Friday 8 June 2007

Επιστροφή σε βασικές σκέψεις

Τελικά, τα γουρούνια παντού την ίδια όψη έχουν.

Wednesday 6 June 2007

Πορτραίτο της ελευθερίας ή πώς αυτή δεν χωρά σε κορνίζες

Ο τοίχος έλαμπε. Φρεσκοβαμμένος, σε μία παλ κρεμ απόχρωση. Πρώτα βρήκε τη θέση της σε αυτόν η παλιά εικόνα της Παναγίας με το Χριστό αγκαλιά, δώρο της γιαγιάς του όταν εκείνος πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Δεξιά, ψηλά. Δίπλα ακριβώς κρέμασε το δώρο του φίλου του Αμπντούλ στα προηγούμενα γενέθλιά του. Μια εικόνα που αναπαριστούσε τον Μωάμεθ στην Kaaba, μια εικόνα γεμάτη χρώματα. Σκέφτηκε να την βάλει αλλού, ότι δεν ταίριαζε με την εικόνα της Παναγίας. «Μπα, ενδιαφέρον είναι», σκέφτηκε και χαμογέλασε με την πρωτοτυπία της σύλληψης. Σειρά είχαν δύο αφίσες του Lautrec, το «Woman pulling up her stocking» και το «Rue des Moulins: The Medical Inspection». Βρήκαν το χώρο τους στο κέντρο του τοίχου, ακριβώς πάνω από εκεί που θα έβαζε το γραφείο του. Αγαπημένος του ο Lautrec, στο σαλόνι είχε αποφασίσει να βάλει τις άλλες δύο, από το καμπαρέ.

Ο χώρος λιγόστευε, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να χωρέσει σε αυτόν τον τοίχο και τα υπόλοιπα που είχε στο μυαλό του. «Σίγουρα θα μπει εδώ κι ο πίνακας της Νάντιας», τον άρπαξε κι άρχισε να κοιτά τον τοίχο διερευνητικά, ψάχνοντας για το σημείο εκείνο που θα του ταίριαζε η πρόκληση. «Αριστερά, ψηλά!», έπιασε ένα καρφί και άρχισε μια νέα τρύπα. «Νέμεσις» ήταν ο τίτλος του πίνακα της καλύτερής του φίλης, αριστούχου της Σχολής Καλών Τεχνών και άνεργης από όταν τελείωσε. Άνεργης γιατί ναι μεν έβγαζε κάποια χρήματα σχεδιάζοντας αφίσες για διαφημιστικές καμπάνιες, πουθενά όμως δεν έβρισκε να εκθέσει τα έργα της. Οι πόρτες κλειστές κι εκείνη απόλυτη, δεν ήθελε ποτέ να παρακαλέσει κανέναν. Η «Νέμεσις», λοιπόν, κρεμάστηκε διαμετρικά αντίθετα από την εικόνα της Παναγίας και του Μωάμεθ, αριστερά ψηλά. Ένας άνδρας φορούσε φουστάνι, σε έναν πίνακα εμφανώς αναφερόμενο στην περίοδο της Αναγέννησης, και μια γυναίκα, από πίσω του, το είχε ανασηκώσει ενώ εύκολα κάποιος διέκρινε ένα αντρικό μόριο να ξεπροβάλλει από το παντελόνι της, σε πλήρη στύση. «Είναι θεόμουρλη», σκέφτηκε· αυτό σκεφτόταν πάντα όταν έβλεπε έναν νέο της πίνακα. Τη θαύμαζε για τις ιδέες της, για τη ριζοσπαστικότητα της τέχνης της· αυτός ήταν ένα απλό θετικό μυαλό, χωρίς άνεση στην επιπρόσθετη σκέψη.

Λίγες ώρες μετά είχαν κρεμαστεί και τα υπόλοιπα. Το πτυχίο του, ένα ημερολόγιο τοίχου με φωτογραφίες από τη φύση και η πινακίδα του αυτοκινήτου του στην Ιταλία. Το τελευταίο του άρεσε πολύ, θεωρούσε ότι ήταν το πιο πρωτότυπο αντικείμενο που είχε κρεμαστεί ποτέ σε τοίχο. Τις επόμενες ημέρες κατάφερε να φτιάξει το σπίτι όπως ήθελε. Η καινούρια του ζωή ξεκινούσε, έμενε μόνο να τελειώσει και η Μαρίλια με τις σπουδές της και να μετακομίσει. Αυτό, όμως, μετά τις διακοπές που ξεκινούσαν την Δευτέρα. Έφυγαν, το Αιγαίο τους περίμενε για να τους ξεκουράσει, να τους δροσίσει και να τους προσφέρει απλόχερα τους αέρηδές του.

«Κάτσε, παιδί μου, λίγο ήσυχα στο κάθισμα. Έχω να πω δυο λογάκια με τον κύριο δίπλα.»

(Αφήνει το παιδί στο ξύλινο κάθισμα, εκείνο ήσυχο, παρατηρεί.)


«Συγγνώμη, κύριε, νομίζω ότι θα πρέπει να επιδείξετε σεβασμό και να αποχωρήσετε αυτοβούλως.»
«Σε εμένα μιλάτε μανδάμ;»
«Ναι, σε εσάς απευθύνομαι, μην κάνετε τον αδιάφορο. Παρ' όλο που δεν έχετε την στοιχειώδη ευγένεια να μας δείξετε το πρόσωπό σας εγώ σας απευθύνω το λόγο.»
«Και τι θέλετε, δηλαδή; Να αποχωρήσω για ποιον λόγο;»
«Ακούστε, κύριε, δεν είναι δυνατόν να μπούμε σε μια τόσο μεγάλη συζήτηση. Το ξέρω ότι το παιδί σας έβαλε εδώ, όμως υπάρχει χώρος για έναν από τους δύο μόνο. Σε λίγο καιρό θα αρχίσει να καταλαβαίνει κι ο γιος μου και δεν θέλω να μεγαλώνει δίπλα σε κακά πρότυπα...»
«Να με συγχωρείτε, κυρία, πρόκειται περί παρεξηγήσεως. Δεν ξέρω ποιος σας έχει μιλήσει άσχημα για εμένα, σας διαβεβαιώ, όμως, ότι μάλλον πρόκειται περί συκοφαντίας. Και πριν κάνουμε την συζήτηση αυτή, και αντιληφθείτε το σφάλμα σας, έχετε δει τι μένει απέναντί μας;»
«Όχι, δεν μπορούσα να γυρίσω από εκείνη την πλευρά. Ξέρετε, έχω πρόβλημα εκ γενετής στους μυς του λαιμού και δεν μπορώ να γυρίσω προς τα αριστερά. Καθίστε να κάνω μια προσπάθεια. Μου επιτρέπετε να έρθω λίγο στην δική σας πλευρά για να μου είναι ευκολότερο;»
«Βεβαίως, παρακαλώ!»
«Μα... Μα, αυτό είναι απαράδεκτο! Θεός φυλάξοι! Πόσες μέρες είναι αυτό το έκτρωμα κρεμασμένο στον ίδιο τοίχο με εμάς;»
«Κάτι ημέρες, από όταν το κρέμασε το παιδί προσεύχομαι· προσεύχομαι στον Αλλάχ να το πάρει από τα μάτια μου...»
«Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν μπορεί αυτό το βλάσφημο δημιούργημα να παραμένει εδώ! Μεγαλώνουμε και μικρά παιδιά!!»
«Έχετε δίκιο... Έχετε απόλυτο δίκιο. Σκεφτόμουν, αν θέλετε, να πάμε από εκεί και να έχουμε δυο λογάκια με αυτά τα δύο τέρατα!»

Δένει το γιο της στο κάθισμα, ξεπηδούν οι δυο τους από τις εικόνες και πλησιάζουν τη «Νέμεσις».

(Ξερόβηχας, να καθαρίσει ο λαιμός)


«Δεν θα υπάρξει άλλη προειδοποίηση. Σηκωθείτε και φύγετε πριν η οργή του Αλλάχ πέσει στα κεφάλια σας! Η κυρία από εδώ μεγαλώνει παιδί κι εσείς ντροπιάζετε τα δύο φύλα και μόνο με την ύπαρξή σας!»

(Χασκόγελα από τις δύο φιγούρες)


«Μα, δεν είστε σοβαρός μου φαίνεται! Εμείς κανέναν δεν προσβάλλουμε, κριτική ασκούμε. Κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας!»
«Δεν θα το πω άλλη φορά! Γυναίκα είσαι εσύ κι εσύ άνδρας; Θα έπρεπε να έχετε αυτοκτονήσει για λόγους ευθιξίας! Ποια κριτική; Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αλλάζει τη βούληση του Αλλάχ!»
«Ούτε του Κυρίου! Τι πράγματα είναι αυτά παιδιά μου; Ζητήστε συγχώρεση κι Αυτός θα είναι μεγαλόψυχος. Μην συνεχίσετε έτσι, είναι παιχνίδια του Διαβόλου αυτά! Μάζεψε παιδί μου τα φουστάνια σου. Κι εσύ, κούμπωσε το παντελόνι σου... Δεν μπορώ ούτε να σας αντικρίζω!»
«Ακούστε, επιστρέψτε στα πόστα σας κι αφήστε μας να χειριζόμαστε τα κεφάλι μας όπως θέλουμε... Δεν τα βάζουμε με εσάς, ο άνθρωπος έχει ξεφύγει από το νόημα των λεγομένων σας. Τον άνθρωπο προσπαθούμε να ξυπνήσουμε, όχι να πυρπολήσουμε τη θέση σας.»
«Τελευταία ευκαιρία.»
«Φύγετε!»

Στον δρόμο της επιστροφής τα κεφάλια σκυφτά, γεμάτα οργή.
«Τι θα κάνουμε;», ρωτάει πρώτη εκείνη.
«Μην ανησυχείς, σε λίγη ώρα θα έχουμε απαλλαχτεί από τους βλάσφημους...»
Γυρίζουν, αγκαλιάζει το γιο της γεμάτη στοργή, του χαϊδεύει το κεφαλάκι στρέφοντάς το επίμονα προς τον κόρφο της όποτε πάει να το γυρίσει αλλού. Ακούει έναν ψίθυρο.
«Ψψψτ! Μ' ακούς;»
«Ναι!»
«Λοιπόν, πάνω στην βιβλιοθήκη, ακριβώς δίπλα μου, το παιδί έχει παρατάξει τα ξύλινα στρατιωτάκια που είχε μικρός. Τους τα είπα όλα και ήδη ετοιμάζουν επιχείρηση! Σε λίγη ώρα οι άπιστοι θα είναι παρελθόν!»

(Χαμογελάει κάτω από τα μουστάκια της)


«Ωραία, λέει, δεν μένει παρά να περιμένουμε!»

(Λίγη ώρα μετά ακούγονται κλαγγές όπλων, στρατιωτικά συνθήματα. Ο χώρος γεμίζει καπνό.)


«Τι γίνεται; Δεν μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου!»
«Αντιστέκονται οι βλάσφημοι. Οι δικοί μας, όμως, έχουν ήδη καταφέρει να πιάσουν αιχμάλωτο τον φουστανάτο! Η κοπέλα τρέχει να ξεφύγει... Για μισό λεπτό, έχει πολύ καπνό... Την ξυλοφορτώνουν τώρα.»

(Ένας πυροβολισμός ακούγεται.)


«Τι έγινε; Το παιδί κλαίει! Σσσσσς, σώπα μωρό μου. Τίποτα δεν είναι!»
«Την σκότωσαν! Πήγε να τραβήξει το όπλο ενός και την εκτέλεσαν! Τα πράγματα πάνε καλύτερα από όσο πίστευα!»

Μετά από λίγη ώρα ο καπνός είχε εξαφανιστεί. Οι δυο φιγούρες έλειπαν, τα αίματα είχαν καθαριστεί και στον πίνακα είχε απομείνει μόνο το αναγεννησιακό τοπίο.
«Ελάτε από εδώ, κυρία. Ελάτε να δείτε πόσο όμορφα είναι τώρα!»

(Αφήνει απαλά το παιδί που έχει αποκοιμηθεί στο κάθισμα και πάει στην πλευρά του.)


«Τώρα μάλιστα! Σας ευχαριστώ πολύ για την παρέμβασή σας... Δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει μόνη μου. Με ένα μωρό παιδί στην αγκαλιά... Ίσως τελικά να έχετε δίκιο. Ίσως να πρέπει να συζητήσουμε οι δυο μας και ίσως και να μην έχουμε μόνο σημεία διαφωνίας...» «Είμαι όλος στη διάθεσή σας...»

Ασφαλώς, παρέλειψαν να κοιτάξουν χαμηλά... Οι φιγούρες του Lautrec τα είχαν δει όλα. Ανήμπορες να αντιδράσουν, ανήμπορες να κατανοήσουν όλη αυτή τη βαρβαρότητα που εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. «C' est terrible!», μονολογούσαν κουνώντας το κεφάλι τους. Σουλουπώθηκαν, έσιαξαν τα ρούχα τους και συγκάλεσαν έκτακτο συμβούλιο. Αρκετή ώρα μετά η απόφαση πάρθηκε. Ακούστηκαν πολλές απόψεις, όλοι όμως συμφωνούσαν ότι αυτό δεν έπρεπε να περάσει έτσι. «Ο πατέρας μας δεν θα το άφηνε έτσι το πράγμα!». Σε αυτό συμφώνησαν. Είδαν ότι δεν ήταν αρκετοί, ούτε τόσο δυνατοί, για να τα βάλουν με το στρατό και με την άνωθεν βούληση και συμπέραναν πως η διαμαρτυρία τους θα έπρεπε αλλιώς να εκφραστεί. Τελικά, έβγαλαν τα χέρια τους έξω από τις αφίσες, ξεκόλλησαν το blutack από τον τοίχο κι έπεσαν πάνω στο γραφείο, γυρισμένες ανάποδα.

«Ελπίζω να επιστρέψει γρήγορα ο φίλος μας, δεν νομίζω ότι έτσι έχουμε επαρκή αέρα για να επιβιώσουμε», είπε η μία.
«Μέχρι τέλους θα το πάμε, ό,τι χρειαστεί... Την αγάπη μου αδέρφια...», αντέτεινε μια άλλη.

Τρεις ημέρες μετά ο Φοίβος ξεκλείδωνε την εξώπορτα. Καλύπτοντας με τις παλάμες του το πρόσωπο της Μαρίλιας την έβαλε στο χώρο. «Voila!» και τις τράβηξε από τα μάτια της σαν αυλαία θεάτρου. Έμειναν έκπληκτοι. Η Μαρίλια από το πόσα είχε φτιάξει μόνος του ο Φοίβος. Εκείνος από το θέαμα του τοίχου.

«Όχι, όχι, δεν ήταν έτσι. Κάτι έγινε όσο έλειπα! Κάποιος μπήκε στο σπίτι!»
Έψαξαν, δεν έλειπε τίποτα.
«Εντάξει, αγάπη, μπορεί να μην τα είχες στερεώσει καλά και να έπεσαν!»
«Δεν καταλαβαίνεις; Καλά του Lautrec, ξεκόλληασαν... Δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε με τον πίνακα της Νάντιας!»
«Καλού κακού να κάνουμε κανένα ευχέλαιο», είπε εκείνη ειρωνικά ώρα μετά, αφού δεν κατάφεραν να φτάσουν σε λογικό συμπέρασμα.
«Α, και να σου πω μωρό μου... Νομίζω ότι είναι λίγο υπερβολικός ο τοίχος. Πολλά πράγματα έχεις βάλει, και ετερόκλιτα μεταξύ τους!»
«Τώρα που είσαι εσύ εδώ θα τα φτιάξεις όπως θες! Γυναίκα είσαι, κάτι παραπάνω από εμένα τον άτεχνο θα ξέρεις!»

Εκείνο το απόγευμα η εικόνα της Παναγίας και εκείνη του Μωάμεθ βρήκαν τη θέση τους σε ένα συρτάρι του γραφείου. Οι αφίσες του Lautrec μπήκαν σε κορνίζα και κρεμάστηκαν από δύο γερά καρφιά στο κέντρο του τοίχου, πάνω από το γραφείο. Τραβούσαν το βλέμμα όλων όσοι τους επισκέπτονταν για ποδαρικό και τα σχόλια για το καλό γούστο του οικοδεσπότη και της οικοδέσποινας. Η Νάντια χάρισε στον Φοίβο έναν άλλο πίνακά της, τον «Δάφνις και Χλόη 2000», ο οποίος κρεμάστηκε σε περίοπτη θέση στο σαλόνι.

Monday 4 June 2007

Στον πάτο του πηγαδιού πέταξα το παιδί



Τις τελευταίες ημέρες αποζητώ με μεγάλη αγωνία στιγμές. Ψάχνω να θυμηθώ στιγμές που σήμαναν για εμένα στροφή, παράκαμψη, αλλαγή. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν κάποτε ένιωθα πως ανήκω κάπου, κάτι που αδυνατώ να θυμηθώ από πότε έχει να μου συμβεί. Δεν νιώθω να ανήκω σε μια περίεργη ελίτ ούτε μόνη μου ακριβώς. Πάντα, όμως, φρόντιζαν οι γύρω μου να μου υπενθυμίζουν τη διαφορετικότητά μου με το να μην με κάνουν να αισθάνομαι ότι ανήκω. Ή μήπως φρόντιζα εγώ να μην νιώθω ότι ανήκω; Δεν είμαι τέρας στην εμφάνιση, ούτε έχω διανοητική υστέρηση. Δεν είμαι διάνοια ούτε μοντέλο. Κάτι αντιδρά μέσα μου, κάτι ανθίσταται στην απορρόφηση από το συλλογικό. Αλλά, πάλι, ούτε ατομίστρια είμαι... Χαμένη σε όλα αυτά το Σαββατοκύριακο που πέρασε σκόνταψα πάνω σε στιγμές που είχα θάψει, συνειδητά ή όχι. Θυμήθηκα ένα περιστατικό που έχει να κάνει με τον αδελφό μου.

Καλοκαίρι, λοιπόν, και την βγάζουμε με την γιαγιά στο χωριό. Ο παράδεισός μας ήταν αυτοί οι δύο μήνες στη γιαγιά. Μαθαίναμε την αξία του παιχνιδιού στην αυλή, να αγαπάμε τα δέντρα και τα λουλούδια, να σεβόμαστε κάθε μορφή ζωής... Νιώθαμε ελεύθεροι, βιώναμε την ανεμελιά με όρους που τον υπόλοιπο χρόνο δεν μας επιτρεπόταν. Απόγευμα καλοκαιρινό, και στο μπαλκόνι του σπιτιού έχει στηθεί το απογευματινό τραπέζι με καφέδες, παρουσία μεγάλων και μικρών. Η αυλή αντιλαλεί από τις παιδικές φωνές, το μπαλκόνι από συζητήσεις και γέλια μεγάλων. Κάποια στιγμή, άγνωστο πώς, η αυλή αδειάζει και μένει μόνος ο αδερφός μου. Τριών ετών, φύσει περίεργος απέναντι στα πράγματα, διαολεμένα αθόρυβος και ήσυχος με ό,τι καταπιανόταν καταφέρνει να σκαρφαλώσει στο πηγάδι. Το πηγάδι που τότε ακόμα ήταν χρηστικής αξίας για το σπίτι, ακάλυπτο λόγω καθημερινής χρήσης για το πότισμα των φυτών της αυλής. Είχε κάτσει εκεί ο μπαγάσας, όρθιος, και κοίταζε τον πάτο του πηγαδιού.

Ένας θείος έτυχε να βγαίνει εκείνη την ώρα και με κίνηση αιλουροειδούς έριξε έναν σάλτο και τον γράπωσε. Τη στιγμή που ο πιτσιρικάς άπλωνε το πόδι του, έδειχνε με το χέρι του τον προορισμό που είχε επιλέξει. Οι σκηνές υστερίας που ακολούθησαν από τους γονείς μου και τους λοιπούς παρευρισκόμενους δεν έχει καμία σημασία να εξιστορηθούν εδώ. Με θυμάμαι, ώρες μετά, όταν όλοι φαινομενικά είχαν συνέλθει και επανέλθει στις καθημερινές συζητήσεις, να κάθομαι δίπλα στο πηγάδι κλαίγοντας. Είχα αποφασίσει να μην κουνήσω από εκεί, να στέκω φρουρός μην πάει και πέσει κάποιος μέσα. Η γιαγιά με μάζεψε το βράδυ, λέγοντάς μου πως το πηγάδι την επόμενη κιόλας μέρα θα σφραγιζόταν.

Θυμάμαι να αλλάζω μετά από αυτό. Έξι ετών ήμουν και νομίζω πως σε αυτό το πηγάδι αυτοκτόνησε εκείνη την ημέρα η παιδική μου αθωότητα. Είδα τη ζωή με άλλους όρους, είναι σαν να κατάλαβα πως αυτός ο καθρέφτης γίνεται θρύψαλα με μια γροθιά και μετά δεν είναι το είδωλό μας εκεί, είναι σπασμένο σε κομμάτια που δεν μας περιλαμβάνουν ολόκληρους. Είναι βλακώδης άποψη, από την δική μου πλευρά, αυτή που υποστηρίζει ότι η παιδική αθωότητα χάνεται με την πρώτη φορά που κάποιος κάνει έρωτα. Ενδέχεται να την έχει χάσει καιρό πριν ή να την χάσει πολύ μετά από αυτό το σημείο. Σε τι συνίσταται η αθωότητα αυτή;

Στην απλότητα με την οποία αντιμετωπίζει ένα παιδί τη ζωή; Ή μήπως με το παιδικό των φόβων του οι οποίοι δεν έχουν «ενηλικιωθεί» ακόμα; Ή μήπως σε μια γενικώς οριζόμενη αγνότητα ψυχής; Έχω γνωρίσει ανθρώπους, μεσήλικες ή και ηλικιωμένους, των οποίων η ψυχή είναι τόσο αγνή, ανέγγιχτη θαρρείς από την κακία του κόσμου αυτού. Άρα, τι είναι αυτή η περιβόητη «παιδική αθωότητα»; Νιώθω, μέσα μου, πως εκείνη την ημέρα ένα κομμάτι της το έχασα. Οι φόβοι μου άλλαξαν, ενηλικιώθηκαν. Δεν φοβήθηκα ποτέ μάγισσες ή φαντάσματα και αδυνατώ να θυμηθώ τι φοβόμουν πριν από αυτό το σημείο. Σίγουρα μετά από αυτό, όμως, με θυμάμαι να φοβάμαι για την ζωή των αδελφών μου και αυτών που αγαπώ. Ενήλικος φόβος σε μυαλό παιδιού...

Δεν ξέρω γιατί σας τα γράφω όλα αυτά. Ίσως γιατί από όλα όσα σκεφτόμουν να σας γράψω αυτό είναι το πιο δυνατό, αυτό που έχει καρφωθεί στο κεφάλι μου δυο μέρες τώρα και δεν λέει να με αφήσει. Πότε σταμάτησα να είμαι παιδί, σταμάτησα ποτέ; Γιατί πάντα ήμουν «εκτός», πώς γίνεται ένα παιδί έξι, επτά ετών να μην ανήκει όχι λόγω μιας εξόφθαλμης διαφορετικότητας αλλά για κάποιον λόγο που ακόμα δεν μου αποκαλύπτεται, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια;

Για ενημερωτικούς και μόνο λόγους να σας πω πως ο αδελφός μου φρόντισε κι άλλες φορές να με ταρακουνήσει, εμένα και την λοιπή οικογένεια. Λίγους μήνες αργότερα κατάφερε να κατεβάσει μερικά σφηνάκια Soflan και να μας προσφέρει λίγες μέρες παραθερισμού στο «Παίδων», ενώ ένα από τα αγαπημένα του χόμπι ήταν να αποσπάται από το χέρι της μαμάς ή του μπαμπά και να τρομάζει διερχόμενα αυτοκίνητα... Σήμερα είναι γερός και συνεχίζει να με τρομάζει, με άλλους τρόπους...

Σε ανταπόδοση των ψυχολογικών διαταραχών και εφιαλτών που μου προξένησε φρόντισα να εντάξω στα παιχνίδια μας το θέατρο. Όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι (κάτι που συνέβαινε πολλάκις από όταν εγώ ήμουν οχτώ κι εκείνος πέντε) έκανα πως σωριαζόμουν και πέθαινα και τον παρατηρούσα να σκύβει από πάνω μου και να ουρλιάζει, τον άφηνα να κλαίει μην ξέροντας τι να κάνει μέχρι που τραβιόταν σε μια γωνία και κούρνιαζε στα γόνατά του. Πεταγόμουν τρομάζοντάς τον κι εκείνος ανταπέδιδε με μπουνιές... Σκέφτομαι πόσο, άραγε, να θεωρείται φυσιολογικό για ένα παιδί επτά κι οχτώ ετών να εντάσσει στα παιχνίδια του τον θάνατο, έχοντας στο βάθος του μυαλού του να εκπαιδεύσει το μικρό του αδερφάκι να τα βγάλει πέρα σε μια τέτοια περίπτωση. Διότι, δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι για εμένα. Ήθελα να τον μάθω πως αν είμαστε μόνοι μας κι εγώ πάθω κάτι θα πρέπει να καταφέρει να επιβιώσει μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς μας, να προσέξει τον μικρότερο αδερφό μας (που τότε ήταν ενός έτους) και αν καταφέρει να ειδοποιήσει δια τηλεφώνου κάποιον... Νιώθω, ξέρω μέσα μου, πως παιδί δεν υπήρξα για πολύ καιρό. Ίσως αυτό με έκανε να μην μπορώ να ανήκω τότε. Για τώρα δεν ξέρω...