Thursday, 4 October 2007

Το μισό που περικλείει το όλον

Τούτο εδώ το έργο θα είναι η τελευταία μου εργασία για αυτήν την περίοδο. Και μετά από καιρό είμαι ενθουσιασμένη και τρομοκρατημένη με αυτό που επέλεξα να γράψω. Απαιτεί γνώση, μυαλό, φαντασία, αγάπη, ταξείδια ανείπωτα, βουτιά στα βαθιά και πτήσεις στους αιθέρες, ποδαράδα σε χωματόδρομους και περιπλάνηση σε χρυσοποίκιλτους διαδρόμους. Ένας Guido τόσο αιθέριος, τόσο απόκοσμος μα ταυτόχρονα ριζωμένος μέσα μας. Δεν ξέρω τι θα καταφέρω να βγάλω από αυτό μου το ταξείδι. Ο Fellini, όμως, είναι για εμένα ο λαμπρότερος θρόνος και το ταπεινότερο σκαμνί που τοποθετήθηκε ποτέ πίσω από κάμερες. Και για αυτό, τα σέβη μου και η λατρεία μου αμείωτα.

Όταν καταφέρω να δώσω ένα προσωρινό τέλος στην εργασία μου αυτή (όταν δηλαδή θα πρέπει να την παραδώσω στις 19 του μήνα) θα σας ενημερώσω για το πού ταξείδεψα και τι κόσμους είδα στον άνθρωπο. Μέχρι τότε θα τα ξαναπούμε -σήμερα απλά νιώθω πρωτόγνωρη χαρά και παιδικό ενθουσιασμό διαβάζοντας και θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας. Εις το επανιδείν, λοιπόν...

Monday, 1 October 2007

Μετεωρισμός

(Τσακμάκι. Εισπνοή. Σφύξεις πάνω από ενενήντα.)

Είναι κρίση πανικού; Όχι, τέτοιες δεν έχεις. Δεν ιδρώνεις, δεν ζαλίζεσαι. Ένας άλλος, εσωτερικός πανικός είναι αυτός. Νιώθεις τα όργανά σου να ασφυκτιούν στο σώμα, το μυαλό σου να ανατινάσσεται και να σκορπίζει σε μικρά βοτσαλάκια μέσα στο σκληρό του καύκαλο. Τι μέρα είναι; Έχει πρώτη ο μήνας. Ποιος μήνας; Ο δικός σου χρόνος δεν έχει όνομα. Μόνο ανάσες. Είσαι ακόμη πάνω στην καρέκλα σου, πόσες ανάσες πέθαναν άραγε, στα χέρια σου ένα τσιγάρο δυναμιτίζει το σκονισμένο οξυγόνο σου, αυτά τα δάχτυλα πώς είναι έτσι; Ρομποτικά τοποθετημένα πάνω σε πλήκτρα, κυλάει αίμα ακόμη μέσα τους; Θυμήσου. Θυμήσου τι σου έμαθαν. Στόχος.

Α. ναι, στόχος -αυτό είναι το διαβατήριό σου στον χρόνο. Τι απογίνονται οι στόχοι που ταξίδεψαν με άλλο καράβι; Κάθε φορά με άλλη απόχη τους ψαρεύεις, είναι δικοί σου τώρα, ψήσε τους καλά, απόλαυσέ τους με λίγο καλοστιμμένο λεμονάκι επιτυχίας. Ποιος με έμαθε να ψαρεύω; Μπαμπά, μαμά, πάλι μοιραία σε εσάς απευθύνομαι. Τι μου είπατε; Α, ναι, να μην ξεχαστώ. Στόχος. Είναι στόχος το να είσαι εικοσιτεσσάρων και καλά; Όχι, α, συγγνώμη, δεν πιάνεται.

(Εισπνοή)

Καθρέφτης μου τα γράμματα. Καθρέφτης μου οι ανάσες μου. Πότε γέμισα τρίχες, το δέρμα μου είναι μεταλλικό, πώς ζάρωσα έτσι; Πόσων ετών είμαι; Να ανοίξω την πόρτα ή πρέπει πρώτα να βρω έναν στόχο; Ωραία, τον βρήκα. Αλήθεια σου λέω. Τον βρήκα. Θέλω να είμαι. Όπως μου μάθατε, όπως μαθαίνω, όπως δεν θα γίνω ποτέ. Σήμερα είμαι γριά και τα άνυδρα μαλλιά μου ηλεκτρίζουν τον αέρα. Σε λίγο θα είμαι μικρή και θα θέλω μια αγκαλιά να κρυφτώ. Τι υποτίθεται ότι κάνω εδώ; Όσο και να διαβάσω οι βασιλικοί θα συνεχίσουν να πεθαίνουν στο μπαλκόνι μου, το κοκκινιστό δεν θα καταφέρω ποτέ να το φτιάξω ανάλατο και το πορτοφόλι μου θα συνεχίσει να έχει μέσα μία δεκάρα από το Ohio που βρήκα μια μέρα στον δρόμο. Τι είναι αυτός ο λυγμός που ουρλιάζει μέσα μου; Μπαμπά; Μαμά; Κύριε Freud; Κάποιος; Μισό λεπτό να ξαναχτίσω τα τείχη Lego γύρω μου.

Εντάξει, τώρα δεν κινδυνεύω. Αιωρούμαι μέσα σε μια φούσκα. Ο χώρος κι ο χρόνος την πιέζουν μέχρι που σκάει, ασφυκτιώ, μετά βγάζω το παιχνίδι μου και φτιάχνω μια καινούρια. Ανάσα. Μέσα στην φούσκα μου υπάρχουν μαγικές μελωδίες. Δεν κοιμάμαι γιατί μπορώ και ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια. Ό,τι θέλω η φούσκα μου το φτιάχνει. Την μια στιγμή βρίσκομαι δίπλα σε ένα ποτάμι και την άλλη βουτάω στην υπόκωφη σαγήνη ενός ανυψωτικού βυθού. Τα σταφύλια μου βγάζουν το ωραιότερο κρασί κι εγώ έχω χίλιες ζωές για να είμαι ό,τι θέλω. Στη μία σίγουρα είμαι χορεύτρια. Στην άλλη οδηγός αγώνων. Τώρα θα αλλάξω, θα πάω στην άλλη που είμαι κατάσκοπος. Ένα καρτούν είμαι σε κάθε ζωή και κάθε φορά πεθαίνω με τον πιο αστείο τρόπο. Μια φορά εμφανίστηκε ένα γιγάντιο χέρι, με έσκισε από το τετράδιο, με τσαλάκωσε και με πέταξε σε ένα καλάθι αχρήστων φωνάζοντας “Σκορ!”. Σε μια άλλη, με έστησε σε μια μικρή βάση, πήρε φόρα και με σούταρε στο άπειρο. Η άλλη ήταν ακόμη καλύτερη. Σε αυτήν ο Θεός ήταν ένας γιγάντιος κώλος που κάθισε πάνω μου, έκλασε κι εγώ πέθανα από ασφυξία. Μέχρι κι ο θάνατος είναι ωραίος στην φούσκα μου.

Είναι σχεδόν τέσσερις η ώρα, πρέπει να τελειώσεις την εργασία σου σήμερα. Στόχος. Η φούσκα έσκασε. Σε αυτήν τη ζωή έξω από φούσκες, ο Θεός είναι ένας γιγάντιος κώλος κι εγώ η βρωμερή του σκατούλα που επιπλέει μέχρι να βυθιστεί. Έτσι συμπάθησα την έννοια του Θεού, από όταν τον φαντάστηκα σαν ένα γιγάντιο κώλο. Ο Freud θα με λάτρευε, θα έκανα την Anna O. να πάθει σύνδρομο κατωτερότητας. Σε αυτήν την ζωή δεν έχει φούσκες. Έχει μόνο βέλη που σου δείχνουν μελλοντικές στιγμές σαν ψηφίδες μέσα σε ένα τεράστιο ψηφιδωτό. Κι εγώ δεν μπορώ να δω την εικόνα έτσι. Απομακρύνομαι μήπως και αναγνωρίσω τον εαυτό μου σε αυτήν. Ένα βέλος βλέπω που με δείχνει και αναβοσβήνει από πάνω μου μία φωτεινή επιγραφή. “Μαλάκας”.

Ναι, μπαμπά, μαμά, συγγνώμη, βρίζω πολύ -το ξέρω. Δεν το κάνω εγώ. Εγώ κάποιες φορές γράφω ποιήματα και κάποιες άλλες ζωγραφίζω Όχι, όχι... Εγώ βρίζω συχνά και δεν φτύνω ποτέ. Ψέμματα, πάλι, συγγνώμη. Εγώ μερικές φορές δεν σκέφτομαι καθόλου παρά μόνο εκτελώ. Λάθος, σκέφτομαι πολύ και δεν πράττω τίποτα. Σκατά, πώς γίνεται να είσαι τόσο γαμημένος στα εικοσιτέσσερα; Εάν χ ισούται με εσένα τότε f(x) ίσον... Μηδέν. Όχι το αποτέλεσμα, ο βαθμός μου. Πού οδηγεί αυτή η συνάρτηση; Στο τίποτα, στο χώμα, στην σήψη. Μέχρι τότε συνιστώσες και παράγοντες, παρενθέσεις και προσθέσεις, αφαιρέσεις και αυτό το γαμημένο "ίσον". Δεν είναι "ίσον"! Το καταλαβαίνεις κι εσύ, όσο και να ζορίζεσαι "ίσον" δεν θα γίνει ποτέ. Ανισότητα είναι. Παιχνιδιάρικη, αναποφάσιστη, κυκλοθυμική. Πότε βρίσκεσαι στην κορυφή της, πότε στην σπηλιά της. Στην κορυφή είσαι ο μεγαλύτερος. Μισό λεπτό, να πιάσω το κλίμα.

Ναι, λοιπόν. Μπαμπά, μαμά, είμαι εικοσιτεσσάρων και τα γαμάω όλα άμα θέλω. Φοβερή ενέργεια εκλύεται από τα μπατζάκια και το καλάμι που καβαλάω, ο κόσμος δεν με τρομάζει, θα γίνω ό,τι θέλω κάθε στιγμή κι ας μην είναι ένα. Το μαγικό μου καλάμι με πάει βόλτα πάνω από τα κεφάλια σας, είναι μικρός αυτός ο κόσμος, κολυμπάει στη δυσοσμία του κι εγώ ταξιδεύω στον καθαρό αέρα παίρνοντας βαθιές εισπνοές από οξυγόνο και πίνοντας το μαγικό νερό. Όχι, δεν το δίνω σε κανέναν, είναι δικό μου το νερό αυτό, οι υπόλοιποι πιείτε H2O.

Βλάβη.

Κατρακυλώ με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Στην σπηλιά είμαι γυμνή και κάνει κρύο. Σε αυτόν τον κόσμο πάντα θα είμαι σε αυτούς που ζουν στον υπόνομο, που χαζεύουν στα όνειρά τους και για τους από πάνω είναι σκουπιδάκι που μπήκε στο μάτι τους. Με λίγο τρίψιμο θα φύγω και η κοκκινίλα θα υποχωρήσει σε λίγα λεπτά. Πώς γίνεται να βαρεθείς στα εικοσιτέσσερα; Την ίδια στιγμή που μπορεί να σε συνεπάρει το οτιδήποτε; Πώς γίνεται να κλαις με λυγμούς την ίδια στιγμή που γελάς από ευτυχία;

Όχι, μην μου πείτε πάλι πως έχω τρικυμία στο κρανίο. Μια θάλασσα ποτέ δεν έχει μόνο τρικυμία. Ούτε μόνο μπουνάτσα. Σε αυτήν τη θάλασσα κολυμπάω, είναι καθαρά εδώ, η αναπνοή μου δεν είναι μετρημένη -έχω εξασκηθεί όμως. Δεν είναι η τρικυμία το πρόβλημα. Η σανίδα είναι. Έσκασε η φούσκα μου σήμερα. Αυτό είναι το πρόβλημα. Κόσμος σκοτώνεται, κόσμος πεθαίνει, γυναίκες βιάζονται, εργαζόμενοι δεν πληρώνονται, μανάδες δεν βλέπουν τα παιδιά τους, κάποιος τα κονομάει φτιάχνοντας μυστικές συνταγές σε ένα γραφείο. Κι η δική μου φούσκα είναι λεπτή και γυαλίζει -γίνεται στόχος για τα βέλη που έρχονται κατά πάνω της.

Δεν ξέρω. Δεν είμαι. Δεν θα γίνω ποτέ. Τα παραπήραμε σοβαρά τα πράγματα μαμά και μπαμπά. Θα μου επιτρέψετε να αποσυρθώ στην φούσκα μου για λίγο; Εκεί κλαίω και γελάω και ρωτάω και χορεύω και βρίζω και αγαπάω και μισώ χωρίς να πρέπει να αποφασίσω τι είμαι. Το λεξικό δίπλα στη λέξη "στόχος" έχει μια ζωγραφιά με τον Γουλιέλμο Τέλλο. Εκεί δεν είναι δική μου η αποτυχία. Στις φούσκες δεν υπάρχουν αποτυχίες. Ταξίδι υπάρχει. Αποτυχίες υπάρχουν στις γραμμές που πάνω τους λαχανιάζουν τρένα για να φτάσουν σε σταθμούς με βρώμικες αποβάθρες και σκόρπιες βαλίτσες. Εγώ δεν πήρα ποτέ εισιτήριο. Εγώ δεν κουβαλάω τίποτα.