Thursday 27 September 2007

Ο Marcel Duchamp και η νεκροφάνεια της Τέχνης

Τον τελευταίο καιρό γράφω σπάνια στο blog μου και έχω πολύ λίγο χρόνο για να επισκεφτώ blogs φίλων. Σκέφτηκα να αναρτήσω ένα κείμενο που θα ανακοινώνει την αποχή μου για ένα διάστημα -μετά, όμως, σκέφτηκα πως μερικές φορές θέλω τόσο πολύ να γράψω και να διαβάσω τις απόψεις σας που θα έλεγα ψέματα αν έγραφα πως για ένα διάστημα θα απουσίαζα παντελώς. Οι προθεσμίες για τις εργασίες που έχω να παραδώσω πλησιάζουν, όσο περνούν οι μέρες πελαγώνω όλο και περισσότερο και συνειδητοποιώ πως να τις κάνω όλες δεν είναι δυνατόν. Τουλάχιστον αυτές που επέλεξα να γράψω τώρα τις γράφω με μεγάλη αγάπη και συγκέντρωση. Πριν από λίγες μέρες τελείωσα μία που ασχολείται με την αναπαράσταση του σώματος στην τέχνη -για τις ανάγκες του μαθήματος ασχοληθήκαμε με την ζωγραφική. Το δικό μου κομμάτι συνίσταται στο να ερευνήσω την αναπαράσταση του σώματος στο Νταντά. Ακολουθεί ένα μικρό (σε σχέση με το σύνολο της εργασίας) απόσπασμα, αυτό που ασχολείται με το Νταντά στη Νέα Υόρκη και, συγκεκριμένα, με τον Duchamp. Σας αφήνω με αυτό για Σαββατοκύριακο γνωρίζοντας πως ενδεχομένως να μην ενδιαφέρει πολλούς από εσάς. Θα με ενδιέφεραν και θα με βοηθούσαν, όμως, οι απόψεις και οι παρατηρήσεις σας.

"(...) Αντίθετα, ο Duchamp δεν διστάζει να τραβήξει στα άκρα την αντίληψη περί θανάτου της τέχνης. Προκλητικός, καινοτόμος και συνεπής προς τις ιδεολογικές του θέσεις, ήδη από το 1912 συγκεντρώνει πάνω του την προσοχή του καλλιτεχνικού χώρου με το έργο του “Nude descending a staircase no.2”. Σε αυτό, μέσω αλληλεπικαλυπτόμενων στρωμάτων της κίνησης ενός σώματος ενώ κατεβαίνει σκάλες, ο Duchamp καταφέρνει να αποδώσει την κίνηση στον ζωγραφικό πίνακα με τρόπο που προσεγγίζει την φουτουριστική (αλλά και την κυβιστική εν μέρει) τεχνοτροπία και τον τρόπο λειτουργίας της χρονοφωτογραφίας. Ο ίδιος μάλιστα παραδέχεται ότι επηρεάστηκε από τον φωτογράφο Etienne-Jules Marey, ο οποίος ασχολήθηκε με την τελευταία.

Από αυτήν την περίοδο ακόμη ο Duchamp ταράζει τα λιμνάζοντα νερά στην τέχνη. Η συναναστροφή του με τον Picabia και τον Ray, από το 1915 κι ύστερα που φτάνει στην Νέα Υόρκη, τον φέρνει σε επαφή με το Νταντά -το οποίο ο Picabia το υποστήριζε θερμά από την πρώτο ξέσπασμά του στη Ζυρίχη, διατηρώντας μάλιστα αλληλογραφία με τον Tzara.

Ο Duchamp στους πυλώνες της ντανταϊστικής σκέψης, δηλαδή τη διακήρυξη για θάνατο της τέχνης και την αναζήτηση της τέχνης στη ζωή και το παιχνίδι, στήνει την δική του εκδοχή Νταντά. Στην καρτεσιανή λογική του “Cogito ergo sum” αντιπαραθέτει το “ξεχείλωμά” της έως την πλήρη ανατροπή της· το ίδιο το “cogito” αμφισβητείται κι άρα κανένα ασφαλές συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτήν τη διαδικασία. Αφού ούτε αυτό, λοιπόν, παρέχει μία στέρεη και de facto αλήθεια τότε τίποτα δεν ισχύει, τα πάντα είναι μία φάρσα κι άρα μόνο στην τυχαιότητα μπορεί να στηρίζεται κανείς. Στο λογικό lapsus του Descartes ο Duchamp εντοπίζει την αιτία της παρακμής της τέχνης αλλά και όλου του σύγχρονου κόσμου. Πράξεις, ιδεολογίες και τέχνη αποκτούν νόημα βασισμένα σε μία ευάλωτη πεποίθηση πως όλα αυτά υπάρχουν επειδή εμείς το θέλουμε. Στο κενό αυτό της καρτεσιανής θεωρίας ο Duchamp θα σταθεί αμείλικτος· τίποτα δεν υπάρχει, κάθε μικροαστική αντίληψη, και ό, τι τρέφεται από αυτή, πέθανε. Αυτή ακριβώς η θεωρητική τοποθέτηση επιτρέπει στον Duchamp να αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική δημιουργία με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι περισσότεροι καλλιτέχνες, θεωρώντας την, εκ των πραγμάτων, ένα παιχνίδι της τύχης και κάτι το οποίο οφείλουμε να μην παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά.

Σύμβολα της αντι-καρτεσιανής λογικής του αποτελούν τα διάσημα “Ready-mades”. Το “Fountain”, το “Porte-bouteilles”, το “Trebuchet”, το “Porte-chapeaux” και το “In advance of the Broken Arm”, όλα έργα της περιόδου 1913-1917, παραμένουν αυτό που ο τίτλος τους δηλώνει. Χρηστικά καθημερινά αντικείμενα, εξορισμένα από την συμμετοχή τους στην καλλιτεχνική δημιουργία, εκτίθενται από τον Duchamp χωρίς την παραμικρή αλλαγή. Η κίνηση αυτή δεν γίνεται για να τα “προβιβάσει” σε τέχνη· ο Duchamp δεν είναι άτεχνος, ούτε αλαζόνας, για να θεωρεί ότι η υπογραφή του μπορεί να αναγάγει οτιδήποτε σε τέχνη. Τα ready-mades του φέρουν την καταγγελία της ελιτίστικης συμπεριφοράς των καλλιτεχνών έναντι των υπολοίπων. Μία ελιτίστικη συμπεριφορά που στηρίζεται στο τίποτα αφού η τέχνη δεν υπάρχει. Κι αφού δεν υπάρχει, τα ready-mades έρχονται να προκαλέσουν έναν ακόμη βαθύτερο προβληματισμό: τι είναι καλαίσθητο και τι όχι;

Ο ίδιος αναφέρει: “(...) Ένα σημείο που θέλω πολύ να τονίσω είναι ότι η επιλογή αυτών των ready-mades δεν υπαγορεύτηκε ποτέ από καμία αισθητική απόλαυση. Η επιλογή βασιζόταν σε μια αντίδραση οπτικής αδιαφορίας με πλήρη απουσία του καλού ή του κακού γούστου... στην πραγματικότητα σε μια πλήρη αναισθησία.” Ο Duchamp, επομένως, δεν σπαταλά τον χρόνο του παλεύοντας να βρει την συνέχεια μετά τον θάνατο της τέχνης, την απάντηση στο τι είναι “ωραίο”· πάνω από όλα τον ενδιαφέρει να καταστήσει σαφές πως η τέχνη πέθανε -και, δευτερευόντως, να απολαύσει ένα καλό γέλιο στην κηδεία της. Όλο το έργο του Duchamp επικεντρώνεται γύρω από τον βασικό άξονα της μη τέχνης. Υιοθετώντας μία καλλιτεχνική συμπεριφορά που ομοιάζει με αντι-τέχνη, αυτή δεν είναι παρά το όχημα για να φτάσει κανείς στο συμπέρασμα -δηλαδή την ανυπαρξία της τέχνης. Εφόσον δεν υπάρχει τέχνη, κατά τον Duchamp, δεν μπορεί να υφίσταται και αντι-τέχνη.

Το 1919 σκαρώνει την διασημότερη, ίσως, φάρσα στην ιστορία της τέχνης ζωγραφίζοντας ένα τσιγκελωτό μουστάκι πάνω σε ένα αντίγραφό της Μόνα Λίζα του Da Vinci και ονομάζοντας το μυστακοφόρο, πλέον, πάλαι ποτέ σύμβολο του γυναικείου μυστηρίου και της αιθέριας γυναικείας παρουσίας “L.H.O.O.Q.” (κάτι που στα γαλλικά διαβάζεται περίπου σαν “Elle a chaud au cul”, δηλαδή “Είναι ξαναμμένη από πίσω”) ειρωνευόμενος έτσι και μία φημολογούμενη ομοφυλοφιλία του Da Vinci (η οποία, κατά την άποψη της γράφουσας, αποτελεί μία προσπάθεια φροϋδικής ερμηνείας του έργου του) . Ξανά εδώ ο Duchamp παραμένει πιστός στα πιστεύω του. Η κίνησή του αυτή δεν υποθάλπει μομφή για το ταλέντο του Da Vinci, ούτε βεβαίως κάποια κλίση προς τις ανδροπρεπείς γυναίκες, παρά είναι άλλη μία πρόκληση που εκτοξεύει στο πρόσωπο των καλλιτεχνών και του κοινού για να τους κάνει να δουν πως δεν υπάρχει τέχνη. Η καταγγελία του συνεχίζεται, φτάνει να καυτηριάσει τους αστούς που μόνο η υπογραφή κάτω από ένα οποιοδήποτε αντικείμενο ή έργο τους αρκεί για να βαφτίσουν κάτι “τέχνη”.

Στα περισσότερα έργα του, όσο και να ψάξει κάποιος, δεν θα συναντήσει την αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος. Σε κάποια, της “προ-νταντά” περιόδου του, η παρουσία του ανθρώπου προδίδεται από τον τίτλο και οι γραμμές του είναι πολύ κοντά στις φουτουριστικές και κυβιστικές αντιλήψεις. Χειρίζεται τις γραμμές και τα σχήματα για να προκαλέσει έντονους σχηματισμούς στον καμβά, δυνατά συναισθήματα στον θεατή και το φως για να υπερτονίσει την κίνηση και το αντικείμενό του που αλλιώς θα κινδύνευε να χαθεί μέσα σε όλη αυτή την ποικιλία σχημάτων. Το ανθρώπινο σώμα εκεί γίνεται ένα σύνολο από γραμμές που συνέχονται άρρηκτα και σε κίνηση -το σώμα δεν είναι ποτέ στατικό ούτε συναισθηματικά φορτισμένο με όλη αυτήν τη λατρεία των προγενέστερων ζωγράφων. Τέτοια έργα του είναι, για παράδειγμα, το “Nu descendant un escalier no.2” ή το “The King and Queen Surrounded by swift Nudes”, και τα δύο ζωγραφισμένα το 1912.

Κατά την περίοδο, όμως, που ο Duchamp γνωρίζει το Νταντά και κάνει παρέα με τους Picabia και Ray το σώμα μοιάζει να αποχωρεί από τα έργα του. Και αυτό είναι λογικό. Ο Duchamp δεν βρίσκεται σε αυτόν τον χώρο για να κάνει τέχνη. Βρίσκεται εκεί για να την καταγγείλει, να εξωθήσει στα άκρα κάθε “υποστηρικτή” της, να ξεμπροστιάσει μια ολόκληρη αστική αντίληψη απέναντί της. Εξαφανίζει, λοιπόν, το βασικότερο στοιχείο της ανά του αιώνες. Το σώμα. Οι κατασκευές και τα σχέδια του Duchamp δεν είναι το νέο “τροπάριο” στην τέχνη, σε αυτά η ελεγεία στον άνθρωπο κόβεται απότομα. Δεν γίνεται από αντι-ανθρωπιστική (sic!) αντίληψη η κίνηση αυτή. O Duchamp δεν τα έχει βάλει με τον άνθρωπο -ένα τέχνασμα και μία φάρσα είναι αυτό που συμβαίνει στο έργο του με σκοπό να ξεσκεπάσει ένα σάπιο σύστημα. Όταν “εμφανίζει” την Rrose Selavy (ή Rose Selavy), τον ίδιο δηλαδή μεταμορφωμένο σε γυναίκα, καταγγέλλει ένα ολόκληρο δίκτυο διαφήμισης το οποίο κυριαρχεί στην αμερικανική αγορά εκμεταλλευόμενο το “ωραίο”, εκμεταλλευόμενο -ενδεχομένως- πρότυπα ομορφιάς τα οποία έχουν συσταθεί διαμέσου αιώνων καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Εξ άλλου, όταν αναφερόμαστε στον Duchamp, βρισκόμαστε στην παρουσία ενός ανθρώπου με τρομακτικές καλλιτεχνικές ικανότητες γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το έργα του όπως το “La Mariee mise a nu par ses celibataires, meme”, πάνω στο οποίο δούλευε για περίπου οχτώ χρόνια (1915-1923). Σε αυτό ο ευφάνταστος συνδυασμός υλικών, η χρήση του τυχαίου και του ελεγχόμενου και η περιπλάνηση στο υποσυνείδητο καταλήγουν σε ένα έργο υψηλής καλλιτεχνικής αισθητικής.

Είναι, επομένως, άδικο να αντιμετωπίσει κάποιος τον Duchamp σαν μη-καλλιτέχνη. Ο ίδιος αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του και των ικανοτήτων του στο να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τέχνη την ίδια στιγμή που με κάθε εικαστικό του έργο έκανε τέτοια. Είναι, μάλλον, δικαιότερο να αναγνωρίσουμε σε αυτόν έναν διανοούμενο καλλιτέχνη ο οποίος προσπάθησε να θέσει την τέχνη σε νέα τροχιά -ίσως περιερχόμενος κι ίδιος σε φοβερές αντιφάσεις. Γιατί ως τέτοια μπορεί να εκληφθεί η δημιουργία την ίδια στιγμή που επιδιώκεται η καταστροφή."