Tuesday 29 January 2008

Macarius Christ(odulus) Superstar

Ναι, ίσως θαύματα να συμβαίνουν. Γιατί μόνο σε θαύμα μπορεί να αποδοθεί η αντικατάσταση του επί εβδομάδων πρώτου θέματος των δελτίων. Δεηθήκαμε κι εμείς, βέβαια, υπέρ αντικαταστάσεως θεματολογίας –όχι, ασφαλώς, υπέρ του θανάτου του Χριστόδουλου, αλλά, τέλος πάντων, η ζωή είναι κυνική μωρό μου, κι ο θάνατος δίκαιος. Κι έβλεπα χθες τηλεόραση, μετά από καιρό, και μου δημιουργήθηκαν απορίες την ώρα που οντολογικής φύσεως ερωτηματικά ανάβλυζαν από το κεφάλι μου.

Ο αρχιεπίσκοπος «εκοιμήθη». Δηλαδή, υπάρχει κίνδυνος να ξυπνήσει ανά πάσα στιγμή και να πάει στράφι το λαϊκό προσκύνημα; Όχι όχι, μάλλον υπονοείται η ομοιότητά του με την Θεοτόκο. Γιατί –τελικά- εκεί καταλήγουμε: τα ράσα ΚΑΝΟΥΝ τον παπά. Κι ένας παπάς «κοιμάται», δεν πεθαίνει ποτέ. Και να η λεζάντα «εκοιμήθη», και να η ανταπόκριση «εκοιμήθη στις 5:15 το πρωί», και να η οιμωγή του κοσμάκη «ήταν ένας από εμάς, ήταν απλός»… Χαμογελώ πικρά, οι αναχρονιστικές απόψεις που του απέδιδα με κοιτούν ειρωνικά από την άκρη της μπάρας και παίρνουν την εκδίκησή τους. Έχω την αίσθηση ότι σύντομα θα καταργηθεί η δημοτική, θα επανέλθει η καθαρεύουσα, θα απαγορευτούν τα στρας και τα μίνι και στα δελτία όλοι –μα όλοι- θα μιλούν με απαλές αισθησιακές/τεθλιμμένες φωνές. Φαντάσου την Τρέμη να «ανακρίνει» τον Καμπουράκη με την γλυκιά, μαμαδίστικη χροιά της: «Δημήτριε, πες μου καμάρι μου, είναι αλήθεια όσα ακούουν τα ώτα μου; Δεν δύναμαι να το πιστεύσω, ήσο πάντα ευγενές και ειλικρινές παιδί.» Ή τον Κακαουνάκη να μιλά καθαρεύουσα με κρητικούς ιδιωματισμούς σαν γέρος που μόλις έπαθε εγκεφαλικό και κοντεύει να πέσει σε εγκεφαλικό κώμα. Πλημμυρίσαμε, λοιπόν, από μελιστάλαχτες φωνές, δημοσιογράφους που αδημονούν να θαφτεί επιτέλους το πτώμα (ω, συγνώμη, ο «κεκοιμισμένος») για να βγουν τα μαχαίρια στην Ιερά Σύνοδο και ύπνο.

Από τις υπεράριθμες αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, τα πικάντικα DVD, τα ηχογραφημένα ντοκουμέντα, τα κεφάλια που πέφτουν, τους μάρτυρες που μπαινοβγαίνουν στα γραφεία ανακριτών σαν τις μέλισσες στο μελίσσι περάσαμε σε μία αύρα μελαγχολίας, θλίψης, καθωσπρεπισμού. Η επικαιρότητα πατάει το pause, ο θάνατος-ύπνος θέλει τον χρόνο του, οι ρυθμοί πέφτουν. Όλα κυλάνε α ρ ρ ρ ρ γ ά. Και οι δημοσιογράφοι μας κουνάνε το δάχτυλο τώρα και μας κάνουν «σσσσσς», ο αρχιεπίσκοπος κοιμάται, ελάτε όλοι μαζί να ξαναγράψουμε την ιστορία του. Αλλιώς. Μακάριος ο κοιμώμενος, θαυμαστά τα έργα του και αμαρτίαν ουκ έχει (ούτε είχε ποτέ, λάθος τα θυμάσαι). Και να σου, μόλις γυρίζω από την δουλειά, η Δρούζα φοράει από την Δευτέρα τα ρούχα της κηδείας. Μιλάει σιγά, το υστερικό της γέλιο έχει εξαφανιστεί. Είναι σεμνή, είναι τεθλιμμένη κι αυτή όπως κι όλο το Πανελλήνιο. Και η Τατιάνα (μα καλά, σοβαρά τώρα, αυτές κάνουν ακόμη τηλεόραση;), βγάζει τον «άλλον της εαυτό», τον σοβαρό ρεπόρτερ επιπέδου Reuters και πάνω, καταστρώνει μεγάλη έρευνα.

Όλοι θυμούνται τον αποδημήσαντα, βοήθησε κόσμο, ήταν απλός, ήταν ευχάριστος, ήταν ο καλύτερος συνομιλητής για να διαφωνείς, ήταν χαρισματικός. Και μελετηρός, θα προσέθετα εγώ. Χωρίς καμία δόση κακίας. Όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, ή κοιμάται (τέλος πάντων, συνεχίζει να με μπερδεύει το θέμα), είναι σαν να περνάει στο απυρόβλητο. Ειδικά στην Ελλάδα. Εδώ πιο εύκολα μιλάς για το μουνί της γκόμενας του κολλητού του Κουμπάρου παρά για το ποιόν ενός δημοσίου ανδρός. Είναι ταμπού. Είναι σαν να λέμε, μία πρωτόγονη κοινωνία την οποία ο Freud ξέχασε να μνημονεύσει στο «Τοτέμ και Ταμπού». Αν την μελετούσε διεξοδικά μπορεί και να είχε γλιτώσει τις τόσες μαλακίες.

Νιώθω νυσταγμένη, νιώθω καταβεβλημένη. Ώρα για γέλιο, ας βάλω Mad. Κι εκεί είναι ο Θέμης Γεωργαντάς, που μας πληροφορεί ότι σε ένδειξη σεβασμού η συνέντευξη με τον καλεσμένο αναβάλλεται. Σεβασμός στους νεκρούς προπαντός. Οι ζωντανοί μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτόν. Δε γελάω, όμως. Κακό σημάδι. Ευτυχώς οι ελπίδες μου δεν διαψεύδονται. Λίγο μετά, ο αφελής-αυθόρμητος-καλός χριστιανός-ευσεβής παρουσιαστής μοιράζεται μαζί μας την όψη του θαύματος. Γιατί εσείς μπορεί να μην το προσέξατε αλλά «μόλις μαθεύτηκε η είδηση το θανάτου του Αρχιεπισκόπου ο καιρός άλλαξε τελείως.» Γολγοθιακή εικόνα, δηλαδή. Μετά τον Χριστό, ο Θεός αποφάσισε να μας τιμωρήσει και για τον θάνατο του Χριστόδουλου. Γιατί, αν είχαμε τα αυτιά μας και τα μάτια μας ανοιχτά όσο ζούσε, θα το είχαμε αντιληφθεί. Ήταν ένας από εμάς (δηλαδή άνθρωπος) και ήταν και ένα κομμάτι του Θεού (όλο «επουράνιο πατέρα» τον αποκαλούσε, αφήνοντας σαφή υπονοούμενα για την θεϊκή του καταβολή). Η δε διάσημη λιποψυχία στη Γεσθημανή αντικαταστάθηκε με μία εκ καρδίας συνέντευξη σε χριστιανικό ταμπλόιντ όπου αναφέρεται ο Χριστόδουλος στην δική του εν Ψυχικώ λιποψυχία: «Θεέ μου, γιατί σε εμένα κι όχι σε κάποιον άλλο;» Τονίζοντας έτσι ακόμα πιο έντονα την θεανθρώπινη φύση του.

Το βράδυ είπα να βάλω λίγο κίνηση στη ζωή μου -όσο ακόμα ζω, γιατί με τόσα που γίνονται ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου κάτσει ο μεγάλος ύπνος (όχι σου λέω, εσύ πεθαίνεις, είσαι κοινός θνητός. Δεν "κοιμάσαι")- και κρατήθηκα μακριά από τον σιδηρόδρομο ενημέρωσης από τις ουρές της Μητρόπολης, τη γενέτειρα και τους φίλους-τεθλιμμένους ιεράρχες. Κι όμως, το μυαλό μου εκεί. Σε αυτήν την επιμονή όλων όσοι μίλησαν να τονίζουν το πόσο απλός ήταν και το πόσο βοηθούσε τον κόσμο. Γιατί στις μέρες μας είναι είδηση η φιλανθρωπία της εκκλησίας. Είναι είδηση το να παραμένει ένας ιεράρχης απλός. Απλός κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών του κρουαζιερών – πεσκέσι του δημοσίου, απλός κατά το δείπνο στο «Four Seasons», απλός μέσα στις λιμουζίνες που τον μετέφεραν παντού. Φιλάνθρωπος, με την περιουσία του πιο πλούσιου - οργανισμού - που - ποτέ - δεν - έχει - δουλέψει - για - τα - αποκτήματά - του. Ας μην γελιόμαστε, σκοπός μου δεν είναι να «θάψω» (τώρα, ξέρω, διαβάζεται πολύ κυνικά η έκφραση αυτή σε τούτη την χρονική συγκυρία) τον Χριστόδουλο. Ούτως ή άλλως, είναι πολύ εύκολο να εκφέρεις άποψη εκ των υστέρων.

Το θέμα είναι ο συντηρητισμός μας. Που δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε από τις μάσκες που επιβάλλονται σε κάθε περίσταση. Τα σκάνδαλα θέλουν τον ανακριτή τους στο δελτίο, το πένθος θέλει χαμηλή φωνή και χρώματα κηδείας, ο θάνατος δεν χτυπάει ποτέ την πόρτα ενός ιεράρχη. Απαγορεύεται ο μη θρήνος. Απαγορεύεται η λέξη "καρκίνος" -"επάρατη νόσος" είναι ο σωστός όρος. Απαγορεύεται να υπάρχει άλλη θεματολογία πέρα από αυτό που επιβάλλεται. Μην χαμογελάσεις Τατιάνα. Άννα, φόρα τη σειρά με τις πέρλες σου από τώρα κι εκείνο το μαύρο πουκαμισάκι με τον στενό γιακά. Θέμη, μην μιλήσεις για μουσική, μόνο αν είναι για βυζαντινούς ύμνους. ΕΡΤ, ψάξε στο αρχείο για υπνωτιστικές εξορμήσεις σε μοναστήρια και χορωδίες με ύμνους. Κι εσύ, Νικολάκη, κοίτα μην πάει και σου ξεφύγει κανένα "πέθανε", "εκοιμήθη" θα λες, το κατάλαβες; Κι αν βγεις στο μπαλκόνι σου και φωνάξεις «Δεν εκοιμήθη, πέθανε από καρκίνο γαμώ την πουτάνα μου, αλλά εμένα με νοιάζει ο χρόνος μου που δεν φτάνει να δω δυο φίλους και η κούραση που με κάνει σαράντα χρονών στα εικοσιτέσσερα...» θα είσαι ο ιερόσυλος, εγωιστής, ρομαντικός, εκτός τόπου και χρόνου μαλάκας.