Friday 21 December 2007

Έστιν ουν ευκολία

Όταν ο Αριστοτέλης έδινε τον ορισμό της τραγωδίας ταυτόχρονα χάρασσε εκείνη την λεπτή γραμμή ανάμεσα σε αυτήν και το αδερφάκι της. Για πάντα παραγκωνισμένο, όχι λόγω της απουσίας σοβαρότητας αλλά, κυρίως, λόγω της ευκολίας με την οποία φτηναίνει. Εντούτοις, όταν έρχεται στα συγκαλά της, η σάτυρα προσφέρει ένα συναίσθημα κατά τι ποιο σπάνιο από αυτό της τραγωδίας. Τον κλαυσίγελο. Αυτο το σοπενχαουρικής διάστασης είδωλο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μία έξυπνη σάτυρα μπορεί να πιάνει τον Οιδίποδα και, μέσω αυτού, να επιφέρει την «πολυεπίπεδη» κάθαρση· όχι μόνο την, συνήθη για την ανθρώπινη ψυχή, τραγική «απίθωση».

Παρόλα αυτά, η σάτυρα αναμετράται πάντα με έναν βασικό εχθρό. Το κοινό της. Ένα κοινό πολυδιάστατο, προερχόμενο τόσο από τον χώρο της τραγωδίας και του φτηνού μελοδράματος όσο και από αυτόν της φτηνής επιθεώρησης και του ποπ κορν. Όταν οι μεν μένουν ικανοποιημένοι οι δε βαριούνται και παίζουν στόχο με τα ποπ κορν. Όταν οι δε την βρίσκουν οι μεν στήνουν πηγαδάκια μιλώντας για την ντροπή της ξεπεσμένης σάτυρας που ασχολείται με φτηνά θέματα. Υπάρχει, όμως, κάτι που παραβλέπουν και οι μεν και οι δε. Ότι η σάτυρα, όταν έχει λόγο και περιεχόμενο, μπορεί να ασχοληθεί με το ο,τιδήποτε και τον οποιονδήποτε και να αποκαλύψει την σοβαρότητα του θέματος. Ο σατυρικός συγγραφέας, δε, δεν είναι ούτε πολιτικός αναλυτής ούτε δοκιμιογράφος. Πάνω από όλα είναι ένας καλλιτέχνης, ταγμένος και υποταγμένος σε αυτή του την φύση. Αυτό σημαίνει ότι ούτε υποχρεωμένος είναι να παρουσιάζει πολιτικά δεδομένα ούτε να είναι αντικειμενικός. Τα προσωπικά του πάθη αποτελούν προϋπόθεση, όχι όνειδος. Γιατί ο καλλιτέχνης δεν το παίζει αυθεντία ούτε αδέκαστος κριτής, ακολουθεί μαγεμένος το περίεργο κράμα της λογικής με το πάθος του.

Στις μέρες μας αδυνατούμε να βιώσουμε την κάθαρση. Ούτε η τραγωδία ούτε η σάτυρα καταφέρνουν να μας ικανοποιήσουν, πόσο μάλλον να μας «εξαγνίσουν» θεατρικά, λογικά και συναισθηματικά. Αντ’ αυτού η φτηνή παρέλαση δεδομένων, η εύκολη παράθεση ερμηνειών, η αναμενόμενη ποδηγέτηση και η ανταμοιβή του φιλεθεάμονος κοινού με ευπώλητο μελώ ή ανέμπνευστη και άνευ περιεχομένου κωμωδία φαίνεται να επιφέρει την ισορροπία που χρειαζόμαστε. Ως κοινό και ως κοινωνία. Ισορροπία δια της διχοτομήσεως η οποία επισύρει την αδιαφορία. Οι ικανοποιημένοι μπορούν να ανεβάσουν ποδαράκι στο τραπέζι και να αφεθούν στη νιρβάνα της τηλεόρασης. Οι ανικανοποίητοι μπορούν να βάλουν την τηλεόραση στην αποθήκη και στον χώρο που ελευθερώθηκε να τοποθετήσουν τα άπαντα του Παπαδιαμάντη. There, everyone happy.

Όταν εμφανίζεται κάποιος ο οποίος κάνει τους μεν να ανεβάζουν ποδαράκι στο τραπέζι και να συνέρχονται –αμυδρά, μην είμαστε και αφελείς- από τον λήθαργο και τους δε να σουτάρουν τον Παπαδιαμάντη στην αποθήκη και την τηλεόραση στη θέση του, ε, εκεί υπάρχει θέμα. Τα προσυμφωνηθέντα όρια καταρρέουν και η ταυτότητα του θεατή καίγεται. Πανικόβλητο το κοινό ψάχνει την δικαιολογία του. Κι επειδή αυτή δεν είναι αρκετή μετά ψάχνει το επόμενο βήμα. Οι μεν, από καιρό κατασταλαγμένοι στην ακομπλεξάριστη συμπεριφορά του ηλιθίου, προσπαθούν να στιγματίσουν τον καλλιτέχνη με την ευκολία τους. «Ο καλλιτέχνης μάς κάνει χαρούμενους. Άρα, αφού εμείς είμαστε φτηνοί είναι κι αυτός φτηνός.» Οι δε, από καιρό ταγμένοι στον κυκλώνα της αυταρέσκειας και την απαξίωσης, έχουν εύκολο έργο. «Τα θέματα που ασχολείται είναι φτηνά. Το κοινό που ευχαριστεί είναι φτηνό. Άρα λαϊκίζει.» Παρακάμπτοντας, όλοι, την ουσία του θεάματος. Την προσωπική ματιά και οπτική του καλλιτέχνη πάνω στα πράγματα. Καταλήγοντας στο οξύμωρο ότι το θέμα κάνει τον καλλιτέχνη, όχι ο καλλιτέχνης το θέμα.

Και οι μεν παρακάμπτονται εύκολα. Αναλύονται σε ένα, άντε δύο επίπεδα, βολεύονται σε αυτά και από μπροστά τους απλά μένει να περάσει το επόμενο θέαμα. Οι δε, όμως, είναι το «γαμώτο». Όλη τους η γνώση, όλη τους η κριτική ικανότητα, το «ανεβασμένο» επίπεδο και η «καλλιεργημένη» ματιά τους καταλήγει σε έναν κουβά. Της φτήνιας. Γιατί φτηνά ξεπουλάνε ό,τι καλό για να προσποιηθούν την ανωτερότητά τους. Βαθειά κομπλεξικοί, ορκισμένοι εχθροί του λαϊκού. Αυτή η ελίτ που κερδίζει την αξία της από την αυτόματη απόσταση που λαμβάνει από τις καταστάσεις και τον «λαουτζίκο». Διακινώντας την «εύθραυστη» στα λαϊκά θέλω αντίληψή της μόνο στους κύκλους της, ναρκισσιστικά και αυτάρεσκα. Για να μπορεί να στρέφει τα βέλη της σε όποιον είναι έξω από τον κύκλο αυτό.

Μόνο που αυτή, η ευαίσθητη, «δύσκολη», ανικανοποίητη, υψηλού επιπέδου ομάδα δεν υφίσταται ανεξάρτητα από ό,τι την κυκλώνει. Υποτίθεται δε ότι η μόνη της αξία είναι η πιθανή ικανότητά της να στρέφει τα μάτια των οξαποκεί στην ουσία των πραγμάτων. Όσο η ίδια χάνει την ουσία τόσο εγχέεται στα κατώτατα στρώματα του οξαποκεί. Σε αυτά της φτήνιας και της ευκολίας. Αποδεικνύοντας ότι δύσκολο δεν είναι το να διαφέρεις. Δύσκολο είναι το να έχει αξία αυτό.