Friday, 11 May 2007

Ευθανασία (2)

(Το γράμμα αυτό γράφτηκε σήμερα. Αποστολέας είμαι εγώ. Παραλήπτης το παιδί που μπορεί κάποτε να αποκτήσω - όλα είναι πιθανά σε αυτήν τη ζωή. Αν δεν υπάρξει ποτέ τέτοιο, το γράμμα αυτό θα παραμείνει χειρόγραφο, κλειδωμένο στο κομοδίνο μου. Όσα γράφω αυτήν τη φορά είναι αληθινά. Η δική μου αλήθεια, τέλος πάντων, γύρω από τα γεγονότα. Ως τέτοια την εμπιστεύομαι και σε εσάς. Γιατί το έχω ανάγκη σήμερα. Συγχωρήστε με.)


(μέσα στο κεφάλι της γιαγιάς μου, έξι χρόνια πριν)

«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;...
Που να είναι η Κούλα, ακόμα στην εξορία την έχουν;
Κάτι μου θυμίζει αυτή η κοπέλα δίπλα μου...»
«Γιαγιά; Πες μου κάτι, σε παρακαλώ... Ο,τιδήποτε. Πες μου γεια!»



«Παιδί μου,

στα γράφω πολύ νωρίς όλα αυτά. Χρόνια πριν γεννηθείς. Δεν έχω ιδέα σε τι θα έχω εξελιχθεί μέχρι τη στιγμή που θα διαβάζεις αυτό το γράμμα. Ούτε εσύ τι θα είσαι. Θέλω να στα πω τώρα. Πριν αλλάξουν μέσα μου πράγματα εξαιτίας σου, εξαιτίας της ευθύνης σου, εξαιτίας της αγάπης σου. Και τώρα αγαπάω, κανέναν όμως με τον τρόπο που αγαπώ εσένα.


Η γιαγιά μου, προγιαγιά σου δηλαδή, είναι πεθαμένη από καιρό. Το σώμα της, δηλαδή, είναι. Μπορεί όταν θα πεθάνω να μην έχω καταφέρει να σου αφήσω δεκάρα στην πάντα για μία δύσκολη στιγμή -σου ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη, ποτέ δεν πίστευα ότι θα καταφέρω να βγάλω αρκετά και δεν με ένοιαζε. Θέλω να σου αφήσω στην άκρη ένα ολόδικό μου κομμάτι, να το πάρεις μαζί σου, αν θες, για οποιαδήποτε στιγμή.


Η γιαγιά μου είναι ένα κομμάτι. Σημαντικό. Κι επειδή δεν την πρόλαβες θέλω να σου την γνωρίσω. Ασπασία την έλεγαν. Μέχρι να διαβάζεις αυτό το γράμμα μάλλον θα σου την ξαναέχω αναφέρει, δεν πιστεύω ότι θα την έχω ξεχάσει. Η γιαγιά, λοιπόν, ήταν μια γυναίκα ξεχωριστή. Με μεγάλωσε τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, όταν η γιαγιά σου και ο παππούς σου ήταν ακόμα φοιτητές και δεν μπορούσαν να με προσέχουν. Στο επάγγελμα ήταν μοδίστρα. Ουσιαστικά, ήταν καλλιτέχνις. Το γούστο της και οι δεξιότητές της με τα υφάσματα την έκαναν τέτοια. Όλα μου τα ρούχα, μέχρι που αρρώστησε, αυτή μου τα είχε φτιάξει. Μετά από αυτό ποτέ δεν κατάφερα να ξαναφορέσω ρούχο επάνω μου και να νιώσω καλά. Έμενε στο χωριό, στο σπίτι μας απέναντι από την εκκλησία, το πέτρινο, σε έχω πάει, θυμάσαι;


Ο παππούς είχε φύγει από όταν εγώ ήμουν μηνών, δεν τον είδα αλλά τον γνώρισα. Μου έκανε την τιμή η γιαγιά να μου τον γνωρίσει. Τον λάτρευε τον παππού η γιαγιά. Στην εποχή της, ξέρεις, τα «συνοικέσια» ήταν της μόδας. Ελπίζω στην εποχή σου να μην έχουν ξαναγίνει, αν και τώρα πολύ το φοβάμαι. Η γιαγιά, όμως, έμεινε ανύπαντρη μέχρι τα τριανταπέντε της. Γιατί δεν ήταν ερωτευμένη με κανέναν. «Γεροντοκόρες» τις έλεγαν τότε τις ανύπανδρες, αλλά η γιαγιά ήταν τεράστια μούρη και τους έγραφε στα αρχίδια της (sorry, παιδί μου). Ύστερα γνώρισε τον παππού. Στα σαρανταβάλε αυτός. Γνωρίστηκαν στην εξορία. «Εξορία» ήταν η πολιτική κάποτε να στέλνουν σε φυλακές που βρίσκονταν πάνω σε ξερονήσια ανθρώπους που ήταν αριστεροί. Όσους δεν σκότωναν, δηλαδή. Δεν επέστρεφαν όλοι από εκεί. Η γιαγιά και ο παππούς, πάντως, τα κατάφεραν. Και παντρεύτηκαν. Και έζησαν μια ζωή, όπως τουλάχιστον μου την περιέγραφε η γιαγιά, που τα παραμύθια που μπορεί -εγκληματικά- να σου έχω διαβάσει τα σβήνει. Γιατί είχαν προβλήματα και δυσκολίες απερίγραπτες. Αλλά ποτέ δεν την αποκάλεσε κάπως αλλιώς παρά μόνο «καμέλια μου» ή «φως μου». Έρωτας, το πρώτο που εύχομαι να έχεις στη ζωή σου είναι αυτό. Για τους ανθρώπους και τα πράγματα.


Ο παππούς ξαναπήγε εξορία. Όταν η μαμά μου ήταν επτά χρονών κι ο μικρός της αδελφός, ο θείος μου δηλαδή, ενός έτους. Η γιαγιά τα κατάφερε. κράτησε τα παιδιά και το σπίτι. Κράτησε το μοδιστράδικο και απέκτησε και μαθήτριες που, μέχρι που έφυγε από το χωριό άρρωστη, «δασκάλα» την αποκαλούσαν και το στόμα τους έσταζε μέλι. Όταν ο παππούς πέθανε, μία μέρα πριν τη γιορτή του, η γιαγιά είχε πάει να αγοράσει υλικά να ετοιμάσει το γιορτινό τραπέζι. Ήταν γνωστοί σε όλη την Αιτωλοακαρνανία -όχι για το σπίτι μας ή το όνομα- για το ανοιχτό τους σπίτι και καρδιά. Γύρισε, λοιπόν, πρωί ήταν, και βρήκε τον παππού ξαπλωμένο όπως τον είχε αφήσει νωρίτερα κι εμένα δίπλα του να του πειράζω τα χείλη - ξέρεις, αυτό που κάνουν με τα χείλη στα μωρά για να γελάνε, αυτό μου έκανε ο παππούς συνέχεια και φαίνεται ότι εκείνο το πρωί το ζητούσα πιο επίμονα από άλλες φορές. Όταν κατάλαβε ότι είχε φύγει στον ύπνο του, με πήρε αγκαλιά, πήγε στην κουζίνα και έκλαψε. Πριν πάρει τηλέφωνα και στείλει τηλεγραφήματα. Ταραγμένη και λυπημένη. Νομίζω ότι ο χτύπος της καρδιάς της τότε πέρασε μέσα μου με έναν τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω. Η γιαγιά, πάντως, πάντα είχε αρρυθμίες· το ίδιο κι εγώ, από μικρή.


Απείχε από τις γυναικοπαρέες του χωριού. Τα κουτσομπολιά, τις ύπουλες τακτικές των ανθρώπων. Την γύρευαν, όμως, όλοι για παρέα. Ένα ουζάκι μαζί της (προοδευτικότατο σε πληροφορώ για τα χρόνια εκείνα -χήρα γυναίκα να πίνει ουζάκια με αντροπαρέες και να συζητούν πολιτικά) κι όλοι γίνονταν χαλί για πάρτη της, χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα από κανέναν. Την θυμάμαι μαχητική (με είχε πάντα μαζί της, δεν ήθελε να μου κρύβει τίποτα. Μου έβαζε σε ένα σφηνοπότηρο μισή τζούρα ούζο και όταν συνομιλούσε με βυθοσκοπούσε με την ματιά της -να σιγουρευτεί ότι παρακολουθώ την συζήτηση και καταλαβαίνω). Για την αριστερά έλεγαν συνήθως, με παλιούς της συντρόφους -αυτής και του παππού- και για την ανάγκη να αγωνιζόμαστε αξιοπρεπώς. Τα θυμάμαι όλα, κι ας ήμουν πέντε, έξι, επτά χρονών όταν συνέβαιναν -αλήθεια σου λέω. Όταν πέθανε ο παππούς, το '83, η κηδεία του παρομοιάστηκε με αυτήν του Παλαμά από την κοσμοσυρροή. Όταν πέθανε η γιαγιά, αρχές της νέας χιλιετίας, ήταν λίγοι. Οι ουσιαστικοί. Κι αυτοί που είχαν απομείνει ακόμα όρθιοι. Ήρθαν, όμως. Και μόνο ένας μίλησε. Ένας "πρώην" αγωνιστής -εισαγωγικά, γιατί πρώην δεν έγιναν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι- κι έκλαιγε στο τέλος. Είχε να την δει πάνω από δέκα χρόνια, όμως ταξίδεψε στο χωριό (είδε την αγγελία στο Ριζοσπάστη -εφημερίδα αριστερή της εποχής- όπως τις έβλεπε κι η γιαγιά πάντα) για να την δει. Προτρέχω, όμως.


Όταν ήμουν γυμνάσιο, γύρισα ένα μεσημέρι και μου ανακοίνωσαν ότι η γιαγιά είχε πάθει εγκεφαλικό. Την έφεραν στην Αθήνα. Η μαμά είχε ήδη διαγνώσει, περίπου μια διετία πριν, ότι έπασχε από πρώιμης μορφής Αλτσχάιμερ. Κανένας δεν την πίστευε, «γεροντική άνοια είναι» της έλεγαν. Μόνο εγώ την πίστευα, από το φόβο μου. Η γιαγιά μετά το εγκεφαλικό απέκτησε ένα μικρό πρόβλημα ομιλίας και μία σχετική δυσκαμψία. Ένιωσαν τα παιδιά της ότι θα ήταν ευτυχέστερη στο σπίτι της. Και της βρήκαν μια κοπέλα να την προσέχει και ξαναπήγε στο χωριό. Δύο χρόνια μετά ξαναέπαθε εγκεφαλικό. Βαρύτερο. Αφυδατώθηκε, κατέρρευσε κι αντί να της δώσουν ένα ποτήρι νερό οι κάργιες στο χωριό, που αν η γιαγιά ήταν καλά θα είχαν φάει φούντο προ πολλού, είχαν μαζευτεί από πάνω της και την έκλαιγαν. Την έφερε η μαμά με ασθενοφόρο. Επέζησε. Σχεδόν χωρίς να μπορεί να μιλήσει με το στόμα (γιατί να ξέρεις, η γιαγιά πάντα μιλούσε με πάρα πολλούς τρόπους, κι αυτό δεν το έχασε ποτέ). Με το Αλτσχάιμερ να έχει κάνει σε τέσσερα χρόνια αλματώδη πρόοδο μέσα στον οργανισμό της. Έμεινε Αθήνα. Σε ένα -ομολογουμένως πολύ αξιοπρεπές- ίδρυμα για ανθρώπους ηλικιωμένους, ανθρώπους παρατημένους ή ανθρώπους που κάπου αλλού περίσσευαν. Πέντε λεπτά ήταν από το σπίτι μας με το ποδήλατο. Το έπαιρνα κάθε απόγευμα και πήγαινα. Πολλές φορές έλεγα ότι έβγαινα με άλλους και πήγαινα εκεί.


Η γιαγιά με καταλάβαινε. Το ξέρω, έχω μέσα μου τα μάτια της όταν με αντίκρυζε. Δεν με κοιτούσε όπως τους άλλους που έμπαιναν στο οπτικό της πεδίο. Ούτε εμένα, ούτε τα παιδιά της, ούτε τα άλλα της εγγόνια είχε ξεχάσει. Δεν μπορούσε απλά να το πει με λόγια που θα καταλάβαιναν όλοι. Κι όταν έχανα την πίστη μου ότι καταλαβαίνει, η μαμά με έπαιρνε μια αγκαλιά, την έπαιρναν τα κλάμματα και μου ψιθύριζε ότι σίγουρα, Εμένα με καταλαβαίνει. Το πιστεύω. Όχι μόνο γιατί το έχω ανάγκη. Γιατί ήξερα τη γιαγιά.


Οχτώ χρόνια έζησε η γιαγιά εκεί. Ήσυχη, δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, Θα μπορούσε. Θα μπορούσε να είναι μια -έστω και βιολογικά ιδιότροπη- γριά. Δεν ήταν. Οι νοσοκόμες κάθονταν και της μιλούσαν (το είχα δει μια φορά που είχα κρυφτεί και παρακολουθούσα) και της χάιδευαν τα κάτασπρα αλογίσια ατίθασα μαλλιά της. Έφυγε κι αυτή στον ύπνο της. Με ένα τηλέφωνο το έμαθα, πηγαίνοντας για μάθημα στο Πανεπιστήμιο.


Στα γράφω αυτά, παιδί μου, γιατί έχω πολλά στο μυαλό μου. Πολλά, και για αυτό κάποια χάνονται, τα ξεχνάω, δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτό δεν θέλω να ξεχαστεί. Όχι από εμένα, αυτό δεν είναι δυνατό. Δεν θέλω να ξεχαστεί με τον θάνατό μου. Είναι από τα λίγα που έχω άξια μέσα μου. (Την γιαγιά σου και τον παππού σου ελπίζω να τους έχεις γνωρίσει. Αν δεν προλάβεις θα σου γράψω και για αυτούς, είναι το άλλο κομμάτι.) Πληγωνόμουν με τη γιαγιά. Έκλαιγα μέσα μου, ακόμα και τώρα που σου γράφω κλαίω. Ευχήθηκα πολλές φορές μέσα μου να πεθάνει, να πάψει να βασανίζεται. Ευχόμουν κι εγώ να μην είχα μέσα μου τέτοιες εικόνες της, να είχα μόνο τις παλιές...


Μέχρι που... (Τρέμει το χέρι μου παιδί μου, συγγνώμη. Και κλαίω. Συγγνώμη.) Μέχρι που λίγους μήνες πριν πεθάνει έγινε κάτι. Κάτι που αυτόματα ένιωσα ότι είναι μαγεία. Η μαγεία των ανθρώπων, αυτή που πάντα πιστεύω ότι υπάρχει και αιωρείται γύρω μας και μέσα μας. Ήμουν δίπλα της. Και της κρατούσα το χέρι. Την κοιτούσα βαθιά μέσα στα τεράστια μάτια της και προσπαθούσα να καταλάβω. Πάντα την τσίγκλαγα. «Μίλα γιαγιά.» Απαντούσε όταν της απεύθυνα ερωτήσεις. Ποτέ όταν την διέταζα. Όταν της έλεγα «Μ'αγαπάς, ε;», «Ναι», μου έλεγε. Την τσίγκλαγα, λοιπόν, «Πες μου κάτι, γαμώτο!». Ούτε σε μία ερώτηση δεν είχε απαντήσει εκείνη τη μέρα. Με πήραν τα κλάμματα, μπροστά της. Χείμμαρος. Κι όσο πιο πολύ ντρεπόμουν, τόσο πιο πολύ έκλαιγα. Έβαλα το κεφάλι μου στις παλάμες της, όπως όταν ήμουν μικρή, κι άρχισα να της τραγουδάω το «Άστα τα μαλλάκια σου». Το τραγούδι που μου τραγουδούσε πάντα όταν ήμουν μικρή και με νανούριζε. Κι όπως ήμουν εκεί, πλημμύρα μες στα χέρια της, την άκουσα να τραγουδάει. (Τώρα όμως κλαίω με λυγμούς, παιδί μου) Έπιασε το τραγούδι από το στίχο που ήμουν. Σταμάτησε η καρδιά μου, έμεινα ακίνητη -δεν ήθελα να χαλάσω τίποτα- και την άκουσα να το τραγουδάει όλο.


Για αυτό, παιδί μου, στα γράφω όλα αυτά. Για να σου πω ότι τον θάνατο δεν ξέρουμε πότε και πώς θα τον συναντήσουμε. Μπορούμε, όμως, να είμαστε όμορφοι κάθε στιγμή. Δεν θα τον τρομάξουμε έτσι. Θα κάνουμε αυτούς που αγαπάμε να μην τρομάξουν όταν φύγουμε. Εμείς, αν έχουμε καταφέρει να είμαστε όμορφοι, δεν θα τρομάξουμε. Σίγουρα.


Να προσέχεις καρδιά μου,

Η μαμά»



Wednesday, 9 May 2007

Ευθανασία

«Μετανοείς;»
«Σάλτα και γαμήσου.»
«Ο Θεός σε έχει ήδη συγχωρέσει. Πορεύσου εν ειρήνη.»
«Άντε γαμήσου σου είπα παλιομαλάκα!... Μην κάνεις ότι δεν ακούς.»

(στο διάδρομο του νοσοκομείου)
«Έφυγε. Μετάλαβε πριν φύγει. Τώρα αναπαύεται στα χέρια του Δημιουργού του. Να ζήσετε να τον θυμάστε...»
(η μητέρα, με λυγμούς)
«Έφυγε τόσο νέος! Και ταλαιπωρήθηκε ο γλυκός μου... Άχνα δεν έβγαλε, δεν βαρυγκώμησε καθόλου το παιδί μου παρόλα αυτά που τον χτύπησαν!»
«Έλα, μαμά, πιες λίγο νερό... Θα πάθεις τίποτα. Ευχαριστούμε πάτερ, θα μιλήσουμε αργότερα για τα της κηδείας.»
«Να τον θυμάστε με αγάπη. Έστω και την τελευταία στιγμή επέλεξε να επιστρέψει στον Κύριο. Στον Κύριο της Αγάπης... Γραφείο κηδειών ξέρετε ή να το κανονίσω;»
«Όχι πάτερ, το έχουμε ήδη ρυθμίσει, τόσο καιρό που τον περιμέναμε...»


«Έχω πέντε χρόνια να αρθρώσω λέξη. Δεν έχω σταματήσει ούτε στιγμή να μιλάω. Το πρόβλημα είναι ότι οι δικοί μου είναι ηλίθιοι. Με αγαπάνε. Αλλά είναι ηλίθιοι. Κι εγωιστές. Αυτό δεν τους το συγχωρώ.

Πάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα που αρρώστησα. Που πέθανα το λέω εγώ αλλά κανένας δεν το παραδέχεται. Σκότωσα ό, τι είχα εντός μου και προχώρησα στη μεταθανάτια ζωή μου με δεκανίκια· αυτά που μου δίναν οι κοντινοί μου (που δεν τους επέλεξα) για να κουτσαίνω στη ζωή τους.

Θα μπορούσες να είσαι η μόνη που θα έπαιρνα μαζί μου. Αλλά επέλεξες κι εσύ τον εύκολο δρόμο. Των τύψεων και των ελπίδων. Κι εκεί υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη για εμένα. Έγινες «οι άλλοι». Έγινες κομμάτι τους. Αδύνατον να σε πάρω μαζί μου πια. Έχεις πεθάνει από καιρό, έναν άλλο θάνατο. Δικός μου ο ορισμός του, στον κόσμο σας δεν θα τον καταλαβαίνατε ποτέ...

Η ζωή σας είναι γεμάτη ψέμματα. Γεμάτη ανασφάλεια και τύψεις. Τα δικά σας δεκανίκια τα ψάχνετε σε υποσχέσεις μιας άλλης ζωής. Αυτό εγώ δεν το κατάλαβα ποτέ. Κι ούτε θέλησα να σου πω την αλήθεια.

Η δική μου αλήθεια περικλείει το θάνατο ως κομμάτι της ζωής. Όχι σαν το γεγονός που μπορούμε να ελέγξουμε, να παρατείνουμε, να του κλείσουμε τα μάτια μήπως χάσει το δρόμο. Την ζωή μου εγώ την ορίζω. Και το θάνατό μου εγώ. Λογική συνέπεια καλείται αυτό. Όχι δειλία. Και ήθελα πολύ να είμαι συνεπής με τον εαυτό μου. Αλλά δεν σας έκανε αυτό. Τι θα έκανε ο παπάς χωρίς τη δική μου συμβολή στο νεκροταφείο και στο παγκάρι του; Πώς θα διαχειριζόσασταν εσείς τις τύψεις που σας έχουν εμφυτεύσει στον φτωχό σας εγκέφαλο;

Δεν ξέρω γιατί σου τα γράφω όλα αυτά. Δεν ελπίζω και δεν θέλω να αλλάξει τίποτα πια. Πεθαίνω κάνοντάς σας το χατήρι. Η ζωή που μου έχετε επιβάλει με εμπαίζει. Ίσως γιατί την κατάλαβα την πουτάνα. Κατάλαβα ότι από μόνη της καμία αξία δεν έχει. Έχει αυτή που της δίνουμε εμείς. Ο καθένας στη δική του. Αυτογνωσία καλείται αυτό.

Τι σου ήταν, ρε, να μου κάνεις εκείνη τη γαμοένεση; Στα γόνατα σε παρακαλούσα! Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας. Με αγαπούσες, κι εσύ και όλοι τους, λιγότερο από όσο πίστευα. Για αυτό και σας έριξα από μία σφαίρα στον κρόταφο μέσα μου και σας σκότωσα. Η αδυναμία μου και η ασυνέπειά μου ήταν ότι σας άφησα να με σκοτώνετε καθημερινά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αυτό, Εγώ, δεν μου το συγχωρώ.

Θα με ρωτήσεις γιατί δεν πλήρωσα στην Ολλανδία να μου την κάνουν. Δεν ήθελα να φύγω μόνος. Ήθελα το χέρι σου γεμάτο αγάπη να με ταΐσει στο ταξίδι. Δεν ήθελα να φύγω επαγγελματικά. Ήθελα να φύγω ανθρώπινα. Κι ο άνθρωπος -μα καλά, πουθενά δεν σας το έμαθαν αυτό;- γίνεται από την αγάπη. Όχι το σχήμα ή τη λογική του. Από την Αγάπη που μπορεί να νιώθει μέσα στην παράλογη λογική του. Για εμένα το χάσατε αυτό το χαρακτηριστικό σας. Παύσατε να είστε άνθρωποι. Ανδρείκελα, ίσως.

Μαθαίνω πως σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ ούτε να κουνήσω τα δάχτυλά μου, έστω αυτό το λίγο που μου επιτρέπει να σου γράφω τώρα. Για αυτό στα λέω τώρα. Για να λάβεις αυτό το γράμμα σίγουρα.Τουλάχιστον εσύ να μην νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, όπως οι άλλοι, όταν φύγω. Γιατί εσύ, μέχρι να σε σκοτώσω, δεν ήσουν ποτέ «οι άλλοι». Για αυτό και δεν σε συγχώρεσα ποτέ. Για αυτό και σε μισώ όσο δεν μίσησα ποτέ τίποτα και κανέναν. Για αυτό και είσαι συνέχεια μέσα μου. Έχω πεθάνει από καιρό· έχω πεθάνει μια ζωή που εσάς σας θρέφει. Το μίσος μου συντηρεί τη λογική μου. Ξέρω ότι σου δίνω τα όπλα για να πιστέψεις ότι η αρρώστια με έχει καταστρέψει, ότι τα φάρμακα με έχουν οδηγήσει σε ντελίριο και απώλεια της λογικής. Μάθε ότι δεν τα πήρα ποτέ. Τα έφτυνα στη λεκάνη μόλις γυρίζατε κεφάλι και συνεχίζατε με τις ζωές σας. Οι ενέσεις μόνο μπήκαν μέσα μου. Αλλά δεν είναι αρκετές να με κρατήσουν εδώ. Ευτυχώς.

Θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Θα μπορούσες εσύ να είσαι αλλιώς. Θα μπορούσαν όλα να έχουν τελειώσει με αγάπη. Θα μπορούσα να σε έχω πάρει μαζί μου. Σε αυτό το ταξίδι γεμάτο αγάπη και χέρια γεμάτα κατανόηση. Επέλεξες το θάνατο. Για να επιζήσεις εσύ. Για να κουμαντάρεις τις τύψεις και να θρέψεις τις ελπίδες. Τις ελπίδες άλλων. Μισθοφόρων της, εντεταλμένων του θανάτου. Έχεις πεθάνει από καιρό. Μαζί με τους «άλλους». Δεν μπορώ να θρηνήσω άλλο για αυτούς που πέθαναν. Από εδώ και μπρος θα σκέφτομαι τι θα κάνω όταν θα πέσει η αυλαία και θα εξαφανιστώ στο παρασκήνιο. Έχω να ονειρευτώ την τελευταία μου ανάσα. Αυτή ήταν η ελπίδα μου τόσα χρόνια. Κι αυτή ήταν η δική Μου ελπίδα, όχι κάποιου άλλου.

Ξέρω πως θα μου φέρουν κάποιον από τους μισθοφόρους της σειράς να με «διαβάσει» πριν φύγω. Ξέρω πως δεν θα με ακούσει και δεν θα καταλάβει τι θα του πω τότε, ούτε ο υπάλληλος ούτε οι δικοί μου, όμως εγώ μέσα μου θα ουρλιάζω με λύσσα. Και μετά θα κλάψουν ξαλαφρωμένοι που έφυγα όπως ήθελαν. Τους μιλώ με τα μάτια χρόνια τώρα. Κάποτε κατάφερνα να τους ψιθυρίσω πως δεν είναι έτσι αυτό που θέλω. Πως αν μ' αγαπούσαν έπρεπε κάποτε, διάολε, να το δείξουν και με πράξη. Τους σκότωσα και τους απαξίωσα, για αυτό κι έχω σταματήσει πλέον να τους μιλάω. Όχι ότι άκουγαν ποτέ -για να καταλάβουν ούτε κουβέντα. Ο άνθρωπος δεν μιλάει μόνο με το στόμα, κουφάλες, αλλά αυτό δεν το αντιλήφθηκαν ποτέ.

Θέλω εσύ να ξέρεις πως δεν θα μετανοήσω. Σίγουρα πράγματα. Θάρρος καλείται αυτό. Θέλω εσύ να κλάψεις από δυστυχία κι όχι από ξαλάφρωμα, όπως οι άλλοι. Γιατί είσαι ξεχωριστή. Το μίσος μου για εσένα με έκανε να τα βγάλω πέρα με τα σκουριασμένα δεκανίκια μου. Και γιατί θα μπορούσες να μην είσαι «οι άλλοι». Αλλά επέλεξες να γίνεις σωρός. Με τη φυγή μου θα στο στερήσω αυτό, θα σε βγάλω από το σωρό. Θα ξαναγίνεις ξεχωριστή σε κάτι για εμένα.
Το μίσος μου και η αγάπη μου θα σου χαρίσουν μια ζωή που ούτε την φαντάστηκες ποτέ. Αυτήν που κυλά με αλήθεια.

Θα φύγω ήσυχος. Ταλαιπωρημένος, απογοητευμένος αλλά όταν θα έρθει εκείνη η ώρα το μόνο που θα σκέφτομαι είναι ελευθερία. Ό,τι κι αν κάνατε, αυτήν δεν καταφέρατε να μου τη στερήσετε.»

Tuesday, 8 May 2007

Οι ελέφαντες, οι μυρωδιές και τα σουβλάκια

Αυτό το blog παραπαίει. Εγώ παραπαίω. Θυμίζω κήπο αφημένο στην καλή διάθεση του χρόνου. Πάνω που είχα αποφασίσει να γράφω συχνότερα τις σκέψεις μου, και ό,τι άλλο μπορεί να κυκλοφορεί στο κεφάλι μου, ένα κοπάδι οργισμένων ελεφάντων επιδόθηκε στη μανιώδη καταδίωξή μου. Ελπίζω να τη σκαπουλάρω. Το βράδυ θα ξέρω αν βγήκε knockout ο πρώτος.

Εν τω μεταξύ, κι επειδή ξέρω ότι απηυδίσατε στην εικοστή πέμπτη ανάγνωση του προηγούμενου post, σας αφήνω προς το παρόν με κάτι που έπεσε στα χέρια μου την Κυριακή και μου θύμισε πως κάποτε ο κόσμος μού φαινόταν τόσο εύκολα προσπελάσιμος...

Θα επανέλθω, σήμερα ει δυνατόν, με πράγματα που θέλω να μοιραστώ μαζί σας εδώ και μέρες. Σιχαίνομαι απλά την προχειρότητα και για αυτό μου απαγορεύω να σας γράψω τώρα (I.D.! Απαγορεύεται η παραγωγική σκέψη προς το παρόν! Κάτω τα χέρια από το πληκτρολόγιο!).

"Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 1989

Σκέφτομαι και γράφω: Φέρνω κι εγώ μυρωδιές από τη γειτονιά μου

Εγώ μένω σε μια πολυκατοικία που κοντά έχει μια γειτονιά. Η γειτονιά μου είναι γεμάτη με άλλες πολυκατοικίες αλλά και μονοκατοικίες. Βγαίνοντας από το σπίτι μου μυρίζει το γιασεμί που έχουμε στην αυλή. Στο δρόμο για το σχολείο συναντώ το φούρνο που κάθε πρωί φτιάχνει μυρωδάτο ψωμί. Απέναντι είναι κρεοπώλης. Δεν μου αρέσει η μυρωδιά εκεί και για αυτό όταν πάμε με τη μαμά μου για ψώνια εγώ περιμένω απέξω. Μετά είναι ο δρόμος για το σχολείο που έχει μόνο σπίτια. Εκεί συνήθως δεν μυρίζει τίποτα. Καμιά φορά όμως την άνοιξη μυρίζουν τα τριαντάφυλλα, οι πορτοκαλιές και τα άλλα λουλούδια στους κήπους. Τέλος στο δρόμο μετά το σχολείο είναι το σουβλατζίδικο. Εκεί έχει την καλύτερη μυρωδιά!
Industrial Daisies"

Ξέρω ξέρω, το άστρο μου στη συγγραφή κειμένων είχε ανατείλει από τότε, από την τρυφερή ηλικία των έξι!
Σας φιλώ σταυρωτά (που θα έλεγε κι ο Νιόνιος),
I.D.

Sunday, 6 May 2007

Playtime

1. Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;

Απόλυτη; Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ μόνη της...

2. Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;

Οι ελέφαντες που με κυνηγούν. Ξεκινούν από τα όνειρα και καταφέρνουν να με σηκώσουν πρωί πρωί...

3. Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;

Στον ύπνο μου, χθες βράδυ, με έναν ελέφαντα από αυτούς που με κυνηγούν όταν του έβαλα τρικλοποδιά με ένα ποντίκι.

4. Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;

Ότι δεν έχω ιδέα ποια είμαι και ποια είναι τα βασικά μου γνωρίσματα...

5. Το βασικό ελάττωμά σας;

Ότι δεν έχω ιδέα ποια είμαι και ποια είναι τα βασικά μου γνωρίσματα...

6. Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Σε αυτά που μπορώ να δικαιολογήσω.

7. Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;

Η Industrial Daisies δεν ταυτίζεται με καμία.

8. Ποιοι είναι οι ήρωες σας σήμερα;

Ειδικά σήμερα... Δεν ξέρω, δεν έχω πιει καφέ ακόμα.

9. Το αγαπημένο σας ταξίδι;

Εκείνο που για δεκαεννέα ώρες σκεφτόμουν τον προορισμό κι έτρεμα από ανυπομονησία.

10. Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Είναι πάρα πολλοί, κύριε Προυστ. Θα έπρεπε να γίνετε πιο συγκεκριμένος.

11. Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;

Να ξέρει να αγαπά.

12. … και σε μια γυναίκα;

Να ξέρει να αγαπά.

13. Ο αγαπημένος σας συνθέτης;

Ο φωτο - συνθέτης.

14. Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;

"Always look at the bright side of life..."

15. Το βιβλίο που σας σημάδεψε;

"Τάδε έφη Ζαρατούστρα" και "Τα άνθη του κακού" (sorry. Mr. Proust, τα διάβαζα μαζί μια εποχή)

16. Η ταινία που σας σημάδεψε;

Όταν ήμουν μικρή "Η αρκούδα". Όταν μεγάλωσα, πάρα πολλές. Χμμμμ, μπορώ να αναφέρω το "Oldboy" και το "Ghostdog : The way of the Samurai"; (Ξέρω, μία θέλατε αλλά... οι κανόνες είναι για να παραβιάζονται)

17. Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;

Salvador Dali

18. Το αγαπημένο σας χρώμα;

Αυτό που έχει η συνείδησή μου, τις καλές μέρες...

19. Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;

Το ότι κατάφερα να χορέψω την "Λίμνη των Κύκνων" με σαράντα πυρετό.

20. Το αγαπημένο σας ποτό;

Ούζο. Και κρασί.

21. Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

Για το ότι μετανιώνω συχνά και προχωράω δύσκολα.

22. Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ’ όλα;

Την βλακεία.

23. Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;

Ο κινηματογράφος.

24. Ο μεγαλύτερος φόβος σας;

Τα γηρατειά.

25. Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;

Δεν είναι μία αυτή η περίπτωση...

26. Ποιο είναι το μότο σας;

Motos are for idiots, Mr. Proust.

27. Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;

Στον ύπνο μου.

28. Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;

Τι πραγματικά έκανε την έβδομη ημέρα της δημιουργίας...

29. Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;

Σε αυτή που βρίσκομαι τα τελευταία εικοσιτέσσερα χρόνια. Ατελείωτης περιέργειας και αδυναμίας να συγκροτηθώ σε προσωπικότητα.


Ο κύριος Προυστ θα χτυπήσει την πόρτα... Μούμπλε, μούμπλε... Του δείμου του πολίτη, του 2Σχ2, του Σέξπυρ .... Κι αν θέλουν, ανοίγουν ο Καιρός κι ο Ghostdog (Αν όχι, δεν πειράζει... Ο κύριος Προυστ έχει κατανόηση...)