Wednesday, 13 February 2008

Κύριε Δεσμοφύλακα, οι μπότες σου δεν ακούγονται πια εδώ έξω

Προσφάτως έκλεισα ένα χρόνο στα blogs. Μετά από μία σεμνή τελετή εντός μου αποφάσισα να μην αναφέρω τίποτε. Όπως κι όταν έκλεισα τα 100 posts. Αναλογίστηκα την μικροαστική νοοτροπία που κουβαλήσαμε στα blogs με τα γενέθλια και τα τοιαύτα και αποφάσισα ότι καθόλου δεν με ενδιέφερε το γεγονός αυτό. Αντιθέτως με βασάνιζε πως τους τελευταίους μήνες είμαι ασυνεπής. Όχι προς το blog μου, ούτε απέναντι σε εσάς. Απέναντι σε εμένα. Που σκέφτομαι καθημερινά τόσα πράγματα, νοιώθω πως θέλω να τα γράψω εδώ και να διαβάσω τις απόψεις σας και τελικά καταλήγω μεταμεσονύκτιες ώρες να μην αντέχω ούτε να κάνω sign in. Για να μην κατρακυλήσω κι άλλο μέσα σε αυτήν την, βασανιστικά οικεία, κατάθλιψη αποφάσισα να μην επιτρέψω να με ρίξει αυτό το “κακό συνήθειο” και να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, γράφοντας όποτε έχω την πολυτέλεια να το κάνω με τους δικούς μου όρους. Στην πορεία, με κάτι τέτοιες συμπεριφορές, καταλαβαίνεις και ποιοι είναι οι φίλοι σου άλλωστε.

Κάτι ο ένας χρόνος εδώ μέσα, κάτι το κλωθογύρισμα στο μυαλό μου ότι αυτό το blog σαπίζει σιγά σιγά εξαιτίας της αδυναμίας μου, κάτι οι πρόσφατες ιστορίες με την κυρία Κουναλάκη, όμως, με κάνουν συχνά πυκνά να συλλογίζομαι τι στο καλό συμβαίνει με τα blogs. Παρακαλώ το κείμενο να μην εκληφθεί ως απάντηση στα γραφόμενα της κυρίας Κουναλάκη – Boxer, ούτε ως η (πόθεν;) επιβαλλόμενη αυτοκριτική πάνω από διαδικτυακά κεράκια. Είναι απλά οι σκέψεις μου.

Όταν ανακοίνωσα στον φίλο μου ότι θέλω ένα δικό μου blog, και την δική του βοήθεια στο να το φτιάξω, ένιωθα ότι αυτό θα είναι η δική μου ιδιότυπη "μητρότητα" κι ότι δεν ήθελα η ανυπαρξία να γεμίζει με τις δικές μου σκέψεις που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο και εξαϋλώθηκαν σε δευτερόλεπτα. Ματαιοδοξία. Ανθρώπινο απαντώ σε όποιον το σκέφτηκε. Τα συρτάρια μου είχαν ξεχειλίσει με σκέψεις και ποιήματα που έκαναν παρέα στην σκόνη και την λήθη, οι φίλοι κι οι γνωστοί δεν με ιντρίγκαραν πια όσο το άγνωστο και μόλις είχα τελειώσει την σχολή που πάντα μισούσα. Ααα, ήταν καλές εποχές τότε για blogging. Από τότε μέχρι σήμερα κατάφερα να γράψω μερικά από όσα σκέφτομαι, να διαβάσω απόψεις για αυτά που δεν θα άκουγα από κανέναν άλλον, να βρω bloggers που δεν θα έβρισκα ποτέ στο πεζοδρόμιο κάτω από το σπίτι μου αλλά, κυρίως, να γνωρίσω και να δεθώ με μερικούς ανθρώπους με έναν δεσμό περίεργο· όταν τους συναντούσα για πρώτη φορά ήξερα ήδη ότι ετούτοι εδώ είναι φίλοι μου. Φίλοι που δεν θα πάρω ποτέ τηλέφωνο να γκρινιάξω που δεν προλαβαίνω να κοιμηθώ, που δεν θα με πάρουν ποτέ αν τους χωρίσει η κοπέλα τους αλλά που όποτε και να βρεθούμε θα είναι σαν να επιστρέφουμε σε ένα θρανίο που ποτέ δεν κάτσαμε μαζί.


Κατά καιρούς, λοιπόν, διαβάζω τα όσα γράφονται τόσο επιπόλαια και ιδιοτελώς στον τύπο για τα blogs. Και, ειλικρινά, δεν με εξοργίζουν ούτε με κάνουν να θέλω να ξεσκίσω όποιον τα γράφει. Έτσι ήμουν πάντα, βέβαια. Δυστυχώς, γιατί το να θεωρείς ότι η κακία δεν σε αφορά και να φεύγεις μακριά εκλαμβάνεται πολλές φορές ως αδυναμία ή συνενοχή. Ειδικά από κακόπιστους. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από όλα αυτά και με μία διάθεση περισσότερο διερευνητική παρά υπερασπιστική, αναρωτιέμαι πώς όλοι αυτοί που κομπάζουν πως “αναλύουν” και “αποκωδικοποιούν” το “φαινόμενο” blogs (τόσα εισαγωγικά σε μία πρόταση δεν είναι καλό σημάδι) φτάνουν στα συμπεράσματά τους. Μιλάνε για ένα “φαινόμενο” το οποίο ήρθε για να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του επαγγελματικού κατεστημένου. Οι bloggers είναι αργόσχολοι τύποι που γράφουν με την ίδια ευκολία που πίνουν μπάφους και παίζουν Pro, οι bloggers είναι οι τραμπούκοι της δημοσιογραφίας, οι bloggers είναι δηθενάδες συνασπισμένοι προς όφελος του πλανήτη... Και άλλα τέτοια γραφικά. Τα οποία τις περισσότερες φορές προέρχονται από το στόμα δημοσιογράφων που έχουν μπαστακωθεί στην καρέκλα του γραφείου τους από όταν πρωθυπουργός ήταν ο Καραμανλής (ο παλιός, όχι ο “αλλιώς”), που έχουν πάθει τρεις γαστρορραγίες και δεκαπέντε έλκη τόσα χρόνια από το άγχος της δουλειάς τους, που όλος τους ο κόσμος είναι η εξειδίκευσή τους στο πολιτικό ρεπορτάζ ή η διαρκής καλλιέργεια των γνώσεών τους σχετικά με την εξέλιξη του Παλαιστινιακού. Και δεν τους αδικώ που σκέφτονται έτσι. Τους κατηγορώ, όμως, που πριν αναλωθούν σε γενικεύσεις ή κακεντρέχειες δεν εμπιστεύθηκαν την μανιέρα που τόσα χρόνια δουλεύουν. Δηλαδή, την έρευνα.


Γιατί, ο καθένας που έχει μπει στον κόπο να κοπιάσει σε blogs για ένα εύλογο διάστημα, αντιλαμβάνεται ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο. Είναι λάθος εξ' ορισμού δηλαδή ο χαρακτηρισμός. Οι bloggers δεν είναι χίππηδες ή emos, στερούνται του βασικού στοιχείου ενός “φαινομένου”. Το αίσθημα της ενότητας και της ομοιογένειας με τους υπολοίπους. Και η όποια διάθεση ανάλυσης των όσων συμβαίνουν στα blogs ακυρώνεται από την καχυποψία (“και όλα τα εις -ψια” καθώς θα συμπλήρωνε από μια γωνιά ο Ζήκος) αυτού που συνήθως τα “μελετά”.


Το “blog”, λοιπόν, κύριοι μελετητές, είναι μέσον -όχι φαινόμενο. O “blogger” είναι (ατυχώς ονομαζόμενος) “χρήστης” του μέσου αυτού. Δεν θα φτάνατε, βεβαίως, ποτέ να μελετάτε το “φαινόμενο χρηστών της τοστιέρας”, πόσω μάλλον να κατακρεουργείτε την ενασχόληση αυτή των πιστών των τοστ διαβάλλοντας την αδυναμία τους στο τετράγωνο ζαμπονοτυρόψωμο φωνάζοντας ότι πρόκειται περί “ιερόδουλες της ανοξείδωτης πλάκας” ή “αργόσχολους του μαχαιριού πασαλείμματος”. Κι εδώ ακριβώς είναι που βγαίνει στην επιφάνεια το ναυάγιο της σύγχρονης εκδοτικής δραστηριότητας στον Τύπο. Γιατί στα γραφεία σας μπορεί να σαπίζουν πληροφορίες σχετικά με παρακολουθήσεις και παραβιάσεις απορρήτου, ύποπτες μετακινήσεις σε δημόσια αξιώματα και βαλίτσες που μεταφέρονται από το ασανσέρ σε γραφεία. Όμως εσείς επιλέγετε να βάλλετε εναντίον ατόμων που κάνουν αυτό που εσείς τους απαγορεύετε. Να γράφουν, δηλαδή, την άποψή τους για όσα συμβαίνουν γύρω τους, να διακινούν πληροφορίες τις οποίες ξέθαψαν στα γραφεία τους ή άκουσαν στον διάδρομο και να προσπαθούν με την δύναμη (την όποια) τους παρέχει αυτό το μέσο να προκαλέσουν το ενδιαφέρον (κοιτάξτε τώρα οξύμωρο) το δικό ΣΑΣ γύρω από αυτά τα θέματα.


Γιατί, κι ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό, αν τα blogs είχαν μείνει εκεί που τα ήθελε η βιομηχανία του internet στα '80s, δηλαδή σε ηλεκτρονικά ημερολόγια, κανένα πρόβλημα δεν θα είχατε με την industrial daisies που γράφει τι έφαγε σήμερα και πόσο βαριέται το μάθημα της Τρίτης στο μεταπτυχιακό. Η αντίδρασή σας βρίσκει έρεισμα σε αυτή ακριβώς την παρέκκλιση των bloggers, στο ότι ξεχύθηκαν στα megabytes τους και απελευθέρωσαν ό,τι έχουν στο κεφάλι τους. Βολικό, από την μία, για έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό παρακολούθησης -ασύμφορο από την άλλη για την σφιγμένη γροθιά μεγαλοεκδοτών και των αυλικών τους. Προσωπικά δεν νιώθω μέλος καμίας κοινότητας. Ούτε δημοσιογράφος επειδή γράφω στα blogs, ούτε μέλος κάποιας ομάδας που οργανώνει συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα. Αυτό που παρατηρείτε με τρόμο και ψάχνετε πάση θυσία έναν όρο για να το αμαυρώσετε λέγεται “κοινωνία”.


Μία κοινωνία από καιρό ξεχασμένη, μία κοινωνία που έβγαινε στο παράθυρό της και συζητούσε με την γειτόνισσα τα νέα της απάνω γειτονιάς, μια κοινωνία που το απόγευμα έπαιζε πινάκλ στο καφενείο συζητώντας τι θα απογίνουν οι επιδοτήσεις του ΟΓΑ, μια κοινωνία που γνωριζόταν σε ένα πάρτυ γιεγιέδων και λίγο πριν το βραδινό γαμήσι γευόταν την πρωτόγνωρη χαρά του να χορεύεις με έναν άγνωστο σαν μανιασμένος. Μία κοινωνία που θα σιγοψιθύριζε ότι ο μεγαλοδικηγόρος των Αθηνών κλέβει και κανείς δεν θα τον επισκεπτόταν -ξεπληρώνοντάς τον έτσι για την ύβρι. Είναι μία τέτοια κοινωνία που (εν μέρει κι) εσείς διαφθείρατε, αποδυναμώσατε και καταστρέψατε. Παρεμβληθήκατε ανάμεσα στην πατροπαράδοτη εξουσία και τον λαό, κάνατε τον μεσάζοντα ευεργετώντας την πρώτη και ξεζουμίζοντας τον δεύτερο, καλύπτοντας την πρώτη και τρομοκρατώντας τον δεύτερο. Γιατί ο τρόμος είναι δύναμη. Πάρτε για παράδειγμα την Αμερική. Η τρομοκρατία γεννήθηκε κι άνθισε εντός της -και ποτέ δεν βγήκε έξω από τα τείχη της.


Είναι, λοιπόν, αυτό που ενοχλεί στα blogs. Ούτε καν, δηλαδή, τα γκομενίστικα νεύρα περιόδου επειδή οι bloggers περνιούνται (ΜΟΝΟ από τους δημοσιογράφους) για δημοσιογράφοι. Αλλά γιατί είναι προάγγελοι μιας κοινωνίας που καταφέρνει να συναντιέται παρά τις πόρτες ασφαλείας και τα εξαντλητικά εργατικά δεκατετράωρα και τα άδεια πορτοφόλια. Μίας κοινωνίας που βρίσκει τον δρόμο της χωρίς χάρτες, που αρχίζει και αναγνωρίζει πάλι τα παιδιά της που κάποτε πέταξε στον κάδο. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, είναι νομίζω, όμως, τόσο απλό. Δεν μιλάμε για ένα trendy φαινόμενο εδώ. Στο μέλλον οι ημερήσιες εκδόσεις θα είναι μόνο ηλεκτρονικές και, ήδη, υπάρχουν ειδησεογραφικά πρακτορεία που βασίζονται στην “ευγενή καλοσύνη των ξένων” -ως άλλες Μπλανς- για την ανάδυση των ειδήσεων. Οι bloggers δεν είναι ο μπαμπούλας τους -τα έσοδά τους και πάλι μια χαρά θα τα εξασφαλίσουν ηλεκτρονικά. Ούτε έχω ακούσει ποτέ κάποιον να λέει ότι θα διαβάσει τον Zaphod π.χ. (Zaphod, παράδειγμα σε βάζω επειδή είσαι φίλος και οξυδερκέστατος κριτής) για να ενημερωθεί για όσα συνέβησαν σήμερα. Άρα, απειλή δεν είναι τα blogs, κι ας σταματήσουν και οι bloggers να ευλογούν τα γένια τους ότι επιτελούν τέτοιο έργο. Αυτό που προσφέρουν (και πάντα όταν γράφω “bloggers” εννοώ κάποιοι, όχι όλοι) τα blogs είναι η άποψη, η προσωπική ματιά στα γεγονότα, ανθρώπων που δεν έχουν τον βούρδουλα των λέξεων πάνω από το κεφάλι τους ή της τσέπης του αφεντικού. Πρωτόγνωρη απελευθέρωση αυτή για τις μέρες μας, μέρες που ακόμη και το από αιώνες δικαίωμα της απεργίας έχει καταχωνιαστεί στα ντουλάπια πολυεθνικών.


Ό,τι, επομένως, λείπει σε πρωτογενή πληροφορία ή ειδίκευση από τον blogger αντισταθμίζεται από αυτή του την καθάρια, ατόφια λαϊκή ματιά. Αυτή που τόσο η εξουσία όσο και τα media σνομπάρισαν και καταπάτησαν μέχρι ξεψυχίσματος. Αυτός ο συνδετικός κρίκος μεταξύ κοινωνών. Είναι αυτό που ενοχλεί. Το ότι δεν καθόμαστε πίσω από έναν υπολογιστή μόνοι μας, κατάκοποι μετά την δουλειά, να παίξουμε Pro και να φτιάξουμε μουσική στο Cooledit αλλά μεταφερόμαστε στο ίδιο τραπέζι με άλλους σαν κι εμάς. Που πίνουμε καφέ συζητώντας πράγματα που έχουν σημασία κι ας μην μπορούμε να τα αλλάξουμε -τώρα. Που ερωτευόμαστε (ναι, ας γίνεται κι αυτό, πανέμορφο είναι) όχι φτηνά όπως στα ταμπλόιντ αλλά εξαιτίας της αύρας μας που πλανιέται στον χώρο.


Κι όλα αυτά δεν συνιστούν ένα “φαινόμενο” ούτε μια “κοινότητα”, όπως τόσο ελιτιστικά μικροαστικά αναφέρετε συχνά πυκνά, κύριοι "μελετητές". Συνιστούν μια κοινωνία. Την κοινωνία μας. Που αρχίζει και ξυπνάει, που το δόλωμα το παίρνει πρέφα και καταφέρνει να φάει το σκουλήκι -γιατί λιμοκτονεί- χωρίς να πιαστεί στο αγκίστρι. Τις προάλλες ζητούσα από φίλους να μου πουν sites να ενημερώνομαι για underground συναυλίες στο εξωτερικό και νέους performers. Κι ο ένας από αυτούς, από τους λίγους στον χώρο του ΙΤ, γύρισε και μου είπε πως το internet είναι όπως οι παρέες. Από στόμα σε στόμα μαθαίνεις για έναν άγνωστο καλλιτέχνη που σκίζει, από έναν φίλο θα πάρεις πρόσκληση για ένα μπαρ με live που τα σπάει. Ναι, αυτό είναι. Μία κοινωνία που τόσο αυτάρεσκα και υβριστικά χώσατε κάτω από το χαλάκι και με τη μύτη του παπουτσιού σας τσιγκλάγατε κάθε τόσο για να γίνεται τζέτζελο και να εκβιάζετε την καθαρίστρια. Μία κοινωνία που πριονίζει τα κάγκελά της και σιγά σιγά δραπετεύει. Ετερόκλιτη, απαίδευτη στην ελευθερία, εξαθλιωμένη, αποπροσανατολισμένη. Αλλά που βλέπει πια έξω από τα κάγκελα. Μην ψάχνετε τα κλειδιά. Δεν σταματάνε πλέον κανέναν.


Υ.Γ.: Όπως δεν αναγνωρίζω χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται σε όλους τους bloggers, έτσι δεν αναφέρομαι με το κείμενο αυτό και σε όλους τους δημοσιογράφους. Αντίθετα, από τις μεγαλύτερες χαρές που μου επεφύλαξε το μέσον αυτό είναι να ανταλλάσσω απόψεις με δημοσιογράφους των οποίων την πέννα και το ήθος θαυμάζω. Κι ανάμεσα σε αυτούς υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται ήδη πιο μπροστά από τα blogs, που όχι μόνο δεν είναι κομπλεξικοί αλλά μου δίνουν την αίσθηση ότι η επαφή τους με όλους εμάς, νέους και μεγαλύτερους, τους δίνει μεγάλη χαρά. Ο Μάνος είναι έτσι. Κι ο Καιρός. Και η Ρίτσα. Κι άλλοι πολλοί, που μπορεί εγώ να μην συναναστρέφομαι συχνά εδώ μέσα αλλά το γνωρίζω ότι είναι έτσι. Προς τιμήν τους και δική μας ευχαρίστηση και αναπτέρωση ηθικού.