Monday, 12 May 2008

Το χρονικό του κλεμμένου χρόνου

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Το πείραμα διεκπεραιώθηκε με ταχύτητα road runner. Μόνο που στο τέλος του ο Αλέξης αισθανόταν σαν το koyote που έφαγε τα μούτρα του στο φαράγγι. Το μόριό του είχε αποτύχει να αντεπεξέλθει στο ερωτικό κάλεσμα του διαδικτυακού πορνό που τώρα τελευταία γέμιζε τις ώρες βαριεστημάρας στο γραφείο. Ούτε ένα ίχνος υγρού, ούτε μία ένδειξη ανόρθωσης. Το κρατούσε εκεί, ανάμεσα στο κατεβασμένο φερμουάρ και το ξεχυμένο πουκάμισο, ξέψυχο και ρυτιδιασμένο παρά την μανιώδη κίνηση της παλάμης του. Ξεφύσηξε βουτηγμένος στην απόγνωση. Κοιτούσε το διάστημα ανάμεσα στα μπούτια του σαν μονοκυτταρικό οργανισμό στο μικροσκόπιο. «Δεν είναι δυνατόν, τι διάολο...» ήταν η πρώτη ημιτελής σκέψη που πρόλαβε να διασχίσει το μυαλό του μετά το σοκ.

Μία τεράστια άσπρη τρίχα πρωταγωνιστούσε ανάμεσα στις υπόλοιπες που περνούσαν πλέον στη θέση του κομπάρσου σε κακόγουστη παράσταση. Πρώτη φορά ο Αλέξης έβρισκε άσπρη τρίχα στο δέρμα του –μία αληθινή άσπρη τρίχα. Άνοιξε το πρώτο αριστερό συρτάρι και έβγαλε το οινόπνευμα, άπλωσε χαρτί κουζίνας και αποστείρωσε τα χέρια του. Αυτό είχαν να το λένε όλοι· ο Αλέξης πάντα έδινε μεγάλη προσοχή στην ατομική υγιεινή. Πολλές φορές σε σημείο υστερίας. Μόνο κατά τη διάρκεια του σεξ ξεπερνούσε κάτι τέτοια θέματα ο Αλέξης δίχως περίσσια περισυλλογή. Η ανταλλαγή βιολογικών υγρών ήταν η αδυναμία του -και η ψύχωσή του γύρω από την καθαριότητα αποδυναμωνόταν εντελώς στη θέα ενός υγρού αιδοίου. Μετά, βέβαια, φρόντιζε πάντα να απολυμάνει κάθε χιλιοστό του εξαντλημένου εργαλείου του με Betadine.

Αυτή τη φορά ο Αλέξης ξέπλυνε τα χέρια του, μάλλον, λόγω νευρικότητας παρά ανησυχίας. Αφού ένιωσε κάθε τρίχα του χεριού του να δροσίζεται από το πέρασμα του οινοπνεύματος, τύλιξε την άσπρη τρίχα στο δείκτη του, πήρε μία βαθιά ανάσα και τράβηξε. Στα κλάσματα δευτερολέπτου που ακολούθησαν πρόλαβε να σκεφτεί ότι ο κλασσικός κινηματογραφικός οπλισμός με θάρρος μέσα από ένα μπουκάλι ρούμι θα ήταν σοφότερη κίνηση. Κοιτάζοντας κάτω την είδε ακόμα εκεί. Λίγο κατσαρωμένη εξαιτίας του τραβήγματος αλλά ανέπαφη. Τα έκλεισε όλα και βγήκε από το γραφείο φουριόζος. «Δημητρούλα, φεύγω. Δεν είμαι καλά. Ακύρωσε τα ραντεβού, βάλτα όποτε νομίζεις, δεν ξέρω...» Δεν πρόλαβε ούτε περαστικά να του ευχηθεί η Δημητρούλα που θα απέμενε τις υπόλοιπες ώρες να βράζει στο κουτσομπόλικο ζουμί της διερωτώμενη τι είχε συμβεί στο αφεντικό της.

Τα ένιωθε να θρυμματίζονται ανάμεσα στο πόδι του και το κάθισμα του αυτοκινήτου κάθε φορά που πατούσε γκάζι. «Πάει, έχω σίγουρα καρκίνο. Θα γίνω ευνούχος, ρε πούστη, από τα τριάντα μου...», μονολογούσε ανεβαίνοντας τη Συγγρού. Σαράντα λεπτά αργότερα κατέβαζε τα βρακιά του στο μπάνιο για να ανακαλύψει ότι οι άσπρες τρίχες ήταν πλέον δύο. Και σαν να μην έφτανε αυτό τα αρχίδια του τού φάνηκαν ζαρωμένα, κρεμασμένα θαρρείς από σκοινί σε κεντρική πλατεία. «Ιδέα μου θα είναι» είπε στον καθρέφτη του σε μία προσπάθεια να ανεβάσει το πεσμένο του ηθικό. Και σε ποιον να μιλήσει, τι να πει; Ότι έβγαλε δυο άσπρες τρίχες και δεν νιώθει καλά; Σίγουρα ο γιατρός του θα του συνιστούσε ψυχίατρο. Κάτι ανάμεσα σε υπερκόπωση, μελαγχολία και ναρκισσισμό θα διαπίστωνε ο άλλος. Σίγουρα. Γείωσε την Πόλυ, «δεν είμαι για έξοδο σήμερα, θα σε πάρω εγώ αύριο», μίλησε με την μαμά του λέγοντάς της πως πνίγεται στη δουλειά και μην τον ενοχλήσει μέχρι να την ξαναπάρει αυτός και αποφάσισε να συγκεντρωθεί.

Φαντασιώθηκε όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει από το κρεβάτι του, όλες τις διάσημες που ονειρευόταν να ρίξει από την ηλικία των εφτά, όλες τις πορνοστάρ που είχε παρακολουθήσει να παραδίδουν μαθήματα στο dvd του, όλες τις τσόντες που θυμόταν να τον έχουν διεγείρει. Τζίφος. Ο Αλέξης απέμενε λεπτό το λεπτό όλο και πιο γυμνός, όλο και πιο ζαρωμένος, όλο και πιο ιδρωμένος πάνω στα βαμβακερά του σεντόνια. Ξέβαψε τις τούφες από το κεφάλι του, έβγαλε το μακιγιάζ. Ήταν ο ίδιος Αλέξης που είχε αντικρύσει εκείνο το πρωί στον καθρέφτη του. Αρυτίδιαστος, λίγο αποκαμωμένος από την προσπάθεια και, προπαντός, καλυμμένος με μαύρες τρίχες. Μέχρι τα μεσάνυχτα την έβγαλε γυμνός πάνω στην μπερζέρα. Μετρώντας τις άσπρες τρίχες που ξεφύτρωναν γύρω από το μόριό του σαν τα αυθαίρετα της παραλιακής. «Έχω παραισθήσεις. Σίγουρα. Και ο φωτισμός δεν είναι σωστός.» Γιατί δεν είναι δυνατόν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος γνωρίζει, μία τρίχα να μεγαλώνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Ούτε είναι δυνατόν να ασπρίζουν τα αρχίδια σου μόνο. Γνωστόν.

Μία τη νύχτα οι άσπρες τρίχες δεν μετρούνταν πλέον. Ο Αλέξης βρισκόταν στο έκτο ουίσκι και, από το φόβο του ότι τις βλέπει διπλάσιες από όσες ήταν στ’ αλήθεια, αποφάσισε να αναπαυθεί. Την επόμενη μέρα δεν πήρε στο τμήμα προσωπικού να δηλώσει ασθένεια. Ούτε η Πόλυ έλαβε τηλεφώνημα για να κανονίσουν να βρεθούν. Το τάπερ με τα γιουβαρλάκια που του είχε φυλάξει η μαμά του ξεχάστηκε για μέρες στο ψυγείο της. Τρεις μέρες μετά η αστυνομία έσπασε την πόρτα του διαμερίσματός του μετά από δήλωση εξαφάνισης που υπέβαλε η μητέρα του. Τον βρήκαν ξεσκέπαστο, ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι του, με το χέρι του να κρατάει τα αρχίδια του. Τα δάχτυλά του είχαν πνιγεί στις άσπρες τρίχες.