(Το γράμμα αυτό γράφτηκε σήμερα. Αποστολέας είμαι εγώ. Παραλήπτης το παιδί που μπορεί κάποτε να αποκτήσω - όλα είναι πιθανά σε αυτήν τη ζωή. Αν δεν υπάρξει ποτέ τέτοιο, το γράμμα αυτό θα παραμείνει χειρόγραφο, κλειδωμένο στο κομοδίνο μου. Όσα γράφω αυτήν τη φορά είναι αληθινά. Η δική μου αλήθεια, τέλος πάντων, γύρω από τα γεγονότα. Ως τέτοια την εμπιστεύομαι και σε εσάς. Γιατί το έχω ανάγκη σήμερα. Συγχωρήστε με.)
(μέσα στο κεφάλι της γιαγιάς μου, έξι χρόνια πριν)
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;...
Που να είναι η Κούλα, ακόμα στην εξορία την έχουν;
Κάτι μου θυμίζει αυτή η κοπέλα δίπλα μου...»
«Γιαγιά; Πες μου κάτι, σε παρακαλώ... Ο,τιδήποτε. Πες μου γεια!»
«Παιδί μου,
στα γράφω πολύ νωρίς όλα αυτά. Χρόνια πριν γεννηθείς. Δεν έχω ιδέα σε τι θα έχω εξελιχθεί μέχρι τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτό το γράμμα. Ούτε εσύ τι θα είσαι. Θέλω να στα πω τώρα. Πριν αλλάξουν μέσα μου πράγματα εξαιτίας σου, εξαιτίας της ευθύνης σου, εξαιτίας της αγάπης σου. Και τώρα αγαπάω, κανέναν όμως με τον τρόπο που αγαπώ εσένα.
Η γιαγιά μου, προγιαγιά σου δηλαδή, είναι πεθαμένη από καιρό. Το σώμα της, δηλαδή, είναι. Μπορεί όταν θα πεθάνω να μην έχω καταφέρει να σου αφήσω δεκάρα στην πάντα για μία δύσκολη στιγμή -σου ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη, ποτέ δεν πίστευα ότι θα καταφέρω να βγάλω αρκετά και δεν με ένοιαζε. Θέλω να σου αφήσω στην άκρη ένα ολόδικό μου κομμάτι, να το πάρεις μαζί σου, αν θες, για οποιαδήποτε στιγμή.
Η γιαγιά μου είναι ένα κομμάτι. Σημαντικό. Κι επειδή δεν την πρόλαβες θέλω να σου την γνωρίσω. Ασπασία την έλεγαν. Μέχρι να διαβάζεις αυτό το γράμμα μάλλον θα σου την ξαναέχω αναφέρει, δεν πιστεύω ότι θα την έχω ξεχάσει. Η γιαγιά, λοιπόν, ήταν μια γυναίκα ξεχωριστή. Με μεγάλωσε τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, όταν η γιαγιά σου και ο παππούς σου ήταν ακόμα φοιτητές και δεν μπορούσαν να με προσέχουν. Στο επάγγελμα ήταν μοδίστρα. Ουσιαστικά, ήταν καλλιτέχνις. Το γούστο της και οι δεξιότητές της με τα υφάσματα την έκαναν τέτοια. Όλα μου τα ρούχα, μέχρι που αρρώστησε, αυτή μου τα είχε φτιάξει. Μετά από αυτό ποτέ δεν κατάφερα να ξαναφορέσω ρούχο επάνω μου και να νιώσω καλά. Έμενε στο χωριό, στο σπίτι μας απέναντι από την εκκλησία, το πέτρινο, σε έχω πάει, θυμάσαι;
Ο παππούς είχε φύγει από όταν εγώ ήμουν μηνών, δεν τον είδα αλλά τον γνώρισα. Μου έκανε την τιμή η γιαγιά να μου τον γνωρίσει. Τον λάτρευε τον παππού η γιαγιά. Στην εποχή της, ξέρεις, τα «συνοικέσια» ήταν της μόδας. Ελπίζω στην εποχή σου να μην έχουν ξαναγίνει, αν και τώρα πολύ το φοβάμαι. Η γιαγιά, όμως, έμεινε ανύπαντρη μέχρι τα τριανταπέντε της. Γιατί δεν ήταν ερωτευμένη με κανέναν. «Γεροντοκόρες» τις έλεγαν τότε τις ανύπανδρες, αλλά η γιαγιά ήταν τεράστια μούρη και τους έγραφε στα αρχίδια της (sorry, παιδί μου). Ύστερα γνώρισε τον παππού. Στα σαρανταβάλε αυτός. Γνωρίστηκαν στην εξορία. «Εξορία» ήταν η πολιτική κάποτε να στέλνουν σε φυλακές που βρίσκονταν πάνω σε ξερονήσια ανθρώπους που ήταν αριστεροί. Όσους δεν σκότωναν, δηλαδή. Δεν επέστρεφαν όλοι από εκεί. Η γιαγιά και ο παππούς, πάντως, τα κατάφεραν. Και παντρεύτηκαν. Και έζησαν μια ζωή, όπως τουλάχιστον μου την περιέγραφε η γιαγιά, που τα παραμύθια που μπορεί -εγκληματικά- να σου έχω διαβάσει τα σβήνει. Γιατί είχαν προβλήματα και δυσκολίες απερίγραπτες. Αλλά ποτέ δεν την αποκάλεσε κάπως αλλιώς παρά μόνο «καμέλια μου» ή «φως μου». Έρωτας, το πρώτο που εύχομαι να έχεις στη ζωή σου είναι αυτό. Για τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Ο παππούς ξαναπήγε εξορία. Όταν η μαμά μου ήταν επτά χρονών κι ο μικρός της αδελφός, ο θείος μου δηλαδή, ενός έτους. Η γιαγιά τα κατάφερε. κράτησε τα παιδιά και το σπίτι. Κράτησε το μοδιστράδικο και απέκτησε και μαθήτριες που, μέχρι που έφυγε από το χωριό άρρωστη, «δασκάλα» την αποκαλούσαν και το στόμα τους έσταζε μέλι. Όταν ο παππούς πέθανε, μία μέρα πριν τη γιορτή του, η γιαγιά είχε πάει να αγοράσει υλικά να ετοιμάσει το γιορτινό τραπέζι. Ήταν γνωστοί σε όλη την Αιτωλοακαρνανία -όχι για το σπίτι μας ή το όνομα- για το ανοιχτό τους σπίτι και καρδιά. Γύρισε, λοιπόν, πρωί ήταν, και βρήκε τον παππού ξαπλωμένο όπως τον είχε αφήσει νωρίτερα κι εμένα δίπλα του να του πειράζω τα χείλη - ξέρεις, αυτό που κάνουν με τα χείλη στα μωρά για να γελάνε, αυτό μου έκανε ο παππούς συνέχεια και φαίνεται ότι εκείνο το πρωί το ζητούσα πιο επίμονα από άλλες φορές. Όταν κατάλαβε ότι είχε φύγει στον ύπνο του, με πήρε αγκαλιά, πήγε στην κουζίνα και έκλαψε. Πριν πάρει τηλέφωνα και στείλει τηλεγραφήματα. Ταραγμένη και λυπημένη. Νομίζω ότι ο χτύπος της καρδιάς της τότε πέρασε μέσα μου με έναν τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω. Η γιαγιά, πάντως, πάντα είχε αρρυθμίες· το ίδιο κι εγώ, από μικρή.
Απείχε από τις γυναικοπαρέες του χωριού. Τα κουτσομπολιά, τις ύπουλες τακτικές των ανθρώπων. Την γύρευαν, όμως, όλοι για παρέα. Ένα ουζάκι μαζί της (προοδευτικότατο σε πληροφορώ για τα χρόνια εκείνα -χήρα γυναίκα να πίνει ουζάκια με αντροπαρέες και να συζητούν πολιτικά) κι όλοι γίνονταν χαλί για πάρτη της, χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα από κανέναν. Την θυμάμαι μαχητική (με είχε πάντα μαζί της, δεν ήθελε να μου κρύβει τίποτα. Μου έβαζε σε ένα σφηνοπότηρο μισή τζούρα ούζο και όταν συνομιλούσε με βυθοσκοπούσε με την ματιά της -να σιγουρευτεί ότι παρακολουθώ την συζήτηση και καταλαβαίνω). Για την αριστερά έλεγαν συνήθως, με παλιούς της συντρόφους -αυτής και του παππού- και για την ανάγκη να αγωνιζόμαστε αξιοπρεπώς. Τα θυμάμαι όλα, κι ας ήμουν πέντε, έξι, επτά χρονών όταν συνέβαιναν -αλήθεια σου λέω. Όταν πέθανε ο παππούς, το '83, η κηδεία του παρομοιάστηκε με αυτήν του Παλαμά από την κοσμοσυρροή. Όταν πέθανε η γιαγιά, αρχές της νέας χιλιετίας, ήταν λίγοι. Οι ουσιαστικοί. Κι αυτοί που είχαν απομείνει ακόμα όρθιοι. Ήρθαν, όμως. Και μόνο ένας μίλησε. Ένας "πρώην" αγωνιστής -εισαγωγικά, γιατί πρώην δεν έγιναν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι- κι έκλαιγε στο τέλος. Είχε να την δει πάνω από δέκα χρόνια, όμως ταξίδεψε στο χωριό (είδε την αγγελία στο Ριζοσπάστη -εφημερίδα αριστερή της εποχής- όπως τις έβλεπε κι η γιαγιά πάντα) για να την δει. Προτρέχω, όμως.
Όταν ήμουν γυμνάσιο, γύρισα ένα μεσημέρι και μου ανακοίνωσαν ότι η γιαγιά είχε πάθει εγκεφαλικό. Την έφεραν στην Αθήνα. Η μαμά είχε ήδη διαγνώσει, περίπου μια διετία πριν, ότι έπασχε από πρώιμης μορφής Αλτσχάιμερ. Κανένας δεν την πίστευε, «γεροντική άνοια είναι» της έλεγαν. Μόνο εγώ την πίστευα, από το φόβο μου. Η γιαγιά μετά το εγκεφαλικό απέκτησε ένα μικρό πρόβλημα ομιλίας και μία σχετική δυσκαμψία. Ένιωσαν τα παιδιά της ότι θα ήταν ευτυχέστερη στο σπίτι της. Και της βρήκαν μια κοπέλα να την προσέχει και ξαναπήγε στο χωριό. Δύο χρόνια μετά ξαναέπαθε εγκεφαλικό. Βαρύτερο. Αφυδατώθηκε, κατέρρευσε κι αντί να της δώσουν ένα ποτήρι νερό οι κάργιες στο χωριό, που αν η γιαγιά ήταν καλά θα είχαν φάει φούντο προ πολλού, είχαν μαζευτεί από πάνω της και την έκλαιγαν. Την έφερε η μαμά με ασθενοφόρο. Επέζησε. Σχεδόν χωρίς να μπορεί να μιλήσει με το στόμα (γιατί να ξέρεις, η γιαγιά πάντα μιλούσε με πάρα πολλούς τρόπους, κι αυτό δεν το έχασε ποτέ). Με το Αλτσχάιμερ να έχει κάνει σε τέσσερα χρόνια αλματώδη πρόοδο μέσα στον οργανισμό της. Έμεινε Αθήνα. Σε ένα -ομολογουμένως πολύ αξιοπρεπές- ίδρυμα για ανθρώπους ηλικιωμένους, ανθρώπους παρατημένους ή ανθρώπους που κάπου αλλού περίσσευαν. Πέντε λεπτά ήταν από το σπίτι μας με το ποδήλατο. Το έπαιρνα κάθε απόγευμα και πήγαινα. Πολλές φορές έλεγα ότι έβγαινα με άλλους και πήγαινα εκεί.
Η γιαγιά με καταλάβαινε. Το ξέρω, έχω μέσα μου τα μάτια της όταν με αντίκρυζε. Δεν με κοιτούσε όπως τους άλλους που έμπαιναν στο οπτικό της πεδίο. Ούτε εμένα, ούτε τα παιδιά της, ούτε τα άλλα της εγγόνια είχε ξεχάσει. Δεν μπορούσε απλά να το πει με λόγια που θα καταλάβαιναν όλοι. Κι όταν έχανα την πίστη μου ότι καταλαβαίνει, η μαμά με έπαιρνε μια αγκαλιά, την έπαιρναν τα κλάμματα και μου ψιθύριζε ότι σίγουρα, Εμένα με καταλαβαίνει. Το πιστεύω. Όχι μόνο γιατί το έχω ανάγκη. Γιατί ήξερα τη γιαγιά.
Οχτώ χρόνια έζησε η γιαγιά εκεί. Ήσυχη, δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, Θα μπορούσε. Θα μπορούσε να είναι μια -έστω και βιολογικά ιδιότροπη- γριά. Δεν ήταν. Οι νοσοκόμες κάθονταν και της μιλούσαν (το είχα δει μια φορά που είχα κρυφτεί και παρακολουθούσα) και της χάιδευαν τα κάτασπρα αλογίσια ατίθασα μαλλιά της. Έφυγε κι αυτή στον ύπνο της. Με ένα τηλέφωνο το έμαθα, πηγαίνοντας για μάθημα στο Πανεπιστήμιο.
Στα γράφω αυτά, παιδί μου, γιατί έχω πολλά στο μυαλό μου. Πολλά, και για αυτό κάποια χάνονται, τα ξεχνάω, δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό δεν θέλω να ξεχαστεί. Όχι από εμένα, αυτό δεν είναι δυνατό. Δεν θέλω να ξεχαστεί με τον θάνατό μου. Είναι από τα λίγα που έχω άξια μέσα μου. (Την γιαγιά σου και τον παππού σου ελπίζω να τους έχεις γνωρίσει. Αν δεν προλάβεις θα σου γράψω και για αυτούς, είναι το άλλο κομμάτι.) Πληγωνόμουν με τη γιαγιά. Έκλαιγα μέσα μου, ακόμα και τώρα που σου γράφω κλαίω. Ευχήθηκα πολλές φορές μέσα μου να πεθάνει, να πάψει να βασανίζεται. Ευχόμουν κι εγώ να μην είχα μέσα μου τέτοιες εικόνες της, να είχα μόνο τις παλιές...
Μέχρι που... (Τρέμει το χέρι μου παιδί μου, συγγνώμη. Και κλαίω. Συγγνώμη.) Μέχρι που λίγους μήνες πριν πεθάνει έγινε κάτι. Κάτι που αυτόματα ένιωσα ότι είναι μαγεία. Η μαγεία των ανθρώπων, αυτή που πάντα πιστεύω ότι υπάρχει και αιωρείται γύρω μας και μέσα μας. Ήμουν δίπλα της. Και της κρατούσα το χέρι. Την κοιτούσα βαθιά μέσα στα τεράστια μάτια της και προσπαθούσα να καταλάβω. Πάντα την τσίγκλαγα. «Μίλα γιαγιά.» Απαντούσε όταν της απεύθυνα ερωτήσεις. Ποτέ όταν την διέταζα. Όταν της έλεγα «Μ'αγαπάς, ε;», «Ναι», μου έλεγε. Την τσίγκλαγα, λοιπόν, «Πες μου κάτι, γαμώτο!». Ούτε σε μία ερώτηση δεν είχε απαντήσει εκείνη τη μέρα. Με πήραν τα κλάμματα, μπροστά της. Χείμμαρος. Κι όσο πιο πολύ ντρεπόμουν, τόσο πιο πολύ έκλαιγα. Έβαλα το κεφάλι μου στις παλάμες της, όπως όταν ήμουν μικρή, κι άρχισα να της τραγουδάω το «Άστα τα μαλλάκια σου». Το τραγούδι που μου τραγουδούσε πάντα όταν ήμουν μικρή και με νανούριζε. Κι όπως ήμουν εκεί, πλημμύρα μες στα χέρια της, την άκουσα να τραγουδάει. (Τώρα όμως κλαίω με λυγμούς, παιδί μου) Έπιασε το τραγούδι από το στίχο που ήμουν. Σταμάτησε η καρδιά μου, έμεινα ακίνητη -δεν ήθελα να χαλάσω τίποτα- και την άκουσα να το τραγουδάει όλο.
Για αυτό, παιδί μου, στα γράφω όλα αυτά. Για να σου πω ότι τον θάνατο δεν ξέρουμε πότε και πώς θα τον συναντήσουμε. Μπορούμε, όμως, να είμαστε όμορφοι κάθε στιγμή. Δεν θα τον τρομάξουμε έτσι. Θα κάνουμε αυτούς που αγαπάμε να μην τρομάξουν όταν φύγουμε. Εμείς, αν έχουμε καταφέρει να είμαστε όμορφοι, δεν θα τρομάξουμε. Σίγουρα.
Να προσέχεις καρδιά μου,
Η μαμά»