Tuesday 27 November 2007

Σαν βγω απ' αυτήν την φυλακή...

“Αυτή η γενιά δεν είχε και πολλές στιγμές αισιοδοξίας”, μου είπε ο Γιάννης λίγο καιρό πριν. Μου άρεσε αυτή η εκδοχή, με βόλεψε για λίγο και μετρίασε τον θυμό και την μελαγχολία. Το σκεφτόμουν συνέχεια και, περιέργως, γεννούσε μέσα μου μία μικρή ελπίδα. Ότι θα την βρει κάπου. Η νέα γενιά δεν είμαστε αδιάφοροι, απλά καταβεβλημένοι... Μέχρι που σήμερα ξύπνησα “αλλιώς”. Και είμαι πάλι θυμωμένη και μελαγχολική.

Δεν τις βρίσκεις τις στιγμές αισιοδοξίας. Τις δημιουργείς. Και αυτό είναι δική σου ευθύνη και υπέρβαση. Δικός σου χρέος. Όχι μόνο απέναντι σε έναν εαυτό που φροντίζεις μέχρι να πεθάνει. Απέναντι σε μία πραγματικότητα που διαχειρίζεσαι και παραδίδεις στους επόμενους. Ακόμη κι αν δεν έχεις παιδιά. Ακόμη κι αν πιστεύεις πως όλα είναι μάταια. Είναι, αν αυτό σε βολεύει. Αν ξεβολευτείς θα δεις πως όλα έχουν σημασία. Αλλιώς δεν θα ξοδεύαμε τόσα χρήματα να κατασκευάσουμε ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη. Θα ήμασταν αυτό ακριβώς.

34 χρόνια και 10 ημέρες πριν μία χούφτα φοιτητές, μαθητές, οικοδόμοι και λοιποί ξεβολεμένοι δέχονταν πυρά από παρακείμενους δρόμους και έρχονταν αντιμέτωποι με μία σιδερένια πύλη που κατέρρεε υπό το βάρος μίας μηχανής πολέμου. Κι απέδειξαν, για ακόμη μία φορά, ότι οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με αυτοματοποιημένες μεθόδους και μηχανές. Δεν θα επαναλάβω εδώ ότι η πλειοψηφία του κόσμου ήταν βολεμένη και έμαθε πώς να βολεύεται και μετά την πτώση της Χούντας, αφού φρόντισε να καρπωθεί και λίγο από την δόξα της αντίστασης. Ούτε θα μιλήσω για το Πολυτεχνείο. Όχι γιατί πέρασε η επέτειος, αυτές είναι συνθήκες που εγώ δεν αναγνωρίζω -το ήθος και οι ηρωικές πράξεις δεν γνωρίζουν ημερομηνίες, αυτά τα αναγνωρίζει μόνο η γραφειοκρατία. Αλλά γιατί τόσο καιρό θυμώνω ολοένα και περισσότερο και ασφυκτιώ -και αυτό νιώθω την ανάγκη να συζητήσω μαζί σας.

34 χρόνια, λοιπόν, αργότερα η νέα γενιά δεν είχε την “πολυτέλεια” να έχει στιγμές αισιοδοξίας. Γιατί αυτή της δόθηκε απλόχερα; Όχι. Γιατί σερβιρίστηκε μόνη της μπουτάκια απαισιοδοξίας με σως καπιταλιστικής υπερκαταναλωτικής αισιοδοξίας. Έμαθε έτσι η νέα γενιά. Ανάμεσα στα σύνδρομα στέρησης των προηγούμενων και την υπόσχεση της υλικής ευδαιμονίας συνετρίβη η καλύτερη μαγιά: το ήθος. Κι έτσι άνθισε η τηλεόραση, κι έτσι άνθισε η λαμογιά, κι έτσι άνθισε η αδιαφορία. Κι έτσι άνθισε η μοναξιά. Γιατί μάθαμε να κοιτάμε τον εαυτό μας, την προσωπική μας πρόοδο και ανέλιξη, να επιζητούμε την ευκολία, να κλείνουμε τα μάτια σε ό,τι δεν μας αφορά ατομικά και άμεσα. Κι έτσι απωλέσαμε και κοινωνικές ταυτότητες, και συνοχές, και ήθος και όλες αυτές τις έννοιες που αφού εξευτέλισε ο πολιτικός λόγος κατάφερε να τις κάνει αυτό που ήθελε. Ντεμοντέ.

Για την μοναξιά βρέθηκε το αντίδοτο. Η εικόνα. Όχι ο λόγος, η εικόνα. Μία εικόνα που πλέον δεν ανταποκρίνεται στις χίλιες λέξεις που της απέδιδαν κάποτε. Μία εικόνα κενή λόγου. Φαντεζί, στημένη, υπόσχεση κι αυτή μίας ευδαιμονίας τοποθετημένης σε ένα ράφι σούπερ μάρκετ. Μίας εικόνας δραματικής, άλλες φορές, για να δημιουργεί πάντα την απαραίτητη απόσταση. Το “Κακό” συμβαίνει σε έναν άλλο, εγώ είμαι καλά. Μόνοι μαζί. Με την διαμεσολάβηση της πλαστής εικόνας του ενός για τον άλλον. Χαώδεις οι αποστάσεις, μηδενικές αλήθειες. Το ψέμα έγινε η αλήθεια. Ο “άλλος” ποτέ δεν θα γίνει “εγώ”. Το μαζί εξαφανίζεται. Ή, μάλλον, όχι. Το “μαζί” αφορά μόνο στις σχέσεις. Λίβελοι, best sellers, σειρές, εκπομπές, μουσική βιομηχανία, κινηματογράφος. Όλα θρέφουν αυτόν τον δυικό εγωισμό του έρωτα. Άντε “τριικό”.

Και περνάει ο καιρός έτσι, ήρεμα. Κι έτσι, εξουσίες πάσης φύσεως, που δεν αναγνωρίζουν καν τον παθιασμένο ρομαντικό εγωισμό του έρωτα -παρά μόνο την ευκολία της αυτοϊκανοποίησης (ήτοι μαλακίας), οργανώθηκαν. Και απλώθηκαν παντού. Επίφαση τάξεως και ασφάλειας. Για τον πολίτη. Και κάτω από τα τραπέζια, πίσω από κλειστές πόρτες, με απόρρητα τηλέφωνα κανονίστηκαν τα θέματα. Ιδιωτικοποιήθηκαν όσα δεν συνέφεραν το κράτος, ισχυροποιήθηκαν όσα θα έφερναν κι άλλα χρήματα στις τσέπες κάθε ιθύνοντος (το κράτος, ως ΤΟΝ ιθύνοντα, το άφησαν να ψωμολυσσάει), και εισήλθαμε στην καπιταλιστική εποχή, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του Άνταμ Σμιθ με αξιώσεις, και αγοράσαμε τηλεοράσεις, πετάξαμε τις βιβλιοθήκες και αποκτήσαμε έπιπλα τηλεόρασης και playrooms (ως απαραίτητα δωμάτια σε κάθε μεταμοντέρνο σπίτι), και αποβάλαμε την ανάγκη να ξεχωρίζουμε. Και ήρθε το Zara και ο κινέζος, ήρθε το καλαμπόκι Αργεντινής, ήρθε το μπιζέλι Ιταλίας, ήρθε το αυτοκίνητο Γερμανίας και τα δικά μας τα πετάξαμε σε χωματερές. Κι ό,τι δεν ξέραμε τι να το κάνουμε το κάψαμε.

Όλοι επιστήμονες. Γραφιάδες, νομικοί, ιατροί, μηχανικοί, διαφημιστές, οικονομολόγοι. Μας δόθηκε η πολυτέλεια να διαχειριζόμαστε μπακάλικα άλλων. Γιατί δικά μας δεν έχουμε. Απαξιώθηκε η παραγωγή -είναι για αμόρφωτους απαίδευτους μας έλεγαν. Να μάθουμε γράμματα για να προκόψουμε. Και τι είναι προκοπή; Τα 600 ευρώ τον μήνα και η μπλούζα 9 ευρώ από το Zara. Να μην έχεις να πας σε μια συναυλία αλλά να έχεις την πολυτέλεια να πιεις έναν καφέ 2,20 ευρώ. Ακόμη. Να μην έχεις χρόνο να διαβάσεις αλλά να προλαβαίνεις να δεις τηλεόραση για να ξέρεις. Να ξέρεις τι γίνεται γύρω σου, να ξέρεις τι σε απασχολεί.

Λογικό. Η μαλακία τυφλώνει. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο φτάσαμε. Τυφλωθήκαμε και μετά πιαστήκαμε από το πρώτο χέρι που μας υποσχέθηκε ότι θα μας οδηγήσει στην τουαλέτα για να κατουρήσουμε. Η τηλεόραση, τα media, η διαμεσολαβημένη πληροφορία. Αυτή που δεν σου επιτρέπει να αποκτήσεις την δική σου γνώση για τα θέματα, αυτή που απευθύνεται στο συναίσθημα για να σε συντρίψει και στην κούραση για να πουλήσει διασκέδαση. Το ήθος δεν διαμορφώνεται μέσα από ψέμματα. Μέσα από αυτά διέρχεται η προπαγάνδα για να δημιουργήσει μάζες. Και αυτή είναι η ποιοτική διαφορά. Οι αήθεις μάζες. Που μπορεί αύριο να διεκδικήσουν κάτι από αυτά που στερήθηκαν. Αλλά χωρίς ήθος, χωρίς ιδέες. Ιδιοτελώς. Για αυτό χτυπιούνται φοιτητές σε ζαρντινιέρες και οι διαφημιστές βρίσκουν τρόπο να διαφημίσουν τα παπούτσια της επανάστασης. Για αυτό ρίχνονται δακρυγόνα σε συνταξιούχους και τα ταμεία μετράνε από πόσους, ενδεχομένως, γλίτωσαν εκείνη την ημέρα. Για αυτό η ΓΣΕΕ είναι κλειστή όταν οι φοιτητές ζητάνε συμπαράσταση.

Κατά την διάρκεια της Χούντας βρέθηκαν ακόμη και στις ένοπλες δυνάμεις άτομα με πολλά κιλά μαγκιάς και ήθος. Κι έτσι έγινε και το κίνημα στο Ναυτικό (ο φίλος μου, ο Πίτυλος, τα έχει γράψει καταπληκτικά αυτά). Κι έτσι έγινε η εξέγερση της Νομικής. Κι έτσι έτρεξαν οι οικοδόμοι στο Πολυτεχνείο. Κι έτσι στο απόλυτο σκοτάδι κανένας δεν έτρεξε να φύγει. Ούτε στο φως του προβολέα και τον ήχο της σειρήνας κατέβηκε κανένας από την πύλη. Όχι γιατί δεν υπήρχε η τηλεόραση. Αλλά γιατί υπήρχε ήθος. Ο Ρήγας, το ΠΑΜ, η 20η Οκτώβρη καίτοι παράνομες δεν επιτέθηκαν ποτέ σε κόσμο. Όλες τους οι ενέργειες ήταν προσανατολισμένες στο να εκθέσουν την δικτατορία και να ξυπνήσουν τον λαό. Όχι να τον παγιδεύσουν, όπως στις ταινίες που ο όμηρος βρίσκεται με κεφαλοκλείδωμα και ένα πιστόλι στον κρόταφο ώστε να δραπετεύσει ο παράνομος. Η παρανομία δεν τους έκανε να πιστεύουν ότι όλα επιτρέπονται. Τι είναι αυτό που άλλαξε από τότε έως τώρα τόσο ώστε να θεωρούμε ότι όλα είναι νόμιμα; Και ότι όλα επιτρέπονται;

Η ευκολία. Αυτή η προσφερόμενη παντού ευκολία. Είναι εύκολο, πλέον, να κατεβαίνεις σε μια πορεία. Είναι εύκολο να ξεχνάς την κούραση με έναν καφέ. Είναι εύκολο να μην σκέφτεσαι και να παρακολουθείς μία σειρά. Είναι εύκολο να μένεις μόνος σου. Γιατί, ούτως ή άλλως, δεν έχεις τίποτα κοινό με τον διπλανό σου. Κι άρα δεν νοιάζεσαι για κανέναν και για τίποτα. Εύκολα. Μόνο που τώρα, που και με την βούλα μπορεί να μας στοχεύουν κάμερες, που φανερά καταγράφονται τηλεφωνήματα, που συνεχώς μειώνονται οι αποδοχές, που σχεδιάζεται η κατάργηση του 40ωρου (ποιο 40ωρο;), που υπονοείται πως δεν θα πάρουμε σύνταξη (αφοπλιστικό αυτό το “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος"), είναι η ώρα να κάνουμε την υπέρβαση. Δεν γίνονται υπερβάσεις μέσα από ευκολίες. Δεν γίνονται ανατροπές μέσω διαμεσολαβητών. Δεν διαμορφώνονται προσωπικότητες μέσα σε καζάνια. Μάζες διαμορφώνονται. Εύπιστες, άχρωμες, ιδιοτελείς, πιόνια. Ούτε αλλάζουν καταστάσεις μέσα από δοκιμασμένες συνταγές. Γίνεται αντίσταση μωρέ μέσα από σάπιους μηχανισμούς; Ποιο κόμμα δεν είναι σάπιο; Είναι δυνατόν να επιδιώκεται η ανάδυση κρεμώντας βαρίδια στο λαιμό;

Σκέψη θέλει το πράγμα. Και ήθος. Η 17Νοέμβρη, οι "αναρχικοί" που τα σπάνε, οι ακροδεξιοί που ευαγγελίζονται την αγάπη για το έθνος είναι δειλοί καραγκιόζηδες που σκέφτονται μόνο με όρους marketing και τηλεοπτικού χρόνου. Εντυπωσιασμού. Η τόλμη απαιτεί ήθος. Και το ήθος πάνω από όλα αδελφικότητα. Η οποία απουσιάζει εμφανώς από κάθε είδος αντίστασης των τελευταίων ετών, νόμιμης και παράνομης.

Αλλά, κυρίως, θέλει πάθος. Οι ξέπνοες, προγραμματισμένες πορείες και απεργίες δεν λένε μία. Θέλει υπέρβαση η αλλαγή. Και η πρώτη υπέρβαση είναι να πάψουμε να νιώθουμε, και να είμαστε, μόνοι. Γιατί αλλιώς “σαν βγεις απ' αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα σε περιμένει...”. Κι αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα βγούμε καν από την φυλακή. Τα τείχη της εμείς τα υψώνουμε. Και ή θα γκρεμοτσακιστούμε κάποια στιγμή από ύψος ή θα πεθάνουμε φυλακισμένοι. Μόνοι. Τυφλοί. Πεινασμένοι. Απογοητευμένοι. Ταπεινωμένοι.