Friday, 15 June 2007

Η συνταγή που δεν μπαγιατεύει


HOLLYWOOD



Το λαϊκό ρομάντζο


μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα Οι ήρωες ερωτεύονται κεραυνοβόλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα χα χα χα χα χα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα ΩΧ! ΟΧΙ, χώρισαν; μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα χα χα χα χα χα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Αυτός την περιμένει με ανθοδέσμη και δαχτυλίδι,
αυτή λέει πως δεν γίνεται να είναι μαζί γιατί την
κεράτωσε με την καλύτερή της φίλη, αυτός κλαίει
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα Παντρεύονται


AND THEY LIVED HAPPILY EVER AFTER... (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ) (90 min.)


Time for action

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα BANG! Πάει ο ένας μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα BANG! Πάει κι ο άλλος μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα Καραμπόλα φλεγόμενων-αυτοκινήτων-που-πετάνε-στον-αέρα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα Ο ήρωας έχει πιαστεί αιχμάλωτος μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα Ο ήρωας είναι ο πιο έξυπνος και την γλιτώνει,
την πατάει συνήθως ο χιουμορίστας πολυλογάς
μαύρος στη θέση του, ο ήρωας παίρνει προαγωγή
και άδεια για να πάει στη Χαβάη διακοπές με την έτσι.

AND THEY LIVED HAPPILY EVER AFTER... (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ) (93 min.)


Εξωγήινων απόβασις

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
(lazer) Πάει ο πρώτος μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Οι φοβεροί Αμερικανοί επιστήμονες οργανώνονται
για να εξολοθρέυσουν την απειλή μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Οι γενναίοι Αμερικανοί στρατιώτες πολεμούν με τους
αιμοσταγείς εξωγήινους, αποδεκατίζονται όλοι εκτός
από τον ήρωα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Ο ήρωας παίρνει την secret formula και εξολοθρεύει
τους αιμοσταγείς εξωγήινους 3 δευτερόλεπτα πριν
το τέλος του κόσμου μπλα μπλα Ρίχνει και το κορίτσι

AND THEY LIVED HAPPILY EVER AFTER (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ) (110 min.)


Τα πολεμικά έπη

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Η πολεμική πρόκληση μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Ξεκινούν οι γενναίοι να πολεμήσουν μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Σκοτώνονται μερικά καλά κομμάτια, λυπάται ο θεατής,
θυμώνει κι άλλο, το ηθικό της ομάδας είναι πεσμένο

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα Πετυχαίνει σημαντική στρατηγική νίκη
το στρατόπεδό μας μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Τελική μάχη, οι στρατιώτες μας τα δίνουν όλα ώσπου
αποδεκατίζουν τον οχτρό μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Επιστρέφουν νικητές στην ελεύθερη πατρίδα όπου
τους περιμένουν ισάριθμες πανέμορφες παρθένες.

(Εναλλακτικά, αντί των δύο τελευταίων στροφών έχουμε:

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Είναι φανερό ότι υστερούμε αριθμητικά, ο οχτρός
προσφέρει πλούτη και χαρέμι μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Δεν υποκύπτουμε, πολεμάμε για το φιλότιμο, χάνουμε
αλλά η χώρα μας σώζεται τελικά από τον από-μηχανής θεό
και το όνομά μας γράφεται με χρυσά γράμματα στην ιστορία)

AND THEY LIVED HAPPILY EVER AFTER (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ) (120 min.)


Κοινωνικόν αόριστον ανάγνωσμα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Η ηρωίδα δουλεύει σαν σκυλί και το αφεντικό είναι γουρούνι

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Έχει κατάθλιψη γιατί δεν έχει γκόμενο και το μαλλί
της έχει μείνει στα 80's μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Αποκτά μία και μοναδική φίλη, αυτή της δείχνει τα
κομμωτήρια και τα μίνι, κάνει ασκήσεις θάρρους μπροστά
στον καθρέφτη της μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Στην πρώτη ευκαιρία την λέει στο αφεντικό της μπροστά
στον διευθύνοντα σύμβουλο, του τρώει την δουλειά αλλά
παρόλα αυτά λυπάται γιατί κατά βάθος τον γουστάρει

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Τον συναντά σε μπαρ να πίνει για να ξεχάσει, τον
περιθάλπτει και την άλλη μέρα ξυπνάνε στο κρεβάτι
γυμνοί

μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα μπλα
Τον ξαναπροσλαμβάνει, σε άλλο τμήμα αυτήν τη φορά,
και αποφασίζουν να συζήσουν μπλα μπλα μπλα μπλα

AND THEY LIVED HAPPILY EVER AFTER (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ) (89 min.)


Συμπέρασμα: Ο κινηματογράφος, εκτός από Τέχνη ενίοτε, είναι και μια ανθηρότατη βιομηχανία. Ακολουθώντας βασικές συνταγές συνεχίζει να πλουτίζει από την τσέπη του αδαούς θεατή ο οποίος αναζητά μια όαση χαλάρωσης χωρίς να χρειάζεται να αγωνιά για την τελική έκβαση. Κυρίως, πρέπει να φεύγει ανάλαφρος και σίγουρος ότι είδε κάπου τον εαυτό του στο πανί. Κάντε τώρα την αναγωγή και σε ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να είναι η βιομηχανία του θεάματος, ή έρχεται σε επαφή με αυτήν, αποκωδικοποιήστε την συνταγή κι ας καταλάβουμε όλοι μαζί τι σκατά μας σερβίρουν...

Wednesday, 13 June 2007

Η Industrial Daisies γελά

Σήμερα το έχω αποφασίσει. Ό,τι και να γίνει αυτό το κείμενο θα είναι χαρούμενο. Κι ας σου είπα πως δεν είμαι ευτυχισμένη σήμερα. Κι ας έκλαιγα στην αγκαλιά σου με μπλε δάκρυα και γέλια. Κι εσύ έκανες τον κλόουν· σαν τότε, που μου έλεγες πως όταν θα μεγαλώσω θα με κλέψεις πάνω σε άσπρο άλογο και θα το σκάσουμε μακρυά και θα γίνουμε κλόουν. Κι ας σου έλεγα εγώ πως οι κλόουν όταν βγάζουν τις μπογιές τους είναι δυστυχισμένοι, όχι, μου έλεγες εσύ, εμείς θα γίνουμε κλόουν.

Κι απόψε, στο είπα, θέλω να γράψω ένα χαρούμενο κείμενο, να πείσω πάνω από όλους εμένα πως δεν είμαι μόνο μίζερη και γκρινιάρα και μονόχνωτη. Και είπα από μέσα μου πως αυτό που είδα στην τηλεόραση, για τον λαό που δεν πρέπει να σκύβει κεφάλι γιατί τώρα πια του το λέει η κυβέρνηση, δεν θα το σχολιάσω. Γιατί σήμερα θα γράψω ένα χαρούμενο κείμενο, ένα κείμενο που θα κλείνει μέσα του το γέλιο μου και θα το χαρίσω στους φίλους μου που δεν τους έχω δει από κοντά κι όμως είναι κοντά μου.

Κι ας διανύω περίοδο μεγάλης μελαγχολίας, κι ας θέλω να εξαφανιστώ από όλους κι από όλα, μπουρλότο να βάλω και να χαθώ σε θάλασσες, αυτές τις δικές μου, που μόνο εγώ ξέρω να χάνομαι μέσα τους γιατί εγώ τις χαϊδεύω όπως κανένας άλλος, κι ας νιώθω πως τίποτα σπουδαίο δεν έχω να γράψω και πως ώρες ώρες κοροϊδεύω τον εαυτό μου γράφοντας. Όχι, σήμερα είπα θα γράψω ένα χαρούμενο κείμενο, με χιούμορ. Ξέρω ότι έχω, κάνω τους φίλους μου να κλαίνε από τα γέλια, μα πού πάει όλο αυτό όταν κάθομαι να γράψω, το χιούμορ όταν δεν βγαίνει έξω πάει, χάνεται; Όταν μένεις μόνος να γράψεις πού εξαφανίζεται; Μήπως δεν έχω καθόλου και τσάμπα χαίρομαι, να άλλος ένας λόγος να νιώσω δυστυχισμένη. Κι έχουν ήδη μαζευτεί αρκετοί.

Όμως σήμερα αυτό το κείμενο πρέπει να βγει χαρούμενο. Χθες το υποσχέθηκα στον εαυτό μου, σήμερα σε εσένα. Σε εσένα που με κράταγες αγκαλιά κι απορροφούσες τους κραδασμούς μου, κι απορροφούσες τα δάκρυά μου με την άκρη της παλάμης σου που πλημμύρισε, χωρίς να με ρωτάς γιατί, και μου ζήτησες να σου κάνω την τιμή να σκουπίσω τις μύξες μου στην μπλούζα σου ώστε να έχεις ένα λόγο να μην την πετάξεις τώρα που πάλιωσε... Κι εγώ θυμήθηκα τότε που ήμουν μικρή και δεν έκλαιγα ποτέ, όσο ξύλο και να έτρωγα, μόνο έσφιγγα τα χείλη μου μέχρι που τα έσκιζα, όχι από πόνο αλλά για να μην κλάψω για την αδικία, και δεν καταδεχόμουν να χαρίσω τα δάκρυά μου σε κανέναν, κανένας να μην με λυπηθεί που είμαι μικρή και κλαίω. Και τώρα σου χάρισα τα δάκρυα και τις μύξες μου, και δεν ντρέπομαι που κλαίω μπροστά σου ενώ είναι δύο η ώρα τα ξημερώματα κι αύριο δουλεύεις. Παρά κάθομαι στην αγκαλιά σου και κλαίω όπως δεν έκλαψα ποτέ. Για αυτά που δεν ξέρω, για αυτά που φοβάμαι, για αυτά που με πληγώνουν, χωρίς να με ρωτάς γιατί.

Και μαζί γελάω· γιατί μου κάνεις τον κλόουν, κι αυτήν την περίεργη φωνή που με κάνει να λύνομαι στα γέλια, και με γαργαλάς εκεί που δεν το αντέχω. Και γελάω και κλαίω μαζί. Μαζί σου. Κι όλη μου η λύπη γίνεται μαζί ευτυχία, ίσως αυτή να είναι η ευτυχία που καταλαβαίνω, αυτή που μπορεί να τα βγάλει πέρα με τη λύπη μου, να αλατιστεί από τα δάκρυά μου και να καταλήξει στην άκρη του γέλιου μου. Και μου είπες, σήμερα να είναι χαρούμενο το κείμενο.

Και αν δεν ξέρω τι να γράψω που να είναι χαρούμενο, να γράψω για τους χαρταετούς και τον καθρέφτη. Για τους άντρες χαρταετούς που οι ουρές τους έχουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και γίνονται βασιλιάδες στην χώρα των χαρταετών. Και οι κοπέλες δεν γίνονται βασίλισσες γιατί τους λείπει το μαύρο, όμως μία κοπέλα χαρταετός ερωτεύτηκε τον βασιλιά και ήθελε να κάνει έρωτα μαζί του και έγινε λίμνη, με ήσυχα νερά, κι αυτός καθρεφτίστηκε μέσα της, μπήκε μέσα της κι ενώθηκαν. Για αυτό μου είπες να γράψω, το πιο ωραίο παραμύθι που είπες ποτέ, ένα βράδυ που δεν σε άφησα να ξαπλώσεις μόνος για να κάτσω εγώ να διαβάσω παρά ήρθα μαζί σου και για να με ηρεμήσεις και να κοιμηθώ το σκέφτηκες όλο εκείνη την ώρα. Μόνο που μου είπες να το γράψω και το τέλος δεν το ήξερα, με είχε πάρει ο ύπνος τότε, και με πήραν πάλι τα κλάματα και κάθησες και μου το είπες πάλι από την αρχή και μετά εγώ δεν έκλαιγα, μόνο σε κοίταζα σαν χαζό, εγώ που ποτέ δεν μου άρεσαν τα παραμύθια εκείνη την ώρα είχα μείνει μαλάκας που κάποιος ένα βράδυ με αποκοίμισε με ένα παραμύθι.

Και πριν από αυτό εγώ σου φώναζα, όχι δηλαδή ακριβώς, μόνο να, όταν παθιάζομαι μιλάω έντονα, το ξέρεις πια, το ξέρεις ότι δεν σου φωνάζω, κι εσύ, αντί να μου αστράψεις ένα χαστούκι μου είπες στο τέλος πως η ματιά μου στα πράγματα είναι τόσο έντονη κι έχω πάθος, για αυτό είναι δύσκολο να δω μέσα από τα μάτια των άλλων, κι αυτό δεν είναι κακό (είπες), κι εγώ σου είπα πως δεν μπορώ να ξεπερνάω το κατώτατο όριό μου, αυτό που αν ξεπερνούσα θα έφτανα να αδικώ άλλους, αυτών των οποίων η ματιά είναι καθαρή και για αυτούς ο ελέφαντας δεν πετάει. Το πάθος μου μού λες να μην το χάσω και πως είμαι κι ο πιο αντιφατικός άνθρωπος που έχεις γνωρίσει ποτέ, κι εγώ το ξέρω· το ξέρω γιατί ποτέ δεν έχυνα δάκρυ και μέσα μου πλημμύρα, γιατί γελούσα και μετά με έπαιρναν τα κλάματα, γιατί έλεγα πως σε μισούσα και με κανέναν δεν μπορούσα να μείνω γιατί δεν ήταν εσύ, γιατί όλο γκρινιάζω αλλά τα όμορφα κρατάω, γιατί είμαι ο πιο απαισιόδοξος άνθρωπος του κόσμου -λες- αλλά πιστεύω πως η τέχνη θα σώσει τον κόσμο. Και δεν θέλω να είμαι τόσο αντιφατική, όμως δεν γίνεται, θα ήταν όλα πολύ εύκολα κι εγώ στα εύκολα κωλώνω.

Πού πάει αυτό το κείμενο, δεν ξέρω, είχα πει θα είναι χαρούμενο κι εγώ κλαίω με ένα τεράστιο χαμόγελο -να, είδες, πάλι αντιφατική. Είχα πει πως αν δεν βρω κάτι χαρούμενο σήμερα στον δρόμο για να γράψω εδώ, θα έγραφα από τα παλιά, τότε που λόγω ηλικίας και άγνοιας είχαμε περισσότερο χιούμορ από ποτέ. Όπως τότε που ο αδερφός μου ήπιε Soflan, όχι όχι το έχω ξαναπεί... Όπως τότε που ο μικρότερος αδερφός μου έκανε ρεζίλι τον μπαμπά στην ταβέρνα. Πάμε που λες για φαγητό, Κέρκυρα τώρα, σε ένα μέρος που το έχει φίλος του μπαμπά. Ήθελε ο μικρός, ο μπαμπάς έλεγε «όχι, να πάμε στου Μπούκαρη που έχει ψαράκι», «όχι, ο μικρός, να πάμε στον Τάσσο που έχει πίτσες», πάμε τελικά στον Τάσσο, τρώμε πίτσες, έρχεται μετά ο άνθρωπος, μας ρωτάει αν μας άρεσε το φαγητό, «Πολύ» του λέει ο μπαμπάς και πετάγεται ο μικρός «Είδες, μπαμπά, που έλεγες ότι στου Μπούκαρη είναι καλύτερα;». Αχ, δεν ξέρω καν αν είναι αστείο στο γραπτό αυτό, η φάτσα του μπαμπά σίγουρα ήταν. Όπως μια άλλη φορά, χτυπάει το τηλέφωνο, μια γνωστή της μαμάς, πάει να απαντήσει ο μικρός, λέει η μαμά «Εγώ δεν είμαι εδώ για κανέναν, είμαι στη δουλειά», απαντά ο μικρός, «Που είναι η μαμά σου πουλάκι μου;», «Δεν είναι εδώ», κάνω νεύμα εγώ πως κι εγώ απουσιάζω, «Α, καλά, η αδερφή σου;», μπερδεύεται ο μικρός με τόσα πράγματα να συνδυάσει, «Δεν είναι ούτε αυτή εδώ.», «Α, και πού είναι;», «Μαμά, που είναι η I.D.;».

Γελάω τώρα, γελάω μόνη μου κλαίγοντας, μόνο μην μου πείτε να πάω σε ψυχίατρο ή ψυχολόγο, δεν τους πιστεύω για επιστήμονες, μεταξύ μας, να είναι μόνο που νιώθω τόσο λυπημένη αλλά και τόσο χαρούμενη μαζί, ποιος έγραψε για την «χαρμολύπη», ούτε που θυμάμαι πού το είχα διαβάσει... Μόνο που σήμερα είπα πως θα γράψω ένα χαρούμενο κείμενο. Η λύπη πρέπει να εξοριστεί σήμερα, μα πώς;

Και σκέφτομαι πώς είναι στην αγκαλιά σου, όταν όλα με κυκλώνουν, όταν το πάθος μου για τα πράγματα αποσύρεται, όταν η ένταση εκτονώνεται και μένω απροστάτευτη, φοβισμένη· φοβισμένη για εμένα, που δίνω τόσο πολύ την αίσθηση στους άλλους πως είμαι δυνατή, πως έχω τόσο πάθος και οργή που δεν έχω ανάγκη, που δεν ξέρω πού πάω, που ποτέ μου δεν ζητιάνεψα μια αγκαλιά ούτε από τους γονείς μου ακόμα κι ας έκλαιγα μόνη μου που τα άλλα παιδάκια οι γονείς τους τα έπαιρναν συνέχεια αγκαλιές· και μετά έρχεται η εικόνα σου, τότε που ακόμα ήμουν μικρή, που από όλους είχα φύγει κι εσύ με έφερες πίσω στους ανθρώπους, με έκανες μια αγκαλιά κι εγώ έτρεμα μέσα της σαν ψάρι, που μου είπες «Σ' αγαπώ» κι έγινα κι εγώ κοριτσάκι από αγρίμι, που έφυγες κι εγώ πέθανα, πέθαινα συνέχεια με κάθε ώρα που σκότωνα μακριά σου, και μετά γύρισες, με διεκδίκησες από τα σκοτάδια μου με το άσπρο σου άλογο, όπως μου το είχες υποσχεθεί παλιά, συγγνώμη που δεν σε πίστευα τότε, και τώρα είμαστε εδώ, να με κρατάς αγκαλιά και να μου λες παραμύθια και να μου μαγειρεύεις φαγητά χωρίς συνταγή και να μου στρίβεις τσιγάρα γιατί -λες- εγώ δεν ξέρω να στρίβω, αλλά εγώ ξέρω ότι το κάνεις γιατί θες να με προσέχεις.

Να γιατί είναι χαρούμενο αυτό το κείμενο. Γιατί εγώ είμαι χαρούμενη, όχι ψέμματα, εγώ είμαι ευτυχισμένη όσο και λυπημένη να αισθάνομαι, να είδες, πάλι πέφτω σε αντιφάσεις. Κι αν μέχρι εδώ δεν έφτασε να διαβάσει κανείς, κρίμα, ποτέ δεν θα μάθουν οι φίλοι μου που έκανα εδώ πως είμαι χαρούμενη, κι ας θέλω εγώ να το μοιραστώ μαζί τους.

Sunday, 10 June 2007

Η γενιά της μόνιμης κόπωσης

«Είμαστε η γενιά που πάσχει από μόνιμη κόπωση». Άλλου ατάκα αυτή, σήμερα την άκουσα. Πίνοντας πρωινό καφέ και νιώθοντας νυσταγμένη. Όντως, στα εικοσιτέσσερά μου έχω ήδη πάθει δυο φορές υπερκόπωση κι έχω τενοντίτιδα και στα δυο μου χέρια. Αν καταφέρω να κοιμηθώ πάνω από τέσσερις ώρες την ημέρα νιώθω Μαρία Αντουανέτα στις Βερσαλίες. Αν μου περισσέψουν πενήντα ευρώ στο τέλος του μήνα νιώθω πλούσια.

Μεγάλωσα ακούγοντας από τους μεγαλύτερους πόσο προνομιούχα είναι η γενιά μου. Δεν βιώσαμε πόλεμο. Δεν βιώσαμε πείνα. Δεν βιώσαμε φτώχεια. Δεν βιώσαμε αμάθεια. Η μαμά με περιμένει κάθε Κυριακή με τα τάπερ γεμάτα φαγητό. Από το κυριακάτικο τραπέζι σηκωνόμαστε πάντα μόνο όταν οι σφύξεις έχουν φτάσει επίπεδα εμφράγματος. Πριν από αυτό απαγορεύεται, η μαμά θα στενοχωρηθεί ότι τα παιδιά της υποσιτίζονται.

Στα δεκαεννιά μού δόθηκε η πρώτη ευκαιρία να ψηφίσω. Να ασκήσω τα «δημοκρατικά» μου δικαιώματα, που ακόμα τότε ήταν και λίγο υποχρέωση γιατί η δημοκρατικότατη «αστική» - καπιταλιστική - μη χέσω δημοκρατία απαιτούσε την ψήφο μου. Δεν το έκανα. Η δημοκρατία είναι ακόμα στο μυαλό μου αρκετά σημαντικό θέμα για να το ξεφτιλίσω με την ψήφο μου. Να συνεχίσω το παραμύθι. Έχω ακούσει πολλά για αυτή μου την επιλογή. Πως οι παππούδες μου πολέμησαν για την ελευθερία και τη δημοκρατία, αργότερα οι γονείς μου για την επανεγκατάστασή της. Είμαι προνομιούχος, λένε, που δεν χρειάστηκε να παλέψω για ελευθερία και δημοκρατία. Υποκρισία το λέω εγώ αυτό.

Δεν απαιτεί και πολύ μυαλό για να διαβάσεις εύκολες καταστάσεις. Καταστάσεις που σου φωνάζουν πως ο εχθρός μιλά γερμανικά η του αρέσουν οι φοίνικες. Κι εκεί επιλέγεις, εύκολα, «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις». Άσε που και να μην επιλέξεις όταν με το καλό οι τολμηροί θα σε απαλλάξουν από τον εχθρό θα καρπωθείς την δόξα του ήρωα. «Ήμουν κι εγώ στο Πολυτεχνείο» θα λες, και θα εννοείς ότι εκείνη την ώρα έστριβες τη Στουρνάρη, αφού είχες πιει τα ούζα σου, και πήρε το μάτι σου τον χαμό. Έτσι, γενιές ολόκληρες καρπώνονται θριάμβους -ηθικούς, κυρίως- λίγων, που έλαχε να είναι σύγχρονοί τους. Γιατί πιστεύω ότι είναι λίγοι αυτοί; Γιατί αν ήταν πολλοί, η «δημοκρατία» «μας» σήμερα δεν θα είχε στηθεί έτσι. Κι εγώ αρνούμαι να συμμετέχω. Για αυτούς τους λίγους, που δεν έπεσαν για αυτό. Για να μην συνεισφέρω κι εγώ στην συντήρηση του μύθου. Ενός μύθου που θρέφει τέρατα· τέρατα που θεριεύουν στο σκοτάδι τόσα χρόνια, που μας ρουφούν το αίμα και μας αποσπούν την προσοχή με άρτο και θεάματα για να μην το καταλαβαίνουμε. Αυτά τα τέρατα εγώ δεν τα στηρίζω. Τη διαφορά ανάμεσα στην δημοκρατία και το φασισμό δεν την κάνει η ψήφος· την κάνει η συνείδηση. Και η δική μας είναι άκρως δημοκρατικά φασιστική. Έξυπνη, όμως. Καθησυχάζει συνειδήσεις, ο εχθρός γίνεται αόρατος, ο άρτος και τα θεάματα σκεπάζουν τις «άλλες» φωνές. Κι όλοι νιώθουμε τυχεροί με τα ψίχουλα που μας πετάνε. Ψίχουλα που επειδή μας τα παρουσιάζουν για "δημοκρατικό" παντεσπάνι πρέπει να μας χορταίνουν κιόλας...

Δεν έχουμε περάσει πείνα, λένε. Αυτοί που μας σερβίρουν μεταλλαγμένες τροφές. Που μας ταϊζουν φράουλες τον Οκτώβριο και ντομάτα τον Ιανουάριο. Αυτοί που μας θέλουν να τρώμε από αλυσίδες ταχυφαγείων. Να τρώμε γρήγορα, να ξαναπεινάμε γρήγορα, να ξανατρώμε γρήγορα, να πληρώνουμε πριν φάμε, να πεθάνουμε γρήγορα. Μαρτυρικά, πληρώνοντας τις φαρμακευτικές για να καθυστερεί λίγο ο θάνατος, να νιώθουμε ότι υπάρχει κράτος υγείας και πρόνοιας, που μας πληρώνει όταν αρρωστήσουμε. Αυτοί που μας θέλουν παχύσαρκους. Για να πληρώνουμε τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, για να πληρώνουμε τους ψυχιάτρους, για να ξεπερνάμε το κόμπλεξ ότι είμαστε αποκρουστικοί σε μια κοινωνία που μας θέλει αστραφτερούς, σένιους.

Δεν έχουμε περάσει φτώχεια, λένε. Και την ίδια στιγμή μας αποκαλούν την γενιά των εφτακοσίων ευρώ. Αυτοί που έχουν γίνει η γενιά των εφτακοσίων ευρώ. Ημερησίως. Αυτοί που μας θέλουν «παρα-μορφωμένους», καριερίστες, με το κεφάλι κάτω. Υποσχόμενοι «ευκαιρίες ανέλιξης» και ασφάλιση. Αυτοί που ξέχασαν τις συλλογικές συμβάσεις, ξέχασαν τις απεργίες, ξέχασαν το οχτάωρο...

Ξεχνά ο κόσμος. Ξεχνά κι αυτό τον μετατρέπει σε χρυσόψαρο. Εγκλωβισμένο σε μια γυάλα, να στριφογυρίζει νομίζοντας κάθε φορά πως κάτι καινούριο κάνει, ανίκανο να επιβιώσει εκτός αυτής, να περιμένει κάθε φορά την τροφή από το χέρι, έκθετο στην παρακολούθηση. Ξεχνά ο κόσμος. Ξεχνά γιατί ποτέ δεν κατάλαβε. Ποτέ δεν συνειδητοποίησε. Ευκαιριακά τα κουτσοβόλεψε στις μεγάλες δυσκολίες, ευκαιριακά καρπώθηκε τους αγώνες κάποιων -λίγων- και «απελευθερώθηκε», ευκαιριακά αντιμετώπισε κάθε ευκαιρία εξέλιξης. Και έβγαλε τα κόμπλεξ του, και βρήκε τις αρπαχτές, και βρήκε τον τρόπο να νιώθει έξυπνος «ξεγελώντας» το σύστημα· το σύστημα που πάντα τον ήθελε πεινασμένο, πάντα τον ήθελε να νιώθει έξυπνος, πάντα τον ήθελε να διατηρεί ελπίδα. Για να τον κάνει γρανάζι, να τον βάλει μέσα του, να τον ελέγχει. Να ανδριωθεί και να θεριέψει με τη βοήθειά του.

Έχω πέσει σε φοβερή μελαγχολία. Είναι φορές που νιώθω τέτοια οργή, τέτοιο θυμό που καταλαβαίνω πως μια στιγμή είναι το να διασχίσεις αυτήν τη λεπτή γραμμή και να φερθείς παράλογα, να τους δώσεις το άλλοθι να σε χώσουν σε ένα ίδρυμα. Μου περνά, όμως. Κάποτε μου περνά γιατί νιώθω ευτυχισμένη, βλέπω γύρω μου μαργαρίτες και πουλιά και έρωτα και ηρεμία και πάθος και τέχνη... Είναι άλλες φορές που μου περνά και αντικαθίσταται από μελαγχολία.

Για αυτόν τον κόσμο που γίνεται χρυσόψαρο. Για αυτόν τον κόσμο που τη βγάζει εύκολα, επιφανειακά, παρασιτώντας, κοροϊδεύοντας. Για αυτόν τον κόσμο που δεν θα αλλάξει ποτέ. Για τη «γενιά» μου. Τη γενιά των εφτακοσίων ευρώ, της μόνιμης κόπωσης. Τη γενιά που βαδίζει επάξια στα χνάρια των προηγούμενων, που σκύβει κεφάλι, μασάει το παραμύθι και ψάχνει τρόπους να νιώσει έξυπνη. Τη γενιά που βαριέται εύκολα και ξεφεύγει από αυτό εύκολα, αγοράζοντας και καταναλώνοντας. Τη γενιά που έχει χάσει κάθε ελπίδα.