Friday, 20 April 2007

Ιερή Βία

Χαμένος μέσα στον κατάλευκο μανδύα του κατηφόρισε τη σκεπασμένη με χλωροφύλλη πλαγιά. Τον περίμεναν όλοι στην πλατεία. Αυτός τελευταίος, κατάλευκος σαν κρίνος ανάμεσα σε χωράφι με παπαρούνες, με τις μαύρες μπούκλες του να πέφτουν στα μάτια του. Αν λυπόταν για κάτι ήταν που θα τις αποχωριζόταν -τις ήθελε τόσο πολύ στο ταξίδι του, να του κρύβουν οράματα και ήχους που ήθελε να αφήσει απέξω... Όπως και να έχει, η απόφαση είχε παρθεί και ήταν τιμή του που επελέγη.

Τη νύχτα κοιμήθηκε πιο ήσυχα από ποτέ. Είδε, λέει, πως πήγε κοντά της, ξεκόλλησε απαλά τα κολλημένα στο δέρμα με αίμα μαλλιά της κι εκείνη του χαμογέλασε. "Ποιά μοίρα δίπλα σου με φέρνει;", ψιθύρισε αποκαμωμένη και το κεφάλι της ξανάπεσε άπνοο στο μπράτσο του. Εκείνος έσκυψε, λέει, στο αυτί της -οι μπούκλες του της γαργάλισαν τα ματοτσίνορα κι εκείνα σάλεψαν ενοχλημένα- και της είπε απαλά "Αδιάρρηκτη μοίρα καλή μου. Μην φοβάσαι."

Στον ξύπνιο του, μέχρι χθες, ήταν ανήσυχος. "Αρκεί, πατέρα, το δικό μου αίμα; Είναι καλό;" Χίλιες φορές είχε ακούσει πως αυτός είναι ο εκλεκτός -αθώος, αμόλυντος όπως ήταν κι εκείνη πριν τη σφάξει σαν γουρούνα ο μεγάλος του αδερφός. Βασανίστηκε. Αναρωτιόταν πώς ο αδερφός του έκανε κάτι τέτοιο. "Δεν μπορεί, επαναλάμβανε μέσα του, κάτι θα του έκανε. Δεν ήταν βίαιος ποτέ μέχρι τώρα. Δεν μπορεί, κάτι θα του έκανε." Λέξη δεν του πήρε κανείς. Προθυμοποιήθηκαν οι γονείς τους να το ρίξουν ότι αυτή τον κορόιδευε, ότι τον ατίμασε. Δεν δέχθηκε. Ένα απλό "Εγώ το έκανα." και μετά η σιωπή του. Μια ατάραχη σιωπή, ένα βλέμμα που ξεκουραζόταν ήσυχο στην επιφάνεια της λίμνης του αίματός της.

Σήμερα, όμως, είναι γαλήνιος. Μετά από αυτό τα πράγματα θα ηρεμήσουν πάλι στο χωριό. Θα σταματήσει η οικογένειά του να είναι στιγματισμένη, θα ξαναγίνουν όλα όπως παλιά. Δεν είχε κι άλλη επιλογή. Όμως το θεωρούσε χρέος. Στο αίμα της που δεν έπρεπε να μολυνθεί με βρώμικο, αενάως ρέον αίμα. Το δικό του θα συμπλήρωνε το δικό της. Και οι άλλοι θα μπορούσαν να γυρίσουν στους ρυθμούς της ζωής. Τίμια πράγματα. Ο ουρανός είναι καταγάλανος, οι μυρωδιές τον ταξιδεύουν. "Πώς να είναι άραγε;" Μειδιά. "Θα μάθω σύντομα."

Έφτασε τελευταίος στην πλατεία. Η ξύλινη εξέδρα είχε στηθεί προχείρως κάτω από τον μοναδικό εναπομείναντα πλάτανο στο χωριό. Με ένα βλέμμα χαιρέτησε τους δικούς του, ανέβηκε σταθερά τα ξύλινα σκαλιά κι ακούμπησε το κεφάλι του στον πάγκο. Περίεργη ομοιότητα με τον πάγκο που είχαν στο αγρόκτημα για να ξελαιμιάζουν τις κότες. Ο δήμαρχος πλησίασε. Με ένα ξυράφι πριόνισε τις μπούκλες του. Τις έσφιξε στην παλάμη του και μουσκεμένες τις παρέδωσε στην μητέρα του. Εκείνη τις έχωσε βιαστικά στον κόρφο της και γύρισε από την άλλη. Είχε υπέροχα μαλλιά η μάνα του. Κατάμαυρα και μακριά -"Ευτυχώς που δεν βρίσκεται αυτή στη θέση μου. Δεν θα το άντεχε."

Έκλεισε τα μάτια του. Έβλεπε καθαρά τώρα. Μόνο αυτός είχε γλιτώσει από τον νόμο του αίματος. Ναι, σίγουρα εκεί που πήγαινε δεν χρειαζόταν τις μπούκλες του. Ήθελε όλα να τα βλέπει.

Η εξέδρα ξεστήθηκε πρόχειρα, όπως είχε στηθεί. Κανείς δεν ασχολήθηκε να σφουγγαρίσει τα πλακάκια της πλατείας από τις πιτσιλιές. Ούτε να ξύσει τον πλάτανο. Πρόχειρα και σταθερά όλα έγιναν. Όπως πριν...

Υ.Γ.: Με θέμα την εκδίκηση έχω αναλάβει μια εργασία στα πλαίσια του μεταπτυχιακού που παρακολουθώ. Ήταν δική μου επιλογή και την δουλεύω με υπομονή, επιμονή, με παραίτηση κι έλλειψη έμπνευσης ενίοτε αλλά κυρίως με αμείωτο ενδιαφέρον και περιέργεια από την αρχή έως σήμερα. Την βλέπω παντού, εκφρασμένη ή μη, καθαρή ή μεταμορφωμένη σε κάτι άλλο. Η ιστορία αυτή γεννήθηκε μέσα μου διαβάζοντας κάποια στιγμή το -πάντα εντυπωσιακό- βιβλίο του Rene Girard "Το Εξιλαστήριο Θύμα - Η βία και το ιερό".

Thursday, 19 April 2007

Λα μινόρε του άχρονου

Λα μινόρε. Σολ Ματζόρε. Θλιμμένος, σκυφτός. Το τσιγάρο του στάχτη στο τασάκι και το φίλτρο καμμένο. Η κιθάρα του ξεκούρδιστη. "Το Λα μινόρε δεν ακούγεται έτσι κανονικά -είναι πιο θλιμμένο...". (Κουδούνισμα τηλεφώνου -το αφήνει μέχρι να σταματήσει.) "Τι συγχορδία είναι το κουδούνισμα;" (Μικρός έπαιρνε τηλέφωνα στην τύχη για να φτιάχνει μελωδίες με τα κουμπάκια του τηλεφώνου).

"Η κυρία, κύριε, έφυγε σήμερα το πρωί."
"Δεν είπε πού πάει;"
" Όχι κύριε."
"Ούτε πόσο θα αργήσει;"
" Όχι κύριε. (Κάνει να φύγει. Ξαναγυρίζει.) Θα αργήσει πολύ, όμως. Σας κοίταζε πολλή ώρα που κοιμόσασταν..." (Φεύγει)

Οι περυσινές του διακοπές ήταν σε ένα νησί, ένα από αυτά της γραμμής. Του πλοίου. Το όνομα δεν έχει σημασία -ας το πούμε "άκρη του πελάγου", ήταν το τελευταίο που πιάνει καράβι. Την ξαναβρήκε. Λίγο μαυρισμένη, αρκετά πιο παχουλή. Της πέταξε από μακριά μια πέτρα. Δεν την πέτυχε -κι αυτή συνέχισε να τον αγνοεί. Πήγε κοντά της, πέρασε το χέρι του κάτω από τη φούστα της κι αυτή συνέχισε να φροντίζει το βασιλικό της αμέριμνη. Το πλοίο έριξε άγκυρα στο μπαλκόνι της, ένας καμαρότος έκλεψε τη βαλίτσα από το χέρι του κι ένας μούτσος τον σήκωσε στα χέρια -μέσα σε ένα κασόνι με αγκινάρες- και ανέβηκε τη σκάλα.

Φέτος το χειμώνα πήρε το αυτοκίνητό του μια νύχτα, φόρεσε το σμόκιν των γάμων τους κι έβαλε μπρος. Ο κύριος "Ο" -ντεντέκτιβ της παλιάς σχολής- τού είχε προσφάτως παρουσιάσει φωτογραφίες της. Εξ Αγγλίας. Κατά τα φαινόμενα ζούσε πλέον εκεί. Μια ζακέτα από καμήλα σε χρώμα καμηλό, τα χέρια της σκασμένα από το κρύο να μουλιάζουν στα βρύα, το σώμα της προστατευμένο από ένα παχύ στρώμα λίπους. Οδήγησε ως εκεί -Middleborough str., ο δρόμος με τις λεύκες και το πάρκο δίχως πάπιες- ακούγοντας τραγούδια για το δρόμο, γραμμένα για όλους αυτούς τους δρόμους που διαβήκανε μαζί αλλά κυρίως για αυτούς που διάβηκε μονάχος του.

"Το σπίτι πίσω από την όγδοη λεύκα". Σίγουρα ο κύριος "Ο" ήξερε καλά να δίνει οδηγίες. "Όλα τα σπίτια στο δρόμο αυτό είναι ίδια." Η όγδοη λεύκα. Μπουρδουκλώθηκε πάνω στον κάδο απορριμάτων, έσιαξε το κολάρο του (αυτό που τον κρατούσε δεμένο μ' αυτήν τόσα χρόνια), καθάρισε το λαιμό του και χτύπησε δειλά το μπρούτζινο κουδούνι. "Μελωδικό." Άνοιξε μπροστά του ένα φωτισμένο περιέργεια αγγλομούτσουνο πρόσωπο. "Yeees? May I help you?" Είχε προλάβει να προσλάβει κι εκεί υπηρετικό προσωπικό -δεν την ένοιαζε που έμενε με το σωρό, που το σπίτι της ήταν, επιεικώς κρινόμενο, μεσοαστικό, οι υπηρέτες τη μάραναν. Ανασκουμπώθηκε. "Yes, please. I am looking for Mrs. Goldencollar. Mrs. Rose Goldencollar. Tell her it's her husband.", απάντησε σε άπταιστη προφορά Λονδίνου. "Oh, I'm sorry. She passed away two years ago. Didn't you know? Her husband you said?..."

Η κιθάρα του σκονισμένη, δύο χορδές έχουν σπάσει. Η χρυσή επίστρωση από το τασάκι ξεθώριασε και τούτο το σπίτι είναι πια πολύ μικρό για να χωράει τη μοναξιά του. Είναι σίγουρος ότι έτσι έγιναν τα πράγματα. Το σμόκιν υπάρχει ακόμα. Και το αυτοκίνητο. Και σίγουρα πήγε διακοπές πέρυσι το καλοκαίρι. Σε έναν χρόνο άχρονο σίγουρα κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα.

Tuesday, 17 April 2007

Το άσπρο που δεν φαίνεται...

Πέρασα ένα απόγευμα ταξιδεύοντας. Ταξιδεύοντας πάνω στα κύματα της βραχνής φωνής του Μάνου... Θυμήθηκα τα ζεϊμπέκικα που χτυπούσαν αλύπητα το ξύλινο πάτωμά μας στο παλιό μας σπίτι. Κάθε τρεις και λίγο αφορμή για μάζωξη φίλων και συγγενών. Ο Μάνος, η Μελίνα, ο Νιόνιος, όλοι οι παλιοί ρεμπέτες ήταν εκεί. Έστηναν το πάλκο τους και απογείωναν τους αγαπημένους μου, τους σήκωναν πάνω σε μαγικά χαλιά κι εγώ έμενα να "παλαμοκροτώ" με το στόμα ανοιχτό.

Θυμήθηκα όταν ήμουν μικρή, γύρω στα τέσσερα με πέντε. Τον πατέρα μου να με καθίζει στο γραφείο του, να σκίζει το χάρτινο περιτύλιγμα από ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο με τραγούδια του Μάνου και ασπρόμαυρες γραμμές ανυπόμονες να γεμίσουν με χρώμα. Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τότε γιατί μου άρεσε τόσο πολύ ο "δρόμος" ή το "ακκορντεόν". Ήξερα μόνο να φωνάζω "δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός!", παράφωνα, με ενθουσιασμό, κουνώντας χέρια και πόδια, με τον μπαμπά μου να σιγοψιθυρίζει μαζί μου τη μελωδία. Μετά έμαθα. Να μην τον αφήνω να περνά. Τουλάχιστον όσο καταλαβαίνω. Από το δέρμα μου και μέσα δεν θα περάσει.

Η μαμά μού μάθαινε να ζωγραφίζω. Έξω από τις γραμμές, δεν πειράζει. "Σημασία έχει να μην αφήνεις τίποτα άσπρο", να τα γεμίζεις όλα χρώμα. "Και το άσπρο είναι χρώμα. Αλλά φαίνεται μόνο πάνω από τα άλλα...". Και μου γέμιζε τα άσπρα κενά. Και σήμερα. Ήρθε από εδώ. Να μου φέρει κάτι να φάω. Όχι τον τρόμο ότι δεν τρώω δεν θα τον ξεπεράσει ποτέ, αυτό το ξέρω. Και με βρήκε να ακούω Μάνο. "Βάλε ρε Industrial Daisies την Ευδοκία. Πόσο καιρό έχουμε να την ακούσουμε...". Και την Edith μαμά. Θυμάσαι; Τότε που με ανέβαζες στα πόδια σου και χορεύαμε "Noooon, rien de rien...". Τίποτα δεν βγαίνει από το τίποτα μαμά. Στο τίποτα φοβάμαι να σας βρίσκω.

Το νερό κυλάει από τις γλάστρες. Έχω ενθουσιαστεί με το χρώμα στο μπαλκόνι μου. Φοβάμαι τόσο μήπως ξεθωριάσει που ρίχνω κάθε μέρα νερό. Χθες είδα εφιάλτη με τον Ήλιο-τρομοκράτη, λέει, που με απειλούσε ότι θα μου τα ξεράνει όλα κι εγώ έκλαιγα. Κατάλαβες; Η χαρά μου στον ξύπνιο εφιάλτης στον ύπνο...

Θυμάσαι τότε που φυτεύαμε φασολιές σε κεσεδάκια γιαουρτιού και τα υιοθετούσαμε όλοι στην τάξη; Ποτέ άλλοτε δεν έχω φανεί τόσο υπεύθυνη όσο τότε. Ήταν μαγικές φασολιές.

Θυμάμαι όταν η γιαγιά μου έραβε αριστουργηματικές μπλούζες τραγουδώντας "Αχ, χελιδόνι μου...". Θυμάμαι όταν η γιαγιά άνοιγε με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της το τσίγκινο κουτάκι. Αυτό που έκρυβε μέσα του τον σκαλισμένο σε ξύλο πόνο της εξορίας. Ένα σκάκι, με σκαλισμένα πιόνια από χέρια πονεμένα, δουλευτάδικα. Μυαλό ελεύθερο. Το έστηνε αργά, σαν να μετρούσε προσεκτικά τις στιγμές της -όπως τότε, στη Σπιναλόνγκα της ελεύθερης νόησης. Και πάντα έπαιζε σοβαρά μαζί μου. Ποτέ να μην με αφήσει να κερδίσω, να μην μου χαρίσει τίποτα. Να βρει ευκαιρία να μου πει ότι τα πιόνια δεν πρέπει να θυσιάζονται τόσο εύκολα στο σκάκι όπως στην πραγματική ζωή... Ξύλινα πιόνια -με καρδιά γεμάτη από τον πόνο της- θυσίαζα εγώ βλακωδώς τότε. Πιόνι κανενός προσπαθώ τώρα να μην είμαι. Τι θα έλεγε άραγε τώρα;

Ο Μάνος... Όταν μικρή είδα πρώτη φορά το πρόσωπό του αποτυπωμένο σε φωτογραφία τρόμαξα. Αγριάνθρωπος, "σαν το θείο Γάκια που ανηφορίζει μουρμουρίζοντας το καλντερίμι κάθε μεσημέρι". Μετά κατάλαβα... Πως οι ωραίοι άνθρωποι, οι καλλιτέχνες της ζωής -κυρίως- κουβαλάνε την ομορφιά παντού, ταξιδιάρικο σύννεφο. Στο πρόσωπό τους καθρεφτίζεται απλά αυτός ο ρούφουλας, η αγωνία για το ταξίδι στην ομορφιά και την ελευθερία...

Monday, 16 April 2007

Το Δελτίο των 8

Ακολουθεί το ραπόρτο της ημέρας, γραμμένο σε γλώσσα σύγχρονη - λόγο αμείλικτα γρήγορο, έτσι για να συνηθίζω. Από ό,τι φαίνεται η γλώσσα, οι ρυθμοί, η πληροφορία πρέπει να κυλάνε γρήγορα, να μην καταλαβαίνει ο κόσμος τι ακούει, πριν καταλάβει να ξεχάσει, να αποκτήσει μνήμη χρυσόψαρου -για να επιβιώσει στη γυάλα που φτιάξαν -και φτιάξαμε- για αυτόν.

Η μελαγχολία συνεχίζεται. Δεν ανεβαίνεις έτσι απλά, η κάθοδος είναι ευκολότερη -κατρακυλάς και πιάνεις πάτο. Ο Σίσυφος είναι μέσα μας -τιμωρημένοι για το αμάρτημα της σκέψης. Άνθρωποι με προσπερνούν γρήγορα στο δρόμο, μια κυρία κρατάει την τσάντα της σφιχτά -οι κλέφτες καραδοκούν για χρυσά βραχιόλια και κινητά. Έναν μπόμπιρα τον πήρε ο ύπνος στο πίσω κάθισμα του πολυτελούς αυτοκινήτου -μα πώς τα κατάφερε ο μπαγάσας με τόσο θόρυβο γύρω του; -ο μπαμπάς του κατεβαίνει, τον ανασηκώνει στην αγκαλιά του, τον χαϊδεύει στην πλάτη, τον δένει στο κάθισμα. Συγκινητικό -απορώ γιατί, τόσο σκληροί έχουμε γίνει άραγε;

Δουλεύω άρα δεν σκέφτομαι. Δεν σκέφτομαι άρα συνεχίζω. Δυστυχώς παραιτήθηκα. Σε δέκα μέρες θα έχω φύγει. Κρίμα, μόλις ήρθε ένας καινούριος που βάλθηκε να με μάθει πασιέντζα. Τώρα δεν θα έχω κανένα απαραίτητο προσόν για το Δημόσιο. Δεν γυρίζω πίσω κουφάλες - η ψυχή μου δεν πουλιέται.

Το χρώμα. Που αποφάσισα να βάλω στη ζωή μου. Είναι ένα πράσινο μακό. Είναι τέσσερις νέες γλάστρες με λουλούδια. Τώρα ανοίγω την κουρτίνα και στους τοίχους της απέναντι πολυκατοικίας φυτρώνουν πεόνιες, μαργαρίτες και γιασεμί. Οι κηρομπογιές - 0,99 ευρώ. Τελευταία φορά ζωγράφιζα με κάρβουνο. Μετά είπα στον εαυτό μου "Όχι άλλο κάρβουνο" - και αγόρασα κηρομπογιές. Ένα καράβι πετάει σε πορτοκαλί θάλασσα και μωβ ουρανό. Κάποτε ήμουν παιδί - τώρα ακροβατώ επικίνδυνα κάθε που θυμάμαι.

Αν ο Rimbaud έγραφε τώρα το "Μια εποχή στην Κόλαση" άραγε τι αλφάβητο να έφτιαχνε; Τι χρώμα να είχαν τα γράμματα; Μια διαφήμιση με πληροφορεί ότι συνάνθρωποί μου κάθονται στην τηλεόραση και δεν ακούν -πρέπει να αγοράσουν το προτεινόμενο ακουστικό. Κι εγώ που νόμιζα ότι πρέπει να σταματήσουν τις παπαρολογίες, τις άναρθρες πιθηκίσιες κραυγές που συντονίζονται και εξακοντίζονται ταυτόχρονα προς το θεατή τα τηλεκατακάθια για να βγάλουμε τα χέρια μας από τα αυτιά. Καταλάβατε κύριοι διαφημιστές; Δεν είναι παθολογικό το ζήτημα - τουλάχιστον από την πλευρά των θεατών.

Ούτε εφημερίδες αγοράζω τον τελευταίο καιρό - αλλαγές και αλλαξοκωλιές. Άλλαξαν οι δημοσιογράφοι ή τα αφεντικά; -το πρόβλημα είναι στην υπαγόρευση ή στην μετάφραση; Ελέγχομαι. Περπατώντας, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά, μπαίνοντας σε τράπεζα. Στην Αγγλία ήμουν η "Falakri Tragoudistria" κι ο συγκάτοικός μου ο "Labros Kostantaras Veggos". Τουλάχιστον πριν να κλάψουμε με το περιεχόμενο ρίχναμε κι ένα κοροϊδευτικό γέλιο -και μούντζα- στους άρχοντες του ελέγχου...

Όταν δουλεύω δεν σκέφτομαι. Θα σταματήσω να δουλεύω. Θα σκέφτομαι. Θα υπάρχω άραγε τότε ή θα καώ; Το μέλλον...

Sunday, 15 April 2007

Μοντέρνοι Καιροί...

Κλεισμένη στο καβούκι μου όλο το Σαββατοκύριακο, δεν τόλμησα να γράψω. Πιστεύοντας πως όλα αυτά δεν αφορούν εσάς, πως είναι τόσο προσωπικά και δυσνόητα -σε εμένα την ίδια ακόμα- που θα χαράμιζα το χρόνο σας και την καλή σας διάθεση (όσοι τέλος πάντων με επισκέπτεστε και όσο καλή διάθεση έχετε κάνοντας κλικ). Όμως είμαι εδώ, τρεις μέρες μετά το τελευταίο post, φοβισμένη ότι έχω στερέψει, κλεισμένη στο καβούκι μου. Θυμωμένη. Με εμένα, με τους άλλους, με τίποτα και κανέναν συγκεκριμένα.

Κι όλα αυτά είναι δυσνόητα. Όχι γιατί δεν σας έχω πει τι έγινε. Αλλά γιατί δεν έγινε τίποτα για να σας πω κι όμως εγώ αισθάνομαι έτσι. Για εκατομμυριαστή φορά. Η αγωνία. "Πάντα έτσι θα είναι;" Ες αεί καταδικασμένη σε μελαγχολία; Χωρίς λόγο... Αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, και όλα γυρίζουν γύρω από εμένα τις τελευταίες μέρες που τίποτα δεν είναι αρκετό και τίποτα δεν θέλω να ζητήσω. Δοκίμασα την ευτυχία, την περιέργεια, την επιτυχία, τη δημιουργικότητα, την αγάπη. Και τα αντίθετά τους. Ποτέ δεν με άφησε στην ησυχία μου αυτή η "μελαγχολία". Το παίρνω απόφαση λοιπόν. Είμαι καταδικασμένη. Να περνάω από όλα, να τα αλλάζω και να αλλάζουν όλα. Εκτός από αυτό. Θυμός.

Προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι που να σας ενδιαφέρει δεν μπορώ να βρω τίποτα άλλο εκτός από τα δύο παρακάτω.

Το ένα είναι αυτό, το οποίο ένας πολύ καλός μου φίλος είχε την ευγενή καλοσύνη να μου δείξει.

Το άλλο είναι πως μέσα σε όλο αυτό το ντελιριακό εγωκεντρικό ξέσπασμα κάπου πήρε το αυτί μου ότι εμείς οι γυναίκες σε κάποιο διάστημα, λένε οι επιστήμονες, θα μπορούμε να αναπαραγόμαστε μόνες μας. Με σπέρμα δικής μας παραγωγής! Διασκεδάζοντας με όλη την παραφιλολογία που δεν ξέρω αν έχει εγερθεί ήδη, αλλά είμαι βέβαιη ότι θα γίνει, φαντάζομαι την εποχή που οι άνδρες θα πέφτουν στα πόδια μας παρακαλώντας για λίγη σημασία, λίγη ευχαρίστηση ρε αδερφέ!, προσφέροντας στην αρχή cd και εγκυκλοπαίδειες και σε πιο άγριες εποχές... προίκα!!!

Όλα εδώ πληρώνονται κουφάλες! Η πρόοδος στα λάθος χέρια με λάθος πλαίσια, η εκμετάλλευση, η αδιαφορία, η έλλειψη γνώσης και αυτογνωσίας, η έλλειψη μέτρου... το να χάνεις τα αυγά και τα πασχάλια... Όλα εδώ. Άμεσα.-