Η πρωινή ιεροτελεστία ξεκινούσε στις εξίμιση. Μπροστά στον καθρέφτη του ο αρυτίδιαστος Αλέξης μεταμορφωνόταν σε μεσήλικα επικινδύνως γκριζάροντα στους κροτάφους και ελαφρώς υποταγμένο στην πρεσβυωπία. Κόλπο παλιό, δοκιμασμένο στα καλύτερα μαγαζιά. Το ‘χε δει, δηλαδή, από τη Στυλιανοπούλου και την Κοντού μέχρι τον Dustin Hoffman και τον Robin Williams. Κανένας δεν καταλάβαινε την μυστική ταυτότητα κάτω από το make up. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν ντυνόταν και σαν τραβεστί. Τον χρόνο υιοθετούσε για λίγο και τον έκανε σκλαβάκι του, τον έτρεχε λίγο πιο γρήγορα και ύστερα τον διαμόρφωνε.
Έβαζε μηχανικά καφέ στην καφετιέρα, τα δημητριακά του και τον χυμό των πρωταθλητών πάνω στο σουπλά με τις τουλίπες και τους ήλιους και τρώγοντας σιγά σιγά το κεφάλι του σηκωνόταν από τον λήθαργο σαν ανυψωτικό μηχάνημα. Μισή ώρα αργότερα, λίγο από το make up και τα μολύβια της μακαρίτισσας της μάνας του, που τού ‘μειναν αμανάτι πέρυσι όταν εκείνη δρασκέλισε τον χρόνο προβοκατόρικα και χάθηκε στο άχρονο, λίγο μάσκαρα μαλλιών από την αενάως «εφηβίζουσα» Πόλυ του, τα γυαλιά των 10 ευρώ από το φαρμακείο της γειτονιάς για πρεσβυωπική μόστρα και ήταν έτοιμος. Η Δήμητρα θα του είχε έτοιμο τον ντικάφ του δύο λεπτά πριν πατήσει το πόδι του στην εταιρία, ο καινούριος πιτσιρικάς –άκου «πιτσιρικάς», κανονικά ο Αλέξης ήταν νεότερος σε ηλικία- θα τον χαιρετούσε μόλις τον έβλεπε να μπαίνει φουριόζος, δήθεν, από την πόρτα εκτοξεύοντας προς το μέρος του το πιο αστραφτερό χαμόγελο (τους σιχαινόταν τους γλείφτες μα ξέρουν να κάνουν καλά την δουλειά τους) και μετά θα χωνόταν στην Βαβέλ του γραφείου για το επόμενο δεκάωρο. Χαρτιά, μελέτες, υπογραφές, τηλέφωνα από Γενικούς, τηλέφωνα από ιδιαιτέρες των «ιδιαίτερων», παραστατικά, όλα αυτά κάθε μέρα έστηναν τον δικό τους χορό γύρω του. Κι εκείνος ένας γερασμένος νεαρός, ή νεανίζων γέρος εκ των καταστάσεων;, θα τα έβαζε όλα σε τάξη, θα υπέγραφε ό,τι άγχωνε την Δημητρούλα μέχρι τις δύο που σχόλαγε εκείνη, θα έδειχνε την απαραίτητη ευγένεια και υποταγή στους «ιδιαίτερους» και τους Γενικούς.
«Μην τα συζητάς, έλεγε στον εαυτό του κάθε που τον έπιανε κρίση, μια χαρά σου στρώθηκαν τα πράγματα.» Ευρισκόμενος έτσι μονίμως σε εσωτερικές διαπραγματεύσεις, καταστρώνοντας ατράνταχτες αλληλουχίες επιχειρημάτων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς και καταλήγοντας να σκέφτεται εξουθενωμένος ότι τα τέσσερα χιλιάρικα που καθάριζε κάθε μήνα ήταν, προς το παρόν, αδιαπραγμάτευτα. Όχι, ας τα πάρουμε και λογικά τα πράγματα. Πεντέμιση χρόνια για το πτυχίο του από το Πολυτεχνείο. Και ένα το μεταπτυχιακό με αέρα εξωτερικού, εξίμιση. Κι άλλον έναν η εκπαίδευση στο Τόκιο, εφτάμιση. Και δύο στην γύρα για δουλειές, εννιάμιση. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν στα γενέθλια για τα εικοσιοχτώ σου χρόνια δεν έχεις να πληρώσεις ούτε τα κεράκια της τούρτας; Όχι. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν θες να πιεις έναν καφέ και ζητάς χαρτζιλίκι από τον πατέρα σου; Όχι. Το προσπερνάς ασχολίαστο όταν δεν μπορείς να γαμήσεις την γυναίκα των ονείρων σου γιατί οι γονείς σου κοιμούνται δίπλα; Όχι. Εκ των πραγμάτων, τραβάς μια μαλακία και μετά μουτζώνεσαι με τα γυαλιστερά σου δάχτυλα. Και αυτή η «μία κάποια λύσις» ήρθε από το ευτελές, γυναικείο make up. Ε, δεν συγκρίνεται τώρα το make up και τα εργατικά faux γηρατειά με τα τέσσερα χιλιάρικα τον μήνα. Δεν του ζητήθηκε δα να πηδήξει τον Γενικό. Είδες μωρέ αδερφάκι μου τι σου είναι τρεις ρυτίδες και δυο γκρίζοι κρόταφοι;
Παπάρια που κοίταξαν την προϋπηρεσία του. Σαραντατρία γραφεία και πέντε πολυεθνικές είχε γυρίσει πριν. Έδινε το δισέλιδό του, στο πεδίο των σπουδών τα πτυχία του και τα «άριστα» τριβέλιζαν το μάτι με bold αιχμές στην πρώτη σελίδα, ίσιωνε την γραβάτα του και ξεκινούσε την χειραψία. Αυτήν την ρημάδα την ερώτηση, όμως, μα τον Τουτατίς, άμα την ξανάκουγε θα έκανε φόνο. «Προϋπηρεσία έχετε;» Τις πρώτες πέντε φορές απάντησε αμήχανα «όχι» και πως ελπίζει να ξεκινήσει από ένα τόσο σημαντικό γραφείο για να αναπτύξει τα όσα έμαθε στις σπουδές του και την Ιαπωνία. Τον πούλο. Τις επόμενες δέκα απαντούσε το ίδιο αλλά στο κεφάλι του άκουγε τον «άλλον» να απαντάει «Ναι, έχω καριόλη, σε συνεντεύξεις για τις ψωνάρες του συναφιού σου. Σου κάνει;». Και ξανά τον πούλο. Στις τελευταίες, όμως, είχε σταματήσει να ακούει απαντήσεις που διασκέδαζαν την πίκρα μέσα στο κεφάλι του. Τον έβλεπε να πατάει το δεξί του Ferragamo στο γραφείο και με το αριστερό του να σκορπίζει μύτες, γυαλιά και αίματα στον τοίχο. Μέχρι που στην έκτη πολυεθνική έσκασε μύτη ένας διαφορετικός Αλέξης. Ο Αλέξης από το μέλλον. Γοητευτικός, καλοστεκούμενος για την ηλικία του και τους γκρίζους κροτάφους, που ξεφύτρωσαν βιαστικά εκείνο το πρωί μέσα στα σπασμένα πλακάκια του μπάνιου στο πατρικό του, και με προϋπηρεσία στο εξωτερικό. Τον προσέλαβαν την ίδια στιγμή. Ούτε που ζήτησαν συστάσεις, ούτε που διανοήθηκαν να πάρουν τηλέφωνο σε κάποια από τις εταιρίες που κατονόμαζε. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί αν το έκαναν θα έπρεπε να συνεννοηθούν με τον Γιαπωνέζο φούρναρη και την πόρνη από την Σαγκάη. Για αυτό σου λέω. Πόσο να αντέξεις τον εξευτελισμό και την απραξία; Πόση προϋπηρεσία σε συνεντεύξεις χρειάζεται μέχρι να μπορούν να σε προσλάβουν για βοηθό; Ο Αλέξης έκρινε ότι δύο χρόνια ήταν αρκετά. Και βρισκόταν, όντως, σε σημείο καμπή ο Αλέξης. Η Πόλυ σύντομα θα του κουνούσε το μαντήλι αν δεν έβρισκε μία κάποια λύση στο «θέμα» τους, οι άλλες από καιρό τον είχαν πάρει χαμπάρι τι μπατίρης ήτανε και τον έπαιρναν μόνο αν είχαν τρελές καύλες και κανέναν άλλον διαθέσιμο και ο πατέρας του είχε αρχίσει να του τα κάνει τσουρέκια με τα άχρηστα πτυχία και τους κόπους και την δυνατότητα να αναλάβει το μαραγκάδικο τώρα που ο ίδιος είχε γεράσει.
Τέλος πάντων, δεν συνεχίζω άλλο την αδιακρισία σχετικά με το παρελθόν του Αλέξη, μετά από όλα αυτά νάτος στην γραφειάρα του, με δέκα υφισταμένους και μία ιδιαιτέρα παρακαλώ, όλοι τους μεγαλύτεροί του, και με εταιρικό αυτοκίνητο και smartphone. Να και τα χαμόγελα από την Πόλυ, να και το διαμέρισμα στον Λυκαβηττό, να και τα Σαββατοκύριακα στην Κύπρο, παραδίπλα και τα χαμόγελα πορσελάνινων υπάρξεων στους διαδρόμους, και τα υπονοούμενα της Δημητρούλας· ανεκτίμητα όλα αυτά όταν δύο χρόνια πριν δεν είχες να πληρώσεις μία τούρτα και ένα κέρασμα...
Εκείνο το πρωί ο καφές του τού φάνηκε πιο πικρός από ό,τι συνήθως, «πούστη Σοφιανέ, καφετζής είσαι ή νεκροθάφτης;» σκέφτηκε μορφάζοντας, και ένιωθε ένα περίεργο βάρος. Ένα απερίγραπτο, αδύνατο να εντοπιστεί χωροταξικά στο σώμα βάρος. Δεν ήταν ούτε στην καρδιά, ούτε στο στομάχι, ούτε στο κεφάλι. Τέτοια βάρη φεύγουν συνήθως. Με ένα ντεπόν, με έναν αναστεναγμό, με ένα καλό γαμήσι; Πάντως φεύγουν. Αυτό δεν έλεγε να φύγει. Και το ένιωθε χαμηλά, εκεί που ήταν στημένο το δικό του περήφανο βασίλειο, ανέγγιχτο από τις ψεύτικες ρυτίδες και τις γκρίζες τρίχες. Εκεί που τα νιάτα του ακόμη χτυπούσαν σε ρυθμούς ταμπούρλου σε εθνική γιορτή και σχεδόν κάθε βράδυ λάμβανε χώρα μία, διόλου σεμνή, ιεροτελεστία. Μία η Πόλυ, μία η Ελμίνα, μία η γνωστή του Γενικού, την άλλη η ανηψιά του «ιδιαίτερου»... Πάντως το πρόγραμμα ήταν φορτωμένο τα τελευταία δύο χρόνια. Και καθόλου δεν παραπονιόταν δηλαδή, να εξηγούμαστε.
Σήμερα, όμως, ένιωθε ένα βάρος. Σαν να είχαν γίνει τα αρχίδια του βαρίδια και να τον τραβούσαν στο κέντρο της γης με λύσσα. Κοιτούσε έξω από τις ραφές. Τίποτα περίεργο. Πήγε στις τουαλέτες πέντε φορές εκείνο το πρωί. Όλα φυσιολογικά. Ψαχούλευε κάθε τόσο τα αχαμνά του κάτω από το δια χειρός γραφείο του. Τίποτα λάθος. Μέχρι που αποφάσισε να κάνει το ούλτιμετ τεστ –αλλιώς ησυχία δεν θα έβρισκε. «Δημητρούλα, μην με ενοχλήσει κανείς.» (συνεχίζεται)
Friday, 11 April 2008
Monday, 7 April 2008
Η μαμά δεν αντέχει να ακούει αλήθειες
Δεν έχω σπίτι πίσω για να 'ρθω
Ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
Δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
Να περπατήσω μια Πρωτομαγιά
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
Εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
Και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
Που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
Είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
Και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
Εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
Και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
Το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς
"Μάνα μου Ελλάς"
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος
Από την μαγεία του Κώστα Φέρρη, "Ρεμπέτικο".
Subscribe to:
Posts (Atom)