Thursday, 12 July 2007

Easy Come, Easy Go

Είναι δυο μέρες τώρα που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή για να γράψω και τίποτα δεν μπορώ να τελειώσω. Γράφω μία παράγραφο, την σώζω, «δεν σώζεται με τίποτα» σκέφτομαι, το κλείνω. «Χα!», μετά από λίγο, ξανακάθομαι, γράφω δύο παραγράφους, «γαμώ το φελέκι μου!», save και close. Αναρωτιέμαι αν η Πάρνηθα θα εξελιχθεί στο blog-ο-Βατερλώ μου. Αμφιβάλλω. Κατ' αρχάς γιατί είμαι ικανή κι από μόνη μου. Κατά δεύτερον γιατί σκέφτομαι πολλά τις τελευταίες ημέρες, σκέφτομαι και κάνω πολλά, κάποια από τα οποία θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας. Η δυστοκία μάλλον οφείλεται στο ότι συνέχεια τρέχω· τρέχω και χρόνο δεν έχω να μαζέψω τις σκέψεις και τις ιδέες μου. Σε παρατεταμένη σιωπή οδηγεί αυτό, κάτι που δεν με τρομάζει. Όμως μέσα μου βράζω (κι έξω μου βράζω και ιδρώνω διανύοντας χιλιόμετρα με τα πόδια). Βράζω αλλά προς το παρόν είναι σαν να βγάζω άναρθρες κραυγές. Ας το κάνουμε, λοιπόν, λίγο διαφορετικά. Πιο πρόχειρα. Αλλά βαθιά ανθρώπινα. Θα γράψω τα θέματα που τρέχουν σε repeat στο μυαλό μου και είστε επίτιμοι προσκεκλημένοι να μου γράψετε ό,τι σκέψεις πιθανόν σας γεννήσουν αυτά. Συνειρμικά, λογικά, με φαντασία, απλώς ένα γεια!... ό,τι θέλετε. Ξεκινάω.

Σε πείσμα της ανάλαφρης καλοκαιρινής διάθεσης των περισσοτέρων (ελαφράς όπως ο θερμός αέρας που ανεβαίνει...) δεν έχω κάνει ούτε ένα μπάνιο, αρνούμαι πεισματικά να πάω στην θάλασσα. Με πληγώνει να την βάζω κι αυτήν σε στενά χρονικά περιθώρια λόγω έλλειψης χρόνου. Κι έτσι δεν πάω καθόλου. Κι επειδή είμαι και πολύ ανάποδος άνθρωπος, όποτε έχω ελεύθερο χρόνο, κάθομαι με παρέα ή μόνη μου και βλέπω «Flying Circus» των Monty Python, πεθαίνω στα γέλια, σκέφτομαι πόσο θα μου άρεσε να κάνω μία πανεπιστημιακή εργασία πάνω στο θέμα, σιχτιρίζω που την ιδέα μου την πρόλαβε ένας συμφοιτητής μου κι έτσι αρκούμαι να αναλογίζομαι μόνη μου το μεγαλείο τους. Ένα από τα κείμενα λοιπόν που σκεφτόμουν να γράψω έχει να κάνει με το Flying Circus. Αδυνατώ να το κάνω σωστά όμως. Ο λόγος μου θα έβγαινε τόσο συνειρμικός όσο και ο δικός τους... Κι έτσι θα αδυνατούσα να σας παρουσιάσω κάτι το οποίο μπορεί και να μην ξέρετε, έστω με κάποιους συμβατικούς όρους... Σύντομα, όμως. Αυτό το καλοκαίρι, σε προσωπικό επίπεδο, στιγματίζεται από νευρικά γέλια εξαιτίας αυτών των κυρίων.

Εχθές βράδυ, αδυνατώντας να κοιμηθώ, είδα για όγδοη φορά το «8 ½». Αυτή την εβδομάδα θα πάρω την έγκριση από μία καθηγήτριά μου για να κάνω μια εργασία πάνω σε αυτό. Κάθε φορά που το βλέπω μένω με το στόμα ανοιχτό. Κάθε φορά για άλλο λόγο. Χθες ήταν λόγω της σκηνής που ο Γκουίντο παρακολουθεί δοκιμαστικά ηθοποιών για την ταινία που «του ετοιμάζουν». Την επόμενη φορά, που θα είναι μισή -τιμής ένεκεν, ξέρω ότι με κάτι άλλο θα μείνω με ανοιχτό στόμα. Ευτυχώς, ξεπέρασα την αρχική μου απογοήτευση και απελπισία ότι δεν θα καταφέρω να βρω υλικό, βρήκα ανέλπιστα φίλους σε αυτή μου την ιδέα που θέλουν να με βοηθήσουν και είμαι πολύ, μα πολύ, αισιόδοξη ότι θα πάει καλά. Έχω άλλες δύο εργασίες που με πωρώνουν τρελλά. Κι άλλες έξι που είναι πάρεργο και κάτεργο. Εξ' ού και η εξαφάνισή μου από τα blogs. Ένας αγώνας δρόμου για συγκέντρωση υλικού, συναντήσεις με καθηγητές και μαθήματα είναι η ζωή μου τον τελευταίο μήνα.

Για την Κυριακή προτιμώ να μην μιλήσω τώρα. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον. Παρατρίχα να δημοσίευα μια φωτογραφία με ένα σχόλιο. Ξέρω, όμως, πως κατά βάθος δεν θέλω να μιλήσω τώρα για το θέμα.

Καθυστερημένα είδα και το βίντεο του ξυλοδαρμού των δύο αλλοδαπών στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας. Ανατρίχιασα, αηδίασα, ένιωσα και κάτι ακόμα, κάτι διαφορετικό που δεν ξέρω αν υπάρχει λέξη η οποία να το περιγράφει. Σκέφτηκα να γράψω για αυτό. Ένα ψύχραιμο κείμενο ήθελα, λογικό. Αδυνατούσα, όμως, να συγκεντρώσω την σκέψη μου. Μού ξέφευγαν συνέχεια κάτι «γαμημένοι καραγκιόζηδες» στο κείμενο, τα έπαιρνε το μάτι μου όταν πήγαινα στην αποκάτω σειρά, γύριζα πίσω, τα έσβηνα... Κι ένιωθα πως δεν μπορώ να γράψω για αυτό τώρα. Αργότερα, κι αυτό, σε κάποιο κείμενο θα ξεφυτρώσει και θα βγει από μέσα μου.

Επίσης, με έχει πιάσει έντονα το αντιφεμινιστικό μου γαμώτο. Ήθελα να ετοιμάσω ένα σοβαρό(φανές) αντιφεμινιστικό μανιφέστο. Έγραψα την πρώτη παράγραφο. Είπαμε, ο αέρας μου είναι βαρύς αν και καλοκαίρι, αλλά όχι τόσο. Είπα να το κάνω λίγο πιο καλοκαιρινό. Είπα να το κάνω μια κριτική-κυνική επιτομή της γενιάς των τριάντα. Σας παραδίδω την πρώτη παράγραφο, αυτούσια, μέχρι το σημείο που σταμάτησα.

«Σάββατο απόγευμα, στη γέφυρα της Κατεχάκη με προσπερνά ξανθιά τριαντάρα επιβαίνουσα σε τετράτροχο πολυτελείας. Προφανώς τα όρια ταχύτητας ισχύουν για αυτοκίνητα κάτω από ορισμένα κυβικά, αυτοκίνητα που τα σέρνουν μουλάρια κι όχι αραβικά άλογα. Κυριακή μεσημέρι, στην Κηφισίας με προσπερνά αρσενικός τριαντάρης συνοδευόμενος από ξανθιά καλλονή της οποίας η κώμη ξεχύνεται από την ανοιχτή οροφή του καμπριολέ. Κυριακή, λίγο αργότερα, παρκάρω το ασθμαίνον όχημά μου στη γειτονιά και παρατηρώ πως στο ίδιο πεζοδρόμιο βρίσκονται παρκαρισμένα μόνο αυτοκίνητα εικοσαετίας σκεπασμένα με σεντόνια για ηλιοπροστασία.

Ο κύριος Σούλης κρατώντας έναν κουβά με σαπουνόφουσκες κι ένα σφουγγάρι μπανιαρίζει τον μαύρο Σκαραβαίο του. «Κάτι δεν πάει καλά», σκέφτομαι. Για λίγο καιρό ακόμα θα είμαι εκτός της συνομοταξίας των τριάντα κι άρα θα μπορώ να παρατηρώ τα χαρακτηριστικά της χωρίς πάθος. Με αρκετές δόσεις κυνικότητας, βέβαια. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι κάνει ένα ένδοξο μέλος της γενιάς αυτής κι έχει ήδη αυτοκίνητο πολυτελείας, πουκαμισιά ανάλογη του βασιλέως και μια ταμπέλα στο κούτελο στην οποία αναγράφεται «Λεφτά με τη σέσουλα».

Η μία εκδοχή είναι να είναι όλη αυτή η γενιά γόνοι «καλών οικογενειών» -καταλαβαίνουμε όλοι πως το «καλή οικογένεια» παρατίθεται εδώ με την αστική νεοελληνική σημασία του. Η άλλη εκδοχή είναι να πρόκειται περί μιας γενιάς απαρτιζόμενης από μονάδες ασύλληπτης επαγγελματικής ικανότητας και μορφωτικού υπόβαθρου. Μία τρίτη εκδοχή λέει πως αυτό που παρατηρώ γύρω μου μού φαίνεται εντελώς παράλογο και δεν υπάρχει εξήγηση. Θα πάω με την τρίτη εκδοχή. Είναι η μόνη που φαίνεται να έχει λογική.

Δεν σας έχω μιλήσει ακόμα, όμως, για τον Χούλη και την Ψίτσα. Ένδοξα μέλη της γενιάς των τριάντα. Ο Χούλης και η Ψίτσα ισχυρίζονται πως αγαπιούνται. Ήταν ζευγάρι κάποτε, για χρόνια. Ο Χούλης και η Ψίτσα δεν είναι πλέον ζευγάρι. Ούτε πρόκειται να ξαναγίνουν. Γιατί ο Χούλης δεν οδηγεί αυτοκίνητο 200 αραβικών αλόγων (γερμανικών εν προκειμένω) και βάλε. Άσε δε ότι δεν έχει στην κυριότητά του μεζονέτα στα βόρεια ή νότια προάστια. Ο Χούλης, βασικά, είναι η καταστροφή της Ψίτσας. Είναι αυτός που την ανάγκασε να ενταχθεί τόσο δραματικά στην γενιά της.

Η Ψίτσα, λοιπόν, μετά από την μακροχρόνια σχέση με τον Χούλη κατάλαβε ότι χαραμίζεται. Στις μέρες μας, κάθε κοπέλα που δεν την πηγαινοφέρνει κάποιος πάνω σε κάμπριο από την παραλία στα βόρεια προάστια για καφέ, χαραμίζεται. Επίσης, κάθε τριαντάρα που δεν έχει ήδη καταξιωθεί στον χώρο της, ήτοι να έχει δικό της γραφείο με πόρτα και χρυσή επιγραφή επάνω με το όνομά της, κάτι δεν έχει κάνει σωστά. Η ξέφρενη αυτή πορεία προς την πραγμάτωση των ιδεωδών του φεμινισμού έχει επίσης οδηγήσει κάθε τριαντάρα να αντιλαμβάνεται τον όρο «νοικοκυρά» ως επάγγελμα το οποίο ασκείται, συνήθως, από αλλοδαπή η οποία πληρώνεται με την ώρα. Κάθε ώρα νοικοκυροσύνης αξίζει το διπλάσιο από ό,τι ο βασικός μισθός. Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος η γυναίκα να βρίσκεται σε κρίση όπως διαδίδουν μερικοί κακοπροαίρετοι πολέμιοι του φεμινισμού. Δεν καλείται να συνδυάσει τίποτα. Τα οικοκυρικά άπτονται της αρμοδιότητας του αντίστοιχου επαγγελματία και τα της καριέρας άπτονται των ιδίων.

Τα του οίκου -διαμονή, λογαριασμοί, φαγητό- περνούν κρίση σε αυτή την ηλικία. Για κάποιες είναι πολύ νωρίς να αφήσουν το πατρικό τους. Για κάποιες είναι πολύ αργά και πρέπει επειγόντως να βρεθεί ο μαλάκας ο οποίος θα τις εξασφαλίσει. Κι έτσι, μοιραία, οδηγούμαστε στο μοντέλο του άνδρα-μπαλαντέζα. Γιατί ο αστικός μύθος ότι ο άνδρας ή θα πρέπει να είναι δημόσιος υπάλληλος ή να έχει ένα αξιοσέβαστο μέγεθος μορίου για να είναι ιδανικός γαμπρός πέθανε. Έτσι ο ιδανικός υποψήφιος γαμπρός θα πρέπει να πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις.

Να είναι κάτοχος υπερπολυτελούς αυτοκινήτου -για να μην πονάνε τα κωλομέρια της έτσι από τις φονικές λακκούβες των ελληνικών δρόμων. Το αυτοκίνητο λειτουργεί ως προέκταση του πέους. Αν δεν έχεις αυτοκίνητο που να ανταποκρίνεται σε αυτές τις απαιτήσεις, φίλε μου, λυπάμαι που στο λέω, αλλά είσαι ο σύγχρονος ευνούχος του παλατιού και όλες θα σε θέλουν για φίλο (στην καλύτερη). Να είναι κάτοχος νεόδμητης μεζονέτας σε βόρεια ή νότια προάστια, πλήρως επιπλωμένης, Η μεζονέτα λειτουργεί ως μπαλαντέζα της εμπιστοσύνης. Η εμπιστοσύνη δεν έχει πλέον καμία σχέση με την μονογαμία -αυτές είναι πολύ πασέ και κλισέ αντιλήψεις. Εμπιστοσύνη στα ντουβάρια, αυτό είναι το σύνθημα που όλες τις ενώνει. Εάν δεν ισχύει αυτό, φίλε μου, και πάλι λυπάμαι που στο λέω, αλλά είσαι ένας αγύρτης ξεβράκωτος και στο μικρό σου διαμέρισμα οι μόνες που θα καταδέχονται να έρχονται είναι ιερόδουλες. Να είσαι στέλεχος ιδιωτικής επιχείρησης με προοπτικές ανέλιξης στην ιεραρχία. Αυτό είναι η μπαλαντέζα των όρκων του γάμου. Το κομμάτι που ο παπάς μουρμουρίζει κάτι λεπτομέρειες για δυσκολίες και αρρώστιες στην περίπτωση που ο γαμπρός είναι «στέλεχος» μπορεί να παραληφθεί. Να έχει εξοχικό κοντά στην Αθήνα για τις».
Στοπ. Δεν θυμάμαι τι έγινε στον εγκέφαλό μου. Εκεί έμεινε. Αργότερα. Αν ξαναδείτε την ίδια αρχή μην απορήσετε.

Τελική, απέλπιδα, προσπάθεια ήταν να γράψω, με αφορμή την ερωτική περιπέτεια ενός από τους πιο αγαπημένους μου φίλους, το αντιφεμινιστικό μανιφέστο με μία δόση εμπάθειας προς την σαδίστρια πρώην του. Έχω εμπλακεί συναισθηματικά με αυτήν την κατάσταση, έχω πιει αμέτρητους καφέδες κι έχω καπνίσει τόνους υγρού καπνού συζητώντας το θέμα με τον φίλο μου, έχω περάσει απίστευτες κρίσεις θυμού για όσα του συμβαίνουν, έχω οδηγηθεί στο να πιστεύω ότι όταν μια γυναίκα θέλει μπορεί να είναι πιο επαγγελματίας από την επαγγελματία, έχω οδηγηθεί στο να πιστεύω ότι όταν ένας άνδρας αγαπάει είναι πιο ηλίθιος κι από μία αμοιβάδα, έχω μελαγχολήσει απίστευτα και, παρόλα αυτά, αυτό κατάφερα να γράψω.

«- Θα βρεθούμε σήμερα;
- Ξέρεις καλά ότι δεν γίνεται.
- Πότε μπορείς; Μου έλειψες...
- Θα σε ειδοποιήσω.
- Το Σαββατοκύριακο;
- Αφού ξέρεις ρε μωρό μου ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Είναι και ο Νούλης στη μέση. Θες να το καταλάβει και να έχουμε άλλα;
- Συγγνώμη. Όποτε ευκαιρήσεις πες μου.
- Από εβδομάδα. Θα σε πάρω τηλέφωνο.

Καλοκαίρι λοιπόν. Ο Ρούλης και η Φούλα, εγκλωβισμένοι σε έναν έρωτα μαρτύριο, έναν έρωτα κυκεώνα, κανονίζουν την επόμενή τους συνάντηση. Ηρωικά μέλη της γενιάς που πλησιάζει τα τριάντα, μιας γενιάς εγκλωβισμένης ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ο Ρούλης παλεύει για το σήμερα διατηρώντας το σεβασμό του στο χθες. Η Φούλα παλεύει για το σήμερα· παγιδευμένη στο χθες που έχει πια ξεχάσει. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με ένα άλλο μάτι. Η Φούλα θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε κοπέλα κοντά στα τριάντα. Μια κοπέλα που παλεύει για την καθιέρωση του ονόματός της στο χώρο εργασίας. Μια κοπέλα που καταφέρνει να κερδίσει επάξια τον άρτον τον επιούσιον. Μόνο που τον άρτον αυτόν επιλέγει να της τον προσφέρουν οι γονείς της και αυτό που κερδίζει να μεταφράζεται σε φύκια και μεταξωτές κορδέλες για τα μαλλιά. Η Ψούλα, λοιπόν, ανεξάρτητη κατά πώς πιστεύει, νιώθει πως έχει έρθει η στιγμή που κρατάει τον ταύρο από τα κέρατα. Μένει με τους γονείς της, όλο της το εισόδημα μεταφράζεται σε ρούχα και μπιζού πολυτελείας και». Στοπ. Κάπου εκεί είναι που απλά το μυαλό μου είχε κολλήσει στο «γαμιέσαι, γαμιέσαι, γαμιέσαι» και θεώρησα πρέπον να μην συνεχίσω, αφού δεν είχα επιχειρήματα.

Αυτά είχα να σας πω. Όλα αυτά που δεν σας είπα, όλα αυτά που σας είπα ότι δεν θα σας πω τώρα κι όλα αυτά που σας είπα μισά. Με το γράψιμο δεν είμαι αναβλητική. Κάτι τρέχει τον τελευταίο καιρό. Δεν ξέρω τι. Δεν με ανησυχεί. Στην καλύτερη/χειρότερη περίπτωση μπορεί να μην ξαναγράψω. Στην καλύτερη/χειρότερη περίπτωση μπορεί αύριο το πρωί να θέλω να ξαναγράψω. Εδώ είμαι, όπως και να έχει.