Ένα από αυτά τα πρωινά που τα πόδια μου παίρνουν φωτιά, καθ’ ότι το ρολόι κυνικά μού υπενθυμίζει ότι έχω αργήσει για τη δουλειά, το μετρό αποφάσισε να αργήσει. Ο ηλεκτρονικός πίνακας με προϊδέαζε ότι το επόμενο πεντάλεπτο η φούρια μου πρέπει να αποδεχτεί την κατάσταση και να καταλαγιάσει. Το μάτι μου πέφτει πάνω σε μια αφίσα που διατυμπανίζει την «έξω καρδιά» μιας πόλης χωρίς τύπο και την ανάγει σε «public art». Κάτι με ενοχλεί. Ακόμη δεν ξέρω τι. Λίγο μετά, με τα ακουστικά πάντα στα αυτιά να φτιάχνουν το soundtrack της πρωινής μου βιασύνης, πέφτω πάνω σε μία μωβ καρδιά. Λόγω των συνθηκών λέω να προσπεράσω, αλλά –από την άλλη- είμαι περίεργη να δω τι κάνει αυτό το πράγμα στην άκρη του μετρό... Πλησιάζω. Το πρώτο πράγμα που χώνει μπουνιά στο μάτι μου είναι τα διαφημιστικά αυτοκόλλητα στη βάση. Όλα καλά, σκέφτομαι, θα είναι καμιά εκστρατεία υπέρ της υγιεινής διατροφής και τα οφέλη της για την καρδιά.
Έλα, όμως, που αυτόματα θυμάμαι το νέο «concept» (πόσο μισώ κάτι τέτοιους υπαλληλικούς όρους) της καινούριας μας «public art» και μένω σύξυλη. Επιστρέφοντας το βράδυ βάζω στόχο να δω όσο περισσότερες έξω(από δω)καρδιές γίνεται. Κάθε φορά το μάτι μου πέφτει πρώτα πάνω στα διαφημιστικά αυτοκόλλητα της βάσης και μετά στο «έργο τέχνης». Που άλλες φορές μοιάζει να το έχει σκάσει από μαγαζί με ήδη δώρων που φαλίρισε, άλλες με μαξιλάρι που θες να πλακώσεις στις μπουνιές για να ξεθυμάνεις και άλλες με φτηνό διαφημιστικό τρικ. Και, πλέον, το κλικ γίνεται. Ναι, είμαι και πάλι εξαγριωμένη. Search: public art. Η αμφιλεγόμενη-πλην-αναγκαία wikipedia με ενημερώνει ότι είναι η έκθεση έργων τέχνης σε δημόσιο χώρο ώστε να είναι προσβάσιμη για το ευρύ κοινό. Πολύ «νταντά» για την εποχή μας, δεν λέω. Τέλος τα μουσεία, δηλαδή, και η αγιοποίηση της τέχνης. Τέλος οι καρφωμένοι πίνακες πάνω από τζάκια και τα γλυπτά-συντριβάνια στις επαύλεις. Με ενοχλεί, όμως. Αυτό το «public art» μου τη δίνει.
Σαν να υπάρχουν δύο τέχνες, η «public» και η «private». Σαν ο κόσμος να μπορεί να αντέξει συγκεκριμένη τέχνη, αυτή που κάποιοι θα βαφτίσουν «public» και θα τοποθετήσουν εκεί που το πεζοδρόμιο έχει μερικά σπασμένα πλακάκια ή ανάμεσα σε παρκαρισμένα μηχανάκια. Ιδού, κύριοι, η τέχνη Σας! Αφήστε την ελίτ να κομπάζει στα μουσεία, να πληρώνει κερατιάτικα εισιτήρια στην είσοδο για να θαυμάσει –άνευ όρων- ό,τι εκτίθεται σε αυτά. Εσείς είστε μοντέρνοι άνθρωποι. Εκεί που προχωράτε με τον χαρτοφύλακά σας, περιμένετε τον φίλο σας που έχει αργήσει, αγοράζετε έναν εσπρέσο σε χάρτινο ποτηράκι ρίξτε ένα βλέφαρο και λίγο παραδίπλα –η κουλτούρα σας ανοίγει τις πόρτες! Εσείς είστε ακομπλεξάριστοι, εσείς είστε πολυσυλλεκτικοί, εσείς ξέρετε να εκτιμάτε ένα έργο τέχνης μόλις το δείτε. Κι εμείς σας το προσφέρουμε! Δεν είναι απλά art. Είναι public art. Σαν τον Ξανθόπουλο ένα πράγμα, ή τον Αρναούτογλου. Είναι ένας από σας, αλλά είναι και λίγο υπεράνω, είναι trend.
Η διαφωνία μου, λοιπόν, δεν έγκειται στο αν όντως είναι καλλιτεχνικά δημιουργήματα τα έργα αυτά. Ούτε και θέλω να προσβάλω τον κόπο αυτών που τα έφτιαξαν. Στις μέρες μας η συζήτηση περί Τέχνης καταλήγει μοιραία ή στα κλισέ (6 τέχνες, βία 7 θα αναγνωρίσουν οι συντηρητικοί και οι «προοδευτικοί» θα τους απαντήσουν ότι «όλα είναι τέχνη») ή στο κενό (Τελικά, είναι υποκειμενικό. Ό,τι βλέπεις ως τέτοια είναι Τέχνη.) Επειδή τέλος πάντων ο χρόνος είναι χρήμα (και στην περίπτωσή μου ούτε καν αρκετό) κι επειδή, ακόμη περισσότερο, δεν μπορώ να συμμετάσχω σε άλλη μία μαλακισμένη επιχειρηματολογία για το το είναι και τι δεν είναι Τέχνη (και γιατί) επιλέγω να μην ασχοληθώ με αυτό το κομμάτι της νέας μας υπαίθριας καλλιτεχνικής απόλαυσης. Δεν γίνεται, όμως, να προσπεράσω αυτήν την άκρως ελιτιστική αντιμετώπιση των φερόμενων ως «έργα τέχνης» ως public art, μίας ιδιαίτερης έκφρασης δηλαδή της τέχνης.
Η οποία, κατά την άποψή τους (ποιών; Των συμβασιούχων του υπουργείου πολιτισμού ή των προοδευτικών γκαλερίστας; [το «γκαλερίστας» προκύπτει από το «ζαπατίστας» στο δικό μου, αρρωστημένο μυαλό]) είναι φτιαγμένη για τον «πολύ» κόσμο. Ο οποίος τι; Είναι ηλίθιος, ακούλτουρος, καταλαβαίνει την τέχνη μόνο όταν είναι τσάμπα; Στην οποία περίπτωση γίνεται τι; Του προσφέρουμε θέματα καρμπόν απλά με διαφορετικά χρωματάκια μπας και ξεστραβωθεί; Ή μήπως ο πολύς κόσμος καταλαβαίνει την Τέχνη και μόνο από το γεγονός της βάφτισης ενός... Ενός... Έργου, πράγματος, οτιδήποτε τελοσπάντων, ως «καλλιτεχνικό δημιούργημα»; Σε αυτήν την περίπτωση, αν αύριο η Εθνική Πινακοθήκη αποφασίσει να εκθέσει τους πίνακες του Λύτρα στην Ομόνοια ή το μουσείο του Λούβρου την Αφροδίτη της Μήλου στην Place de la Concorde, τα έργα αυτά καταλήγουν «public art»; Κι εκεί είναι η ουσία της απογοήτευσής μου και του θυμού.
Δεν είναι μόνο το πόσο αναχρονιστικές και συντηρητικές είναι αυτές οι βαρύγδουπες ονομασίες. Είναι το πόσο απερίσκεπτα, επιφανειακά και μαρκετίστικα αντιλαμβανόμαστε την Τέχνη. Και, σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο, την αξία της δημιουργίας. Και σίγουρα, πίσω από τις χαρούμενες αγελάδες και τις έξω(από δω)καρδιές δεν κρύβεται μία ανάγκη για μαζική επαφή με την τέχνη. Κρύβεται κάποια βαλίτσα που γύρισε από γραφείο σε γραφείο και κάποιοι έξυπνοι ντήλερς. Ακόμα κι ο μάνατζερ του Πικάσο όμως (λέμε τώρα) δεν θα ισχυριζόταν ότι κάνει art.
(Και η συζήτηση θα συνεχιστεί...)
Thursday, 24 January 2008
Monday, 21 January 2008
Ουρανός
- Έχω τον επόμενο ακροατή στη γραμμή. Παρακαλώ;
- ...
- Μας ακούς;
- ... Ναι.
- Καλησπέρα, ή μάλλον... καλημέρα τέτοια ώρα. Πώς σε λένε;
- Αν απόψε δεν είχα σκοντάψει στη φωνή σου θα είχα πηδήξει.
- Τι εννοείς;
- Πάει καιρός που διαπέρασε το αυτί μου φωνή και κύλησε στο αίμα μου. Σήμερα σκόπευα να αυτοκτονήσω. Έτσι κι αλλιώς νεκρή...
- Σε παρακαλώ, δεν θέλω να λες τέτοια πράγματα. Ακούγεσαι πολύ μικρή, είναι κρίμα να τα βλέπεις όλα μαύρα.
- Δεν τα βλέπω μαύρα. Απλά δεν με νοιάζουν τα χρώματα... Αλλά, δεν έχει σημασία...Πήρα να σου πω ότι απόψε με ζέστανες.
- Μην κλείνεις. Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου...
- Finitin.
- Finitin, υποσχέσου μου ότι και την άλλη Δευτέρα θα με πάρεις τηλέφωνο.
- Δεν μου αρέσουν οι υποσχέσεις. Αλλά, μην φοβάσαι, δεν θα πηδήξω. Αν αυτό είναι που θες να επιβεβαιώσεις... Δεν θα πηδήξω.
- Αυτό είναι καλό. Αλλά θέλω να σε ξανακούσω.
- Καληνύχτα.
Δυσκολευόταν πολύ να ξυπνήσει τα πρωινά. Τρεις ώρες ύπνου και μετά το μονότονο ξυπνητήρι κικίριζε άλλη μια μέρα που θα ξεκινούσε στο θρανίο της πρώτης σειράς. Ντυνόταν βιαστικά, ό,τι έβρισκε μπροστά της -όλα μαύρα- και κλείδωνε μηχανικά την πόρτα αφού είχε πρώτα ελέγξει ψυχαναγκαστικά δύο φορές τα μάτια της κουζίνας, από μία τις μπαλκονόπορτες και άλλες δύο τον θερμοσίφωνα. Βαρυγκομούσε με το σχολείο. Καλή μαθήτρια ήτανε, από τους άριστους που κάθε 28η Οκτωβρίου παίρνανε κέρασμα στη σχολική εορτή κι από έναν έπαινο. Δεν το καταλάβαινε, όμως. Βαριότανε, νύσταζε και αποκοιμιότανε ευθαρσώς στο πρώτο θρανίο. Οι καθηγητές της, φύσει ψυχοπονιάρηδες με αυτούς που όλοι οι άλλοι αποκαλούσαν “φυτά”, την χτυπούσαν ελαφρά στον ώμο περισσότερο σαν ένδειξη συμπαράστασης παρά σαν παρατήρηση. Κι εκείνη δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για το τι νόμιζαν. Την βόλευε κιόλας να νομίζουν ότι εξαντλείται από το πολύ διάβασμα. Πανελλήνιες στη δευτέρα λυκείου ήταν μία πειστική κατάσταση για τους άλλους.
Κι έπεφτε, βυθιζότανε σε ύπνο βαρύ, αυτόν των 40 λεπτών που σε στέλνει στα πιο βαθιά πηγάδια της ανυπαρξίας σου. Κι εκεί τον έβλεπε. Η φωνή έπαιρνε σχήμα, σχημάτιζε δέκα δάχτυλα ποδιών και δυο λεπτές γάμπες, μετά δυο μηρούς κοκαλιάρηδες και μια λεκάνη με δυο κόκαλα που προεξέχουν. Μετά μια κοιλιά σαν να την έχει πατήσει γουδοχέρι, δυο χέρια με φλέβες να πετάγονται και δάχτυλα μακριά καλάμια που λυγάνε από τον άνεμο. Και μετά ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο-φωνή. Μια άρπα. Μιλούσαν ήδη τρεις μήνες. Οι δύο πρώτοι ήταν στον αέρα. Την πρώτη Δευτέρα του είπε απλά πως την έσωσε. Την δεύτερη πως τον σκεφτόταν όλη την εβδομάδα. Την τρίτη συζήτησαν για το πρόβλημα μιας άλλης ακροάτριας. Την τέταρτη της είπε μικρά πράγματα για τη ζωή του. Πως του αρέσουν πολύ τα μακαρόνια με κέτσαπ, πως φτιάχνει τον φραπέ του σκέτο, πως κάθε πρωί πριν ξεκινήσει κάνει μπάνιο. Κι εκείνη το ανταπέδωσε. Δεν έχω κανέναν φίλο, του είπε, τίποτα δεν έχει νόημα, ξεχνάω συχνά να φάω, η μαμά μου δεν ξέρει τίποτα για αυτό σου μιλάω πάντα σιγά, στο σχολείο οι καθηγητές με έχουν για άριστη και οι συμμαθητές για φυτό αλλά εγώ δεν διαβάζω, έχω φασωθεί με άπειρους κι έχω κάνει πάνω από διακόσιες κοπάνες ήδη για φέτος αλλά επειδή τα είχα με τον απουσιολόγο και έχει φάει κόλλημα μου τις έχει χαρίσει σχεδόν όλες. Όχι, δεν θα μπορούσα να είμαι με έναν μόνο, βαριέμαι εύκολα και νιώθω μόνη μου. Της είπε πως αυτός ήταν πολύ διάσημος στο σχολείο αλλά ποτέ δεν ένιωσε άνετα με αυτό, ούτε το εκμεταλλεύτηκε, πως κι αυτός νιώθει μόνος πολλές φορές αλλά πως αυτή είναι μικρή κι έχει μυαλό -θα πρέπει να βρει και πώς να το ξεπερνάει. Κι ας άκουγε όλη η πόλη, οι φωνές τους ταξίδευαν μονάχες μέσα από σύρματα για να συναντηθούν κάπου πάνω από αυτήν. Λαμπερές, ζεστές, μόνες μαζί.
Τον τελευταίο μήνα τα λέγανε κάθε βράδυ από το τηλέφωνο. Μετά τις δώδεκα, να έχει κοιμηθεί η μαμά στα σίγουρα. Εκείνος στρίβοντας τσιγάρα και πίνοντας κόκα κόλα στο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνη βάζοντας το τηλέφωνο που είχε αγοράσει ένα πρωί μυστικά στην πρίζα κάτω από το γραφείο της και τραβώντας το καλώδιο μέχρι την ντουλάπα της. Κλεινότανε μέσα, ψιθύριζε -να μην ξυπνήσει η μαμά- κι ανάμεσα από παλτό και ξεσκισμένα μπλουτζήν ξετυλίγονταν ζωές και αναμνήσεις και όνειρα και θυμοί. Τρεις μήνες μετά της είπε να βρεθούν. Είσαι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, της είπε. Δέχτηκε. Θα την κάνω από το σχολείο μετά την δεύτερη ώρα, του είπε. Μόνο μην πάμε έξω για καφέ. Δεν μπορώ τον κόσμο, δεν ξέρω πώς να στήνομαι στις καφετέριες. Θέλω να έρθω σπίτι σου, να δω το τραπέζι που σβήνεις τα τσιγάρα σου όταν μιλάμε, να σε μυρίσω στο οξυγόνο σου, να κάτσω στο γραφείο που στοιβάζεις τις μουσικές σου. Εντάξει, ξέρεις πώς να έρθεις Νέα Ιωνία; Όχι. Θα πάρεις το τρένο, θα κατέβεις στον σταθμό και θα με πάρεις τηλέφωνο. Μένω τρία λεπτά από εκεί.
Δεν κοιμήθηκε. Έκανε μπάνιο στις τρεις, τρίφτηκε δυνατά να καθαρίσει, άνοιξε ένα αφρόλουτρο της μαμάς, ξύρισε τα πόδια της, έβγαλε κάτι τρίχες κάτω από τα φρύδια της, έκοψε τα νύχια της και πασαλείφτηκε με ένα μπόντυ λόσιον που της είχαν κάνει δώρο μήνες πριν και είχε παρατήσει στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Στις τεσσερισήμισι ακόμη έψαχνε τι να βάλει. Όχι το τζην, θα βάλω σίγουρα το γκρι το υφασμάτινο που κάνει τα πόδια μου να φαίνονται ψηλά, γαμώτο όλες οι μπλούζες μαύρες. Τρύπωσε ακροπατώντας στο δωμάτιο της μαμάς, άνοιξε το συρτάρι με τις μπλούζες, ψαχούλεψε, βρήκε μια άσπρη κολλητή, ναι, αυτή είναι καλή, θα κάνει και τη μέση μου να διαγράφεται, έκλεισε το συρτάρι αργά και γύρισε στο δωμάτιο. Κι από πάνω την μαύρη μου τη ζακέτα την κρουαζέ, και τα μαύρα μου τα σταράκια. Σκατά, μπάζο είμαι, θα το ακυρώσω. Όχι, δεν γίνεται. Δεν θέλω. Γαμώτο, θα με κοροϊδεύει, οπωσδήποτε αφού τον πάρω τηλέφωνο να θυμηθώ να βγάλω τα γυαλιά και να τα χώσω κάτω κάτω στην τσάντα.
Είσαι στο σταθμό; Ναι, φοράω σταράκια μαύρα, ένα γκρι παντελόνι... Εντάξει, εντάξει, (γελάει), θα σε καταλάβω. Βγάζει τα γυαλιά της, τα χώνει κάτω από την Αντιγόνη και τα Κείμενα, στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, μπρος πίσω πάνω στην λεπτή γραμμή στην άκρη, το στομάχι της κόμπος και ένα ενοχλητικό τρέμουλο στα δάχτυλα. Πρέπει να ηρεμήσω, θα γίνω ρεζίλι. Πάρκινσον στα δεκαπέντε μου γαμώ την πουτάνα μου! Στρίβει. Φοράει ένα ξεθωριασμένο τζην και τα μαλλιά του είναι φίδια πιασμένα σε κοτσίδα. Είσαι η Finitin; Ναι. Τον αγκαλιάζει. Αυτός κάτω από το πεζοδρόμιο, εκείνη στην άκρη του κι έχουν το ίδιο ύψος περίπου -της ρίχνει λίγο. Είναι ψηλός, τώρα ακούει την καρδιά μου που πάει σαν τρελή, έχω ήδη γίνει ρεζίλι. Την σφίγγει πάνω που πάει να τον αφήσει, το πηγούνι της ξεκουράζεται στον ώμο του, αναστενάζει.
Σ' αγαπώ.
Κι εγώ σ' αγαπώ.
Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Σ' α γ α π ώ.
Ναι, κι εγώ.
Ναι, αλλά εγώ θέλω να είμαστε μαζί.
Δεν γίνεται. Και πώς, δηλαδή; Αφού έχεις κοπέλα.
Δεν έχω τίποτα αν δεν είμαστε μαζί.
Θα σε κάνω δυστυχισμένο.
Δυστυχισμένος ήμουν όσο δεν σε ήξερα.
Μα... Μόλις χθες με γνώρισες από κοντά.
Σε ήξερα πάντα.
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια;
Ναι. Θυμάσαι που σπαρταρούσες σαν ψάρι στην αγκαλιά μου και ντρεπόσουν να με κοιτάξεις στα μάτια;
Ναι... Και τώρα φεύγεις.
Δεν πάω και στην άκρη του κόσμου, τρεις ώρες είναι η Αγγλία.
Φεύγεις. Κι εσύ. Βγάζει τα γυαλιά της, η θάλασσα έχει αγριέψει και τα τζάμια δεν την συγκρατούν.
Τρία χρόνια απόρριψης. Ποιος απέρριψε ποιον; Εκείνη. Ναι... Όχι, όχι. Εκείνη τους έσωσε. Θα ήταν ένα ναυάγιο. Καλύτερα έτσι. Ελεύθεροι μαζί. Να περνάνε άλλοι από τα κρεβάτια τους, να μοιράζονται με άλλους τα Κυριακάτικα πρωινά, τα σφηνάκια στα μπαρ. Του το 'χε πει. Με όποιον κι αν ήταν, με όποια κι αν ήταν αυτοί είναι άλλο. Είναι πάνω από αυτά, η αγάπη δεν ζητά πασαπόρτια για το κρεβάτι ούτε επιβεβαίωση. Θα ήταν καταστροφή αυτή η σχέση. Η μαμά της θα τους διέλυε. Έπειτα, ήταν μικρή. Δεν μπορούσε να βγαίνει τα απογεύματα, δεν γινόταν να βλέπει κάποιον τα Σαββατοκύριακα. Θα τον κούραζε. Καλύτερα έτσι. Από όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο ξεγλιστρούσε κιόλας κάποια βράδια. Έλεγε πως θα βγει με συμφοιτητές της, η μαμά της χαιρότανε που ο μικρός της μισάνθρωπος κοινωνικοποιούταν λίγο και την άφηνε. Εκείνος έλεγε μια δικαιολογία στην “ακατονόμαστη”, μόνο έτσι μπορούσε να την λέει και να γελάει λίγο, και συναντιόνταν στη σοφίτα του. Κάθονταν στο στρώμα καταγής, είχε αρχίσει το κάπνισμα κι αυτή, την κορόιδευε, άντε μωρέ που μεγάλωσες κι εσύ για να καπνίζεις, έπιναν παγάκια μαυροδάφνης από ένα μπουκάλι που ξέχναγαν για ώρες στην κατάψυξη, άναβαν κεριά κι ονειρεύονταν. Κάποτε κάποτε την άγγιζε και της σήκωνε το πηγούνι. Πότε θα μάθεις να με κοιτάς; Δεν ξέρω. Την φίλαγε προς τα πάνω, να σηκώνει το κεφάλι της, κι όταν τα κατάφερνε κατέβαινε στο λαιμό της, τα δάχτυλά του ίσα που διαπερνούσαν την μπλούζα της, εκείνη έτρεμε πάλι σαν ψάρι, έσερνε τα δάχτυλά της που τρέκλιζαν σαν μεθύστακες στον καβάλο του και κυλιόντουσαν στο στρώμα.
Και τώρα, τρία χρόνια μετά φεύγει. Χωρίς να έχει μπει μέσ μου ούτε μία φορά... Έχω κάνει έρωτα μαζί σου χιλιάδες φορές της ψιθυρίζει στο αυτί. Τον πιο ωραίο, τον πιο άγριο, τον πιο τρυφερό, τον πιο θανατηφόρο έρωτα τον έχω κάνει με εσένα. Με καμία άλλη δεν έχω κάνει έρωτα. Ο έρωτας είναι στάση σκέφτεται αυτή. Όλες οι άλλες είναι περαστικές. Κλαίει, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Δεν θα ξαναδώ τον έρωτα της ζωής μου, νιώθει μέσα της και το φράγμα σπάει, τα νερά ξεχύνονται ορμητικά, το αίμα παγώνει. Σσσσσσς. Ό,τι κι αν γίνει, και να χαθούμε, και να μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ... Στα ογδόντα μου αν βγαίνω ένα πρωί από το τρένο κι εσύ είσαι εκεί, στην άκρη στο πεζοδρόμιο ξέρω πως θα νιώσω όπως την πρώτη φορά που σε είδα. Όπου κι αν είμαι, όπως κι αν είμαι, ό,τι κι αν έχουμε γίνει. Ό,τι και να γίνει το ξέρω.
Μαζί σου θέλω να είμαι. Τέλειωσαν οι μαλακίες και οι δικαιολογίες.
Μα, αφού είμαστε με άλλους.
Δεν υπήρχαν ποτέ άλλοι.
Πώς το λες αυτό; Εσύ; Που έφυγες στην Αγγλία μαζί της. Που λείπεις δυο χρόνια τώρα και μένεις με μια άλλη...
Τελειώσαν αυτά. Τέρμα. Θέλω να είμαι μαζί σου κι αυτήν την φορά δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο και κανένας άλλος εκτός από εμάς.
Οι δυο μας;
Οι δυο μας.
Και χωρίς να βλέπουμε άλλους;
Μόνο οι δυο μας. Είμαι ερωτευμένος, το καταλαβαίνεις; Πέντε χρόνια στο φωνάζω. Γιατί δεν πιστεύεις σε εμάς; Θυμάσαι που σου έλεγα ότι κάποτε θα έρθω σε ένα άσπρο άλογο και θα σε πάρω από όλα αυτά, αρκεί να πιστεύεις στους ιππότες;
Θυμάμαι.
Έρχομαι μεθαύριο. Το αεροπλάνο είναι άσπρο. Πιστεύεις;
Πιστεύω.
Ό,τι κι αν γίνει εσύ είσαι πάνω από όλα για εμένα. Με κάνεις ευτυχισμένο.
Μπορεί η θάλασσα να κάνει κάποιον μόνο ευτυχισμένο;
Δεν με νοιάζουν οι φουρτούνες, όλα μου αρέσουν. Κι αυτά που δεν μου αρέσουν δεν φτάνουν την ομορφιά σου να την χαλάσουν, είναι απέραντη η ομορφιά μας.
Μα όλο σε πνίγω και σε χτυπάω με κύματα. Σε αγαπώ, δεν θέλω να σε σκοτώσω...
Δεν σε φοβάμαι, σε αγαπάω.
Τότε σε λένε Ουρανό.
(Στον Έναν)
- ...
- Μας ακούς;
- ... Ναι.
- Καλησπέρα, ή μάλλον... καλημέρα τέτοια ώρα. Πώς σε λένε;
- Αν απόψε δεν είχα σκοντάψει στη φωνή σου θα είχα πηδήξει.
- Τι εννοείς;
- Πάει καιρός που διαπέρασε το αυτί μου φωνή και κύλησε στο αίμα μου. Σήμερα σκόπευα να αυτοκτονήσω. Έτσι κι αλλιώς νεκρή...
- Σε παρακαλώ, δεν θέλω να λες τέτοια πράγματα. Ακούγεσαι πολύ μικρή, είναι κρίμα να τα βλέπεις όλα μαύρα.
- Δεν τα βλέπω μαύρα. Απλά δεν με νοιάζουν τα χρώματα... Αλλά, δεν έχει σημασία...Πήρα να σου πω ότι απόψε με ζέστανες.
- Μην κλείνεις. Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου...
- Finitin.
- Finitin, υποσχέσου μου ότι και την άλλη Δευτέρα θα με πάρεις τηλέφωνο.
- Δεν μου αρέσουν οι υποσχέσεις. Αλλά, μην φοβάσαι, δεν θα πηδήξω. Αν αυτό είναι που θες να επιβεβαιώσεις... Δεν θα πηδήξω.
- Αυτό είναι καλό. Αλλά θέλω να σε ξανακούσω.
- Καληνύχτα.
Δυσκολευόταν πολύ να ξυπνήσει τα πρωινά. Τρεις ώρες ύπνου και μετά το μονότονο ξυπνητήρι κικίριζε άλλη μια μέρα που θα ξεκινούσε στο θρανίο της πρώτης σειράς. Ντυνόταν βιαστικά, ό,τι έβρισκε μπροστά της -όλα μαύρα- και κλείδωνε μηχανικά την πόρτα αφού είχε πρώτα ελέγξει ψυχαναγκαστικά δύο φορές τα μάτια της κουζίνας, από μία τις μπαλκονόπορτες και άλλες δύο τον θερμοσίφωνα. Βαρυγκομούσε με το σχολείο. Καλή μαθήτρια ήτανε, από τους άριστους που κάθε 28η Οκτωβρίου παίρνανε κέρασμα στη σχολική εορτή κι από έναν έπαινο. Δεν το καταλάβαινε, όμως. Βαριότανε, νύσταζε και αποκοιμιότανε ευθαρσώς στο πρώτο θρανίο. Οι καθηγητές της, φύσει ψυχοπονιάρηδες με αυτούς που όλοι οι άλλοι αποκαλούσαν “φυτά”, την χτυπούσαν ελαφρά στον ώμο περισσότερο σαν ένδειξη συμπαράστασης παρά σαν παρατήρηση. Κι εκείνη δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για το τι νόμιζαν. Την βόλευε κιόλας να νομίζουν ότι εξαντλείται από το πολύ διάβασμα. Πανελλήνιες στη δευτέρα λυκείου ήταν μία πειστική κατάσταση για τους άλλους.
Κι έπεφτε, βυθιζότανε σε ύπνο βαρύ, αυτόν των 40 λεπτών που σε στέλνει στα πιο βαθιά πηγάδια της ανυπαρξίας σου. Κι εκεί τον έβλεπε. Η φωνή έπαιρνε σχήμα, σχημάτιζε δέκα δάχτυλα ποδιών και δυο λεπτές γάμπες, μετά δυο μηρούς κοκαλιάρηδες και μια λεκάνη με δυο κόκαλα που προεξέχουν. Μετά μια κοιλιά σαν να την έχει πατήσει γουδοχέρι, δυο χέρια με φλέβες να πετάγονται και δάχτυλα μακριά καλάμια που λυγάνε από τον άνεμο. Και μετά ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο-φωνή. Μια άρπα. Μιλούσαν ήδη τρεις μήνες. Οι δύο πρώτοι ήταν στον αέρα. Την πρώτη Δευτέρα του είπε απλά πως την έσωσε. Την δεύτερη πως τον σκεφτόταν όλη την εβδομάδα. Την τρίτη συζήτησαν για το πρόβλημα μιας άλλης ακροάτριας. Την τέταρτη της είπε μικρά πράγματα για τη ζωή του. Πως του αρέσουν πολύ τα μακαρόνια με κέτσαπ, πως φτιάχνει τον φραπέ του σκέτο, πως κάθε πρωί πριν ξεκινήσει κάνει μπάνιο. Κι εκείνη το ανταπέδωσε. Δεν έχω κανέναν φίλο, του είπε, τίποτα δεν έχει νόημα, ξεχνάω συχνά να φάω, η μαμά μου δεν ξέρει τίποτα για αυτό σου μιλάω πάντα σιγά, στο σχολείο οι καθηγητές με έχουν για άριστη και οι συμμαθητές για φυτό αλλά εγώ δεν διαβάζω, έχω φασωθεί με άπειρους κι έχω κάνει πάνω από διακόσιες κοπάνες ήδη για φέτος αλλά επειδή τα είχα με τον απουσιολόγο και έχει φάει κόλλημα μου τις έχει χαρίσει σχεδόν όλες. Όχι, δεν θα μπορούσα να είμαι με έναν μόνο, βαριέμαι εύκολα και νιώθω μόνη μου. Της είπε πως αυτός ήταν πολύ διάσημος στο σχολείο αλλά ποτέ δεν ένιωσε άνετα με αυτό, ούτε το εκμεταλλεύτηκε, πως κι αυτός νιώθει μόνος πολλές φορές αλλά πως αυτή είναι μικρή κι έχει μυαλό -θα πρέπει να βρει και πώς να το ξεπερνάει. Κι ας άκουγε όλη η πόλη, οι φωνές τους ταξίδευαν μονάχες μέσα από σύρματα για να συναντηθούν κάπου πάνω από αυτήν. Λαμπερές, ζεστές, μόνες μαζί.
Τον τελευταίο μήνα τα λέγανε κάθε βράδυ από το τηλέφωνο. Μετά τις δώδεκα, να έχει κοιμηθεί η μαμά στα σίγουρα. Εκείνος στρίβοντας τσιγάρα και πίνοντας κόκα κόλα στο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνη βάζοντας το τηλέφωνο που είχε αγοράσει ένα πρωί μυστικά στην πρίζα κάτω από το γραφείο της και τραβώντας το καλώδιο μέχρι την ντουλάπα της. Κλεινότανε μέσα, ψιθύριζε -να μην ξυπνήσει η μαμά- κι ανάμεσα από παλτό και ξεσκισμένα μπλουτζήν ξετυλίγονταν ζωές και αναμνήσεις και όνειρα και θυμοί. Τρεις μήνες μετά της είπε να βρεθούν. Είσαι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, της είπε. Δέχτηκε. Θα την κάνω από το σχολείο μετά την δεύτερη ώρα, του είπε. Μόνο μην πάμε έξω για καφέ. Δεν μπορώ τον κόσμο, δεν ξέρω πώς να στήνομαι στις καφετέριες. Θέλω να έρθω σπίτι σου, να δω το τραπέζι που σβήνεις τα τσιγάρα σου όταν μιλάμε, να σε μυρίσω στο οξυγόνο σου, να κάτσω στο γραφείο που στοιβάζεις τις μουσικές σου. Εντάξει, ξέρεις πώς να έρθεις Νέα Ιωνία; Όχι. Θα πάρεις το τρένο, θα κατέβεις στον σταθμό και θα με πάρεις τηλέφωνο. Μένω τρία λεπτά από εκεί.
Δεν κοιμήθηκε. Έκανε μπάνιο στις τρεις, τρίφτηκε δυνατά να καθαρίσει, άνοιξε ένα αφρόλουτρο της μαμάς, ξύρισε τα πόδια της, έβγαλε κάτι τρίχες κάτω από τα φρύδια της, έκοψε τα νύχια της και πασαλείφτηκε με ένα μπόντυ λόσιον που της είχαν κάνει δώρο μήνες πριν και είχε παρατήσει στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Στις τεσσερισήμισι ακόμη έψαχνε τι να βάλει. Όχι το τζην, θα βάλω σίγουρα το γκρι το υφασμάτινο που κάνει τα πόδια μου να φαίνονται ψηλά, γαμώτο όλες οι μπλούζες μαύρες. Τρύπωσε ακροπατώντας στο δωμάτιο της μαμάς, άνοιξε το συρτάρι με τις μπλούζες, ψαχούλεψε, βρήκε μια άσπρη κολλητή, ναι, αυτή είναι καλή, θα κάνει και τη μέση μου να διαγράφεται, έκλεισε το συρτάρι αργά και γύρισε στο δωμάτιο. Κι από πάνω την μαύρη μου τη ζακέτα την κρουαζέ, και τα μαύρα μου τα σταράκια. Σκατά, μπάζο είμαι, θα το ακυρώσω. Όχι, δεν γίνεται. Δεν θέλω. Γαμώτο, θα με κοροϊδεύει, οπωσδήποτε αφού τον πάρω τηλέφωνο να θυμηθώ να βγάλω τα γυαλιά και να τα χώσω κάτω κάτω στην τσάντα.
Είσαι στο σταθμό; Ναι, φοράω σταράκια μαύρα, ένα γκρι παντελόνι... Εντάξει, εντάξει, (γελάει), θα σε καταλάβω. Βγάζει τα γυαλιά της, τα χώνει κάτω από την Αντιγόνη και τα Κείμενα, στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, μπρος πίσω πάνω στην λεπτή γραμμή στην άκρη, το στομάχι της κόμπος και ένα ενοχλητικό τρέμουλο στα δάχτυλα. Πρέπει να ηρεμήσω, θα γίνω ρεζίλι. Πάρκινσον στα δεκαπέντε μου γαμώ την πουτάνα μου! Στρίβει. Φοράει ένα ξεθωριασμένο τζην και τα μαλλιά του είναι φίδια πιασμένα σε κοτσίδα. Είσαι η Finitin; Ναι. Τον αγκαλιάζει. Αυτός κάτω από το πεζοδρόμιο, εκείνη στην άκρη του κι έχουν το ίδιο ύψος περίπου -της ρίχνει λίγο. Είναι ψηλός, τώρα ακούει την καρδιά μου που πάει σαν τρελή, έχω ήδη γίνει ρεζίλι. Την σφίγγει πάνω που πάει να τον αφήσει, το πηγούνι της ξεκουράζεται στον ώμο του, αναστενάζει.
Σ' αγαπώ.
Κι εγώ σ' αγαπώ.
Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Σ' α γ α π ώ.
Ναι, κι εγώ.
Ναι, αλλά εγώ θέλω να είμαστε μαζί.
Δεν γίνεται. Και πώς, δηλαδή; Αφού έχεις κοπέλα.
Δεν έχω τίποτα αν δεν είμαστε μαζί.
Θα σε κάνω δυστυχισμένο.
Δυστυχισμένος ήμουν όσο δεν σε ήξερα.
Μα... Μόλις χθες με γνώρισες από κοντά.
Σε ήξερα πάντα.
Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια;
Ναι. Θυμάσαι που σπαρταρούσες σαν ψάρι στην αγκαλιά μου και ντρεπόσουν να με κοιτάξεις στα μάτια;
Ναι... Και τώρα φεύγεις.
Δεν πάω και στην άκρη του κόσμου, τρεις ώρες είναι η Αγγλία.
Φεύγεις. Κι εσύ. Βγάζει τα γυαλιά της, η θάλασσα έχει αγριέψει και τα τζάμια δεν την συγκρατούν.
Τρία χρόνια απόρριψης. Ποιος απέρριψε ποιον; Εκείνη. Ναι... Όχι, όχι. Εκείνη τους έσωσε. Θα ήταν ένα ναυάγιο. Καλύτερα έτσι. Ελεύθεροι μαζί. Να περνάνε άλλοι από τα κρεβάτια τους, να μοιράζονται με άλλους τα Κυριακάτικα πρωινά, τα σφηνάκια στα μπαρ. Του το 'χε πει. Με όποιον κι αν ήταν, με όποια κι αν ήταν αυτοί είναι άλλο. Είναι πάνω από αυτά, η αγάπη δεν ζητά πασαπόρτια για το κρεβάτι ούτε επιβεβαίωση. Θα ήταν καταστροφή αυτή η σχέση. Η μαμά της θα τους διέλυε. Έπειτα, ήταν μικρή. Δεν μπορούσε να βγαίνει τα απογεύματα, δεν γινόταν να βλέπει κάποιον τα Σαββατοκύριακα. Θα τον κούραζε. Καλύτερα έτσι. Από όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο ξεγλιστρούσε κιόλας κάποια βράδια. Έλεγε πως θα βγει με συμφοιτητές της, η μαμά της χαιρότανε που ο μικρός της μισάνθρωπος κοινωνικοποιούταν λίγο και την άφηνε. Εκείνος έλεγε μια δικαιολογία στην “ακατονόμαστη”, μόνο έτσι μπορούσε να την λέει και να γελάει λίγο, και συναντιόνταν στη σοφίτα του. Κάθονταν στο στρώμα καταγής, είχε αρχίσει το κάπνισμα κι αυτή, την κορόιδευε, άντε μωρέ που μεγάλωσες κι εσύ για να καπνίζεις, έπιναν παγάκια μαυροδάφνης από ένα μπουκάλι που ξέχναγαν για ώρες στην κατάψυξη, άναβαν κεριά κι ονειρεύονταν. Κάποτε κάποτε την άγγιζε και της σήκωνε το πηγούνι. Πότε θα μάθεις να με κοιτάς; Δεν ξέρω. Την φίλαγε προς τα πάνω, να σηκώνει το κεφάλι της, κι όταν τα κατάφερνε κατέβαινε στο λαιμό της, τα δάχτυλά του ίσα που διαπερνούσαν την μπλούζα της, εκείνη έτρεμε πάλι σαν ψάρι, έσερνε τα δάχτυλά της που τρέκλιζαν σαν μεθύστακες στον καβάλο του και κυλιόντουσαν στο στρώμα.
Και τώρα, τρία χρόνια μετά φεύγει. Χωρίς να έχει μπει μέσ μου ούτε μία φορά... Έχω κάνει έρωτα μαζί σου χιλιάδες φορές της ψιθυρίζει στο αυτί. Τον πιο ωραίο, τον πιο άγριο, τον πιο τρυφερό, τον πιο θανατηφόρο έρωτα τον έχω κάνει με εσένα. Με καμία άλλη δεν έχω κάνει έρωτα. Ο έρωτας είναι στάση σκέφτεται αυτή. Όλες οι άλλες είναι περαστικές. Κλαίει, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Δεν θα ξαναδώ τον έρωτα της ζωής μου, νιώθει μέσα της και το φράγμα σπάει, τα νερά ξεχύνονται ορμητικά, το αίμα παγώνει. Σσσσσσς. Ό,τι κι αν γίνει, και να χαθούμε, και να μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ... Στα ογδόντα μου αν βγαίνω ένα πρωί από το τρένο κι εσύ είσαι εκεί, στην άκρη στο πεζοδρόμιο ξέρω πως θα νιώσω όπως την πρώτη φορά που σε είδα. Όπου κι αν είμαι, όπως κι αν είμαι, ό,τι κι αν έχουμε γίνει. Ό,τι και να γίνει το ξέρω.
Μαζί σου θέλω να είμαι. Τέλειωσαν οι μαλακίες και οι δικαιολογίες.
Μα, αφού είμαστε με άλλους.
Δεν υπήρχαν ποτέ άλλοι.
Πώς το λες αυτό; Εσύ; Που έφυγες στην Αγγλία μαζί της. Που λείπεις δυο χρόνια τώρα και μένεις με μια άλλη...
Τελειώσαν αυτά. Τέρμα. Θέλω να είμαι μαζί σου κι αυτήν την φορά δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο και κανένας άλλος εκτός από εμάς.
Οι δυο μας;
Οι δυο μας.
Και χωρίς να βλέπουμε άλλους;
Μόνο οι δυο μας. Είμαι ερωτευμένος, το καταλαβαίνεις; Πέντε χρόνια στο φωνάζω. Γιατί δεν πιστεύεις σε εμάς; Θυμάσαι που σου έλεγα ότι κάποτε θα έρθω σε ένα άσπρο άλογο και θα σε πάρω από όλα αυτά, αρκεί να πιστεύεις στους ιππότες;
Θυμάμαι.
Έρχομαι μεθαύριο. Το αεροπλάνο είναι άσπρο. Πιστεύεις;
Πιστεύω.
Ό,τι κι αν γίνει εσύ είσαι πάνω από όλα για εμένα. Με κάνεις ευτυχισμένο.
Μπορεί η θάλασσα να κάνει κάποιον μόνο ευτυχισμένο;
Δεν με νοιάζουν οι φουρτούνες, όλα μου αρέσουν. Κι αυτά που δεν μου αρέσουν δεν φτάνουν την ομορφιά σου να την χαλάσουν, είναι απέραντη η ομορφιά μας.
Μα όλο σε πνίγω και σε χτυπάω με κύματα. Σε αγαπώ, δεν θέλω να σε σκοτώσω...
Δεν σε φοβάμαι, σε αγαπάω.
Τότε σε λένε Ουρανό.
(Στον Έναν)
Subscribe to:
Posts (Atom)