Saturday, 2 June 2007

Αληθειότητες

- Απαντησέ μου σε αυτό που σε ρωτάω!
- Ποια αλήθεια θες;
- Μία είναι η αλήθεια.
- Δεν θυμάμαι.
- Άρα, δεν μπορεί να λες αλήθεια.

- Μπορώ να σου πω ψέμματα.
- Αν δεν θυμάσαι πώς θα μπορέσεις να μου πεις ψέμματα;

- Προσπάθησε να θυμηθείς. Τι έκανες χθες το πρωί;
- Δεν θυμάμαι!
- Χθες το μεσημέρι;
- Ούτε αυτό μπορώ να στο πω.
- Αύριο πρωί θα θυμάσαι τι έκανες σήμερα;
- Δεν μπορώ να σου απαντήσω αλήθεια σε αυτό που με ρωτάς, η λήθη έχει να κάνει με το παρελθόν όχι με προγνωστικά του μέλλοντος.

Friday, 1 June 2007

Για την Αμαλία


«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)


«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»


(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαΐου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:
  • ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
  • ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
  • ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ
  • ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.
  • ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
  • ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ
  • ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
  • ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

Wednesday, 30 May 2007

Πορτραίτο της ομορφιάς ή μια αλληγορία πάνω στην κονιορτοποίησή της από την επιβολή της μετριότητας


Τα γεγονότα που εξιστορούνται παρακάτω είναι αποκυήματα της φαντασίας μου, όπως και οι ήρωες...


Τη θυμάμαι... Με τα ξανθά της μαλλιά να μυρίζουν αμύγδαλο, να γυαλίζουν σαν μαλλιά ξωτικών που έπλαθες κάποτε μικρός με τη φαντασία σου ότι σε προσέχουν όταν κοιμάσαι, με τα μαύρα της μάτια, μάτια τσιγγάνας βαλμένα σε πρόσωπο αγγελικό για να σπάει η βαρεμάρα της τέλειας μετριότητας και να δημιουργείται η ίδια η τελειότητα· το κορμί της σατανικό, συγκέντρωνε όλες τις αρρωστημένες ανδρικές φαντασιώσεις και τη γυναικεία ζηλοφθονία, ήταν το απαγορευμένο μήλο που καλογυαλισμένο κραύγαζε σε κάθε της κίνηση «Φάε με...».

Τη θυμάμαι... Εκείνο το βράδυ να μπαίνει στο club θριαμβεύτρια, σίγουρη ήδη από πριν για την άνευ όρων παράδοση κάθε αρσενικού στο βωμό του βλέμματός της και μόνο. Κινήθηκε νωχελικά προς το bar, έβγαλε ένα τσιγάρο, πριν προλάβει να ψάξει για αναπτήρα είχε ήδη ανάψει... Έκανε το χατήρι μερικών, ήπιε το κέρασμά τους -μια ματιά μόνο τους έριξε και τίποτα παραπάνω για ευχαριστώ- και μετά άρχισε να μετράει το χώρο γύρω της, να ορίζει την περιοχή της. Τα μάτια της έσμιξαν, οι κόρες διαστάλθηκαν και μετά από λίγα λεπτά είχε ήδη βολιδοσκοπήσει την τροχιά που θα διέγραφε εκείνο το βράδυ. Ο «εκλεκτός» ήταν μάλλον αδιάφορος, μια αστραφτερή μετριότητα από αυτές που κάποιες σαν κι αυτή εύκολα μπορούσαν να θαμπώσουν με την αυτόφωτη λάμψη τους, να τις χώσουν στο βρακί τους και μετά να τους το δώσουν, μυρωδάτο ενθύμιο να τους στοιχειώνει για πάντα στα συζυγικά κρεβάτια τους.

Τον πλησίασε αγέρωχα, περήφανα, με το βηματισμό χαδιάρας γάτας που ανά πάσα στιγμή μπορεί να προτάξει τα νύχια της. « Το ποτό μου τελείωσε...», έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί αδιαφορώντας για αυτήν που τον συνόδευε. Την κοίταξε μαγεμένος, η καρδιά του ξέχασε το ρυθμό της και βάλθηκε να τον ταρακουνάει συθέμελα. Έριξε μια ματιά δίπλα του, δεν είδε κανέναν, σηκώθηκε και πήρε θέση ακόλουθου... Η καμία δίπλα του έμεινε σύξυλη, θαρρείς μαγεμένη κι αυτή από την απόλυτη επιβολή της ομορφιάς. Εκείνος έσκυψε με τη σειρά του στο αυτί της και της είπε ένα « Τα ποτά, αντίθετα από ότι εγώ, τελειώνουν γρήγορα...». Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της -δεν μπορεί να είχε τυχαία τσιγγάνικο χρώμα ματιών αυτή η κοπέλα, είχε και κάτι ακόμα στο βλέμμα της- προσγειώνοντάς τον, υπενθυμίζοντάς του πως παιχνίδι δεν κάνουν οι μετριότητες. Ζάρωσε στη χούφτα της που τον κρατούσε γερά σέρνοντάς τον προς το bar, τής παρήγγειλε άλλο ένα ποτό και βάλθηκε να παίξει το παιχνίδι με τους όρους της.

Την θυμάμαι... Να γελάει κελαρυστά με τις κρυάδες του, να τον ηλεκτρίζει με το άγγιγμά της στο μπράτσο του, να του ρίχνει ματιές σφραγισμένες με την υπόσχεση για ένα γαμήσι αθάνατο... Εκείνος όρμαγε, ζαλισμένος από την τόση ομορφιά και τα ποτά, για να εισπράξει την οπισθοχώρησή της και το ψαλίδισμα των ελπίδων του. Ήταν εκεί, εκείνο το βράδυ, για να του θυμίζει την μετριότητά του, την εκ γενετής ανάγκη του για φως από αλλού, την γενετήσια ορμή του που τον καταδίκαζε σε μέτριες εκτονώσεις μετά ημιμέτρων... Ούτε ένα βλέμμα δεν μου είχε ρίξει τόση ώρα κι ας ήμουν μπροστά της. Ήταν σαν ακόμα και το βλέμμα της να ήταν κουρδισμένο να πέφτει πάνω στο αστραφτερό, πάνω στο καλογυαλισμένο... Τέσσερα ποτά μετά, τον ευχαρίστησε με ένα αιθέριο φιλί στα χείλη, του ψιθύρισε ένα «Η κοπέλα σου έχει φύγει εδώ και ώρα...» και σηκώθηκε να φύγει.

Τα πόδια της ξετυλίχθηκαν σε ύψος από το πάτωμα τσαλαπατώντας κάθε ίχνος αυτοεκτίμησής του, τίναξε θριαμβευτικά τα μαλλιά της λες για να ισοπεδώσει τον ανδρισμό του ολοκληρωτικά, πέρασε την τσάντα της στον ώμο και τράβηξε για την πόρτα. Έμεινε για λίγο αποσβολωμένος, κατέβασε την τελευταία γουλιά και πέταξε πάνω στον πάγκο ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα που ανέσυρε τρεμάμενος από την τσέπη του. Όταν σηκώθηκε το τρέμουλο είχε σταματήσει. Βάδισε προς την έξοδο όπως ο επιτιθέμενος βούβαλος. Την βρήκε στην γωνία να περιμένει ταξί και να τρίβει τα πόδια της μέσα στο νάυλον καλτσόν για να ζεσταθεί.

Τη θυμάμαι... Το πρόσωπό της να ρυτιδιάζει από τον φόβο όταν αυτός της εγκλώβισε τους καρπούς στην παλάμη του... Την φωνή της να βγαίνει στριγγή σαν κορακιού μόλις προσπάθησε να καλέσει σε βοήθεια... Την στρίμωξε σε μια γωνία, τα μαλλιά της εκεί δεν έλαμπαν, της έσκισε το καλτσόν και τα χείλια για να το βουλώσει... «Καριόλα, αν δεν σκάσεις πέθανες, το καταλαβαίνεις αυτό;» γρύλλιζε προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στο μόνο πράγμα που τον ένοιαζε... Οι μπογιές είχαν πασαλείψει το άλλοτε ροζ μάγουλο, το βλέμμα της ήταν ψαριού που χάνεται στο υδάτινο περιτύλιγμα. Η τραχιά επιφάνεια του τοίχου σημάδεψε τα χέρια και τους γοφούς της, τραυματίζοντας την άλλοτε περιφερόμενη σε αυτούς σαγήνη της. Όταν τελείωσε βάλθηκε να την αποτελειώσει.

Η γροθιά του σακάτεψε τα σωθικά της σώζοντας κάθε ανάσα της, η μύτη του παπουτσιού του στράβωσε την μύτη της κι εκείνη ήταν πλέον πεσμένη κάτω σαν ένας μποξέρ που μετράει τις σταγόνες του στην αρένα. Έφαγε μερικές ακόμα στο πρόσωπο -αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της τώρα ήταν σαν μια κολοκύθα που κάποιος δαίμονας την καταδίκασε να φορέσει- και λιποθύμησε. Εκείνος, εκτονωμένος και ξέπνοος από το παιχνίδι στην σκακιέρα, νόμισε πως αυτή έσβησε. Έσιαξε τα παντελόνια του, κόλλησε το λιγδιασμένο από την μπριγιαντίνη μαλλί του στο κρανίο και κοίταξε γύρω. Δεν φαινόταν κανείς, ούτε ήχοι δεν έφταναν στα αυτιά του, γύρισε και ανασήκωσε την τούφα που σκέπαζε ό,τι φαινόταν από τα μάτια της. «Εμένα δεν έχει γεννηθεί η γυναίκα που θα με γαμήσει, κούκλα. Κατάλαβες;» Γέλασε και έφυγε σαν τη ζέβρα που την κυνηγάνε τίγρεις μοιράζοντας ανήσυχες ματιές στο διάβα του.

Τη θυμάμαι... Μια άμορφη σάρκινη μάζα, να λιώνει πάνω στο τσιμέντο σώζοντας κάθε ανάσα μέσα στο αίμα. Ήταν μια άλλη, δεν ήταν αυτή που έβλεπα πριν. «Παρακαλώ...» κατάφερε να ψελλίσει μόλις με αντιλήφθηκε. Ήταν ακόμα λιπόθυμη όταν βγήκα πίσω από τον κάδο που είχα κρυφτεί και βάλθηκα να την περιεργάζομαι. Δεν επρόκειτο ποτέ ξανά να είναι όμορφη. Όλη της η μαγεία είχε βιαστεί και είχε τσαλαπατηθεί εκείνο το βράδυ στο σοκάκι. Πήρα ένα σιδερένιο κάδο και την αποτελείωσα με ένα χτύπημα στο κεφάλι, κάνοντας και στις δυο μας την μεγαλύτερη χάρη. Τον επόμενο χρόνο η έκθεσή εικοσιτεσσάρων πινάκων, με θέμα «Πορτραίτα της ομορφιάς», σε κεντρική γκαλερί, μού απέφερε διθυραμβικές κριτικές και μία παχυλή κατάθεση στην τράπεζα.

Monday, 28 May 2007

Χλωμή Δευτέρα

Δευτέρα. Ξεκινά με Nick Cave και βροχή. Πόσο καλό σημάδι είναι αυτό; Μαλακίες, δεν υπάρχουν σημάδια. Η γιαγιά πέθανε μια μέρα τόσο ήρεμη που κι ο θάνατος δείλιασε κι εκείνος έφυγε μια μέρα που ήταν για μπάνιο και καφέ στην παραλία...

Πότε μιλάς για το πώς περνάς το χρόνο σου; Χάνεσαι σε αναζητήσεις τέτοιες που ξεχνάς συχνά το εδώ. Τώρα πίνω βυσσινάδα και καπνίζω το πρώτο στριφτό της ημέρας. Η κανάτα με τον καφέ είναι έτοιμη και όλο το σπίτι, και τα 60 τετραγωνικά του, ευωδιάζουν φουντούκι. Μισώ το φουντούκι, δεν ξέρω πώς γίνεται να μου αρέσει τόσο στον καφέ. Ξύπνησα στο σπίτι μου, μόνη. Το σπίτι που με καρτερεί. Να το προσέξω, να το απαλλάξω από τη βρώμα του. Και τώρα που βρέχει μακάρι να γινόταν να ανοίξω τα γυάλινα κάγκελά του, να μπει μέσα η βροχή και να το ξεπλύνει για μένα.

Έχω δουλειές πολλές πάλι σήμερα. Τόσες πολλές που δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Θα είναι πάλι από εκείνες τις ημέρες που τόσο θα βαλτώσω και τελικά στο ίδιο σημείο θα μείνω; Το σπίτι είναι σκοτεινό, η σκόνη μπαίνει στα ρουθούνια μου, όπου κι αν πατήσω πατάω βιβλίο, τα πιάτα στο νεροχύτη κοιτάζουν την βρύση όπως ο πιστός κοιτάζει την εικόνα παρακαλώντας για θαύμα, «Μάνα, κουράγιο» στο γραφείο· ο Μπρεχτ δεν είναι αυτό που όλοι νομίζουμε· γιατί δεν ξεκινά καμία ημέρα με χαρούμενη μουσική πια;

Ο μπαμπάς ήρθε προχθές, θα φύγει πάλι σήμερα, ένα κυριακάτικο γεύμα είναι αρκετό για να καταλάβω πως μου λείπει, το πόσο δεν θα το μάθω ποτέ. Ο μικρός μου αδερφός δίνει Πανελλήνιες, το στομάχι μου χορεύει φλαμένκο από τότε που ξεκίνησε -με κοπανάει τόσο δυνατά όσο κι εγώ το ξύλινο πάτωμα με τα τακούνια μου. Τι θα κάνει μετά, τι θα γίνει αν δεν περάσει εκεί που θέλει, εγώ τι κατάλαβα, τίποτα. Πόσο δύσκολο είναι να σε αφήσουν να γίνεις αυτό που θες, πόσο δύσκολο είναι να ξέρεις τι θες να είσαι, πόσο δύσκολο είναι να σε αφήσουν να είσαι;

Το άσπρο μου δέρμα θα παραμείνει έτσι κι αυτό το καλοκαίρι, οι εργασίες θα παραδοθούν τέλη Ιουλίου και τέλη Σεπτεμβρίου, πόση γνώση χωράει ο εγκέφαλός μου;, κάποιες φορές νομίζω πως ένα απλό σκορ ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μου πέφτει βαρύ, η νεωτερικότητα, οι εικαστικές τέχνες, μη λεκτική επικοινωνία, η εκδίκηση, ο Μπρεχτ, ο Μουνκ, ο Μπέκετ, στοιχειώνουν τα όνειρά μου και θα με κρατάνε εδώ, η θάλασσά μου, η μάνα, φέτος θα με στερηθεί, αλλά εγώ δεν μπορώ χωρίς θάλασσα. Εκεί με βρίσκω, εκεί μου αρέσει να με χάνω, αφρός να γίνομαι στην άκρη των κυμάτων. Αλλά η γνώση θέλει θυσίες, δεν γκρινιάζω, την θάλασσα την βρίσκω παντού μέσα μου και γύρω μου. Θάλασσα στο σπίτι μου, θάλασσα στο μυαλό μου, θάλασσα στην ψυχή μου, θάλασσα στα βιβλία μου...

Την Παρασκευή γνώρισα ένα φάντασμα, ένα φάντασμα που γελάει και λάμπει θαρρείς πιο πολύ από ζωντανούς, ένα φάντασμα που μου θύμισε πως κάποτε περπατούσα στην Ερμού κι έβαζα τρικλοποδιές στους μπροστινούς μου. Γέλαγε το φάντασμα, γέλαγα κι εγώ και μετά κατάλαβα πως ένα κομμάτι μου έχει πεθάνει για πάντα, αυτό το κομμάτι που έβαζε τρικλοποδιές σε άλλους· τώρα βάζω μόνο σε εμένα και σε αυτούς που αγαπώ. Και μετά ήρθε το Σαββατοκύριακο, το Σαββατοκύριακο που πάντα τρέμω· τρέμω τις προσδοκίες που γεννά, πως όλα πρέπει να πάνε τέλεια, πρέπει να ξεκουραστώ, πρέπει να διασκεδάσω, πρέπει να δω ανθρώπους που αγαπάω ή απλά περνάω καλά μαζί τους, πρέπει αυτήν τη φορά να φτιάξω το σπίτι, να πάω στο μαρκάντε και τελικά φεύγει, μου αφήνει μια χλωμή Δευτέρα· μια Δευτέρα που μου θυμίζει όσα δεν έκανα, που με κατηγορεί για όσα έκανα και με φοβερίζει με τις μέρες που ακολουθούν. Μπύρες έπινα όλο το Σάββατο, ξύπνησα μεσημέρι -καινούρια, απεχθής συνήθεια αυτή- ίσα που πρόλαβα το μαρκάντε και μετά έπινα καφέ και μπύρες μέχρι το βράδυ.

Μέχρι το βράδυ που άκουσα πως φεύγω. Αυτό είναι το όπλο μου, έτσι φοβίζω αυτούς που αγαπώ, τους κάνω να φοβούνται πως πάντα θα φεύγω, ξέρουν πως πάντα έφευγα, και τώρα φεύγω κι ας είμαι πάντα εδώ, στην βυσσινί καρέκλα μου με το ξεφτισμένο δέρμα από τα πόδια μου που είναι πάντα οκλαδόν επάνω της, αποδρώ από το εδώ, από το τώρα, χάνομαι, φοβάται η αγάπη μου ότι έφυγα, ένα φιλί, ένα τσιγάρο και γύρισα πάλι, ως πότε θα γυρίζω;, «Μόνο μην φύγεις...», πότε έφυγα;, εγώ πάντα εδώ ήμουν, πάντα φυλακισμένη μέσα σου, πάντα φυλακισμένη από εμένα, ποτέ δεν έχω φύγει όπως θα ήθελα, ελεύθερη, πάντα έφευγα για να μην σου κάνω κακό, να μην σε πληγώσω, να μην χαθείς στο λαβύρινθό μου όταν δεν έχει φως και γίνομαι τόσο τρομακτική... «Μόνο μην φύγεις...», και πού να πάω;, αν δεν είμαι μαζί σου δεν έχω ούτε εμένα, κι αν δεν έχω εμένα από ποιον να φύγω;, ποιος να με διώξει;, σε ποιον να επιστρέψω;

Ο θάνατος πάντα μέσα μου, οι άνθρωποι φεύγουν όταν πεθάνουν, γυρίζουν από εκεί;, εγώ όταν φεύγω δεν ξέρω πού πρέπει να επιστρέψω, πού είναι οι βαλίτσες μου, όταν κάποιος πεθάνει απλά έφυγε, δεν άφησε βαλίτσες, ούτε σημείωμα ότι θα λείψει, μόνο κάθεσαι εσύ και φαντάζεσαι τι θα ήθελες να συμβαίνει, πως κάπου θα είναι και θα περνάει φίνα από εδώ και μπρος, πως έχει πάει κάπου να εξαργυρώσει την επιταγή που του έλαχε εδώ, πως σε κάποια ονειρική προβλήτα σε περιμένει μέχρι να πας να τον ανταμώσεις... Κι, όμως, έχει φύγει για μέρη απλησίαστα, μέρη που ποτέ κανείς δεν ανταμώνεται με άλλον, μέρη που μόνο με τον εαυτό του πορεύεται κι εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κρατάς κομμάτια του εδώ, να τα κουβαλάς μαζί σου μέχρι το δικό σου φευγιό, ανήμπορος να κάνεις κάτι, να αρνηθείς κάτι από αυτό το φορτίο, είσαι εσύ που συνεχίζεις να ζεις κουβαλώντας κι ένα κομμάτι που λαθραία ξέκλεψες από τον θάνατο.

Τώρα τελευταία όλο πονάω, στην πλάτη, στα πόδια, το στομάχι, από το πρωί με συνοδεύει πονοκέφαλος κι εγώ, όταν είμαι σκοτεινή όπως το σπίτι, νομίζω η χαζή ότι πεθαίνω... Κι εκεί έρχεσαι εσύ, με κάνεις μια αγκαλιά, μαλάζεις το μέρος που πονάω, «Πιάσιμο είναι βρε χαζό!», θαύμα, περνάει στο λεπτό και μετά χανόμαστε σε μια ρουφήχτρα έρωτα και πάθους... Λες μόνο έτσι να διώχνεις το θάνατο, με τον έρωτα; Με την αέναη κίνηση των κορμιών, τις στάλες ιδρώτα να ποτίζουν τα σεντόνια, την καρδιά να ξεχνάει το σώμα στο οποίο ανήκει κι όλη την τέχνη να την βρίσκεις σε δυο ανάσες μέσα; Δεν φεύγω, δεν θέλω να φύγω, είναι άδικο αυτό που λες, έξω με περιμένει θάνατος, ακινησία, μέσα σου είναι θάλασσες, είναι κίνηση, είναι πόνος, είναι αρώματα από ποτά κι ερωτικά υγρά, είναι θάρρος και σεβασμός, είναι αλήθεια και σκίρτημα... Όταν χάνομαι μονάχα να μου θυμίζεις πως εδώ είναι τα μπαγκάζια μου, εδώ είναι η ζωή και να με παίρνεις από το χέρι, μικρή είμαι, δεν πειράζει, δεν θα γίνω κακομαθημένη όταν μεγαλώσω, στο υπόσχομαι...