Wednesday 21 May 2008

Οι πύργοι που στοιχειώσαμε

Υποθέτω πως ένα κομμάτι του ανθρώπου είναι τα σχοινιά που δεν κόβει ποτέ αναχωρώντας από λιμάνια της λήθης. Κατακτώντας έτσι μέρος της α-λήθειας του. Κι είναι οι αλήθειες μας που μας πληγώνουν, μας μελαγχολούν, μας κάνουν να νοσταλγούμε, μας δείχνουν το μέλλον, μας κρατάνε καλοστεριωμένους στο παρόν. Με λίγα λόγια μας κάνουν αυτό που είμαστε. Μία από τις α-λήθειες μου λέει πως ένα από τα σκοινιά που θα με φέρνει πάντα πίσω σαν πυξίδα ακριβείας είναι τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά απογεύματα στη γειτονιά όταν ήμουν μικρή. Τι μικρή, δηλαδή, τελείωνα το Λύκειο όταν ακόμη καβάλαγα το ασημένιο μου ποδήλατο και χανόμουν στους δρόμους, τους παραδρόμους και τους πεζοδρόμους της περιοχής μου. Δεν πάνε και πολλά χρόνια που το Πολύδροσο πλησίαζε την μαγική εικόνα που πλάθει κάποιος στο μυαλό του όταν ακούει την ονομασία αυτή. Νεοκλασικά και διώροφα κτήρια, καλαμιές, πλατάνια, λεύκες, πικροδάφνες, τριανταφυλλιές πολύχρωμες· οι κήποι της Εδέμ, εν ολίγοις, είχαν δανείσει λίγο από τη λάμψη τους σε ένα προάστιο της Αθήνας.

Το σπίτι που μέναμε ήταν στον πεζόδρομο της ρεματιάς, πάνω ακριβώς από το θεατράκι. Το πανηγύρι ξεκινούσε δειλά δειλά Μάρτιο μήνα. Οι πιο τολμηροί αρχίζαμε να κατεβαίνουμε στον πεζόδρομο (που τότε ήταν ακόμη δρόμος κυκλοφορίας το πολύ τριών αυτοκινήτων ημερησίως -το ένα ήταν του ψιλικατζή στην γωνία) με τις μπάλες και τα ποδήλατά μας. Τέτοιες μέρες σαν τώρα ήταν η καλύτερή μας. Καιρός αίθριος (ακόμη τότε το θερμοκήπιο μας άφηνε να ανασάνουμε κάτω από τον ήλιο), το σχολείο άρχιζε να κινείται σε καλοκαιρινούς ρυθμούς και η μέρα παρείχε απλόχερα στις ώρες της φως. Οι μαμάδες ησύχαζαν όσες ώρες οι φωνές μας μπορούσαν να σπάσουν τύμπανο δύο προάστια παρακάτω κι εμείς ξεχυνόμασταν με την ορμή που συσσωρευόταν τους χειμερινούς μήνες μέσα σε βαρετά διαμερίσματα και πίσω από κλειστές μπαλκονόπορτες.

Όπως κάθε αξιοπρεπής παρέα, έτσι κι εμείς είχαμε το δικό μας άλυτο μυστήριο. Το τρομακτικό κουφάρι ενός παλιού διώροφου αρχοντικού στη γωνία στοίχειωνε κάθε σκέψη που περνούσε από το παιδικό μας μυαλό. Τότε το λέγαμε “πύργο” και στήναμε επικά κρυφτά και εξερευνήσεις για θαρραλέους στα εγκαταλελειμμένα του δωμάτια. Μπορώ να γεμίσω δεκαπέντε οθόνες (γαμώ τους νεωτερισμούς μου) με ιστορίες από τα τραγελαφικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν κάθε καλοκαίρι στον “πύργο”. Δεν θέλω, όμως, σήμερα να μιλήσω για αυτό. Άλλος είναι ο λόγος που γράφω.

Μεγαλώνοντας μάθαμε πως ο “πύργος” έχει όνομα. Ένα καθωσπρέπει όνομα, όπως κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Και δεν έχει ιδιοκτήτη. Όπως κάθε
εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Για να μην τα πολυλογώ από εδώ να σας πω μόνο τα απαραίτητα. Ότι, δηλαδή, ο “πύργος” μας λέγεται “κτήμα Πραποπούλου”. Ότι μνηστήρες πολλοί ευρέθησαν αλλά τελικώς το κτήμα έμεινε στο ράφι. Και σαν κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου-μην-τα-ξαναλέμε-τα 'παμε που μένει στο ράφι έτσι και το κτήμα Πραποπούλου προσέλκυσε ΤΟΝ μνηστήρα. Τουτ' έστιν το ελληνικό δημόσιο, τις ελληνικές τράπεζες, μεγαλοεργολάβους, μεγαλολαμόγια κλπ κλπ. Εδώ και περίπου ένα χρόνο μία παρέα ατόμων από την περιοχή αποφάσισε να ξεκινήσει την δική της περιπέτεια στο κτήμα. Μία περιπέτεια για “μεγάλους”. Ξεκίνησε την κατάληψή της στο εγκαταλελειμμένο κτήριο, άρχισε να καλλιεργεί βιολογικές μελιτζάνες και ντομάτες στο χορταριασμένο από χρόνια κήπο, έστησε αίθουσα προβολών και βιβλιοθήκη και, γενικότερα, ξεκαθάρισε με την στάση της ότι το κτήμα δεν είναι προς αποκατάσταση από ΤΟΝ μνηστήρα. Το τι έχουν περάσει τα παιδιά καλύτερα να το διαβάσετε, όσοι θέλετε, στο blog τους. Εκεί θα βρείτε και φωτογραφίες, και πληροφορίες για ανάλογες κινήσεις πολιτών σε άλλα σημεία της Αθήνας, και για άλλες εκφράσεις αντίστασης στους “οδοστρωτήρες” τις εποχής μας και άλλα πολλά. Εκεί, τελικά, ίσως βρείτε ένα κομμάτι της δικής σας αλήθειας. Μπας και αρχίσουμε να ξεδιπλώνουμε σιγά σιγά όλοι τους μίτους μας και ξαναβρούμε αγαπημένα λιμάνια που χάσαμε.

http://www.protovouliaxalandriou.blogspot.com