδάτα μαύρα του γυαλιά -κι η γιαγιά περίμενε στο γραφείο του, αυτός που περιμένουν οι ασθενείς στοιβαγμένοι στα καθίσματα και κάθεται να μάθει το κουτσομπολιό για την Καλλιόπη τη νοσοκόμα, αυτός που τέλειωσε στη Ρουμανία σπουδές και τώρα περιμένει τηλέφωνο από το πολιτικό γραφείο να του αναγγείλουν τον απ' ευθείας διορισμό του... Μα αυτός κουνάει μια σημαία που μου 'παν ότι είναι και δικιά μου.

“Και τι σημαίνει δικιά μου, μπαμπά;” “Τίποτα παιδί μου. Τίποτα...” Τώρα κατάλαβα, μπαμπά. Δεν βγήκαμε όλοι από την ίδια πάστα. Και μετά μπερδέψαμε τα ντολμαδάκια και τη φασολάδα με τον γύρο και τα μιλκσέηκ και πάθαμε εντερικές διαταραχές. Την ίδια σημαία έχω κι εγώ, μπαμπά. Κι εμένα Ελληνίδα με λένε όταν πάω έξω. Κι εγώ ελληνικά μιλάω. Όμως, μπαμπά, να σου πω κάτι; Δεν μου λέει τίποτα αυτή η σημαία. Την βλέπω γαριασμένη πάνω στην Βουλή και δεν μου λέει τ-ί-π-ο-τ-α. Τι έχω μπαμπά; Είμαι κι εγώ απειλή; Όχι, δεν κατάλαβες, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν. Αλλά, να...

Όταν ήμουν μικρή μας μάθαινε η δασκάλα “Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό...”. Και παρόλο που μιλούσε για την σημαία εγώ ξεχνιόμουνα στην πρώτη λέξη. Στην “πατρίδα”. Και σκεφτόμουν τις θάλασσες που κολυμπούσα, τις εκδρομές στα βουνά, τις απογευματινές μας βόλτες στη Ρεματιά, την λίμνη στο χωριό, τα λουλούδια που μάζευα με τη μαμά την άνοιξη πίσω από το σπίτι μας, τα φαράγγι που διέσχισα στην πλάτη σου, το ποδόσφαιρο που παίζαμε με τους φίλους μου στην αλάνα πίσω από το σχολείο, στον παππού που πολέμησε σε χιονισμένα βουνά με τρύπιες κάλτσες κι έπαθε κρυοπαγήματα, στη γιαγιά που έστριβε το τσιγάρο της κάτω από τις ολάνθιστες πορτοκαλιές της στο περιβόλι μας και πότιζε κάθε πρωί τις καμέλιές της. Εκεί έμενε ο νους μου και δεν άκουγα τι έλεγε μετά για τη σημαία -ποτέ μου δεν έμαθα τι λέει μετά τον πρώτο στίχο αυτό το ποιηματάκι. Όμως, μπαμπά, δεν υπάρχουν πια όλα αυτά. Κι εγώ έχω πρόβλημα.

Από ό,τι καταλαβαίνω πρέπει πατρίδα μου να είναι γκρι δρόμοι, γκρι σπίτια, γκρι πεζοδρόμια, ένα ρολόι που ποτέ δεν σταματά, τριακόσια ευρώ στην αρχή κάθε μήνα στο πορτοφόλι, η “απόδειξις καταβολής ενοικίου -ευρώ τετρακόσια” την ίδια μέρα, ένα ποτήρι καφέ ισάξιο με τον μισθό ενός ανώτερου υπαλλήλου στην Αιθιοπία, φανάρια, σκυφτά κεφάλια, σακούλες γεμάτες με καρκίνο, τηλέφωνα που κουδουνίζουν πάντα, ποδήλατα που σαπίζουν σε υπόγεια, ξεκοκαλισμένες μπασκέτες σε φαγωμένα γήπεδα, τραμπουκισμός στον δρόμο, τραμπουκισμός στην δουλειά, τραμπουκισμός στην υπηρεσία, τραμπουκισμός στο Πανεπιστήμιο, ντομάτες ίδιες κι άχρωμες, συντηρητικά στον χυμό, ζαμπόν για τοστ με περιεκτικότητα 56% σε κρέας, λουλούδια που καταστρέφονται σε βεράντες καλυμμένα από παχιά λευκά στρώματα αρρώστιας...

Και δεν θέλω. Μ' ακούς; Δεν θέλω! Δεν την αγαπώ αυτήν την πατρίδα. Δεν είναι δική μου πατρίδα. Δεν με πονάει και δεν την πονάω. Δεν τους θέλω τους συμπατριώτες μου αυτούς. Περπατάνε σκυφτοί, σηκώνουν βλέμμα για να αρπαχτούν ή για να το ρίξουν λίγο αργότερα σε κάποιον αφ' υψηλού, μιλάνε μόνοι τους με κάτι καλώδια στ' αυτιά τους, κουνάνε σημαιάκια σε αυτούς που τους ληστεύουν, ρίχνουν χαρτάκια με σταυρούς σε σχισμές που την άλλη μέρα τους καταπίνουν, κλέβουν, τρέχουν, δεν ξέρουν και δεν θέλουν να μάθουν, πατάνε το “on” και πιστεύουν ό,τι τους πεις από ένα κουτί, δεν πήγαν ποτέ διακοπές στο βουνό ή σε ένα απόμερο νησί παρά αποζητούνε όλα τα κομφόρ και χαζεύουνε κώλους στην παραλία, δεν πάνε θέατρο ή σινεμά παρά γεμίζουνε με ακριβά γαρύφαλλα δωμάτια πνιγμένα στον καπνό και την παραφωνία. Και αδιαφορούν, μπαμπά. Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ. Για όλα και όλους εκτός από τον εαυτό τους.

Όχι, μπαμπά, δεν πάω το πρωί να ψηφίσω. Την πατρίδα που αγάπησα δεν την ξέρουν αυτοί. Δεν της στεριώνουν τη σημαία ούτε της ρίχνουν μια στάλα νερό ν' ανθίσει. Δεν τους πιάνει το στομάχι τους από την τόση ομορφιά της ούτε καταλαβαίνουν τη γλώσσα της επαρχίας. Τους κοροϊδεύουν αυτούς τους ανθρώπους, τους λένε χωριάτες κι αγράμματους και τους μιλάνε για σχέδια ανάπτυξης -ανάπτυξη για αυτούς είναι να εξαφανιστούν τα χρώματα κι οι γεύσεις και τα αρώματα μπαμπά! Δεν είναι δική μου η σημαία. Ποτέ δεν ήταν. Ένα πανί έβλεπα σε αυτήν και πίστευα πως η εικονολατρεία είχε πεθάνει αιώνες πριν. Όμως έσφαλα. Ζώα είμαστε κατά βάθος -ταύροι που βλέπουν μόνο σημαία κι ορμάνε χωρίς να βλέπουν τα κοντάρια από πίσω. Μια αρένα μας δόθηκε ρε πατέρα· μια αρένα και μας έριξαν όλους μέσα...

Θέλω να φύγω... Αλλά πάλι εδώ είναι όλα αυτά που αγάπησα πρώτα και πιο βαθειά στη ζωή μου. Εδώ είναι ακόμη άνθρωποι που ερωτεύονται, που χαμογελούν κι ας μην σε ξέρουν, που σηκώνονται για να κάτσει η γερόντισσα, που την ψάχνουν καλλιτεχνικά κι ας μην τους βοηθάει κανείς, που παλεύουν για παιδεία κι ας τρώνε ξύλο και μπουντρούμιασμα, που σε κερνάνε καφέ στην πλατεία ρωτώντας τι κάνει η Αθήνα, που σε μαθαίνουν τους αέρηδες και πώς να καταλαβαίνεις τον καιρό, που χτίζουνε τα σπίτια τους με ιδρώτα, που επιμένουν και το παλεύουν μέχρι τέλους κι ας φαίνονται όλα εναντίον τους. Να, για να δεις, απόψε η εθνική μας ομάδα στο μπάσκετ έπαιξε ημιτελικό. Και δεν τα παράτησε μπαμπά, δεν έπαιξε βρώμικα όπως οι αντίπαλοι, δεν απογοητεύτηκε καμία στιγμή, δεν γκρίνιαξε για την αδικία. Και ξέρεις πόσοι αύριο θα χαρούν που θα τους δουν να επιστρέφουν χωρίς τρόπαιο; Ουουουουου, αμέτρητοι που περιμένουν κάθε φορά στη γωνία για ένα παραστράτημα. Όμως, όλοι αυτοί δεν κατάλαβαν ποτέ ότι το κεφάλι είναι πάντα στητό όταν παλεύεις, όταν δεν χρωστάς σε κανέναν, όταν δεν πουλιέσαι φτηνά, όταν βλέπεις την ομορφιά των πραγμάτων, όταν είσαι ερωτευμένος με ανθρώπους και πράγματα.

Υπάρχει κάποια πατρίδα και για 'μένα ακόμη, ε μπαμπά; Μια πατρίδα που παλεύει να επιβιώσει χωρίς να βάζει τρικλοποδιές, μια πατρίδα που θέλει να αναστήσει καμένες ψυχές και πνεύματα της φύσης, μια πατρίδα που ακόμη ξέρει να ερωτεύεται και να γελά, μια πατρίδα που δημιουργεί αντί να καταστρέφει. Μια πατρίδα που δεν έχει πάψει να νιώθει , που ακόμη νοιάζεται. Αυτήν την πατρίδα μου την καίνε, την ξεπουλάνε όσο όσο, την αφήνουν να ερημώνει, την δέρνουν, την βάζουν τιμωρία στη γωνία, μόνη της -μακριά από τους άλλους που αγαπάνε την σημαία, που την κουνάνε ζωηρά σε πλατείες και πάρκα, που την κρεμάνε στο μπαλκόνι τους στις εθνικές επετείους κι όταν η εθνική ομάδα βγαίνει πρώτη. Ποτέ, όμως, όταν βγαίνει από δεύτερη και κάτω. Δεν έμαθαν να χάνουν ποτέ τους αλήθεια; Στα παιχνίδια τους δεν υπάρχει ήττα, ούτε νίκη, ούτε ισοπαλία. Αυτά υπάρχουν στην αξιοπρέπεια κι αυτοί τέτοια λέξη δεν έμαθαν ποτέ τους.

Για αυτό σου λέω. Δεν πάω πουθενά σήμερα. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα παραμύθια -θυμάσαι;, ούτε ένα δεν σου έχω ζητήσει- και δεν ανήκω σε κανέναν εκλογικό κατάλογο. Είναι εκλογές άλλης πατρίδας αυτές, άλλων ανθρώπων, άλλης σημαίας. Γίνονται σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω· μια γλώσσα υποσχέσεων που ποτέ δεν πίστεψα και στην έλλειψη περιεχομένου έρχεται η οχλοβοή να καλύψει τις κραυγές που ακούγονται από τα “άλλα” στόματα. Ασφυκτιώ, μπαμπά, κι αγωνιώ. Πως κάποτε θα καταφέρουν όλους να μας κάνουν να αγαπάμε την δική τους σημαία. Και τώρα, που δεν τα καταφέρνουν ακόμη εντελώς καλά, νοιώθω πως με εκβιάζουν. Να βαδίσω στη σχισμή και να τους στηρίξω για να μην με ξανατιμωρήσουν με εκλογές.

Για αυτό σου λέω. Σίγουρα κάποιο λάθος έχει γίνει. Έμαθα να μην υποκύπτω σε εκβιασμούς και να μην χαρίζομαι σε όσους με αδικούν. Έμαθα να υπερασπίζομαι ό,τι αγαπώ κι όχι να το ξεπουλάω για φτηνές υποσχέσεις και άχρωμες λύσεις. Έμαθα ότι η σημαία είναι ένα πανί. Κανείς δεν πολέμησε για ένα πανί. Για ό,τι συμβολίζει αυτό πολέμησαν όσοι το έκαναν. Για μια πατρίδα που αγαπούσαν και καταλάβαιναν, μία γη που τους έτρεφε και μια θάλασσα που τους ημέρευε. Όχι, η δική μου πατρίδα δεν έχει εκλογές σήμερα. Η δική μου πατρίδα βρίσκεται σε πένθος και προσπαθεί να αναστήσει ό,τι απέμεινε από αυτό που αγάπησε. Η δική μου πατρίδα σήμερα νιώθει περήφανη για την εθνική της ομάδα στο μπάσκετ. Η δική μου πατρίδα κρατάει τη σημαία της πάντα ψηλά, κι όταν δεν υπάρχει όχλος και προβολείς. Η δική μου πατρίδα καταλαβαίνει από έρωτα και δημιουργία και θάνατο. Όχι από παραμύθια και πλαστά διαβατήρια για πολυτέλειες που βασίστηκαν σε αίμα.

Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το κείμενο αυτό στον Καιρό. Το κείμενό του αυτό είναι ό,τι πιο δυνατό διάβασα εδώ και πολύ καιρό. Το κείμενο αυτό με έκανε να θέλω να γράψω για την δική μου πατρίδα.