Thursday 12 April 2007

Αργά...

(Αφιερωμένο στον πατέρα μου που σήμερα σφραγίζει την πέμπτη δεκαετία και ανοίγει το κεφάλαιο της έκτης. Μοναχικός, ανεξάρτητος, καλλιτέχνης, υπέροχος... Είναι μακριά για να φτάσουν τα χείλη μου στο μάγουλό του αλλά ξέρω πως έχει τη φωνή μου και την εικόνα μου μαζί του κάθε στιγμή.)

Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Μόνος. Ξανά. Είδε το καράβι να μπαρκάρει, τα παιδιά του παραδομένα στο αναπότρεπτο της φυγής, τους βαριεστημένους λιμενικούς να ανάβουν τσιγάρο και να απομακρύνονται. Έβαλε μπρος τη μηχανή, γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου, η ένταση τον τάραξε. Αστραπιαία μελαγχολία, άνοιγμα παραθύρου, "μην κοιτάξεις άλλο", έβαλε ταχύτητα και έκανε αναστροφή.

Οι κουτσουπιές τον συντρόφευαν στο δρόμο, μωβ και πένθιμες -για την περίσταση. Η θάλασσα στο πλάι, παράθυρο ανοιχτό και η μυρωδιά απ' τ' αλάτι και τα φύκια να κατακλύζουν το αυτοκίνητο. Τράβηξε κατά την παραλία -"Κανείς δεν με περιμένει". Κάθησε εκεί, σκυφτός, τα βλέφαρα μισόκλειστα να φιλτράρουν τον ήλιο, ούτε να πετάξει μια πέτρα να κάνει βατραχάκια δεν είχε όρεξη, "σαν τότε που ήταν μικρά". Μεσημέρι, απόγευμα, δύση κι αυτός ακόμα εκεί, σκυφτός, να κλαίει με αόρατα θαλάσσια δάκρυα. Σηκώνεται, μπαίνει στο αυτοκίνητο, βάζει μπρος, αναστροφή.

Καρυωτάκης -
"Όλα τα πράγματα μου έμειναν όπως
να' χω πεθάνει πριν από καιρούς."
Κρυώνει, είναι βράδυ, η σκόνη γεμίζει το άδειο τούτο σπίτι, η φλόγα πάει να σβήσει και τα μακαρόνια κρύωσαν. Τηλέφωνο - έφτασαν, ακούγονται κουρασμένα, φωνάζει η μαμά - πρέπει να κλείσουν, τους λείπει ήδη. Του λείπουν πάντα.

"Αύριο πρέπει να θυμηθώ γιατί ξυπνάω πια. Αλλιώς δεν θα τα καταφέρω." Το ήξερε κάποτε, τώρα ξεχνάει γιατί είναι εκεί, δεν μπορεί να φύγει - ο δεσμοφύλακας λείπει και τα κλειδιά δεν φαίνονται πουθενά. "Για απόψε ας φτιάξω τα λουλούδια."

Αιωρείται πάνω σε μυρωδιές γιασεμιού, λαντάνας, βουκαμβίλιας και λεμονιάς. Ο αέρας εκεί είναι ελαφρύς -δια της άνωσης ευφραίνεται λίγο και η ψυχή του. Νερό, μυρωδιά μουσκεμένης γης, μυρωδιά ανοιξιάτικης νύχτας, ξεραμένα φύλλα στοιβαγμένα στη χούφτα του - "Η Άνοιξη πάντα είχε συντροφιά στους πίνακες."

Μόνος, σκυφτός, ένα πιάνο να συντροφεύει την μοναξιά του μέσα από νότες γδαρμένες. "Δειλός." Το φευγιό, δυσνόητο, μεμπτό. Ανάθεμα κι αν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν τη σκληρότητα του χρόνου που κυλά μακριά τους. Γέρασε. Αυτά μεγάλωσαν και νιώθουν πως όλα μπορούν να τα κρίνουν. Τα ξέρουν όλα. Ίσως και ναι. Ίσως αυτός να είναι δειλός, ανεύθυνος. Αλλά, πάλι, έτσι νιώθει αυτός την αγάπη. Με φόβο, δισταγμό. Παρών απών. Το χάδι που δεν ένιωσε ποτέ βράδυ πριν πέσει για ύπνο, την τσίμπλα που δεν ένιψε ποτέ από τα πρόσωπά τους, το μπαμπάκι που δεν μούσκεψε ποτέ με ιώδιο να περιποιηθεί την πληγή τους.

Είναι αργά. Αν κανείς δεν θυμάται να σου πει καληνύχτα. Είναι αργά. Αν κανείς δεν ξέρει αν ζεις ή αν πέθανες.

Καρυωτάκης -
" Α! Πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ'αρέσω."

Tuesday 10 April 2007

Τα όμορφα όνειρα όμορφα διαλύονται...

Γύρισα χθες βράδυ, αργά, εξαντλημένη και με μια περιέργη διάθεση. Είμαι σήμερα εδώ και γράφω μην ξέροντας τι να γράψω.

Να σας πω ότι σχεδόν μια εβδομάδα δεν "ενημερώθηκα", δεν επεδίωξα καμία επαφή με τον κόσμο που δεν ήταν εκεί όπου βρισκόμουν εγώ. Ό,τι έμαθα το έμαθα από άλλους που ενημερώθηκαν από τα Μέσα ή από άλλους. Και αποφάσισα να μην αφήσω τίποτα από αυτά που έφτασαν στα αυτιά μου να με ρίξει. Και ηρέμησα. Ηρέμησα πολύ, γέλασα πολύ, γέμισα πολύ και με πολλά.

Αυτό το post δεν έχει να κάνει με τίποτα από αυτά που γεμίζουν (ή αδειάζουν) τη ζωή μου στην πόλη, το μυαλό μου στην καθημερινότητά του. Έχει να κάνει με την ανάγκη μου να σας δείξω κάποια από τα όμορφα πράγματα που με γέμισαν αυτές τις μέρες (αφήνοντας εκτός προς το παρόν ωραίους διαλόγους, εκφράσεις, ήχους και μουσικές που με συντρόφευαν) κι αν μπορέσω έστω και λίγο να μοιραστώ μαζί σας την πεποίθησή μου ότι αυτός ο κόσμος έχει και τόση ομορφιά που καταφέρνει να επιβιώσει και να μην τη σκεπάσει καθόλου τίποτα άσχημο. Ας μην το ξεχνάω αυτό (κι εσείς αν μπορείτε) όταν από παντού μας περικυκλώνουν... Και από αύριο, που η επιστροφή μου θα γίνει πλέον πιο βάρβαρη, εδώ θα είμαστε...


Το ταξίδι ξεκίνησε...
















































































































































































Με το τέλος της μέρας όνειρα έρχονται να σε κλέψουν και να σε απιθώσουν στο λίκνο της φαντασίας, όπως η απύθμενη ησυχία του βυθού. Καλωσβρεθήκαμε πάλι.