Saturday 15 December 2007

Μπακαλόγατοι και μπακαλοαρουραίοι

Ο παππούς μου ο ένας, από την πλευρά του μπαμπά μου, έζησε, και συνεχίζει, όλη του τη ζωή σε ένα μικρό χωριό στην Κέρκυρα. Το μπακάλικό του στέκει ακόμη με το χαμηλό ξύλινο ταβάνι του στο σταυροδρόμι το κεντρικής δημοσιάς και της ανηφόρας που πάει στο άνω χωριό. Κεντρικό σημείο. Ακόμη και σήμερα το καλοκαίρι θα βρεις ένα χαρτονένιο κουτί με μπακαλιάρους ακουμπισμένο σε μια καρέκλα στην αυλή του κι ένα καφάσι με ντομάτες, αγγούρια και καλαμπόκια από το χωράφι. Ανέγγιχτα από το χρόνο αντιστέκονται ακόμη δίπλα στην πόρτα και τα σακιά με τις φακές και τα φασόλια και ένα ψυγείο με φέτα βαρελίσια. Στην άκρη του πάγκου έχει ακόμα το ζύγι του -δεν ξέρει να ζυγίσει αλλιώς το κόκκινο πιπέρι που του ζητάνε οι νόνες του χωριού για την παστιτσάδα.

Ο παππούς έχει πατήσει αισίως τα 85. Ψηλός, γεροδεμένος με σμιχτά φρύδια δεν έχει ακόμη καταλάβει αυτό που του λέμε με τον αδερφό μου -ο καταψύκτης είναι για να φέρνει παγωτά τα καλοκαίρια κι όχι για να βάζει μέσα τα κρέατα που του ζητάνε οι νοικοκυρές. Μάταιος κόπος. Όπως και του πατέρα μου που μετά το δεύτερο έμφραγμα τον έβαλε να κάθεται στο σπίτι. Άντεξε με το ζόρι δυο εβδομάδες ο παππούς μέσα στην κατάθλιψη και την απραξία. Μετά ξαμολήθηκε πάλι στο μπακάλικό του. Ξαναέβγαλε έξω τις καρέκλες κι έφτιαχνε καφέ στους φίλους του -που όσο περνάνε τα χρόνια λιγοστεύουνε επικίνδυνα. Τώρα το χειμώνα τις αφήνει μέσα και το απόγευμα πάνε οι φίλοι του -και η γιαγιά με τις φίλες της- και βλέπουνε ΕΤ1 σε μία τηλεόραση τριακοντετίας. Όπως κάνουνε, άλλωστε, τα τελευταία 67 χρόνια. Μόνο το ωράριό του άλλαξε. Από συνεχές που το είχε πάντοτε τώρα το ελάττωσε. 7:00-14:00 και 18:00-23:00. Η μοναδική του υποχώρηση στον πατέρα μου και τη γιαγιά.

Ο παππούς, λοιπόν, τόσα χρόνια έχει κάνει αμέτρητα λάθη. Κι όταν η κυρά Τασώ του γυρίζει πίσω τον πελτέ γιατί θέλει άλλη μάρκα της βρίσκει τον άλλονε, αυτόν που ήθελε εξαρχής, στο ράφι. Όπως κι άμα ο μπακαλιάρος δεν είναι φρέσκος το λέει στον Νιόνιο, που θέλει η κυρά του να τον φτιάξει στα εγγόνια τους, και του λέει πως την επόμενη θα φέρει φρέσκο και καλύτερο. Αυτόν που περίσσεψε ή τον πετάει ή τον τρώει με τη γιαγιά. Μία στο τόσο τον φορτώνει ο μπαμπάς, ή εγώ όποτε είμαι εκεί, και τον πάμε στην πόλη. Στην μαρκέτα που είναι για τους εμπόρους. Φορτώνουμε στο μεγάλο καρότσι χαρτιά, απορρυπαντικά, κοκακόλες, τσιτσιμπύρες, καφέ ελληνικό, μακαρόνια Μίσκο και μετά περνάμε από τις σοκολάτες και τα μπισκότα. Εκεί ο παππούς απορεί πώς γίνεται να υπάρχουν τόσο διαφορετικά είδη. Και με ρωτάει τι είναι το ένα και τι είναι το άλλο. Κι αν είναι καλά, αν τα φτιάχνουνε από καλά υλικά, αν θέλουν ψυγείο, ποια είναι στη μόδα και ποια προτιμάνε τα μικρά παιδιά. Αρπάζει και μερικά σακουλάκια καραμέλες βουτύρου, μου αγοράζει και ένα πακέτο με την αγαπημένη μου σοκολάτα και πληρώνουμε. Καμιά φορά αγοράζει και δώρο για την γιαγιά -την τελευταία φορά διαλέξαμε το πιο καινούριο σίδερο που είχε βγει στο εμπόριο. Όταν πάει με τον μπαμπά απλά παραλείπει όλο το κομμάτι της σοκολάτας και των μπισκότων. Κατά τα άλλα και εκείνον τον ρωτάει για τα καινούρια απορρυπαντικά και τοματοπελτέδες. Μια φορά η κυρα-Λένη ήθελε να φτιάξει από αυτές τις σούπες τις έτοιμες. Κι ήμουν μπροστά που ο παππούς της είπε ότι τέτοιες βλακείες δεν βάζει στο μαγαζί του κι άμα θέλει να πάει στο μαρκάντε να αγοράσει.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά τις τελευταίες μέρες. Που έφαγα ώρες ατελείωτες αναμονής ακούγοντας την λυπητερή μουσική της τηλεφωνικής αναμονής μεγάλων εμπορικών κολοσσών. Που εξηγούσα στον αρμόδιο γιατί ο υπολογιστής που μου πουλήσανε είναι μάπα, γιατί δεν γουστάρω να αγοράζω Vista όταν πληρώνω κάτι άλλο, πως αυτό το μηχάνημα που μου πουλήσανε είναι για τα σκουπίδια και θέλω τα λεφτά μου πίσω ή άλλο μηχάνημα. Τους εξέθεσα ένα κατεβατό από λόγους που αποδεικνύουν πως λένε ψέμματα, τους παρέπεμψα σε μία λίστα από sites, μερικά εκ των οποίων ανήκουν στους κορυφαίους προγραμματιστές, τα οποία θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν πως ή λένε ψέμματα και περιμένουν να τα χάψουμε και να πούμε κι ευχαριστώ ή δεν ξέρουν τι τους γίνεται, στην οποία περίπτωση καλό είναι να κάτσουν σπίτι τους και να παίζουν Pro. Εις μάτην. Το καλύτερο deal που έκλεισα ήταν να μιλήσω με την διευθύντρια του αρμόδιου τμήματος και να καταφέρω να κλείσω ραντεβού στην πολυεταιρία τους να ανοίξουμε τον υπολογιστή και να τους αποδείξω επιτόπου πως είναι καραγκιόζηδες. Με γυαλιστερά χαμόγελα όμως.

Και σκεφτόμουν πόσες φορές έχουμε αφήσει να πέσει κάτω η προσβολή, το ψέμα, η άγνοια αυτών που πληρώνουμε για να γνωρίζουν και να εξυπηρετούν. Από τα μαγαζιά ρούχων, στα supermarkets κι από εκεί στα “πολυμπακάλικα” κάθε είδους. Πολυμπακάλικα που στελεχώνονται από κουστουμάτα στελέχη μίας σειράς σεβαστών πτυχίων της αλλοδαπής ή της ημεδαπής, από νεαρούς υπαλλήλους ύφους εκατό καρατίων ότι ΑΥΤΟΙ ξέρουν κι εσύ είσαι ο ηλίθιος πελάτης που δεν έχεις δικαίωμα να μιλήσεις παρά να αγοράσεις ό,τι σου λανσάρουν. Που άμα τους στριμώξεις δεν ξέρουν άλλη λέξη από το “μισό λεπτό” και το κουμπάκι της αναμονής. Και που οι προϊστάμενοι έχουν παρακολουθήσει, απλήρωτοι και χωρίς κανένα οικονομικό αντίκρυσμα, ώρες ατελείωτες σεμιναρίων για να μάθουν να χαμογελάνε συχνότερα, να υϊοθετούν διαφορετικούς τόνους supercool και ήπιας φωνής για να καλμάρουν τον πελάτη και να τον πετάνε διακριτικά έξω από τον άσπιλο “όμιλό” τους.

Και σκέφτομαι τον παππού. Συνοφρυωμένο εκ φύσεως, αγέλαστο, γέρο, αγράμματο για τα σημερινά δεδομένα, να κρατάει τα τεφτέρια του σε χαρτιά που τυλίγει μπακαλιάρους, με ένα μπακάλικο ντεμοντέ, να κάνει την πρόσθεση στην ταμειακή μηχανή του αλλά ταυτόχρονα να αθροίζει και με το μολύβι του για να είναι σίγουρος... Και πόσο μα πόσο θλίβομαι... Για όλη αυτήν την γνώση που πάει στράφι. Για αυτόν τον κόσμο που περνάει συνεχώς θηλιές γύρω από το σβέρκο του. Για την ευγένεια που έγινε βιομηχανία και αναπαράγεται φασόν από κόσμο που δεν έμαθε ποτέ του τι θα πει άνθρωπος...