Tuesday 9 October 2007

Η Μόνα Λίζα του Πικάσο

“Η δεσποινίδα Industrial Daisies;”
“Η ίδια.”
“Δεσποινίς Industrial (υποθέτω ότι αυτό διαχωρίζει το ψευδώνυμό μου σε δύο μέρη, industrial – όνομα και daisies – επίθετο), σας έχουν ενημερώσει από το Πανεπιστήμιο ότι επιλεχθήκατε να εργαστείτε αυτό το εξάμηνο στον τομέα Πολιτισμού;”
“Δεν είχα ιδέα!” (Χοροπηδητά, ποδοσφαιρικοί βουβοί πανηγυρισμοί, χειροκροτήματα που με αποθεώνουν μέσα στο κεφάλι μου...)
“Πρέπει να συνεννοηθούμε λίγο για τις επιτηρήσεις που καλείστε να κάνετε στις εξετάσεις των προπτυχιακών...”
Στομαχόπονος.

Καφές, τσιγάρα και στομαχόπονος. Η ώρα είναι εφτά το απόγευμα σε ένα κτήριο τόσο χαμηλοτάβανο που σε κάνει να νιώθεις γίγαντας. Απαραίτητο συναίσθημα για έναν επιτηρητή... Η καθηγήτρια έρχεται, μοιράζουμε τα θέματα, επεξηγήσεις. Έχω ήδη τρομοκρατηθεί, θέλω να φύγω, δεν πειράζει ας μην δουλέψω στο τμήμα πολιτισμού -μπορώ κι αλλιώς. Να τους αφήσω δυο ώρες, να κάνω ό,τι κουμάντο νομίζω για την αντιγραφή -αλλά αφού φύγει. Χριστέ μου, θα φύγει! Τούτα δω τα παιδιά είναι στην ηλικία μου, κάποια είναι μεγαλύτερα, η “αγία οχτάδα” στο πάνω μέρος της αίθουσας αψηφά και την ίδια την καθηγήτρια. Θέλω να φύγω.

Σαν το διάολο και οι συμπτώσεις, σε διεγείρουν -διάβαζα, καθυστερημένα, κυριακάτικο έντυπο πριν από λίγες ημέρες κι έπεσα πάνω στο Harvard. Θα μου πείτε, θες δεν θες κάποια στιγμή οφείλεις να πέσεις πάνω στο Harvard. Το Harvard είναι παντού -εσύ πρέπει να προσέχεις πώς θα πέσεις επάνω του. Μιλούσε, λοιπόν, ένα από τα αξιότιμα μέλη της μικρής ελληνικής κοινότητας του Harvard (επίσης, να σας προειδοποιήσω: όποιος το “Harvard” δεν το διαβάζει σωστά τόση ώρα, τουτέστιν με προφορά άκρως αμερικανική, το “r” το θέλω με τη γλώσσα καλά στριφογυρισμένη στην στοματική κοιλότητα -ε, όποιος δεν το διαβάζει σωστά ας μην κάνει τον κόπο να διαβάσει παρακάτω. Μιλάμε για κείμενο υψηλού επιπέδου.). Πού είχα μείνει... Ναι, μιλούσε λοιπόν αυτό το αξιότιμο μέλος κι έλεγε σε κάποιο σημείο πως στις περισσότερες εξετάσεις δεν υπάρχουν επιτηρητές γιατί, λέει, δεν αντιγράφουν εκεί στο Harvard. Γιατί είναι, λέει, ντροπή και υπάρχει κι ένας κώδικας που τηρούν όλοι. Στο Greek (to “r” το θέλω ελληνικό, μην ξεχνιόμαστε) κανείς δεν το εκτιμά αλλά, σας διαβεβαιώ, υπάρχουν όχι ένας αλλά πολλοί κώδικες. Το ότι οι Έλληνες φοιτητές είναι σεμνοί, κι όχι ψωνισμένα καπιταλόμουτρα θερμοκηπίου, για να βγουν να το διαλαλήσουν από εφημερίδες κι έντυπα δεν αναιρεί το γεγονός ότι κατέχουν υψηλούς κώδικες σε αναφορά με τις εξετάσεις. Ο Μορς σαφώς και είναι ξεπερασμένος, σε λίγο καιρό φοβούμαι και οι παραδοσιακές σμικρύνσεις αποσπασμάτων της ύλης, όμως -φευ!- ας μην κάνουμε το λάθος να θαυμάζουμε ωσάν χάνοι τους συναδέλφους μας στο εξωτερικό. Μπορεί εις τους Λόνδρους και εις το Harvard ο καιρός να είναι αρωγός του φοιτητή -άμα έβρεχε, πουλάκι μου, έντεκα μήνες το χρόνο όλοι Einstein θα ήμασταν- όμως εις τας Αθήνας πάλλεται η ψυχή του αιώνιου φοιτητή. “Αιώνιου” όχι ασφαλώς επειδή φοιτεί αιωνίως -αυτοί οι χαρακτηρισμοί προέρχονται από κακεντρεχείς ηλίθιους δημοσιογραφίσκους (κι αυτό το γράφω με πάσα σοβαρότητα)- αλλά επειδή εξελίσσει κώδικες στο διηνεκές. Το ελληνικό σκονάκι θα μείνει στους αιώνες. Και θα εξελιχθεί μαζί με την τεχνολογία. Στο μέλλον θα αντιγράφουμε μέσω οπτικών ινών που θα απλώνονται κατά μήκος και πλάτος των ορόφων που βρίσκονται οι αίθουσες.

“Καλά ρε μαλάκα, εσένα βρήκανε για τέτοια δουλειά;”
“Άστα...Δεν βρίσκω και τα Losec...”
“Τι θα κάνεις; Θα τους τα σπάσεις εντελώς;”
“Δεν ξέρω, όχι... Δεν γίνεται. Άμα μέχρι τώρα δεν έχουν αντιληφθεί την αξιοπρέπειά τους κάπως, ε, δεν μπορώ εγώ να πάω να τους το επιβάλω."

Αυτά τα παιδιά έχουν δώσει τριάντα μαθήματα σε ενάμιση μήνα! Θέλει και λίγο θράσος να φυτεύεις Κέρβερους γύρω τους...

"Δεν ξέρω. Ίσως, αν κάποιοι το παρακάνουν, με λίγο χιούμορ να τους μαζέψω. Αλλά εγώ κόλλα δεν παίρνω. Ούτε σημειώνω γραπτό."

Απαράδεκτες τακτικές. Πώς να μην έχεις αντιγραφή όταν φυτεύεις εξουσιαστικό έλεγχο; Είναι σαν την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική -όποιος έπινε, δεν έπινε απλά, αλκοολικός γινότανε από την καταπίεση που είχε φάει!

“Μαλάκα, θα σου ξεφύγει η κατάσταση.”
“Losec; Πού είναι έστω ένα γαμημένο Losec!”

Μαζί μου στην αίθουσα είναι μία κοπελοκυρία (από αυτές τις γυναίκες που το πρόσωπο σου μαρτυρά μια ηλικία γύρω στα εικοσιεφτά με τριάντα και το ντύσιμο μία ηλικία γύρω στα τριανταπέντε με σαράντα) με τακούνια που κάθε φορά που αποφασίζει να τριγυρίσει ακούγονται στα πλακάκια της αίθουσας σαν το σφυρί πάνω σε γκονγκ. Αν κάποιο από τα παιδιά που γράφουν δεν μου κάνει τη χάρη να τη σκοτώσει νομίζω πως δεν θα το αποφύγω. Κάθε τόσο χτυπά το στυλό της πάνω στην έδρα και κάνει “Σςςςςςςςςς”· είμαι σίγουρη πως στις πλάτες μου παίζεται κάποια συμπαντική φάρσα κι έχω επιστρέψει στη νομική, στις αίθουσες που μας επιτηρούσαν κάθε φορά οχτώ επιτηρητές-υβρίδια (η επίσημη εκδοχή μου λέει πως προέκυψαν από κάποιο πείραμα που μελετούσε την πιθανότητα μαζικής παραγωγής του “homo hitler-o-stalin” στο μέλλον). Κάποιοι αντιγράφουν “σεμνά και ταπεινά” -λίγες κλεφτές ματιές στον διπλανό ή στο βιβλίο που είναι επιμελώς βαλμένο στην ανοιχτή τσάντα. Ας είναι, το ένστικτο (και η πορεία μου στα φοιτητικά έδρανα) λέει πως αυτοί έχουν διαβάσει και απλά έχουν κολλήσει ή ξεχνούν κάποιο σημείο.

Η “αγία οχτάς” στην κορυφή της αίθουσας σπέρνει τον πανικό στο στομάχι μου, η μακιαβελική γκόμενα που είναι δίπλα μου αρέσκεται στο να χτυπάει το στυλό της και να αντιμετωπίζει τον γέλωτά τους και μια κοπέλα έχει σκύψει τρία χιλιοστά πάνω από την κόλλα και γράφει, γράφει, γράφει με ένα στυλό που στην κορυφή του έχει μια ροζ φουντίτσα που πηγαινοέρχεται σαν παλαβή. Η ικανοποίηση θα έρθει λίγο αργότερα. Αφού το χιούμορ μου (σε όρια σαδισμού μία δυο φορές, το παραδέχομαι) δεν πιάνει (δηλαδή, πιάνει στο να είμαστε όλοι “μια ωραία ατμόσφαιρα” αλλά, δυστυχώς, οι συγκεκριμένοι δεν έχουν την επιφοίτηση που ελπίζω ότι θα τους έρθει) προβαίνω σε δήλωση “σοκ και δέος”. “Μπορείτε να συνεχίσετε να ανταλλάσσετε απόψεις στο θέμα και στο τέλος να γράψω κι εγώ την δική μου να αξιολογηθεί από την καθηγήτρια. Ή, μπορείτε να αλλάξετε μόνοι σας θέσεις και να συνθέσετε απόψεις από εκεί που τις αφήσατε συνεργαζόμενοι...” Μετά από αποτυχημένη αρχική επίπληξη της καθηγήτριας, εξυπνακισμούς του στυλ “α, δεν μπορώ να αλλάξω θέση τώρα -είναι δύσκολο!” το οποίο απευθύνθηκε στην ίδια, χίλια διακόσια χτυπήματα στυλό στην έδρα, εκατόν πενήντα τακουνισμούς στα πλακάκια και ένα Losec και δύο τσιγάρα από την πλευρά μου, επιτέλους! Το “σοκ και δέος” απέδωσε. Αναπαύθηκα λίγο στην αίγλη μου, φαντάστηκα τη λαμπρή μου καριέρα ως επιτηρήτρια, επιδόθηκα σε ανηλεές eye contact που υποδήλωνε μερική ανοχή αλλά με προϋπόθεση το σεβασμό στην εξουσία... Oh dear mother of Jesus and Mary Chain!!!!!! Αισθάνθηκα εξουσία, μολύνθηκα από το μικρόβιο της επιβολής. Επιστροφή στην πραγματικότητα.

Τρίτο τσιγάρο έξω από την αίθουσα, το παιδί με τα μάτια-καθρέφτη φυσικής ευγενείας
βγαίνει να κάνει τσιγάρο -η κλώσσα δεν μας άφησε να καπνίσουμε μέσα. Έχει περάσει μια ώρα και δεν έχει γράψει τίποτα, σκέφτεται να δώσει λευκή και να φύγει, δουλεύει σε δύο δουλειές και την προηγούμενη ήταν από τις εννιά το πρωί μέχρι τις δώδεκα το βράδυ σε αποστολή για το έντυπο που εργάζεται, την καθηγήτρια του μαθήματος την λατρεύει και την σέβεται όσο κανέναν -για αυτό λυπάται που δεν θα γράψει. Αυτό το παιδί, σε ένα τσιγάρο, αποκαλύπτει το γιατί πάμε κατά διαόλου. Ήθελε να της κάνει κι εργασία, μία ταινία μικρού μήκους, το συζήτησε μαζί της και η ιδέα της άρεσε πολύ -όμως, δεν πρόλαβε, οι δύο δουλειές και η έλλειψη του πανεπιστημίου σε κάμερες του στέρησε τη δυνατότητα να έχει μία και μετά έπρεπε να περιμένει από μια ξαδερφή του που σπουδάζει στα Ιωάννινα...

“Δεν φεύγεις αν δεν γράψεις.” Εδώ είναι η εξουσία -στον διάλογο. Κοκκαλώνει για μια στιγμή - “Δεν φεύγεις. Απλά. Έχεις γενικές γνώσεις των θεμάτων, η καθηγήτρια σας έχει βάλει ερωτήσεις κριτικής κι όχι αποστήθισης. Κάτσε και κάντο. Θα νιώσεις καλύτερα.” Χαμογελά δειλά, σχεδόν ντροπαλός, με ρωτάει τι κάνω εγώ, απορεί, το διακωμωδώ, με θαυμάζει (τι άλλο θα ακούσω;). Σβήνει το τσιγάρο του. Μπαίνει στην αίθουσα. Μισή ώρα αργότερα έχει ήδη απαντήσει στη μία ερώτηση και πάει για την δεύτερη. Χαμογελώ.

Η ώρα τελειώνει, τα στυλό έχουν πάρει φωτιά, τα φοιτητοειδή alien με το “Derby” δίπλα τους προσπαθούν να εφεύρουν κώδικα τελευταίας στιγμής, ο Μακιαβέλι δίπλα μου υπογράφει κόλλες που παραδίδονται (αν δεν γίνει καθηγήτρια σε γυμνάσιο να μοιράζει αποβολές θα γίνει σίγουρα δημόσιος υπάλληλος) κι εμένα πλέον δεν με πονά το στομάχι. Μου δίνουν κόλλες και χαμογελούν, “ωραία, έγραψαν καλά” σκέφτομαι, “καλή επιτυχία” λέω κι ελπίζω να καταλαβαίνουν πως το εννοώ, πως δεν είμαι απέναντι αλλά μερικές φορές η κοινωνία χρειάζεται όχθες για να λειτουργήσει (ή να έχει την ψευδαίσθηση ότι λειτουργεί), παίρνω τις κόλλες και κατηφορίζω την Σίνα. Ο πειρασμός είναι μεγάλος, θα δω μόνο ένα-δυο γραπτά, θέλω να δω πώς σκέφτονται αυτά τα παιδιά, λυπάμαι την καθηγήτρια, α! αυτή εδώ είναι ευαίσθητη, αυτός πανέξυπνος, αυτός τυχερός (πρέπει να έχει διαβάσει μόνο Μαρξ στη ζωή του και του έλαχε το χρυσό θέμα!)... Κι αυτός...

Κι αυτός εδώ είναι ο διαχρονικός λόγος που χαμογελά η Μόνα Λίζα. Γιατί η “Μόνα Λίζα του Πικάσο είναι ένα έργο υψηλό”, καντιανά μιλώντας βεβαίως βεβαίως. Έχω την υποψία ότι τον μπέρδεψα. Θα είδε το χαμόγελό μου όταν τον κοίταζα που αντέγραφε και θα μπέρδεψε την Μόνα Λίζα με την Γκουέρνικα. Κάπως έτσι θα έμοιαζε η Τζοκόντα στον Πικάσο· ένα πρόσωπο χιουμοριστικού ολέθρου και διασποράς...