Thursday 6 March 2008

Κι ας μην ξέρουν να διαβάζουν νότες, τα πουλιά τραγουδούν ακόμη εδώ Μελίνα


Να σου πω την αλήθεια μου δεν ξέρω πώς να σου τα γράψω όλα αυτά... Έγινε πάλι το μπαμ μέσα μου -αυτό το μπαμ, που δεν χωράει σε όρους λεξικών όπως η “έκρηξη”- κι εγώ μαζεύω τα συντρίμμια που κυλάνε σε φλέβες και συναρμολογούν αυτό το σκόρπιο σώμα σε μνήμες και ερείπια που προβάλλονται στο μέλλον. Τι να σου πω τώρα κι εγώ, σκόρπια μέχρι και η πρώτη μου πρόταση, αναντάμ παπαντάμ που θα έλεγε και η Βαρβάρα. Ήθελα να σου πω για όλα αυτά που περνούν από μπροστά μου και χάνονται, κερδισμένα από την ανημπόρια μου απέναντι στον χρόνο. Να σου πω για όλα αυτά που με τρομάζουν. Όχι τα “δικά” μου, ξέρεις, αυτά που ο καθένας θέλει να νιώθει μόνο δικά του, ιδιοκτησιακά προβλήματα δηλαδή, αλλά για τα άλλα... Αυτά τα άλλα που ποτέ δεν ήταν και τόσο ξένα και ώρες ώρες γίνονται τόσο δικά μου που ψάχνω μια κιμωλία να τραβήξω μία γραμμή και να ανακηρύξω το δικό μου, απρόσβλητο σύνορο.

Είναι αυτές οι χώρες που με τρομάζουν. Αυτές που δεν κατακτήθηκαν από κανέναν αλλά μας μεγάλωσαν, μας έθρεψαν και μας παραχώρησαν ευγενικά το δικαίωμα της εκπόρνευσης και εκμετάλλευσής τους. Αυτές που έγιναν το ταψί της πίτας μας, που μας μάντρωσαν σε μία γραμμή του χάρτη και μας χώριζαν πάντα σε ήρωες και δειλούς, εραστές τους και αντίζηλους. Αυτές που έκαναν αιμοκάθαρση με αίμα δικό μας και σάπισαν στις ρυτίδες μας. Είναι αυτές οι πατρίδες που με τρομάζουν. Αυτές που γεννήθηκαν μαζί μας σαν το γονίδιο που δεν μπορείς να τιμωρήσεις στην γωνία γιατί θα χάσεις το σώμα σου, αυτές που πιο συχνά τις βλέπεις να γυαλίζουν στην άκρη του δάχτυλου που σου κουνιέται επιδεικτικά αντί να σε ρωτάνε αν σου αρέσει το καινούριο τους φόρεμα. Αυτές που απαιτούν κορώνες για να σε συνοδεύουν πάντα σε ένα χαρτί, μία γλώσσα, στους δεσμούς που θα σου χαρίσουν απλόχερα με τόσους άγνωστους σαν να είναι πακέτο συνδρομής σε εταιρία που σου χαρίζει και το rooter. Κορώνες χρυσοποίκιλτες ή κορώνες εκκωφαντικές -ανάλογα την εποχή.

Για μία από αυτές τις πατρίδες, ναι, για αυτήν την πόρνη της αδερφής της, της λέξης “σπίτι”, ο Μίκης -τον ήξερες- βγάζει κορώνες. Για τους άλλους δεν θα σου πω, θα αηδιάσεις. Και ο Μίκης, ναι, αυτός που ήξερες, με κάνει να μειδιώ. Όταν σκέφτομαι πως είναι ένα χαλάκι μπάνιου, με όλα τα χρώματα, υπεραπορροφητικό, με όλα αυτά τα ξέφτια να το κάνουν να φαίνεται απαραίτητο και διαρκώς σε χρήση. Ένα χαλάκι μπάνιου -από αυτά που όλοι σκουπίζουν τα πόδια τους αφού καθαριστούν, ένα χαλάκι που από λάθος αντίδραση στον εγκέφαλο συνδέεται με την καθαριότητα και, όμως, το ίδιο ζέχνει στην βρώμα του. Ξέρεις, νομίζω ότι είμαι ακραία σε κάποια πράγματα. Με χτυπούσε συνέχεια σαν σκέψη προχθές που μοιραζόμουν με έναν φίλο. Ίσως όχι ακραία. Απόλυτη. Του όλα ή τίποτα τύπος που λένε. Σε όσα έχουν σημασία τουλάχιστον. Δεν θέλω την μέση, δεν θέλω τεταρτημόρια. Στα ευθύγραμμα τμήματα που καταλαβαίνω θέλω ένα από τα δύο σημεία δικό μου. Αλλιώς δεν θέλω το τμήμα αυτό. Είναι για αυτό που ό,τι είναι στο ενδιάμεσο με ενοχλεί. Αλλά πιο πολύ με ενοχλεί ό,τι θέλει όλο το ευθύγραμμο τμήμα για την πάρτη του -και ανάλογα από πιο σημείο το βλέπεις να νομίζεις ότι έχει μόνο αυτό.

Σιγά μην καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα, δεν ξέρω, είναι αργά, τα εικοσιτετράωρα κυλούν αβασάνιστα με μικρά breaks για ύπνο -αυτόν τον εκχυδαϊσμένο ύπνο της βιαστικής μας ζωής. Σου έλεγα για τον Μίκη, ναι. Αυτό το χαλάκι μπάνιου που πιο πολύ με κάνει να ντρέπομαι για εμάς, αυτούς (δεν ξέρω ποιοι είναι ακριβώς). Που περιμένουν τον Μίκη να τους συσπειρώσει, να τους εμπνεύσει, να τους δείξει τον δρόμο να βγουν από τη σπηλιά -ο νεοΠλατωνιστής! Για εμάς ντρέπομαι που προσκυνάμε ό,τι και αυτούς που προσκυνάμε, που μία ταμπέλα είναι αρκετή για να πιστέψουμε ότι το μαγαζί όντως πουλάει διαμάντια κι όχι χάντρες. Δεν θα σου πω άλλα για τον Μίκη, δεν είναι ο Μίκης το θέμα... Ούτε το διακύβευμα είναι τα σύνορα της πατρίδας που ταξίδεψε λαθραία στα γονίδιά μας. Ούτε τα Σκόπια, ή ΠΓΔΜ ή όπως αλλιώς αποκαλούν την δική τους πόρνη κάποιοι άλλοι. Το θέμα είναι πως κανείς δεν μιλά για το θέμα. Πως η πόρνη που θεωρούν ότι τους ανήκει, δικαιωματικά και εκ γενετής, αρνείται να τους γαμήσει όπως θέλουν, αρνείται να τους γλείψει και να τους κάνει τα χατήρια. Κι έτσι βγαίνουν τα σύνδρομα του νταβατζή. Η πόρνη είναι δική του να την χτυπά, να την πηδά, να την εκμεταλλεύεται -αν του την πειράξει, όμως, κάποιος, ο “άλλος”, θα τον στείλει στο χαντάκι με την πρώτη ευκαιρία. Δεν θα σκεφτεί ότι πρώτος αυτός παραμέλησε την πόρνη του, την έκανε να τον βαρεθεί, την κακοποίησε -ούτε καν ότι αυτή, ως πόρνη φτηνή και πουλημένη, τον παραμέλησε, δεν κατάφερε να του προσφέρει ούτε μια τόση δα σταγόνα ηδονής. Και το δράμα κορυφώθηκε όταν αυτός κατάλαβε ότι δεν ήταν ικανή ούτε τις παντόφλες να του φέρει.

Άστα να πάνε σου λέω, νιώθω υβρίδιο, νιώθω ότι κάτι λείπει. Δεν είναι πατρίδα μου αυτή, οι πόρνες είναι για αυτούς που όλα τα ευτελίζουν ή για να έρχονται στα ίσα τους παραστρατημένοι κρατικοί προϋπολογισμοί. Δικές μου πατρίδες είναι άλλα. Εσύ θα με καταλάβεις, το ξέρω. Είναι η γλώσσα που μου μιλάει πρώτη όταν ονειρεύομαι, είναι η τέχνη που δεν έχει όνομα νταβατζή αλλά αμέτρητους παραλήπτες, είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα μαγικά τους και επικοινωνούν με χίλιους τρόπους, είναι εκείνα τα ρίγη μπροστά στην τόση ομορφιά και τον τόσο θάνατο. Και μετά έπεσα πάνω στον Μάνο. Όχι τον δικό σου -ή μήπως εσύ ήσουν πιο δική του; Στον άλλο, τον Λοϊζο. Που κάποιος τον ρώτησε πώς και αποφάσισε αίφνης να στραφεί στο ερωτικό τραγούδι. Κι εκείνος του απάντησε πως δεν ήταν ξαφνικό -σαν τον ντουβρουτζά, δηλαδή- αλλά όντως αποφάσισε συνειδητά να στραφεί σε αυτό εντονότερα. Γιατί, είπε, ο κόσμος αρκετά ανέχτηκε το πολιτικό τραγούδι. Του προσφέρθηκε σε μεγάλες ποσότητες, φτάνει πια.

Ας μιλήσουμε για αγάπη, είπε ο Μάνος. Και, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, σου γράφω αυτά και ακούω το “Εφτά τραγούδια θα σου πω”. Όχι, μην βιαστείς να με κρίνεις, δεν θα πιστέψεις πόσο διαφορετικά είναι αυτά που ακούω. Αλλά, να, ακούω αυτό και μετά φτάνουν στα αυτιά μου άλλες κορώνες... Κορώνες που πασπαλίζονται με γαρύφαλλα από αυλικούς σε χώρους που τα μικρόφωνα μοιάζουν πάντα με φαλλό, κορώνες που στηρίζονται σε κεφάλια που κρύβουν “μυστικούς συνδυασμούς” και τρώνε από το τραπέζι μου αφήνοντάς μου τα ψίχουλα... Όλοι μιλάνε για έρωτα στα τραγούδια τους, μ' ακούς; Τον βάζουν στο μικροσκόπιο, τον μελετούν, έπειτα τον τεμαχίζουν στις μικρές στιγμές του και πιάνουν να μιλάνε για τον έρωτα στη φάση της πρώτης ματιάς, της δεύτερης, έπειτα για τη φάση του στόματος, τη φάση του κρεβατιού... Και τον πάνε, τον ξεπροβοδίζουνε μέχρι τον θάνατό του και την γέννηση ενός άλλου. Μιλούν για έναν έρωτα εύκολο, εξευτελιστικά προσιτό στον καθένα να πιάσει και να γράψει για αυτόν σαν να γεννηθήκανε μαζί, από την ίδια μήτρα. Ο έρωτάς τους πωλείται στα ράφια των σούπερ μάρκετς, έχει ταινία γνησιότητας, εγγύηση ποιότητας από τον καλύτερο συνθέτη της αντιγραφής, πασαπόρτι του τον αναστεναγμό και η ταυτότητά του δεν αναφέρει τίποτε για ύψος.

Και σκεφτόμουν, και με έτρωγε, να σου πω ότι αν ο Μάνος ζούσε θα είχε την διορατικότητα σήμερα να πει το αντίστροφο από αυτό που είχε πει τότε. Για τα πολιτικά τραγούδια που θα μας ξεδιψούσαν. Όχι τίποτε άλλο, αλλά τα πολιτικά του Μίκη τό σκασαν από καιρό. Έχει μείνει το αποτύπωμά τους και η ηχώ τους -γιατί τέτοια κοινωνία είμαστε πια, του θαμπού αποτυπώματος και της ηχούς, όχι της κίνησης του χεριού και της δημιουργίας μελωδιών- να θυμίζουν ότι κάποτε υπήρξε και το ίδιο το κάποτε. Μια χαρά ακούγονται και τώρα, αλλά να, όσο να 'ναι με χαλάει να ακούω αυτά και στο μυαλό μου να έχω τον Μίκη του τώρα, του κάποτε, του ποτέ ξανά. Θέλει τον έρωτά του το πολιτικό τραγούδι, εσύ πιστεύω, μέσα σε λίγους, αυτό θα το ξέρεις. Αν ήσουν εδώ θα μου το έλεγες πρώτη, θα έπαιρνες την κιθάρα μου και θα μου τραγουδούσες την πιο ερωτική πολιτική μπαλάντα που φτιάχτηκε ποτέ.

Και μέσα σε όλα αυτά, το μυαλό μου είναι κολλημένο στον Σπίθα. Αυτόν, τον πιο αριστοκράτη βλάχο της βρώμικης γωνιάς του δρόμου. Που την σακαράκα του την λέει βίλλα, και κοιμάται σε αυτήν τρέμοντας σύγκορμος από συγκίνηση κάθε που η βροχή μαστιγώνει τη λαμαρίνα της. Αυτόν που η μαγκιά του δεν του επέτρεψε ποτέ να συγκρίνει την βίλλα του με τις μερσεντές που παρκάρουν δίπλα του, παρά νιώθει πως το πιο εύκολο είναι να βάλεις τρικλοποδιά στα μερσεντικά. Γιατί αυτοί που τον προσπερνούν σε αυτά έχουν το κεφάλι στραμμένο ψηλά και δεν κοιτούν ποτέ χάμω, εκεί που στήνονται τα καλύτερα παιχνίδια κλωτσοπατινάδας. Ναι, ο Σπίθας είναι μια πατρίδα μου, μια πατρίδα λυτρωτική, τέτοια που δεν μου χαρίζεται και δεν με αδικεί -ό,τι κι αν γίνει.

Κι όλα αυτά στα λέω σήμερα, έτσι, αναντάμ παπαντάμ τελικά. Δεν σε σκέφτηκα μόνο σήμερα, για κάποιον περίεργο λόγο είσαι πάντα εδώ. Είναι αυτή η αύρα που σε περιβάλλει. Όταν κοιτάς, όταν τραγουδάς, όταν αναστενάζεις, όταν τραντάζεσαι από τα γέλια, όταν περπατάς μέσα σε αυτήν την cigarette φούστα σου φορώντας από πάνω την φανέλα του Ολυμπιακού και μια φαρδιά ζώνη, όταν ρωτάς με νάζι τόσο αυθάδικο που κανείς δεν θα σκεφτεί ότι έχει άλλη επιλογή, όταν απλώνεις τα χέρια σου πάνω σε έναν αέρινο σταυρό και χορεύεις... Είναι όλα αυτά. Και άλλα. Τόσα πολλά που κάποιος θα έπρεπε να έχει γεννηθεί και να ζει μέσα σου για να τα παρατηρεί όλα. Και μετά, έτσι εύκολα που το κάνουν οι αποχωρισμοί, σε έστεψαν με την δική τους κορώνα. Της τελευταίας ελληνίδας θεάς. Τι τα θες αδερφάκι μου, από τίτλους να φαν' κι οι κότες. Αν δεν ήσουν θεά θα ήσουν Η σταρ ή τα ωραιότερα μάτια ή αυθεντική ή η ασυμβίβαστη. Τίτλοι, τίτλοι που στοιβάζονται σε εύκολες κόλλες και μνήμες υπολογιστών και απονέμονται με κλήρωση μετά από κάθε φανταχτερή κηδεία.

Εγώ, όμως, πάνω από όλα σήμερα ήθελα να σου πω ότι όντως ήσουν από θεϊκή σκόνη φτιαγμένη. Θα μου πεις τι σημασία έχει που το λέω εγώ και σιγά τα λάχανα μωρέ παιδάκι μου, αλλά για εμένα έχει. Για εμένα που μισώ ακόμη και την ακουστική της λέξης “πρότυπο”, που νιώθω πως οι άνθρωποι που γίνονται πρότυπα είναι άνθρωποι φτιαγμένοι από τους κατακερματισμένους και κλεμμένους εαυτούς άλλων. Για εμένα ήσουν από θεϊκή σκόνη φτιαγμένη. Δεν με νοιάζει αν ήσουν η “τελευταία” (που, μεταξύ μας, εύχομαι όχι) ελληνίδα θεά. Με νοιάζει ότι ήσουν. Έτσι. Τόσο απλά. Και τόσο απόλυτα. Χωρίς αντίλογο, χωρίς μετριασμούς του θριάμβου, χωρίς τίποτε από αυτά τα χαρακτηριστικά του ελιτίστικου αντιλόγου. Αυτό ήθελα να σου πω πάνω από όλα σήμερα, Μελίνα.