Wednesday 4 July 2007

Η βραχεία μνήμη του ανδρείκελου

Είναι φορές που αναρωτιέσαι αν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο από το να αφεθείς στην περιδίνηση της ζωής για να φύγεις από το σημείο που βρίσκεσαι και να βρεθείς σε κάποιο άλλο. Απογοητεύεσαι με αυτήν την προοπτική, ψάχνεις τον μοχλό σου, ψάχνεις την επόμενη λαβή, στρέφεις το βλέμμα αλλού σαν ικεσία. Είναι μετεωρισμός να περιμένεις την ζωή να σε πάει μπροστά, γίνεσαι μια μαριονέτα στο θέατρο του παραλόγου που παίζεται γύρω σου.

Αυτά σκεπτόμενη τις τελευταίες μέρες βρέθηκα μπροστά σε ένα φοβερό λογικό lapsus. Όσο και να ψάχνω, με όσα πράγματα και να ασχολούμαι αυτόν τον καιρό (και είναι πολλά) δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου από το τι έγινε στην Πάρνηθα. Όχι τοπικιστικά, όχι δηλαδή πως οι υπόλοιπες πυρκαγιές δεν με αφορούν, αλλά ως προς την έντονη τραγικότητα του συμβάντος. Είναι σαν όλοι οι Αθηναίοι να αυτοκτόνησαν... Μόνο που τους έβλεπα τις ημέρες αυτές να κινούνται νωχελικά στα μαγαζιά, να βγαίνουν το βράδυ... Έστησα αυτί, δεν πήρε πουθενά το αυτί μου την λέξη «πυρκαγιά» ή «Πάρνηθα». Στο κυριακάτικο τραπέζι έγινα ενοχλητική λόγω της ενασχόλησής μου με το θέμα, την ίδια στιγμή που μυρωδάτα γεμιστά και ζουμερή σαλάτα άπλωναν θελκτικά την μυρωδιά τους στο χώρο. Ο χρόνος δεν σταματά πια για εμάς, τα ρολόγια μας είναι καλοκουρδισμένα και θαρρείς πως το μόνο που θα σταμάταγε τον χρόνο θα ήταν μια νέα Χιροσίμα ή ένα νέο Άουσβιτς.

Πλέον, λοιπόν, εντόπισα το λογικό lapsus. Η ζωή με προσπερνά αυτές τις μέρες, δεν την βάζω μέσα μου όπως πριν. Από την άλλη δεν μπαίνω σε κανένα από τα τρένα που φέρνει εμπρός μου. Όχι μόνο γιατί δεν μπορώ. Δεν θέλω. Εδώ κοντράρεται πλέον η εσωτερική μου ανάγκη με το εξωτερικό κάλεσμα, μόνο που πιάνω τον εαυτό μου να μην παρακινείται από αυτήν την "δυσαρμονία", να μην αισθάνεται το χρέος να προχωρήσει.

Σκεφτόμαστε με όρους «μιντιακούς», τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που προφήτευε κάποτε ο Warhol δεν βρίσκουν αναφορά στο άτομο μόνο. Βρίσκουν αναφορά εν γένει στην πληροφορία, την πληροφορία η οποία έχει αναχθεί σε περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο άνθρωπος. Καταιγιστικοί ρυθμοί μετάδοσης πληροφοριών συνδυάζονται με μηδενική εντρύφηση. Αποδεσμεύεται πλέον η πληροφορία από το συγκινησιακό της περιεχόμενο, έτσι μας είναι εύκολο να την προσπεράσουμε και να πάμε στην επόμενη. Ο homo universalis σήμερα έχει εξελιχθεί σε stand εφημερίδων και τηλεοπτικών ειδήσεων. Ποιοτική διαφορά, γιατί το πρότυπο του homo universalis στηριζόταν στην ουσιαστική και εις βάθος γνώση ποικίλων γνωστικών αντικειμένων ενώ ο σημερινός άνθρωπος είναι η ποσότητα της πληροφορίας την οποία συγκεντρώνει. Η οποία, βέβαια, ουδεμία σχέση έχει με την εμβάθυνση σε αυτήν την πληροφορία. Άρα πλέον δεν μιλάμε για γνώση. Μιλάμε για πληροφορία. Ακόμα και το γεγονός ότι χειριζόμαστε διαφορετικούς όρους δείχνει ότι υποσυνείδητα γνωρίζουμε την διαφορά.

Δεν θέλω, λοιπόν, να λειτουργήσω έτσι. Η αυτοκτονία πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων δεν μπορεί να έχει το ίδιο βάρος με την απόπειρα δολοφονίας Βουλγαράκη. Η πνευματική διεργασία και το ψυχικό τραύμα από μία πράξη μαζικού παραλογισμού δεν μπορεί να εξισωθεί με τα βραβεία Αρίων.

Δεν έχει χαθεί η ανθρωπιά, δεν έχει χαθεί η ευαισθησία. Έχει αλλάξει χρόνους. Είναι στιγμιαία, όπως η κίνηση αλλαγής καναλιού. Κάνουμε zapping στα συναισθήματα, η μνήμη μας είναι βραχεία κι άρα καταλήγουμε στον καταναλωτισμό, ως λογικό επόμενο. Το εφήμερο, το τώρα, ο άνθρωπος-θεός, η ταχύτητα με την οποία διακινείται η πληροφορία είναι η σκηνή πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο καπιταλισμός για να ανεβάσει την παράστασή του, να εγκλωβίσει τον άνθρωπο-θεατή πλέον σε ένα και μόνο θέαμα – αυτό που κάθε φορά προβάλλεται πάνω στην σκηνή αυτή.

Ποια είναι η δική μου αντίδραση σε αυτό; Η εμμονή, η επιμονή, η εσωτερική διεργασία, οι αργοί ρυθμοί. Είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ιδιωτικό χώρο και τον δημόσιο, ανάμεσα στον ατομικό χρόνο και τον δημόσιο. Για παράδειγμα τον θάνατο ενός κοντινού προσώπου ο δυτικός άνθρωπος δεν τον ξεπερνά με το επόμενο άγγιγμα ενός κοντινού προσώπου ούτε με το άνοιγμα της τηλεόρασης. Σαφώς πιο γρήγορα μπορεί να ξεπερνά μια επαγγελματική αποτυχία και ακόμα πιο γρήγορα έναν διαπληκτισμό με έναν άγνωστο στον δρόμο.

Αυτή η εσωτερική διεργασία, ο εσωτερικός χρόνος είναι που έχει αλλοτριωθεί. Σε γεγονότα που δεν μας αφορούν -θεωρητικά- άμεσα βρίσκει πλέον αυτόματα εφαρμογή ο δημόσιος χρόνος. Η εξατομίκευση της πληροφορίας έχει θυσιαστεί στον βωμό της πληροφορίας. Έτσι απομακρυνόμαστε από την γνώση, έτσι απομακρυνόμαστε από τις πνευματικές αλλά και συναισθηματικές διεργασίες. Αλήθεια, όμως, τι καταλήγουμε έτσι;

Η δική μου απάντηση μπορεί να βρει αντίθετους πολλούς από εσάς, όμως μου μοιάζει ο σύγχρονος άνθρωπος με ανδρείκελο, σαν εκείνα που δεσπόζουν στους πίνακες του De Chirico, ανέκφραστα, χωρίς ψυχή, τοποθετημένα θαρρείς από κάποιο ξένο χέρι σε ένα τοπίο απειλητικό αλλά συνάμα που τα ξεπερνά. Τι είναι αλήθεια ο άνθρωπος ο οποίος έχει χάσει επαφή με τον εσωτερικό του χώρο, την ιδιωτική αντίληψη του χρόνου, με τα ίδια του τα συναισθήματα εν τέλει;

Λέω, επομένως, να σταματήσω το zapping, ίσως είναι αρκετό για να διαβάσεις λεζάντες ειδήσεων και να σταθείς λίγο παραπάνω σε μια εικόνα επιβλητική (με τον όρο αυτόν πλέον ολοένα και να διολισθαίνει καθώς περιλαμβάνει τόσο την φυσική επιβολή ενός θεάματος όσο και το τεχνητό glam της βιομηχανίας του θεάματος).

Κι ας μου έλεγε σήμερα η αγαπημένη μου δασκάλα, η Πέπη Ρηγοπούλου, πως είναι τόσα πολλά τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος σήμερα. Το γεγονός ότι μας πετάνε πολλά μπαλάκια δεν μεγαλώνει και το τέρμα, ούτε τις παλάμες μας. Ίσως είναι τελικά η επιστροφή στην λεπτομέρεια που θα κάνει την διαφορά, η επιμονή στην εμβάθυνση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι εμμονές και η ενασχόληση με σταθερές της ανθρώπινης ύπαρξης -όπως είναι ο έρωτας κι ο θάνατος- αφήνονται στα χέρια των καλλιτεχνών, σαν να μην μας αφορούν. Έτσι διαμορφώνονται οι ελίτ, έτσι γκετοποιείται η ανθρώπινη διανόηση, έτσι πάει προς το τυράκι πάνω στην φάκα ο σύγχρονος άνθρωπος, εξελισσόμενος σε μία ύπαρξη απροβλημάτιστη την ίδια στιγμή που η ύπαρξή του απειλείται και προσβάλλεται περισσότερο παρά ποτέ.

Κι αν όλα αυτά φαίνονται άσχετα με την Πάρνηθα, δεν είναι. Όπως δεν είναι άσχετα με την δικαστική διαμάχη μεταξύ των παραγωγών καφέ του Τρίτου Κόσμου (τι μισητός όρος αλήθεια!) και του μεγαλομπακάλη των Starbucks (ο διαδικτυακός μου φίλος dirtyjazz έχει επανειλημμένως γράψει για το θέμα αυτό και σας παραπέμπω εκεί). Όπως δεν είναι άσχετο με γεγονότα τα οποία έχουν, φαινομενικά, ήδη διολισθήσει στα σκουπίδια της βραχείας μνήμης μας. Η εσωτερίκευση ενός κόσμου διαρκώς εξελισσόμενου, περικυκλωμένου ταυτόχρονα από την στατικότητα ενός βάλτου, το ξεδιάλεγμα της γνώσης μέσα στην πληροφορία ίσως είναι αυτό που θα οδηγήσει σε ένα αύριο του οποίου η παλέτα θα έχει ακόμα να επιδείξει χρωματική ποικιλία.

Update 6/7/07: Πριν από λίγο άκουσα τις δηλώσεις ενός της Ν.Δ. που κάτι κάνει κι αυτός σε κάποιο υπουργείο με τις οποίες εισηγήθηκε οι μεγαλύτερες 25 λέει επιχειρήσεις στην Ελλάδα να αναλάβουν την αναδάσωση 25.000 στρεμμάτων καμμένης γης. Δεν μπορώ να προσφέρω πλήρη ενημέρωση γιατί αφού άκουσα τις δηλώσεις έκλεισα τον πομπό από τα νεύρα μου. Γιατί, αλοίμονο, δεν μας κρατάνε ήδη σφιχτά από τα αρχίδια οι μεγαλομπακάληδες, θα έχουν να λένε ότι μας αναδάσωσαν κιόλας -μέχρι τώρα μόνο να μας απαλλοτριώνουν ξέρουν!

Κι όχι, αν μη τι άλλο είναι λογικό. Το κράτος είναι μόνο για καταστολή και αρπαχτή. Η κοινωνική πρόνοια, το κράτος δικαίου και λοιπές μαλακίες σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δεν ισχύουν. Και είμαι πολύ μα πολύ περίεργη να δω την λίστα. Των 25 μεγαλύτερων μεγαλομπακάληδων. Ε ρε Vodafone διαφήμιση πάνω στα έλατα που έχει να πέσει... Έ ρε άτοκες δόσεις κολλημένες πάνω σε ράχες ελαφιών... Αει στο διάολο μεσημεριάτικα.

Sunday 1 July 2007

Αποκαϊδια

Κι επειδή έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε ό, τι μας δίνεται με όρους καλοψημένης πάπιας. Κι επειδή το προηγούμενο κείμενό μου δεν έγινε αντιληπτό. Κι επειδή, όσο και να μισώ τις συνθήκες, απόψε έχω μεγάλη ανάγκη να γράψω για αυτά που σκέπτομαι όχι τόσο λακωνικά όπως χθες. Κι επειδή έχω ανάγκη να το κάνω για εμένα περισσότερο κι όχι για να το διαβάσετε εσείς. Κι επειδή έχω τρία βράδια να κοιμηθώ από τις σκέψεις μου, κι άλλα τέσσερα πριν από αυτά λόγω ζέστης. Ξεκινάω.

Υπάρχουν καταστάσεις ή γεγονότα που με ξεπερνούν. Εμένα, για τους άλλους δεν ξέρω. Με ξεπερνούν σημαίνει ότι καμία δική μου αντίδραση δεν βγαίνει από μέσα μου. Χρειάζομαι χρόνο να καταλάβω, να θυμώσω, να αντιδράσω, να τα βάλω μέσα μου και να γίνουν δικά μου. Απλά πετρώνω. Γϊνομαι άγονη. Niente ρε παιδί μου, πώς το λένε;

Μέρες τώρα λοιπόν εκτυλίσσεται η ελληνική τραγωδία, η σύγχρονη, σε όλο της το μεγαλείο. Η Πάρνηθα καίγεται, τα σπίτια απειλούνται, το καζίνο απειλείται, ο δρυμός εξαφανίστηκε, τα ελάφια κάηκαν, τα λουλούδια κάηκαν, τα έλατα κάηκαν, οι οικοπεδοφάγοι παραμονεύουν, το κράτος φταίει, οι πυροσβέστες φταίνε, ο καύσωνας φταίει, εμείς φταίμε, να μην επιτραπεί η ανοικοδόμηση, να αναδασώσουμε, να βρούμε ποιος φταίει, η Αθήνα ή θα βουλιάξει ή θα πεθάνει από ασφυξία... Κι εγώ απλά δεν μπορώ να συμμετέχω. Σε τίποτα. Είμαι εκτός, όλο αυτό με ξεπερνάει. Δεν ψάχνω τι και ποιος φταίει, δεν ψάχνω ούτε για την ελπίδα στα αποκαΐδια. Απλά, ακατανόητα, εγωιστικά πείτε το όπως θέλετε. Αυτά είναι τα όριά μου.

Ψάχνω να θυμώσω, να μαζέψω τον εαυτό μου στις συνήθεις του αντιδράσεις. Γαμώ τους Θεούς όλων των θρησκειών και τα σκατά που είμαστε όλοι αλλά θέλει πολύ θράσος για να εκπλήσσεται κάποιος με ό,τι έγινε. Θράσος ή βλακεία, διαλέγουμε και παίρνουμε τι από τα δύο μας ορίζει περισσότερο. Θέλει να μην καταλαβαίνεις το μέγεθός σου απέναντι στην φύση το να ψάχνεις την ελπίδα στα αποκαΐδια, το μέγεθος της φύσης και του ανθρώπου. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο συντρίβομαι και βγαίνω στο πουθενά, στο τίποτα. Ελπίδα μου είναι μόνο ότι η φύση θα μας αποβάλει σύντομα όπως το πεπτικό μας σύστημα χέζει βρωμερά περιττώματα.

Γιατί εγώ, εσύ, ο καθένας μας φταίει το ίδιο. Και μπορώ να το αναλύσω αλλά θα πάρει ένα ολόκληρο κείμενο που θα με πάει αλλού και δεν θέλω. Εδώ θέλω να μείνω. Στο κενό μου. Στο κενό μας. Που το βαφτίζουμε έκπληξη, οργή, ελπίδα, ευθύνες ή όπως διάολο αλλιώς το λέει ο καθένας για να ξεπερνάει το τι έγινε. Και δεν με νοιάζει καθόλου σε τι κόσμο θα έρθουν τα παιδιά μας. Με νοιάζει μόνο να μας αποβάλει η φύση. Θα αρχίσω να πιστεύω στο Θεό στο τέλος με ό,τι βλέπω. Εξ αντιδιαστολής βέβαια, πιστεύοντας στον Διάολο. Είναι σαν οντολογική φάρσα όλο αυτό. Είναι σαν στον κόσμο που έφτιαξε ο Θεός να φύτεψε ο Διάολος τον άνθρωπο για να του την βγει και να τον καταστρέψει. Ένα ανέκδοτο είμαστε που ξέφυγε κι έγινε προσβολή κι όπου να' ναι θα εξαφανιστούμε. Αθώος δεν είναι κανείς κι ίσως όταν εξαφανιστούμε να επιβεβαιωθεί η υποψία μου ότι υπάρχει και η Νέμεσις σαν φυσικός νόμος. Οι πλημμύρες, οι καύσωνες, τα ελ Νίνιο ήταν ευγενικές προειδοποιήσεις, τώρα είναι αργά, την γαμήσαμε.

Είμαι τόσο απέναντί μου τώρα κι έξω από τα γνωστά μου μονοπάτια που αρχίζω και χάνω την πίστη μου στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Ο μισητός Στάλιν είχε πει το γνωστό για τις στατιστικές. Μπορεί να είναι κι έτσι, όλη η ανθρώπινη πορεία το καταδεικνύει κι όποιοι δεν θέλουμε να το πιστεύουμε είμαστε ρομαντικοί και ηλίθιοι. Είμαστε όντως στατιστική την ίδια στιγμή που μερικές χιλιάδες δέντρα δεν είναι. Σε όλα θέσαμε ανθρώπινους νόμους, ανθρώπινα μέτρα και σταθμά για να μετράμε το σύμπαν γύρω μας, να το κατέχουμε, να το πουλάμε και να το αγοράζουμε με χαρτί που κλέψαμε και πλασματικά ορίσαμε ως αξία. Πόσο κοστίζουν οι ανάσες μας ρε; Πόσο η ομορφιά; Ή μήπως η μόνη ομορφιά που καταλαβαίνουμε είναι αυτή που φτιάχνουμε, αυτή που κατέχουμε;

Θυμάμαι όταν κάηκε η Πεντέλη, όταν χάθηκαν τα μέρη που με τους γονείς μου πηγαίναμε κάθε Σαββατοκύριακο σαν οικογένεια να αποδράσουμε από τον κλοιό της κακογουστιάς. Ένα κομμάτι μου πέθανε τότε. Έκανα χρόνια να ξαναπάω και από τότε την διασχίζω σαν να τρέχω να φύγω από εκεί. Έβαλα κι εγώ το δέντρο μου κάπου, εκεί που παλιά δροσιζόμουν στον ίσκιο ενός άλλου... Με μια απίστευτη θλίψη. Χωρίς αυταπάτες. Δεν χρειάζεται να σώσουμε την φύση από τίποτε άλλο παρά από εμάς. Το ήξερα τότε, κι ας ήμουν μικρή, το πιστεύω ακόμα πιο βαθειά σήμερα.

Κάποιος είπε πως ένα έλατο σαν αυτά που κάηκαν ισοδυναμεί με τρία κλιματιστικά των 9.000 BTU. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην φανταστώ την Πάρνηθα γεμάτη με τεράστιες εγκαταστάσεις κλιματιστικών να στέλνουν αέρα στην Αθήνα. Και γέλασα, γέλασα πικρά γιατί φαντάστηκα ότι κάποιος μπορεί να πλουτίσει από αυτήν την διαστροφή. Σκέφτηκα επίσης τα λίγα χρόνια που μας απομένουν στην Αθήνα να τα εκμεταλλευτούμε, να βγάλουμε στην φόρα τον εαυτό μας σε όλο του το μεγαλείο. Αν, λοιπόν, η Ακρόπολη δεν συμπεριληφθεί στα θαύματα του κόσμου, διόλου απίθανο, προτείνω να την κατεδαφίσουμε και αντ' αυτής να χτίσουμε έναν ακόμα γυάλινο πύργο στη θέση της. Εννοείται πως η Πλάκα, το Θησείο και λοιπές μαλακίες που συντηρούνται λόγω Ακρόπολης έχουν φύγει. Φουντάρουμε τα αρχαία σε χωματερή, γιατί αν τα πάρουν οι Άγγλοι ή άλλοι ξένοι θα πληρώνουμε αιώνες δημόσιο χρήμα σε διεκδικήσεις, και ξεκινάμε το σκάψιμο. Κοντά στο σπίτι μου έχει ένα αλσύλλιο. Προτείνω την υλοτόμησή του προς κατασκευή επίπλων και την παραχώρησή του χώρου στην εκκλησία δίπλα προς επέκταση ή χώρο προσευχής, έτσι για να συντηρούμε μαζικές παραισθήσεις για μεταθανάτια συγχώρεση (δεν είναι κακό, κομμάτι της φύσης μας είναι κι αυτό). Αυτό που με τρομοκρατεί είναι πως όταν η Αθήνα θα είναι ακατοίκητη όλοι εμείς, ή οι επόμενοι, θα διασκορπιστούν προς άλλες κατευθύνσεις, ήτοι θα ξεσπάσουν την καταστροφική τους μανία και σε άλλα μέρη. Για αυτό εγώ θα κάτσω εδώ. Αρνούμαι να κάνω άλλο κακό. Κάντε κι εσείς το ίδιο, είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.

Μπορεί κάποιοι από εσάς που με διαβάζετε καιρό τώρα, και σας θεωρώ φίλους μου, να μην μου ξαναμιλήσετε ποτέ. Να ξέρετε ότι ό,τι έγραψα το πιστεύω μέχρι και τον τελευταίο τόνο του. Δεν έχω να προτείνω τίποτα, δεν μπορώ να συνταχτώ αυτήν τη στιγμή με την οργή πολλών από εσάς ή την θλίψη. Πολύ θα το ήθελα. Δεν τα γράφω όλα αυτά πιστεύοντας ότι ανακάλυψα την πυρίτιδα ούτε για να διαβάσω με ναρκισσισμό τα σχόλιά σας. Αυτή είμαι, το να σιωπώ σας βγάζει απέξω κι άρα μιλώ, κι ας ξέρω πως μπορεί να μου βγει και σε κακό ή, σε τελική ανάλυση, δεν έχει και κανένα νόημα.

Καλά θα κάνουμε κάποια στιγμή να καταφεύγουμε στην σιωπή αντί να μιλάμε για να δείξουμε ότι υπάρχουμε. Σημασία έχει όλη μας η πορεία και οι πράξεις κι όχι τα «υγιή» αντανακλαστικά μας. Αυτά είναι για να σκοτώνουμε τις τύψεις μας ή να μπορούμε να κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Δεν είναι όμως αρκετά. Και δεν θέλω να ξαναδιαβάσω κείμενο που να μιλά για ευθύνες. Αυτές έχουν από κάτω έναν κατάλογο με τα ονόματα όλων μας. Ζούμε με αυτό, καιρός να σταματήσουμε να κοροϊδευόμαστε. Όποιος δεν αντέχει ας κάνει ό,τι νομίζει. Είμαι πολύ εκτός για να αντιδράσω διαφορετικά, το ξαναλέω, όλο αυτό με ξεπερνά. Ζηλεύω αυτούς που το ξεπερνούν, εγώ όμως, με κάτι τέτοια φτάνω στα όριά μου.

Τέλος.