Sunday, 13 July 2008

Ο Θεός είναι μετανάστης (συνέντευξη με τον Yotuel Romero των Orishas)

Νοέμβριος του 2004. Ασφυκτιώ μέσα στο μάλλινο ζιβάγκο μου και τα 20 τετραγωνικά του αγγλικού apartment. Οι αποδράσεις μου έχουν τετράγωνο σχήμα και διπλά τζάμια. Έτσι μόνο αποδράς στην Βρετανία, μέσα από παράθυρα φτιαγμένα να σε κρατάνε εντός αλλά να σε κάνουν να ονειρεύεσαι εκτός. Στο Coundon βρέχει στάλες απελπισίας. Στην Gosford Street η ιτιά τινάζει τις σταγόνες από πάνω της, μία κάμερα καταγράφει έναν σκίουρο που διασχίζει τον δρόμο τρέχοντας και μία Jaguar παρκάρει στη συνηθισμένη της θέση. Στο κλειστοφοβικό apartment μονομιάς βγαίνει ήλιος. Βρίσκομαι στο καταφύγιό μου στην Κέρκυρα, στην παραλία των τριών χιλιομέτρων και του κανενός ανθρώπου, φυσάει μαΐστρος κι εγώ ακούω το «Mujer» των Orishas. God save BBC2. Η συνέχεια της απόδρασης εξαρτάται από το bandwidth. «Download complete in 1' και 40”». Ο Βραζιλιάνος Menezes δολοφονείται εν ψυχρώ από τις βρετανικές αρχές γιατί μοιάζει με βομβιστή, ο Tony υπερασπίζεται το δικαίωμα των Βρετανών να διατηρούν την βρετανική σημαία ψηλά, αμόλυντη από προσμίξεις ανεπιθύμητων μεταναστών, και στο σκληρό μου δίσκο το «Emigrante» φορτώνει ξανά και ξανά, διαχέεται από το τύμπανο στις φλέβες μου. No te preocupes, αδελφέ, είμαστε όλοι emigrantes στον κόσμο τούτο...

9 Ιουλίου του 2008. Ιδρώνω κάτω από ένα άρρωστο πεύκο, ανοίγω το χαρτιά μου, δοκιμάζω αν το στυλό μου γράφει και τσεκάρω για έβδομη φορά ότι το κινητό μου έχει φουλ σήμα. Δεν θέλω να την κάνω αυτήν την συνέντευξη. Όχι έτσι. Στο μυαλό μου ο Yotuel κι εγώ καθόμαστε στην παραλία στην Κέρκυρα, του δείχνω τους πελαργούς που βουτάνε νωχελικά τα κεφάλια τους στα νερά της λίμνης πίσω μας, κατεβάζουμε λαίμαργα γουλιές παγωμένης τσιτσιμπύρας και συζητάμε μέχρι ο ήλιος να βουτήξει μπροστά στα μάτια μας. «Ms I.D.? Are you ready for the interview?» Απαντάω ναι, βγάζω το καπάκι από το στυλό και νιώθω το στομάχι μου να γίνεται χίλια κομμάτια στο σώμα μου. «You have got twenty minutes.» «Twenty να είναι οι ώρες σου», ανταποδίδω εσωτερικά.

«Hola! Soy Industrial Daisies pero no hablo espanol», δηλώνω αντιφατικά στον Yotuel. «No problem, how are you?», μου απαντάει σε μια γλώσσα που μοιάζει με αγγλικά αλλά δεν παίρνω και όρκο. Ξοδεύουμε τα πρώτα λεπτά απολογούμενοι για την γλωσσική μας ανεπάρκεια, προσαρμοζόμαστε ο ένας στην προφορά του άλλου. Ο Yotuel είναι στην Μαδρίτη κι εγώ στην Αθήνα. Μας χωρίζουν 2.500 χιλιόμετρα και μας ενώνει η μουσική. Σε λίγες ημέρες οι Orishas θα παίζουν την μουσική τους λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι μου κι από κάτω ο κόσμος θα ραπάρει, θα χορεύει salsa, θα τραγουδά, θα υψώνει γροθιές... Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τον προηγούμενο δίσκο των Orishas, «El kilo». «Στον δρόμο τα περάσαμε αυτά τα χρόνια. Παίξαμε σε όλη την Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία...» Ψάχνει να θυμηθεί συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένα πρόσωπα, σαν να προσπαθεί να ξετυλίξει τον μίτο που θα τον ταξιδέψει σε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια και θα τον φέρει στο σήμερα ακέραιο. Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που οι Orishas μετακόμισαν στην Ευρώπη. Πρώτα στο Παρίσι, ύστερα ο Yotuel στην Μαδρίτη, ο Ruzzo στο Μιλάνο, ο Roldan στο Παρίσι. Θα είναι σίγουρα από αυτά τα συγκροτήματα που στέλνουν samples ο ένας στον άλλο και γράφουν τη μουσική τους στο internet, σκέφτομαι. «Πάντα ανυπομονούμε να βρεθούμε όλοι μαζί και να αυτοσχεδιάσουμε, να γράψουμε καινούρια κομμάτια. Μαζευόμαστε στο σπίτι μου στην Μαδρίτη που είναι και στούντιο, και γράφουμε. Ο τελευταίος μας δίσκος, το Cosita Buena, γράφτηκε σε αυτό το στούντιο.» Τον ρωτάω αν η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένας δρόμος που περπατάς μόνος σου. Μου απαντάει, με τον αυθορμητισμό μικρού παιδιού, πως για τους Orishas δεν είναι έτσι, πως ο καθένας μπορεί να γράφει τη μουσική του στο σπίτι του αλλά όλοι ζουν για τη στιγμή που θα πιάσουν τις καρέκλες τους στο στούντιο και θα αρχίσουν να χτίζουν τα κομμάτια τους. «Γράφουμε μουσική πρώτα για τους εαυτούς μας. Θέλουμε τα κομμάτια να ευχαριστούν εμάς, να μας κάνουν να νιώθουμε ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Μετά μπορούμε να τα μοιραστούμε με τον κόσμο στις συναυλίες, είναι το ωραιότερο συναίσθημα.» Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου το 1999 πέρασαν δύο χρόνια σε αεροδρόμια, αυτοκίνητα και λεωφορεία. Στο μυαλό μου έρχεται το Buena Vista Social Club, βραδιές βουτηγμένες στον καπνό και το ρούμι στην Marianao, ιδρωμένα κορμιά να χορεύουν salsa και μουσικοί που κατέρριπταν κάθε έννοια εμπάργκο στέλνοντας την κουβανική μουσική στα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Μόνο που οι Orishas το κάνουν αυτό παρέα με μουσικούς από όλον τον κόσμο, παίζουν μαζί με τους Deftones ή τους Tool, ξεσηκώνουν πλήθη που λίγο πριν χτυπιόνταν με τα ηλεκτρικά κύματα που έστελνε ο Iggy από σκηνής.

7 Ιουλίου 2008. Στα χέρια μου φτάνει το καινούριο cd τους, «Cosita Buena». Το ακούω ολόκληρο για πρώτη φορά ανεβοκατεβαίνοντας την Αττική Οδό. Η άμμος κολλάει στις πατούσες μου, ένα μπαρ από καλάμια σερβίρει ρούμι και μπανάνες. Αυτό είναι οι Orishas για εμένα, η πιο μελωδική μέθοδος διακτινισμού. Από την αρχή έτσι επιδρούσαν πάνω μου. Η μουσική τους κουβαλά πάντα την Κούβα, τα λικνίσματα και τον ιδρώτα των latinos. Και ξαφνικά όλα αυτά μπλέκονται με το hip hop, σπάνε τα εμπάργκο των αποστειρωμένων πολιτικών χειρουργείων και θριαμβεύουν. Όχι το φτηνό hip hop που ξεπηδά από studios με κόκκινα χαλιά στο L.A.· ούτε αυτό που βασίζεται στην εικόνα γυμνών οπισθίων μαύρων καλλονών και χρυσών αλυσίδων στον λαιμό απόκληρων παιδιών των γκέτο που πιάσαν την καλή. Ένα hip hop ξεσηκωτικό, συνδεδεμένο ακόμα με τις ρίζες του στον κοινωνικό αποκλεισμό και την βροντερή διαμαρτυρία. Ο Fellini κάποτε έγραψε πως ο καλλιτέχνης είναι σαν το δέντρο· μπορεί να μεγαλώσει και να ανθίσει μόνο εκεί που είναι οι ρίζες του. Με όλον τον σεβασμό, Federico, οι Orishas σου έβαλαν τα γυαλιά. Το πρώτο τους single από τον καινούριο τους δίσκο, «Bruja», μεταφράζεται σε ένα videoclip παρωδία των spaghetti westerns και των «σκονισμένων» ταινιών του Ταραντίνο. Πρωταγωνίστρια η Rossy de Palma, αυτή η «γκουερνική» φυσιογνωμία που έδωσε μορφή στις οπτασίες του Αλμοδόβαρ. «Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την Rossy;», ρωτάω δηλώνοντας ταυτόχρονα τον θαυμασμό μου για αυτήν. «Α, είναι καταπληκτική ιστορία! Δεν την γνωρίζαμε την Rossy μέχρι που ο σκηνοθέτης πρότεινε να συνεργαστούμε μαζί της για το videoclip. Της τηλεφωνήσαμε, λοιπόν, και η απάντησή της ήταν «Yes, yes, yes!!! I love you guys!». Ήταν φαν της μουσικής μας εδώ και χρόνια! Περάσαμε καταπληκτικά στα γυρίσματα, η Rossy είναι υπέροχη.»



Του εξομολογούμαι πώς έτυχε και τους πρωτοάκουσα, emigrante στην Αγγλία, εκείνο τον βροχερό Νοέμβριο του 2004, νωτισμένη από βροχή και νοσταλγία, πως η μουσική τους με έκανε να νιώθω αισιόδοξη μέσα από τα κύματα οργής και μελαγχολίας που έστελνε κι ας μην καταλάβαινα γρι. Η συνομιλία μας αποκτά άλλον βαθμό οικειότητας. «Και για εμάς τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Βρεθήκαμε στο Παρίσι, έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από αυτό που ξέραμε έως τότε, να μην ξέρουμε λέξη γαλλικά, αβέβαιοι για το μέλλον. Νιώθαμε ακριβώς όπως κι εσύ. Κι όλα αυτά βγήκαν στο Emigrante.» Τώρα πια πώς νιώθουν οι Orishas; «Μόνο χαρούμενοι θα μπορούσαμε να νιώθουμε. Κάνουμε τη μουσική που μας αρέσει, καταφέραμε να φτάσει αυτή στο κοινό και αλωνίζουμε τον κόσμο κάνοντας live εμφανίσεις όπου όλοι περνάμε καταπληκτικά. Δεν έχει σημασία αν μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα ή αν οι καλλιτέχνες με τους οποίους εμφανίζεσαι παίζουν το ίδιο στυλ μουσικής με εσένα. Η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα. Γιατί ο κόσμος, τελικά, πάει στις συναυλίες για να περάσει καλά. Να πιει τις μπύρες με τους φίλους του ακούγοντας την μουσική που γουστάρει, να χορέψει, να ξεχάσει όσα τον στενοχωρούν και απλά να περάσει καλά.» Κι έτσι οι Orishas, δέκα χρόνια τώρα, γυρίζουν, ξυπνούν σε διαφορετικά δωμάτια, δοκιμάζουν πιάτα του «δυτικού κόσμου» που ως πιτσιρίκια στην Κούβα του Κάστρο δεν φαντάζονταν ποτέ, χορεύουν και τραγουδάνε μπροστά στους ενοίκους πύργων της Βαβέλ που καταλήγουν να μιλούν την ίδια γλώσσα.

Πώς είναι άραγε να είσαι νομάδας του «πολιτισμένου» κόσμου, να αφήνεις τους χωματόδρομους της Αβάνας για τις αχανείς calles της Μαδρίτης; Δεν σου λείπει ποτέ η αλάνα που μεγάλωσες, οι δικοί σου που συνεχίζουν στις τροχιές τους μακριά από εσένα, το σπίτι που έχει ακόμα το άρωμα της εφηβείας σου; «Προσπαθώ να επιστρέφω τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι...» Δεν ξέρω πώς λέγεται ο «νόστος» στα ισπανικά, Yotuel, ξέρω όμως πώς είναι να γυρίζεις σε μία χώρα-μάνα τώρα ξένη, αλλαγμένη όπως η Πηνελόπη όταν την πρωτοαντίκρυσε ο Οδυσσέας ανάμεσα στους μνηστήρες -όχι δικιά σου πια. «Δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει πολλά στην Κούβα από τότε που έφυγα», μου απαντάει διστακτικά. «Ναι, αλλά ο Fidel αποσύρθηκε μετά από μισό αιώνα! Αυτό δεν είναι μία τεράστια αλλαγή από μόνο του;» «Ξέρεις, ο κόσμος νομίζει ότι Κούβα είναι ο Fidel. Όμως, οι Κουβανοί είναι αυτοί που είναι ανεξάρτητα από αυτόν. Ευγενικοί, ευαισθητοποιημένοι και ανήσυχοι... ξέρεις... Communistas... Κι αυτό δεν αλλάζει επειδή ο Fidel έφυγε.» Εγώ επιμένω. Θέλω να ακούσω ότι κάτι αλλάζει στην Λατινική Αμερική, ότι αυτή η υπόσχεση που κρύβεται στο αιώνιο βλέμμα του Τσε αρχίζει να εξαργυρώνεται. Ρίχνω στην συζήτηση τα βαριά χαρτιά μου. Τον Τσάβες, τον Μοράλες, τον Κορέα... «Εγώ συνεχίζω να βλέπω ότι καταφτάνουν στην Ισπανία μιλούνια πρόσφυγες από το Εκουαδόρ, την Χιλή, την Βενεζουέλα, την Κούβα... Γιατί στην χώρα τους πεινάνε, δεν έχουν δουλειές, δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη... Μέχρι να αλλάξει αυτό τίποτε δεν αλλάζει ουσιαστικά. Οι αλλαγές θέλουν χρόνο. Αλλά για να είναι αλλαγές πρέπει κυρίως να απεικονίζονται στο βιοτικό επίπεδο των λαών, όχι στα ονόματα των προέδρων μόνο.» Κατάλαβα, Yotuel, ο Τσάβες είναι ό,τι πρέπει για χολιγουντιανό σενάριο με πλοκή που κόβει την ανάσα και γκάνγκστερ που κινούνται υπογείως, αλλά το καθημερινό σενάριο της Λατινικής Αμερικής είναι το ίδιο δεκαετίες τώρα.

Orishas, κατά την αφρικανική παράδοση, είναι τα πνεύματα που απεικονίζουν τα διαφορετικά πρόσωπα του Olodumare (Θεός). Δραπέτευσαν από την Αφρική μαζί με τους σκλάβους στα αμπάρια των πλοίων που έφταναν στην Αμερική αιώνες πριν. Για τον δυτικό, προσκολλημένο στην επιστήμη, άθεο άνθρωπο είναι άλλος ένας μαγευτικός θρύλος. «Τι είναι Θεός για εσένα, Yotuel;» Περίμενα να μου πει ότι μπορεί να είναι τα πάντα, ότι είναι οι ρίζες μας, ότι είναι ό,τι μας κάνει να ελπίζουμε· όλα αυτά, δηλαδή, που εφευρίσκει ο δυτικός άθεος επιστήμονας για να αιτιολογήσει κοινωνικά την πίστη του. Παίρνει βαθιά ανάσα, αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα, χάνω τα μισά όπου μιλά γρήγορα ή το τηλέφωνο κάνει διακοπές. Αλλά μου τα λέει έτσι όλα αυτά, μπουρδουκλωμένα, αφημένος στον ρυθμό του συνειρμού που δεν θέλω να τα σιάξω για να διαβάζονται λογικά και εύκολα. «Οι άνθρωποι δίνουν διαφορετικά ονόματα στον Θεό. Για κάποιους είναι Orishas, για εσάς Jesus, για κάποιους άλλους Βούδας. Και ολοένα και περισσότερος κόσμος νιώθει πιεσμένος, απογοητεύεται, περικυκλώνεται από δυσάρεστες καταστάσεις. Και τότε στρεφόμαστε στο Θεό, αναρωτιόμαστε πού είναι, γιατί δεν κάνει κάτι, τι έχει να απαντήσει σε όλη αυτήν τη δυστυχία που βλέπουμε γύρω μας... Είδες τι γίνεται με το Νταρφούρ, το Θιβέτ, σε κάθε μήκος και πλάτος της γης παράλληλες ιστορίες δυστυχίας και εκμετάλλευσης... Νιώθουμε ότι τον χρειαζόμαστε, ότι μπορεί να μας λύσει όλα τα προβλήματα... Δεν ξέρω να σου πω αν υπάρχει όπως εμείς τον φανταζόμαστε, ή αν λέγεται έτσι. Ξέρω, όμως, σίγουρα ένα πράγμα. Ότι οι κυβερνήσεις που παρουσιάζονται ως Θεοί δεν είναι. Η κυβέρνηση δεν είναι ο θεός. Γιατί ο Θεός, αν υπάρχει -κι ό,τι κι αν είναι, πάνω από όλα αγαπάει τα δημιουργήματά του. Αγαπάει τους ανθρώπους. Βλέπεις, λοιπόν, ότι οι κυβερνήσεις, όλοι αυτοί με την εξουσία στα χέρια τους, δεν είναι θεοί. Δεν είναι καν άνθρωποι. Όπως με αυτόν τον καινούριο, γαμημένο, νόμο για την μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ε, όχι, δεν είναι άνθρωποι αυτοί!».

14 Ιουλίου 2008. Κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό οι Orishas, για άλλη μία φορά, θα ενωθούν με το κοινό τους. Που θα λικνίζεται όπως όπως στους κουβανικούς ρυθμούς τους, που θα πίνει την μπύρα του ζητώντας το αγαπημένο του κομμάτι, που θα καταλαβαίνει τα πάντα κι ας μην μιλάει ισπανικά, που δεν θα νοιάζεται να καταλάβει τίποτα γιατί απλά θα περνάει καλά. Την ίδια στιγμή στα σύνορα ξυπόλητοι λαθρομετανάστες θα γδέρνουν τα πόδια τους και δεν θα βγάζουν κιχ για να μην τους αντιληφθούν οι συνοριοφύλακες, σάπιες μαούνες θα αναποδογυρίζουν στα νερά του Αιγαίου, ορφανά θα καταλήγουν σε καταυλισμούς χωρίς νερό μέχρι να απελαθούν από ένστολους. Emigrante, αδερφέ, θα πει θύμα του πολιτισμένου κόσμου. Δηλαδή δικό μου θύμα, δικό σου, δικό μας.



Οι Orishas θα εμφανιστούν μαζί με τον Αργεντίνο Federico Aubele στο θέατρο Λυκαβηττού στις 14 Ιουλίου.