Tuesday, 19 June 2007

Η Μελίνα, τα ούζα και ο ασθενής

Όπως θα έχετε καταλάβει ήδη, διανύουμε τον πρώτο μήνα του θέρους. "Θέρος" παλιά, βεβαίως, σήμαινε τέλος το σχολείο, μπάνια, γιαγιάδες, καιρός για δύο, τριο και δεν συμμαζεύεται... "Θέρος" πλέον, για τον φτωχό πλην τίμιο φοιτητή, σημαίνει μαθήματα αναπλήρωσης των ωρών που δεν καλύφθηκαν τον χειμώνα (μέσα σε μια εκπληκτική ατμόσφαιρα σάουνας στην αίθουσα), διάβασμα, έξοδοι, μπάνια και τύψεις γιατί, τελικά, μετά από τόσες εξόδους και μπάνια μόνο διάβασμα δεν κάνεις.

Βρίσκομαι λοιπόν στον Ιούνιο του επεισοδιακού έτους 2007, κάθε εβδομάδα όλο και κάτι έχω να παρουσιάσω στα μαθήματα του μεταπτυχιακού και... (το καλύτερο έρχεται)... για τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο παραδίδω εννέα εργασίες -μεγέθους πτυχιακής. Έκαστη (αμ, πώς; Τα σοβαρά μεταπτυχιακά προκαλούν σοβαρές βλάβες στον εγκέφαλο).

Έχω, λοιπόν, να γράψω κείμενο από την Παρασκευή. Είναι Δευτέρα. Και δεν έχω τίποτε άλλο στο μυαλό μου παρά αυτό που διαβάζω για την παρουσίαση της Τετάρτης. Μέχρι την Παρασκευή που μας πέρασε είχα στο μυαλό μου την παρουσίαση της Παρασκευής. Και μετά την Τετάρτη θα έχω στο μυαλό μου την παρουσίαση της άλλης Τρίτης. Και πάει λέγοντας αγαπημένοι μου. Εγώ, όμως, θέλω να γράψω. Έτσι νιώθω χαλαρή, θέλω να σας μιλήσω κιόλας βρε αδερφέ! Βέβαια, επειδή διαβάζω και οι μετακινήσεις περιορίζονται στα απαραίτητα συνήθως, νέα δεν έχω ακούσει, ούτε εκνευρίστηκα με κάτι. Είμαι αυτό που λέμε «Σχολή-Σπίτι, Σπίτι-Σχολή». Αρχίζω και ανησυχώ φοβερά. Οι κοινωνικές μου ευαισθησίες με έχουν αφήσει στην ησυχία μου, οι πολιτικο-οικονομικές μου τσαντίλες έχουν απομακρυνθεί και φαίνεται να αντιμετωπίζω όλο αυτό το φοιτητικό καλοκαιρινό ντελίριο με χιούμορ και καλή διάθεση. Γκρινιάζω, βέβαια, με κάθε ευκαιρία... Αλλά μέσα μου τα περισσότερα από αυτά που κάνω τα γουστάρω τρελά (εκτός από το γεγονός ότι πρέπει να τα κάνω καλοκαιριάτικα, το είπαμε αυτό). Και ακριβώς λόγω αυτής μου της διάθεσης και της άγνοιας περί του πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικού γίγνεσθαι θα γράψω για το Σαββατοκύριακο!!!

Ναι, ναι, αγαπημένοι μου φίλοι κι αναγνώστες. Η I.D. (οι κρίσεις μεγαλείου μετά από τόση ζέστη και διάβασμα είναι δεδομένες σε εμάς τα ψώνια) θα γράψει για κάτι απλό. Χωρίς φανφάρες, χωρίς τις συνήθεις εξυπνάδες της, χωρίς γκρίνια και υπαινιγμούς, άνευ διανοία διάνοιας. Το "σεντόνι" (μισητή έκφραση) μην νομίζετε βέβαια ότι θα το γλιτώσετε.

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε όποιος ήξερα και δεν ήξερα πήρε τα μπογαλάκια του, πήρε τον ομματιών του, οι τυχεροί πήραν και το αμόρε, και την κοπάνησαν. Αυτά, βέβαια, εγώ δεν τα συγχωρώ στους φίλους μου, την πληρώνουν με έξτρα δόση γκρίνιας την επόμενη φορά που συναντιόμαστε. Παρασκευή, όμως, μετά από μια επεισοδιακή παρουσίαση της «Όπερας της Πεντάρας» του Μπρεχτ, όσο και θερμή (μόνο οι συνθήκες στην αίθουσα ήταν... μπλα μπλα, μην τα ξαναλέμε), λέω δεν γίνεται. «I.D., δεν θα την βγάλεις καθαρή. Πρέπει να ξελαμπικάρεις!» Και αυτό έκανα. Την Παρασκευή το βράδυ, λοιπόν, κοπάνησα τα ούζα μου και στάνιαρα. Τα απόλαυσα με μια καταπληκτική παρέα, η οποία σημειωτέον έπινε όλη κρασί, από αυτά τα ξύδια που σερβίρουν στις ταβέρνες, αλλά εγώ, επειδή έχω εκλεπτυσμένα γούστα αν δεν μου αρέσει το κρασί προτιμώ το ούζο. Πού είχα μείνει... Μούμπλε, μούμπλε... Α, ναι.

Τα κοπάνησα, λοιπόν, τα ουζάκια μου, περδίκι μετά!! Να σας ενημερώσω ότι οι αντοχές μου στο ποτό είναι τεράστιες, ολυμπιακών διαστάσεων και βάλε. Το Σάββατο καταπολέμησα τις τύψεις μου, εμπέδωσα ότι δεν πρόκειται να διαβάσω τίποτα και το απόλαυσα. Σκηνές απείρου κάλλους, σπιτική θεσσαλονικιώτικη πίτα το μεσημέρι, ύυυυυυυπνος μέχρι το βράδυ και μετά... Ουζάκιαααααααααααα! Περιττό δε να σας πω ότι μετά από αυτό το καταπληκτικό Σαββατοκύριακο ανακήρυξα ποτό του φετινού καλοκαιριού το ούζο (πέρυσι ήταν πάλι -έχει καταντήσει σικέ πλέον- το κρασί του μπαμπά!). Από εδώ και πέρα, λοιπόν, μετά από κάποια χρόνια απουσίας, το ούζο επιστρέφει δυναμικά στην ζωή μου, δίνοντας μια άλλη διάσταση στα πανεπιστημιακά μου πονήματα. Η Κυριακή, όμως, ήταν... Το κάτι άλλο!

Κατ' αρχάς κοιμήηηηηηηηηηηηηθηκα. Με επανέφερε στην τάξη ο δικός μου πολύπαθος Οδυσσέας κατά τις τρεις το μεσημέρι, μπορεί να είχε να μου συμβεί αυτό και πάνω από πέντε χρόνια. Η μέρα δική μας. Είναι λίγο δύσκολο να κουμαντάρεις τόσες ελεύθερες ώρες όταν δεν έχεις συνηθίσει. Και τι καλύτερο από το να καταστρέψεις την κουζίνα, αυτήν την κουζίνα που έχεις καταφέρει να μετατρέψεις σε απαστράπτον παλατάκι την προηγούμενη μόλις μέρα. Γενικά, επειδή δεν είμαι και πολύ της λάντζας, όταν την βλέπω καθαρή δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου, δεν θέλω να ρισκάρω να βγει άπλυτο ούτε ένα ποτηράκι (το ούζο πίνεται κι από το μπουκάλι -δεν το ξέρατε;). Μου ανακοινώνει λοιπόν περιχαρής ο "Οδυσσέας", ας πούμε, πως έχει μια καταπληκτική συνταγή, απλούστατη, για παρασκευή σπιτικών ζυμαρικών. "Δεν πάει στο διάολο" σκέφτομαι, ο καλός μου είναι μέγας σεφ, κάτι θα ξέρει.

Δύο ώρες μετά η κουζίνα είχε γίνει άσπρη από αλεύρι, άμορφες μάζες ζυμαριού έβγαιναν από την κατσαρόλα και δεν υπήρχε πλυμμένο σκεύος ούτε για δείγμα. Δυόμιση ώρες μετά χαχανίζαμε νηστικοί κι αποφασίζαμε να παίξουμε αλευροπόλεμο με το υπόλοιπο αλεύρι. (Σ.τ.Σ.:Να σας ενημερώσω ότι πάντα θεωρούσα μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου την σκηνή με τον τουρτοπόλεμο στο «Θ.Β. Φαλακρός Πράκτορας»). Μετά κι από το φιάσκο του μεσημεροαπογευματινού φαγητού οργανωθήκαμε, όχι δεν πλύναμε την κουζίνα, κάναμε μπάνιο και βγήκαμε για καφέ με δύο φίλους μας που είχαμε να τους δούμε μήνες. Οι οποίοι μας ανακοίνωσαν ότι παντρεύονται...

Συνήθως εγώ, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή, αρχίζω και βράζω στον κυνισμό μου και τον μηδενισμό. Έλα, όμως, που τα παιδιά ήταν χαρούμενα, έλα που ήταν πανέμορφα εκεί που ήμασταν, έλα που με πέτυχαν σε αδύναμη περίοδο (εργασίες, μπλα μπλα, μην τα ξαναλέμε). Και να οι ευχές, να τα τσιγάρα, να οι αφηγήσεις για το πώς έκανε την πρόταση ο άλλος πολύπαθος "Οδυσσέας" (καλά, δεν το συζητώ, αν εμένα είχε γίνει τέτοια μηχανορραφία για πρόταση ο άλλος θα είχε φάει σφαλιάρα) πάει βράδυ αργά...

Σπίτι. Η Κυριακή τελειώνει. Όχι πριν το πω εγώ! Για εκατοστή φορά, μιας και δεν ήμουν σε φάση για καινούρια ταινία, το "Ποτέ την Κυριακή". Και να πάλι τα ούζα μου εγώ, να τα ζεϊμπέκικα.

Η Μελίνα, φίλοι μου. Δεν ακούω τίποτα. Η ΓΥΝΑΙΚΑ. Αν και απεχθάνομαι τα πρότυπα και δεν είμαι και πολύ σίγουρη τι λειτουργία επιτελούν... Η Μελίνα. Ολόκληρο κεφάλαιο, άλλη φορά ίσως το ανοίξω. Ξημερώματα λοιπόν, ο "Οδυσσέας" σκέφτεται πια ότι θα ήταν προτιμότερο να ξαναφύγει για την Τροία παρά να υφίσταται όλη αυτήν την ταλαιπωρία μαζί μου, κι αρχίζω να σαρτεύω σαν το κατσίκι από την χαρά μου. Σαν παιδί (είναι μερικές ταινίες που όσες φορές και να τις δεις κάθε φορά θα είναι αλλιώτικη). Κι επειδή τόση ενέργεια με έναν μόνο τρόπο φεύγει, η Κυριακή έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο. Μεγάλα παιδιά είμαστε, καταλαβαινόμαστε. Όπως και το πόσο υπέροχο είναι να ενώνεσαι με τον άλλον με ένα εκατομμύριο τρόπους...

Πάει, λοιπόν, το Σαββατοκύριακο. Χωρίς καμία δόση μελαγχολίας. Γιατί ήταν γεμάτο αγάπη, ξεκούραση, χαλάρωση, δημιουργικότητα, χαρούμενες συναντήσεις, σημαντικές ανακοινώσεις, έρωτα και μεγάλες συγκινήσεις. Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά τώρα;

Δεν έχω αυταπάτες ότι χέστηκε η φοράδα στο αλώνι για το δικό μου Σαββατοκύριακο. Επίσης, ήδη αρχίζει και με πιάνει εκνευρισμός που δεν γράφω για κάτι σοβαρό (ένα βρισίδι με το γάντι βρε αδερφέ για τα όσα στραβά συμβαίνουν). Και είπα, δεν θα γράψω κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό σχόλιο, όμως δεν αντέχω...

Καλά, εγώ κάτι μήνες τώρα έχω αρχίσει να χάνω τον κόσμο λόγω διαβάσματος. Ο ρασοφόρος ασθενής τόσα χρόνια που «διάβαζε» δεν εκνευριζόταν; Πώς ξεμούδιαζε; Η μαμά του, οι φίλοι του τι του έλεγαν, «Διάβασε εσύ παιδί μου κι αν μας βρεις όταν επιστρέψεις μας βρήκες;» Ήμαρτον δηλαδή! Τέλος πάντων. Τι έλεγα;Μούμπλε, μούμπλε...

Ναι. Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά. Γιατί είναι Δευτέρα βράδυ, ξημερώματα Τρίτης, μεθαύριο παρουσιάζω και δεν προλαβαίνωωωωωωωωωωωωωωωωωω. Αλλά τα υπέροχα που πέρασα ρίχνουν στα αυτιά στο άγχος που περνάω τώρα. Για αυτό.