Wednesday 16 January 2008

Τα τρικ του κυρίου Μενέλαου

Ο κύριος Μενέλαος φορούσε πάντα το καπέλο του όταν σουλάτσαρε τα απογεύματα στον κεντρικό του χωριού. Κάθε φορά που αντάμωνε γυναικεία παρουσία κρεμούσε το μπαστούνι στο μπράτσο του, σήκωνε ελαφρά το καπελάκι του (δίνοντας και μία μικρή κλίση στον κορμό του) και άφηνε να φανεί η εντυπωσιακά (για την ηλικία του) πεντακάθαρη οδοντοστοιχία του. Δεν ξέρω αν ο κύριος Μενέλαος είχε μία, πώς να το πω, σεξουαλική ζωή γεμάτη ίντριγκες και πάθη. Ξέρω, όμως, ότι καμιά φορά τον φέρνω στο μυαλό μου και, με περίσσια δόση ανωμαλίας (καθ' ότι πέθανε πριν από είκοσι χρόνια σε ηλικία 75 ετών), φαντάζομαι ότι χαλαρά θα την έκανα την αμαρτία μου μαζί του. Γιατί, γούστα είναι αυτά. Άλλος φτιάχνεται με τσόντες κι άλλος με Τζοκόντες.

Αρχίζω παρόλα αυτά να αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένα υπόστρωμα συλλογικής σεξουαλικής διέγερσης από συγκεκριμένα ερεθίσματα. Δεν μπορεί, ας πούμε, κάποιος να μην παρατηρήσει ότι το Πανελλήνιο φτιάχνεται από τον απαγορευμένο έρωτα (λέμε τώρα) ενός Michelin – guy κι ενός βύσματος. Γιατί είναι και λίγο σαν η ζωή μας να απέκτησε μία λατινοαμερικάνικη διάσταση Πακίτας. Όπως, ας πούμε πάλι, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι το Πανελλήνιο φαίνεται να γουστάρει με χίλια μεγαλοεκδοτικές κόντρες. Και για ποιον λόγο να το κρύψουμε άλλωστε, όταν ο Μάκης προειδοποιεί (δεν απειλεί) ότι θα “τσακίσει” τον συνεργάτη του φτάνουμε ένα βήμα πριν την σεξουαλική κορύφωση, μετά βίας, δηλαδή, το σώζουμε λόγω διαφημίσεων.


Ταυτόχρονα, πάντα τρελλαινόμουν για τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων. Συνήθεια που, υποθέτω, απέκτησα από μικρή ηλικία εξαιτίας της γιαγιάς μου η οποία με το που έπαιρνε την εφημερίδα στα χέρια της άνοιγε την προτελευταία σελίδα και διάβαζε τις αναγγελίες των γάμων και των κηδειών. Η γιαγιά μου, βέβαια, ήξερε ποιο πρόσωπο αναλογεί στα ονόματα που έβλεπε γραμμένα (ναι, με σημερινούς όρους η εξορία ήταν ό,τι πρέπει για δημόσιες σχέσεις αριστερών). Εγώ πάλι, διευρύνοντας την δραστηριότητα αυτή, τρελαίνομαι να διαβάζω, με σειρά προτίμησης, κηδείες, μνημόσυνα, γάμους, εφημερεύοντα φαρμακεία, αποθέματα νερού, τηλέφωνα ανάγκης και παρτίδες σκάκι. Η συνήθειά μου αυτή με έχει κάνει να νιώθω, εκτός από στιγμές χαλάρωσης, ότι αποδίδω τα εύσημα σε αυτούς που κάνουν αυτήν την αγγαροδουλειά και, μία στο τόσο να παίρνει το μάτι μου φοβερά ενδιαφέροντα πράγματα που γράφονται με μικρές γραμματοσειρές. Είναι γιατί έχω εκπαιδευτεί -το ίδιο και στο σινεμά. Το background πολλές φορές με απορροφά πολύ περισσότερο από ό,τι η δράση στο προσκήνιο (με ό,τι ευτράπελα μπορεί να επιφέρει αυτή μου η εμμονή).


Προσφάτως, λοιπόν, είδα για έναν πρώην υποψήφιο δήμαρχο που αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι λέγοντας, την ύστατη αυτή στιγμή, “Σας αγαπώ”. Ομολογώ ότι μία τερατώδης διάθεση με έκανε να φανταστώ τη σκηνή κινηματογραφικά σε παρωδία Χολυγουντιανής μελοδραματικής ρομάντζας και να διαγραφεί ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Επειδή, όμως, ο “κακός” εαυτός μου παραείναι κυνικός για τα δεδομένα των περισσοτέρων από αυτούς που συναναστρέφομαι οδηγήθηκα ένα βήμα πιο πέρα στη σκέψη μου. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι στις μέρες μας οι πτώσεις είναι ένα από τα καλύτερα διεγερτικά. Ένας καθαριστής τζαμιών βούτηξε από τον 47ο όροφο ενός ουρανοξύστη στην Αμερική και επέζησε. Ένας Πολωνός από τον 5ο μιας πολυκατοικίας και τη γλίτωσε. Ένα κοριτσάκι από την Ρουμανία από τον 6ο. Και έζησε. Ο Ζαχόπουλος το ίδιο. Κι όλα αυτά, με τις μικρές ιστορίες που κρύβουν από πίσω, τράβηξαν τα βλέμματα. Αυτών που καταγράφουν την είδηση. Ή μήπως τη δημιουργούν;


Γιατί για τον εργάτη στην Αμερική αφιερώθηκαν 2 ώρες (maximum) για να γραφτεί η ιστορία. Για τον Ζαχόπουλο, όμως, που είχε και 42 ορόφους διαφορά, χτυπάμε κάρτα κάθε μέρα, ξεκίνησε ροζ-κίτρινος πολιτικοεκδοτικός πόλεμος και φυλακίστηκε ήδη ένα άτομο. Για έναν τύπο με αλεπουδίσιο βλέμμα και αμαρτωλή κοιλιά (και χέρι). Για μία γυναίκα που έκανε ό,τι κατηγορείται ότι κάνει το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού και ο μισός γυναικείος πληθυσμός. Έβαλε βύσμα και δημιούργησε ερωτική σχέση με το αφεντικό της. Δεν υπάρχει έκπληξη πίσω από όλα αυτά. Δεν υπάρχει σασπένς. Δεν υπάρχει φαντασία. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτόταν ο Ζαχόπουλος όταν πήδαγε (στο κενό εννοώ). Ούτε τα τηλεφωνήματα της προηγούμενης νύχτας. Δεν μπορώ να ξέρω ποια νήματα έφεραν την κάμερα στο σωστό σημείο. Μπορώ, όμως, να αναρωτιέμαι ποια νέα μορφή ψύχωσης τυφλώνει. Είναι ναρκισσισμός... Μπα, όχι. Είναι σχιζοφρένεια... Όχι, σίγουρα όχι. Για αυτό και επιλέγω την εκδοχή της συλλογικής σεξουαλικής διέγερσης. Είμαστε ένα κοινό σεξουαλικά διεγερμένο για αυτό και είναι αδύνατον να σκεφτούμε με το σωστό όργανο. Αν μη τι άλλο, είναι ερωτικές εποχές αυτές που ζούμε. Ο Σαρκοζί, ο Τσάβες, ο Ζαχόπουλος, ο πρίγκιπας του Μονακό, ο γιος του πρίγκιπα της Αγγλίας, η Μπρίτνευ Σπήαρς... Όλοι, σημαιοφόροι της νέας σεξουαλικής μόδας.


Εξουσία είναι αυτό που κάνει επιτυχώς τον ιδιωτικό χώρο δημόσιο και τον δημόσιο ιδιωτικό. Για αυτό και μπερδεύεσαι μετά. Γιατί οι σεξουαλικές επιδόσεις του Ζαχόπουλου παρουσιάζονται ως δημόσιο θέμα. Οι επιδοτήσεις, όμως, στα θέατρα υπεγράφησαν ένα βράδυ σπίτι του μετά από έναν πολύ ωραίο καφέ με τους κολλητούς. Άρα, το μυαλό σου επιτάσσει σεβασμό στον ιδιωτικό χώρο. Η επαγγελματική ασφάλεια του Θέμου είναι βορά στα δελτία ειδήσεων. Καλείσαι, δηλαδή, να πάρεις θέση σε ένα τόσο φλέγον ζήτημα ως σκεπτόμενος πολίτης. Η κοινωνική ασφάλιση, όμως, είναι θέμα μερικών ιδιωτών (και μερικών ιδιωτικών στιγμών μεταξύ τους). Κλειστή πόρτα χωρίς κλειδαρότρυπα. Κι όλες αυτές οι διεγερτικές στιγμές στοιβάζονται η μία μετά την άλλη στον χρόνο μας. Που μετά δεν φτάνει για να δημιουργήσουμε τις δικές μας, ιδιωτικές, ρωβινσονικές στιγμές. Με την δική μας ματιά στα θέματα. Με την δική μας απόφαση για απόσταση από αυτό το ομαδικό όργιο. Γιατί, εγώ φερ' ειπείν, αποφεύγω ωσάν τον διάολο να πληροφορηθώ ή να ψάξω κάτι για το εν λόγω θέμα. Κι όμως, αμφιβάλλω αν δεν είμαι πλήρως ενημερωμένη. Κι αντί να κάθομαι να σας γράφω ό,τι άλλο σκέφτομαι κάθομαι και αναλύω τις ερωτικές συνήθειες της φυλής των Ελλήνων.


Οι οποίες, αρκούντως χίππικες και προχώ, φτάνουν μέχρι του να ηδονίζονται με τον προδιαγεγραμμένο θάνατο ενός θρησκευτικού ηγέτη. Καθημερινά ανακοινωθέντα, συνοδευόμενα από φωτογραφίες του αρρώστου από τις καλές του εποχές (χαμογελαστός, κοκκινομαγουλίτσος, ευτραφής) μας μπάζουν κι εμάς στην κάμαρά του, έχουμε άποψη για το αν ο θεράπων ιατρός του έκανε ό,τι έπρεπε όταν έπρεπε, στοιχηματίζουμε πάνω στον θάνατό του. Η κυνική πλευρά μου (η οποία τον εν λόγω κύριο τον μισούσε θανάσιμα) λέει πως ό,τι έσπειρες θερίζεις. Η επιχειρούσα - την - ανθρωπιστική - μεταστροφή πλευρά μου λέει πως ο άνθρωπος πρέπει να πεθαίνει όπως επιλέγει. Δικαιούμενος την μοναξιά του θανάτου. Και αυτά τα αδηφάγα μάτια και αυτιά μας, λοιπόν, μας οδηγούν στην απώλεια του δικού μας χρόνου, στην απώλεια της ουσίας, στην απώλεια της φαντασίωσης ενός home-made ερωτικού DVD (αν μου πει κάποιος ό,τι φαντάζεται τον Ζαχόπουλο περιπτυσσόμενο μετά της Τσέκου και φτιάχνεται θα τον διαγράψω από τα links μου).


Οι Άγγλοι όταν έχουν τις “μαύρες” τους (που λέμε εμείς) νιώθουν “blue”. Αιώνες μετά ο Έλληνας, εκ των περιστάσεων, προσεγγίζει αυτήν την ματιά στα πράγματα. Όχι γιατί έγινε όλη η Ελλάδα μπλε (τότε θα πηδούσαμε ομαδικά από τον 50ο όροφο -για σιγουριά- πολλοί περισσότεροι). Μπλε, όμως, θα πρέπει να νιώθουν πολλοί παρακολουθώντας όλα αυτά. Ένα βήμα πριν το μαύρο. Μπλε νιώθω κι εγώ, λοιπόν, καταμπλέ μην σας πω. Όχι μόνο γιατί εκνευρίζομαι. Όχι μόνο γιατί απογοητεύομαι. Αλλά γιατί βαριέμαι. Ο βαθμός της εξοικείωσης, “συνελλόντι ειπείν” (αθάνατε Μιχαλακόπουλε!) με το ομαδικό σεξουαλικό όργιο και την κρυφή κάμερα, έχει επιφέρει απάθεια. Ήμουν που ήμουν τελείως αδιάφορη για τις κρυφές κάμερες (εν αντιθέσει με τις φανερές) και τις προσωπικές ερωτικές επιλογές του καθενός, απόγινα τώρα. Κι έτσι σκεφτόμουν τον κύριο Μενέλαο σήμερα. Αν ήξερα ότι φοράει άσπρη σωβρακοφανέλα, τα βυζιά του κρέμονται, έχει πηδήξει το μισό χωριό και γουστάρει σοδομισμό το πιθανότερο είναι να μου φαινόταν τόσο ξενέρωτος όσο και τα κολωνάκια του δήμου Αθηναίων και το σήκωμα του καπέλου του ένα φτηνό τρικ για να γαμήσει.