Ξυπνάς πρωί. Και ετοιμάζεσαι, και τρέχεις, χρόνος για πρωινό δεν υπάρχει –άστο για αργότερα, κάπου μέσα στη μέρα θα βρεις κάτι να ταΐσεις το παραμελημένο σου στομάχι. Τρέχα, τρέχα, πρέπει να προλάβεις, να βγάλεις δουλειά, να θυμηθείς να πεις μια καλημέρα σε αυτούς που αγαπάς, να μην ξεχάσεις ότι οι ώρες περνούν βίαια από πάνω σου σαν την αγχόνη όταν είσαι μακριά από αυτά που ονειρεύεσαι, να μπάσεις παράνομα στη μέρα σου λίγες ώρες πριν κοιμηθείς για αυτά που σε κάνουν άνθρωπο... Προπάντων μην ξεχάσεις να ονειρεύεσαι το Σαββατοκύριακο, σαν καλός εργαζόμενος, μετάφερε όλη σου τη ζωή στα Σαββατοκύριακα, να προλάβεις να ψωνίσεις, το ψυγείο είναι άδειο, να βγάλεις δουλειά για το Πανεπιστήμιο, να δεις ένα φίλο, Κυριακή μεσημέρι τραπέζι στο πατρικό σου, έχεις έξτρα δουλειά που δεν προλαβαίνεις καθημερινά –να το ρυθμίσεις κι αυτό. Κατάφερες ή όχι ακόμη να κάνεις τα Σαββατοκύριακά σου χειρότερα;
Μην παραπονιέσαι καθόλου, η ζωή είναι γλυκιά για εσένα, φαντάσου να ήσουν δημόσιος υπάλληλος. Να δούλευες μέχρι τις δύο το μεσημέρι, να έψαχνες τελευταία στιγμή διαθέσιμο συνάδελφο να σου χτυπήσει κάρτα, να είχες δύο και τρεις ονομαστικές εορτές τον χρόνο, να περνούσες δύο χρόνια τυπικής παρουσίας για να γίνεις μόνιμος, να έρχεται ο κάθε μαλάκας να ψάχνει χαρτιά και βεβαιώσεις, ο κάθε πικραμένος να ζητάει ένσημα και ιατρικές εξετάσεις, ο κάθε άχρηστος να σε ζαλίζει με ερωτήσεις την ώρα που παλεύεις με άλυτα μυστήρια –του γάμου, του νυφικού, του τραγουδιού της δεξίωσης, της μπριζόλας ή του σολωμού, να πρέπει να μείνεις έγκυος για να πάρεις ένα χρόνο άδεια, οι εθνικές εορτές να γιορτάζονται μόνο τετραήμερα, να είχες δίπλωμα από ΙΕΚ και να έτρεχες δύο μέρες το μήνα για να κάνεις το μεταπτυχιακό σου για ένα χρόνο, το εξοχικό σου να είναι μισή ώρα από Αθήνα και να μην μπορείς να πηγαίνεις κάθε μέρα γιατί κάποιος μαλάκας είπε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει κάθε μέρα να είναι στο πόστο τους.
Στρίψε το τσιγάρο σου, ξέχνα το στομάχι σου που πονάει και σκέψου... Σκέψου πως είσαι πλέον και με τη βούλα 25 ετών, πως πέντε μήνες δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ απλήρωτη, πως πίσω από όλο αυτό μία υπόσχεση σε κινεί σαν μαριονέτα, πως έμεινες στο Πανεπιστήμιο γιατί σου αρέσει και το μεταπτυχιακό σου σταματά γιατί το κράτος δεν το χρηματοδοτεί, τέλειωσέ το κακήν κακώς αρκεί να αδειάσεις τη γωνιά του Πανεπιστημίου που δεν ξέρει τι να σε κάνει τώρα που ξέμεινε, πήγαινε στις συνελεύσεις να ακούσεις τον εκπρόσωπο μικροκομματικών και μικροπολιτικών τακτικών να σου αναλύει με ύφος τις υποχρεώσεις σου ως καλού φοιτητή, σκύψε κεφάλι και φύγε, οι άνθρωποι δεν θα καταλάβουν ποτέ, ψάξε το πορτοφόλι σου, σου φτάνουν για μία μπλούζα 7,90;, κόψε τους καφέδες –βλάπτουν το στομάχι και την τσέπη σου, σταμάτα να σκέφτεσαι με όρους δίκαιου και άδικου, το παιχνίδι παίζεται σε άλλο γήπεδο, εύκολο-δύσκολο, αλλά γιατί να σου χαριστεί το οτιδήποτε κωλόπαιδο;, να παλέψεις –αφού δεν γεννήθηκες με συγγενείς στις κατάλληλες θέσεις ή με τα κατάλληλα πορτοφόλια, να παλέψεις.
Σου έμαθαν πως η ζωή είναι αγώνας, για εσένα, για τους γύρω σου, πως σημασία δεν έχουν τα πλούτη αλλά οι κορυφές που κατακτάς μόνος σου. Για να συνειδητοποιήσεις λίγο αργότερα ότι μεγάλωσες σε μία κοινωνία κλισέ, τα όνειρα τα βαφτίζει «κλισέ» για να καθαγιάζει τις πουλημένες τακτικές της, τη διαμαρτυρία την βαφτίζει «κλισέ γκρίνια» για να μην φτάνει στα αυτιά κανενός. Μία κοινωνία που στηρίζει τις τελευταίες της ελπίδες στον όρο επινόησή της, το «φιλότιμο», μία πιπίλα για να συσπειρώνει τα πλήθη που σκορπούν σε κάθε κατεύθυνση, την ώρα που έχει μείνει παγκοσμίως γνωστή μόνο για τη λέξη «μαλάκας», το αντίβαρο δηλαδή του φιλότιμου, μία λέξη που δικαιώνει όλες τις αντι-φιλότιμες πρακτικές. Ξέχνα ό,τι ήξερες, δεν επιβιώνουν οι δυνατοί, δεν σώζονται οι αξιοπρεπείς, μία βάρκα τρύπια καταλήγεις μέσα στο βούρκο και από παντού μπάζεις βρωμόνερα, ή θα σε βουλιάξουν ή θα σε βρωμίσουν, καβάλα τη σανίδα σου και τράβα κουπί σαν ναυαγός, ψάξε για μία στεριά να σωθείς.
Μη φωνάζεις για το ασφαλιστικό, μην φωνάζεις για τα Πανεπιστήμια, θα δουλέψεις Μ Α Λ Α Κ Α μέχρι να πεθάνεις, θα πληρώσεις για να μάθεις, κι αν δεν έχεις θα γλείψεις ότι βρεις μπροστά σου για να πάρεις μια καρέκλα με ροδάκια, κεραμίδια δικά σου δεν θα βάλεις ποτέ σε σειρά, θα πληρώνεις πάντα κάποιον άλλον, κι άμα δεν σου περισσεύουν ας πρόσεχες Μ Α Λ Α Κ Α, να γεννιόσουν αλλιώς, να ονειρευόσουν αλλιώς, να έγλειφες αντί να φωνάζεις, να έπαιρνες αντί να αρνείσαι, να έκλεινες μάτια αντί να ψάχνεις. Να μάθεις να μην τα βάζεις ποτέ με ένα κράτος πρόνοιας, ένα κράτος δικαίου, ένα κράτος έθνος σε κρίση, που το πέτυχες σε δύσκολες συνθήκες και τα βάζεις μαζί του, δειλέ και αχρείε πολιτίσκε του κώλου και των δικαιωμάτων. Από εδώ και πέρα θα μιλάς με τους εκπροσώπους του, ιδιώτες σε μεγάλα γραφεία, ιδιωτικές επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο, να λες ευχαριστώ που πίνεις ακόμη νερό, να χαίρεσαι που μπορείς ακόμη να απεργήσεις –σε λίγο καιρό οι συνδικαλιστές θα είναι εκθέματα στα μουσεία και οι πορείες ντοκιμαντέρ απαγορευμένα που θα προβάλλονται σε γιάφκες. Είσαι πίσω Μ Α Λ Α Κ Α, δες λίγο ειδήσεις, κατάλαβε ποια είναι τα σημαντικά σε αυτή τη ζωή επιτέλους, αγόρασε λίγο ασχήμια, λίγο τρόμο, λίγο ψέμα, λίγο προπαγάνδα για να μάθεις να χαίρεσαι που ακόμη δεν σε έχουν σκοτώσει ληστές, να εκτιμάς που έχεις ελεύθερη πρόσβαση στους φούρνους. Μόνο μην σηκώνεις κεφάλι, Μ Α Λ Α Κ Α, για να δεις ουρανό, μην ανοίγεις το στόμα σου να ρωτήσεις, μην ανοίγεις βιβλίο και προβληματιστείς, μην υψώνεις γροθιά. Γιατί είσαι κλισέ. Και μην γράφεις, μην γράφεις για όλα αυτά γιατί είσαι βαρετή, μίζερη, κλισέ και όλα τα αντισεξουαλικά μαζί. Και σταμάτα να βγαίνεις από το σπίτι σου κάθε πρωί και να μυρίζεις την πασχαλιά, Μ Α Λ Α Κ Α, η ζωή δεν γίνεται ευκολότερη με μωβ λουλούδια που βγαίνουν κάθε χρόνο –είναι κλισέ κι αυτά.
Wednesday, 2 April 2008
Subscribe to:
Posts (Atom)