Friday, 30 March 2007

Μη μου τ.... ........................ τάραττε! (2)

(Σε συνέχεια του χθεσινού post επανέρχομαι στην εξέταση του σοβαρού, όντως, αιτήματος αυτού της εποχής μας -ένα αίτημα που μπορεί εδώ να προβάλλεται μέσα από όχι και τόσο φανταστικούς χαρακτήρες, όχι και τόσο φανταστικά περιστατικά, αλλά και που δεν είναι εντελώς πραγματικά- με όποια διάθεση μπορεί να κουβαλάω σήμερα...)

Δύο τσιγάρα και μια βυσσινάδα μετά, διαβάζω τις γραμμένες σε ένα χαρτί εναπομείνασες υποχρεώσεις μου, παίρνω άλλα χαρτιά μαζί μου και ξεκινάω από την Ομόνοια να φτάσω στο Σύνταγμα. Πάντα με τα πόδια (το μετρό ακόμα με ταράζει και με ψυχοπλακώνει, ο καιρός άλλωστε είναι ιδανικός για περπάτημα), φτιάχνω στο κεφάλι μου την πορεία που θα ακολουθήσω. Θα πάρω την Ακαδημίας από την Εμμ. Μπενάκη, θα σταματήσω στην πρώτη δουλειά, μετά θα ανέβω κι άλλο την Ακαδημίας μέχρι τη Λυρική -εκεί είναι η δεύτερη δουλειά- και μετά θα κατέβω Ιπποκράτους, θα στρίψω Πανεπιστημίου, θα φτάσω μέχρι το Σύνταγμα και εκεί θα πάω Καραγεώργη Σερβίας για την τελευταία. Αν και είναι ακόμα μεσημέρι, ο ήλιος είναι ευγενικός και το Σαββατοκύριακο πλησιάζει, σκοντάφτω πάνω σε λιγότερους ανθρώπους που περιφέρονται αργοσχολούμενοι (εκ του απασχολούμενοι - το αντίθετο) από ότι συνήθως. Περνάω τη Σταδίου με κόκκινο για τους πεζούς χωρίς να έρχονται κατά πάνω μου αφηνιασμένα μηχανικά άλογα και συνεχίζω στην πρωτόγνωρη άπλα του στενού και φαγωμένου πεζοδρομίου.

Ακαδημίας. Τα ίδια κι εκεί. Το μποτιλιάρισμα εξαφανισμένο και κάπου εκεί, έξω από τη Ζωοδόχο Πηγή, φτάνουν στη μύτη μου αρώματα ανθέων πορτοκαλιάς. Παραξενεύομαι -είναι βέβαια πιο αδύναμα από αυτά που μυρίζει κανείς αλλού- αλλά είναι τόσο δυνατά για να νικήσουν το καυσαέριο και να αιωρούνται εκεί γύρω, παίρνοντάς σε από τη μύτη και κάνοντάς σε να ξεχνάς τη γκριζάδα του τοπίου. Ζαλισμένη και λαχανιασμένη συνεχίζω... "Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτομαι." Φτάνω εναγωνίως στην Ιπποκράτους.

Ένα μπουλούκι από ΜΑΤ στη γωνία - κατάλαβα. Χαλαροί, χέρια στις τσέπες, κουβεντούλα και το κράνος πάντα στο κεφάλι -να τους δίνει το κύρος και το βάρος στην οντότητα που αυτό που δεν έχουν μέσα στο κεφάλι τούς το στερεί. Η κόκκινη κορδέλα ειδοποιεί. Ως εδώ -από εδώ και κάτω είναι εμπόλεμη ζώνη, η είσοδος επιτρέπεται μόνο στις μηχανές του πολέμου. Συνεχίζω, φτάνω στον πεζόδρομο του Πανεπιστημίου. Άλλο ένα μπουλούκι. Εποπτεύει με την αναίδεια του Μεγάλου Αδερφού, με τη σιγουριά του σίδερου. Μια σενιαρισμένη κυρία -τακ, τακ τα τακούνια της στον πεζόδρομο με τις κουτσουλιές- περνά σχεδόν τρέχοντας ακροβατώντας στις γόβες της. "Χαμός θα γίνει πάλι!", μονολογεί -ή μήπως μιλάει στο καμουφλαρισμένο ακουστικό κάτω από τα μαλλιά της;- και χάνεται πίσω από τις ασπίδες των ΜΑΤ. Σε πείσμα του τρόμου που πλανάται -είπαμε, καλός ο Μπιν Λάντεν αλλά μπροστά στους φοιτητές δεν πιάνει μία!- κατεβαίνω στο Πανεπιστήμιο. Μουσικές με τραβούν από τα αυτιά να πάω προς τα εκεί.

Φτάνω. Φοιτητές, νέοι όλων των ηλικιών συγκεντρωμένοι. Κι εγώ... Εκεί, να θέλω τόσο να γίνω μια φορά κομμάτι ενός πλήθους στο οποίο τυπικά ανήκω, ενός πλήθους που με συγκλονίζει, ενός πλήθους που κάνει το τρομοκρατικό χτύπημα και ταράζει βολεμένους ανθρώπους. Εκεί, να μην με περιμένει κανείς αλλά να νιώθω ότι αμέσως θα με δέχονταν, κι εκεί με το τηλέφωνο να κουδουνίζει επίμονα. "Εντάξει, τελείωσες με τις δουλειές; Τι σου είπαν στην Υπηρεσία;" Περνώ το πεζοδρόμιο βιαστικά απέναντι, βουτηγμένη στη ντροπή μου και θέλοντας να υψώσω μια γροθιά (δεν ξέρω γιατί), και συνεχίζω την ανηφόρα. Ο κόσμος όσο πάει και εξαφανίζεται -όποιος δεν πάει στη συγκέντρωση δεν βρίσκει το κουράγιο να κατέβει στο κέντρο να συναντήσει τις τύψεις του.

Τα ρολά της τράπεζας κατεβασμένα. Και ένα ακόμη μπουλούκι καραδοκεί σαν το γύπα. Κρυφοκοιτάζω από το ένα ανοιχτό φύλλο εισόδου. Μέσα οι πελάτες ατάραχοι, κρατούν το χαρτάκι τους και περιμένουν. Συνεχίζω. Το μεγάλο πολυκατάστημα. Τρομαγμένο. Ρολλά κατεβασμένα. Η επαγγελματικά ακριβοστολισμένη βιτρίνα του θαμμένη πίσω από τα ρολά. Μπαίνω από περιέργεια. Ατάραχοι καταναλωτές βολτάρουν αμέριμνοι, η χαλαρωτική μουσική είναι λίγο πιο δυνατά από ότι συνήθως και το βιτριναρισμένο χαμόγελο των πωλητών είναι ακόμα εκεί. Εκεί για να σε ηρεμήσει, να σε χαλαρώσει, να σου ομορφύνει το οπτικό πεδίο, να σε πείσει ότι αν δεν καταναλώσεις και σήμερα θα έχεις ζήσει μια μέρα χωρίς νόημα. "Κάποια πράγματα αποτελούν σταθερές, σκέφτομαι." Ευτυχώς, για να νιώθουν ασφάλεια οι πολλοί. Και βγαίνω.

Έχω πλέον φτάσει στη Σταδίου, εκεί που αρχίζει η Καραγεώργη Σερβίας. Έχω αποθρασυνθεί πλήρως, περπατάω στη μέση του δρόμου και στο μυαλό μου προβάλλονται σκηνές από κλασσικά spaghetti westerns. Εγώ στη μέση του δρόμου στην αρχή του, το χέρι απειλητικά χωμένο στην τσέπη κι απέναντί μου, εκατό βήματα πιο κάτω, υπό τη σκιά του κτιρίου της τράπεζας, ο κορυφαίος πιστολέρο εκ του μπουλουκίου που βρίσκεται μπροστά της να με κοιτάζει με μισόκλειστα βλέφαρα, εξακοντίζοντας προς το μέρος μου δολοφονικά βλέμματα μίσους που μεσημεριάτικα τον έβαλα να στέκεται όρθιος για να φυλάει Θερμές Πύλες -πύλες που κάνουν τζιζ! και σε προειδοποιούν να μην της περάσεις γιατί σπάνια θα σου βγει σε καλό. Φτάνω στον τελευταίο προορισμό, συνέρχομαι για να διεκπεραιώσω την αποστολή μου και φεύγω. Για να γυρίσω σπίτι. Αναγκαστικά θα πάρω το μετρό.

Μια σειρά σαν από μυρμήγκια περνάει δίπλα μου. Μια σειρά από ανθρώπους που έχουν μαζέψει βιαστικά την πραμάτεια τους στο μεγάλο άσπρο πανί και το έχουν τυλίξει σε μπόγο, σε έναν μπόγο που κουβαλάνε καμπουριασμένοι, που κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με αγωνία -με αγωνία να δουν πόσοι και αν τους κυνηγάνε-, που ο ήλιος κάνει τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό τους. Κι ο μαγαζάτορας με τις δερμάτινες επώνυμες τσάντες, καπνίζοντας στο κατώφλι του μαγαζιού του, ξαναβρίσκοντας την ηρεμία του που είχε ταραχτεί από την παρουσία των παρείσακτων -κατά την άποψή του- του πεζοδρομίου (ενός πεζοδρομίου που έχει φτιαχτεί για να πατιέται από ανέμελους, εύρωστους καταναλωτές, πρόθυμους να χρυσοπληρώσουν την εικόνα τους όπου αυτή πουλιέται) επιστρέφει στον πάγκο του περιμένοντας...

Μπαίνω στο μετρό. Μελίσσι από ανθρώπους που βουίζουν και στριφογυρίζουν δαιμονισμένα. Κατεβαίνω τα σκαλιά. Κόκκινα χαλιά στρωμένα, οδηγούν τον κρυμμένο βασιλικό εαυτό σου στο θρόνο του. Το βλέμμα της καρφώνεται πάνω σου από παντού. Ξέρει τι θέλεις -κυρίως ξέρει πόσο το θέλεις- και είναι εδώ για να σου το προσφέρει. "Madonna mia!", αναφωνώ σιωπηρά εντός μου, ταράζομαι. Το μετάξι μόνο 59,50 Ευρώ, το δέρμα μόνο εκατόν κάτι... "Έτσι είναι οι δυναμικές και αεράτες γυναίκες σήμερα, σκέφτομαι." Τυλιγμένες σε μαύρο-άσπρο φαντεζί περιτύλιγμα, με βλέμμα που τσακίζει την αυτοπεποίθηση κάθε αρσενικού που θα τολμήσει να τις προσεγγίσει, με την ικανότητα να ντύνονται με μετάξια έχοντας απλά θυσιάσει δύο παραστάσεις θεάτρου, με την ψευδαίσθηση ότι αυτό τις κάνει μοναδικές. Επιταχύνω ταραγμένη το βήμα μου, ψάχνοντας ένα σημείο μακριά από τα βλέμματα που καρφώνονται επάνω μου (της μεσόκοπης νεανίδος, της περιστρεφόμενης γυάλινης κόρης που παρακολουθεί αν η συμπεριφορά μου είναι κοσμία όσο πατώ το μωσαϊκό του μετρό) και φτάνω στην αποβάθρα.

Ανοίγουν οι πόρτες, ορμούν οι μέσα, ορμούν οι απέξω κι εγώ περιμένω... Κάθομαι εκεί και περιμένω, αδυνατώντας να συνωστισθώ για να μου εξοικονομήσω τρία λεπτά. Ο χρόνος είναι πολύτιμος, το ξέρω, αλλά τι να τον κάνεις όταν έχεις χάσει την ψυχραιμία τού να τον χειριστείς υπέρ σου;

6 comments:

o kairos said...

Αφου σε καλει ο συνωστισμος γιατι χανεις καιρο μακρυα του;Με τη γροθια.

Πυθαγόρας Σάμιος said...

Ωραίο κείμενο.
Αν και ομολογώ ότι σε βρήκα από το σχόλιό σου (το οποίο έκανα λινκ στο δικό μου σχετικό post) στο post του Old Boy.
Συνέχισε, I'll be watching you.
Καλό Σ/Κ :)

Anonymous said...

Από τα αστεία - σοβαρά στα σοβαρά - αστεία...

industrialdaisies said...

@ ο καιρός: Δεν ξέρω. Δικαιολογίες, όντως τρέξιμο, ίσως και λίγο ότι πάντα είχα ένα είδος αγοραφοβίας, ίσως γιατί η δική μου η γροθιά υψώνεται αλλιώς... Θα επιστρέψω νομίζω όμως κάποτε στο συνωστισμό...
@ domingo: Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Εδώ θα είμαστε και θα τα λέμε όποτε θέλουμε. Καλό Σαββατοκύριακο.
@ paneris: Έτσι είναι... Όλα μαζί ένα. Κι όλα μαζί να σχηματίζουν κύκλο...

Anonymous said...

Ιστορίες καθημερινής τρέλας. Ο σώζον εαυτό σωθήτω...

Καλημέρα.

industrialdaisies said...

@ σεξπυρ: Πραγματικά. Είναι όμως η καθημερινή τρέλλα και αποδεκτή; Να σωθούμε ή να την αλλάξουμε; Ή να παραμείνω σε αυτό εδώ το πόστο κριτικάροντας θεωρώντας ότι έτσι κάτι πάει καλύτερα;... Δεν έχω ιδέα. Προς το παρόν προσπαθώ να διασώσω αυτό που ονομάζω "εαυτό" μου...