Thursday 13 September 2007

Πυρ, Γυνή και Θάλασσα

Η αιθέρια Sylvie Guillem παραδίδει απόκοσμα μαθήματα πάνω στο γήινο τρίπτυχο.

Tuesday 11 September 2007

Έναρξις σχολικού έτους

Ξυπνάς, είναι νωρίς ακόμη, η ανάσα λαχανιασμένη. Όχι, το τέρας δεν αναπνέει δίπλα σου. Αναπνέει μέσα σου κάθε φορά που κλείνεις τα μάτια. Αν τα κλείσεις πάλι θα ξυπνήσει, θα έρθει να στοιχειώσει ό, τι έλπιζες να συναντήσεις στα σκοτάδια. Κουβαλάει εγκαύματα και σε κοιτάζει μέσα από τις γάζες με τις σάρκες του να λιώνουν και να στάζουν πάνω σου καυτό δέρμα. Πρέπει να ξυπνήσεις αλλιώς σε λίγο θα βρεθείς να χορεύεις με ένα τέρας σ' ένα ξύλινο σπίτι πνιγμένο στα χορτάρια.

Φοράω την μπλούζα μου, το σπίτι είναι πάντα κρύο όταν δραπετεύεις από εφιάλτες. Το σπίτι είναι πάντα κρύο όταν είναι πρωί και τον καφέ τον μοιράζεσαι με το γυάλινο γραφείο. Απόφαση: σήμερα θα φάω πρωινό. Σήμερα θα φάω πρωινό χαζεύοντας. On. Σε πέντε μέρες έχουμε εκλογές, περίεργα πλήθη ανεμίζουν σημαίες μιας πατρίδας άγνωστης, στην Ηλεία ακόμη μετρούν, μήκος επί πλάτος, απουσίες σπιτιών, απουσίες ανθρώπων, απουσία χρώματος, μυρωδιά καμένου ζώου, μπουκάλια νερό, κερασιά, ένας δήμαρχος έβαλε φωτιά σε ό,τι τον έκανε ένοχο, ποιος δεν βάζει φωτιά σε ό,τι τον καίει;

Κι εγώ, αποσβολωμένη στα μαξιλάρια μου που μυρίζουν καπνό το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πως σήμερα ο μήνας έχει έντεκα. Είναι έντεκα Σεπτεμβρίου και η μαμά θα με ξυπνήσει να πάω σχολείο. Θα πλησιάσει τα χείλη της στο αυτί μου, θα χαϊδέψει το κεφάλι μου και θα σιγοτραγουδήσει εκείνη την αστεία μελωδία που έχει φτιάξει μόνη της χρόνια τώρα: “Σήμερα παιδιά αρχίζει το σχολείο, σήμερα παιδιά το νηπιαγωγείο!”... Θα σηκωθώ μουρμουρίζοντας, θα βγάλει καινούριες ξυλομπογιές από ένα χάρτινο πολύχρωμο περιτύλιγμα, θα μου φτιάξει γάλα και δυο φέτες ψωμί με μέλι, θα μου δέσει τα κορδόνια από τα καινούρια μου παπούτσια, θα με αγκαλιάσει κι εγώ θα χαθώ στο άρωμά της, θα μου ανακατέψει τις μπούκλες μου και θα φύγει. Θα πάρω τον δρόμο με τις πορτοκαλιές, θα φτάσω σε μια αυλή σχολείου κι όλοι μου οι φίλοι θα είναι εκεί, η Στέλλα δεν θα έχει πεθάνει, η δασκάλα μας θα χαμογελάει όλη μέρα και θα μας ρωτάει πώς περάσαμε, η μυρωδιά από τα καινούρια μου βιβλία θα είναι ό,τι ωραιότερο μύρισα τον τελευταίο καιρό, θα προλάβω το καλύτερο θρανίο στην τάξη, στο διάλειμμα θα φάω κουλούρι με σουσάμι και θα παίξω μπάσκετ...

Σήμερα είναι έντεκα Σεπτεμβρίου, κι εγώ κάθομαι στο κρύο μου γραφείο, ο καφές κρυώνει, ο καπνός μου τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει. Πώς ξέρεις αν έχεις φτάσει το σημείο που όλα συνεχίζουν; Που τίποτα δεν αρχίζει; Πιάνω την μαριονέτα μου και κουνάω νευρικά τα σχοινιά της, γράφει σε έναν μεταλλικό κρύο υπολογιστή εργασίες βγαλμένες από άνευρες χημικές ενώσεις. Νυστάζω, φοβάμαι, πλήττω, ονειρεύομαι. Δεν γυρίζω πίσω σε αυτά τα σεντόνια, εκεί με περιμένουν τέρατα και κυνηγητό και θάνατος και κλάμα. Πόσες σκέψεις επιτρέπεται ο άνθρωπος να κάνει κάθε μέρα; Πόσα συναισθήματα να νιώθει; Εγώ που προσπαθώ να μην νιώθω τι είμαι; Αν νιώσω θα βγω να πιω εκείνον τον καφέ που θέλω καιρό. Θα κάνω εκείνη την αποτρίχωση και το βράδυ θα φορέσω την φούστα μου την μαύρη. Θα πάω σινεμά, να προλάβω τα θερινά, όλες οι ταινίες είναι πιο όμορφες πασπαλισμένες με μπύρα κι αστέρια. Θα τελειώσω βιβλία που βρήκαν πρόωρα την θέση τους στο ράφι της βιβλιοθήκης. Θα φτιάξω εκείνη την τούρτα που σου χρωστάω βδομάδες τώρα. Θα νιώσω τύψεις που σε έναν κόσμο τόσο σκληρό, τόσο εγωιστικό, τόσο παράλογο, τόσο γρήγορο εγώ σταμάτησα μία στιγμή για να προσέξω εμένα -μόνο εμένα και κανέναν άλλον, ο κόσμος μου έγινα εγώ.

Όχι, δεν επιτρέπεται να νιώσω. Θα φτιάξω καινούριο καφέ, θα κάτσω ήσυχα ήσυχα στο γραφείο μου, θα ανοίξω τα βιβλία μου, θα ανεβάσω τα πόδια μου στην καρέκλα και θα παλέψω με νύχια και με δόντια να φέρω το μυαλό μου εδώ. Θα το μαζέψω, κομμάτι κομμάτι, θα φτιάξω ένα παζλ και το βράδυ θα το διαλύσω ξανά, θα συρθώ μέχρι το κρεβάτι που τρίζει, θα γλιστρήσω στα σεντόνια και ξέρω πως, απρόσκλητοι πάλι, θα μου κάνουν παρέα οι εφιάλτες. Μαμά, οι εφιάλτες κοιμούνται την ημέρα ή την νύχτα;