Friday 30 March 2007

Μη μου τ.... ........................ τάραττε! (2)

(Σε συνέχεια του χθεσινού post επανέρχομαι στην εξέταση του σοβαρού, όντως, αιτήματος αυτού της εποχής μας -ένα αίτημα που μπορεί εδώ να προβάλλεται μέσα από όχι και τόσο φανταστικούς χαρακτήρες, όχι και τόσο φανταστικά περιστατικά, αλλά και που δεν είναι εντελώς πραγματικά- με όποια διάθεση μπορεί να κουβαλάω σήμερα...)

Δύο τσιγάρα και μια βυσσινάδα μετά, διαβάζω τις γραμμένες σε ένα χαρτί εναπομείνασες υποχρεώσεις μου, παίρνω άλλα χαρτιά μαζί μου και ξεκινάω από την Ομόνοια να φτάσω στο Σύνταγμα. Πάντα με τα πόδια (το μετρό ακόμα με ταράζει και με ψυχοπλακώνει, ο καιρός άλλωστε είναι ιδανικός για περπάτημα), φτιάχνω στο κεφάλι μου την πορεία που θα ακολουθήσω. Θα πάρω την Ακαδημίας από την Εμμ. Μπενάκη, θα σταματήσω στην πρώτη δουλειά, μετά θα ανέβω κι άλλο την Ακαδημίας μέχρι τη Λυρική -εκεί είναι η δεύτερη δουλειά- και μετά θα κατέβω Ιπποκράτους, θα στρίψω Πανεπιστημίου, θα φτάσω μέχρι το Σύνταγμα και εκεί θα πάω Καραγεώργη Σερβίας για την τελευταία. Αν και είναι ακόμα μεσημέρι, ο ήλιος είναι ευγενικός και το Σαββατοκύριακο πλησιάζει, σκοντάφτω πάνω σε λιγότερους ανθρώπους που περιφέρονται αργοσχολούμενοι (εκ του απασχολούμενοι - το αντίθετο) από ότι συνήθως. Περνάω τη Σταδίου με κόκκινο για τους πεζούς χωρίς να έρχονται κατά πάνω μου αφηνιασμένα μηχανικά άλογα και συνεχίζω στην πρωτόγνωρη άπλα του στενού και φαγωμένου πεζοδρομίου.

Ακαδημίας. Τα ίδια κι εκεί. Το μποτιλιάρισμα εξαφανισμένο και κάπου εκεί, έξω από τη Ζωοδόχο Πηγή, φτάνουν στη μύτη μου αρώματα ανθέων πορτοκαλιάς. Παραξενεύομαι -είναι βέβαια πιο αδύναμα από αυτά που μυρίζει κανείς αλλού- αλλά είναι τόσο δυνατά για να νικήσουν το καυσαέριο και να αιωρούνται εκεί γύρω, παίρνοντάς σε από τη μύτη και κάνοντάς σε να ξεχνάς τη γκριζάδα του τοπίου. Ζαλισμένη και λαχανιασμένη συνεχίζω... "Κάτι δεν πάει καλά, σκέφτομαι." Φτάνω εναγωνίως στην Ιπποκράτους.

Ένα μπουλούκι από ΜΑΤ στη γωνία - κατάλαβα. Χαλαροί, χέρια στις τσέπες, κουβεντούλα και το κράνος πάντα στο κεφάλι -να τους δίνει το κύρος και το βάρος στην οντότητα που αυτό που δεν έχουν μέσα στο κεφάλι τούς το στερεί. Η κόκκινη κορδέλα ειδοποιεί. Ως εδώ -από εδώ και κάτω είναι εμπόλεμη ζώνη, η είσοδος επιτρέπεται μόνο στις μηχανές του πολέμου. Συνεχίζω, φτάνω στον πεζόδρομο του Πανεπιστημίου. Άλλο ένα μπουλούκι. Εποπτεύει με την αναίδεια του Μεγάλου Αδερφού, με τη σιγουριά του σίδερου. Μια σενιαρισμένη κυρία -τακ, τακ τα τακούνια της στον πεζόδρομο με τις κουτσουλιές- περνά σχεδόν τρέχοντας ακροβατώντας στις γόβες της. "Χαμός θα γίνει πάλι!", μονολογεί -ή μήπως μιλάει στο καμουφλαρισμένο ακουστικό κάτω από τα μαλλιά της;- και χάνεται πίσω από τις ασπίδες των ΜΑΤ. Σε πείσμα του τρόμου που πλανάται -είπαμε, καλός ο Μπιν Λάντεν αλλά μπροστά στους φοιτητές δεν πιάνει μία!- κατεβαίνω στο Πανεπιστήμιο. Μουσικές με τραβούν από τα αυτιά να πάω προς τα εκεί.

Φτάνω. Φοιτητές, νέοι όλων των ηλικιών συγκεντρωμένοι. Κι εγώ... Εκεί, να θέλω τόσο να γίνω μια φορά κομμάτι ενός πλήθους στο οποίο τυπικά ανήκω, ενός πλήθους που με συγκλονίζει, ενός πλήθους που κάνει το τρομοκρατικό χτύπημα και ταράζει βολεμένους ανθρώπους. Εκεί, να μην με περιμένει κανείς αλλά να νιώθω ότι αμέσως θα με δέχονταν, κι εκεί με το τηλέφωνο να κουδουνίζει επίμονα. "Εντάξει, τελείωσες με τις δουλειές; Τι σου είπαν στην Υπηρεσία;" Περνώ το πεζοδρόμιο βιαστικά απέναντι, βουτηγμένη στη ντροπή μου και θέλοντας να υψώσω μια γροθιά (δεν ξέρω γιατί), και συνεχίζω την ανηφόρα. Ο κόσμος όσο πάει και εξαφανίζεται -όποιος δεν πάει στη συγκέντρωση δεν βρίσκει το κουράγιο να κατέβει στο κέντρο να συναντήσει τις τύψεις του.

Τα ρολά της τράπεζας κατεβασμένα. Και ένα ακόμη μπουλούκι καραδοκεί σαν το γύπα. Κρυφοκοιτάζω από το ένα ανοιχτό φύλλο εισόδου. Μέσα οι πελάτες ατάραχοι, κρατούν το χαρτάκι τους και περιμένουν. Συνεχίζω. Το μεγάλο πολυκατάστημα. Τρομαγμένο. Ρολλά κατεβασμένα. Η επαγγελματικά ακριβοστολισμένη βιτρίνα του θαμμένη πίσω από τα ρολά. Μπαίνω από περιέργεια. Ατάραχοι καταναλωτές βολτάρουν αμέριμνοι, η χαλαρωτική μουσική είναι λίγο πιο δυνατά από ότι συνήθως και το βιτριναρισμένο χαμόγελο των πωλητών είναι ακόμα εκεί. Εκεί για να σε ηρεμήσει, να σε χαλαρώσει, να σου ομορφύνει το οπτικό πεδίο, να σε πείσει ότι αν δεν καταναλώσεις και σήμερα θα έχεις ζήσει μια μέρα χωρίς νόημα. "Κάποια πράγματα αποτελούν σταθερές, σκέφτομαι." Ευτυχώς, για να νιώθουν ασφάλεια οι πολλοί. Και βγαίνω.

Έχω πλέον φτάσει στη Σταδίου, εκεί που αρχίζει η Καραγεώργη Σερβίας. Έχω αποθρασυνθεί πλήρως, περπατάω στη μέση του δρόμου και στο μυαλό μου προβάλλονται σκηνές από κλασσικά spaghetti westerns. Εγώ στη μέση του δρόμου στην αρχή του, το χέρι απειλητικά χωμένο στην τσέπη κι απέναντί μου, εκατό βήματα πιο κάτω, υπό τη σκιά του κτιρίου της τράπεζας, ο κορυφαίος πιστολέρο εκ του μπουλουκίου που βρίσκεται μπροστά της να με κοιτάζει με μισόκλειστα βλέφαρα, εξακοντίζοντας προς το μέρος μου δολοφονικά βλέμματα μίσους που μεσημεριάτικα τον έβαλα να στέκεται όρθιος για να φυλάει Θερμές Πύλες -πύλες που κάνουν τζιζ! και σε προειδοποιούν να μην της περάσεις γιατί σπάνια θα σου βγει σε καλό. Φτάνω στον τελευταίο προορισμό, συνέρχομαι για να διεκπεραιώσω την αποστολή μου και φεύγω. Για να γυρίσω σπίτι. Αναγκαστικά θα πάρω το μετρό.

Μια σειρά σαν από μυρμήγκια περνάει δίπλα μου. Μια σειρά από ανθρώπους που έχουν μαζέψει βιαστικά την πραμάτεια τους στο μεγάλο άσπρο πανί και το έχουν τυλίξει σε μπόγο, σε έναν μπόγο που κουβαλάνε καμπουριασμένοι, που κοιτάζουν ο ένας τον άλλο με αγωνία -με αγωνία να δουν πόσοι και αν τους κυνηγάνε-, που ο ήλιος κάνει τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό τους. Κι ο μαγαζάτορας με τις δερμάτινες επώνυμες τσάντες, καπνίζοντας στο κατώφλι του μαγαζιού του, ξαναβρίσκοντας την ηρεμία του που είχε ταραχτεί από την παρουσία των παρείσακτων -κατά την άποψή του- του πεζοδρομίου (ενός πεζοδρομίου που έχει φτιαχτεί για να πατιέται από ανέμελους, εύρωστους καταναλωτές, πρόθυμους να χρυσοπληρώσουν την εικόνα τους όπου αυτή πουλιέται) επιστρέφει στον πάγκο του περιμένοντας...

Μπαίνω στο μετρό. Μελίσσι από ανθρώπους που βουίζουν και στριφογυρίζουν δαιμονισμένα. Κατεβαίνω τα σκαλιά. Κόκκινα χαλιά στρωμένα, οδηγούν τον κρυμμένο βασιλικό εαυτό σου στο θρόνο του. Το βλέμμα της καρφώνεται πάνω σου από παντού. Ξέρει τι θέλεις -κυρίως ξέρει πόσο το θέλεις- και είναι εδώ για να σου το προσφέρει. "Madonna mia!", αναφωνώ σιωπηρά εντός μου, ταράζομαι. Το μετάξι μόνο 59,50 Ευρώ, το δέρμα μόνο εκατόν κάτι... "Έτσι είναι οι δυναμικές και αεράτες γυναίκες σήμερα, σκέφτομαι." Τυλιγμένες σε μαύρο-άσπρο φαντεζί περιτύλιγμα, με βλέμμα που τσακίζει την αυτοπεποίθηση κάθε αρσενικού που θα τολμήσει να τις προσεγγίσει, με την ικανότητα να ντύνονται με μετάξια έχοντας απλά θυσιάσει δύο παραστάσεις θεάτρου, με την ψευδαίσθηση ότι αυτό τις κάνει μοναδικές. Επιταχύνω ταραγμένη το βήμα μου, ψάχνοντας ένα σημείο μακριά από τα βλέμματα που καρφώνονται επάνω μου (της μεσόκοπης νεανίδος, της περιστρεφόμενης γυάλινης κόρης που παρακολουθεί αν η συμπεριφορά μου είναι κοσμία όσο πατώ το μωσαϊκό του μετρό) και φτάνω στην αποβάθρα.

Ανοίγουν οι πόρτες, ορμούν οι μέσα, ορμούν οι απέξω κι εγώ περιμένω... Κάθομαι εκεί και περιμένω, αδυνατώντας να συνωστισθώ για να μου εξοικονομήσω τρία λεπτά. Ο χρόνος είναι πολύτιμος, το ξέρω, αλλά τι να τον κάνεις όταν έχεις χάσει την ψυχραιμία τού να τον χειριστείς υπέρ σου;

Thursday 29 March 2007

Μη μου τους ....................... τάραττε!

(Τα κάτωθι περιστατικά διαδραματίζονται σε έναν κόσμο όχι πολύ φανταστικό, μεταξύ όχι και τόσο φανταστικών χαρακτήρων, αλλά σίγουρα δεν είναι και ακριβώς πραγματικά. Ο τίτλος του κειμένου έχει κενό για να ανταποκρίνεται επαρκώς και στα επόμενα σχετικά posts καθώς και για να συμπληρωθεί από τα comments.)

Χαρτιά, τσάντες και στυλό, όλα μαζί με εμένα περάσαμε την επιβλητική είσοδο του Δημαρχείου, φουριόζικα νομίζοντας ότι ήδη είναι αργά. Πάω στο 10, που είχα πάει και εχθές. Προηγούνται οι σχετικές συστάσεις και ο κατατοπισμός της υπαλλήλου.

"Πάρτε αυτές τις αιτήσεις, συμπληρώστε τες και πηγαίνετε στο 9 να τις καταθέσετε".
Πάω στο μεγάλο οβάλ τραπέζι και υπό το βλέμμα ενός κούρου (με κόκκινη κόμη!) συμπληρώνω. Πάω στο 9.
"Καλώς την κούκλα. (Διττής σημασίας χαιρετισμός. Αυτός ή κάτι θέλει ή είναι απλά ευγενικός -μαζεύομαι.) Δώσε μου τα χαρτιά σου. (Διαβάζει) Δεν είσαι ο Βασίλειος Παλαιολόγος;" Χρειάζομαι λίγα δευτερόλεπτα για να αναρωτηθώ αν μοιάζω με ένα εβδομηντάχρονο άνδρα και απαντάω "Προφανώς όχι."
"Δεν γίνεται τίποτα. Πρέπει να έρθει ο ίδιος". Παρατάει τα χαρτιά και με κοιτάει θριαμβευτικά, πίσω από το προστατευτικό τζάμι (δεν είναι τυχαίο ότι στις δημόσιες υπηρεσίες και τις τράπεζες υπάρχει προστατευτικό τζάμι -είναι για να καλύπτονται από τις ροχάλες που θα εκτοξεύονταν αν δεν υπήρχε αυτό καθώς και τα μπουνίδια σε πιο extreme περιπτώσεις) ξαναπιάνοντας αυτό που έτρωγε (αγνώστου ταυτότητος κατασκεύασμα).
"Μα οι συνάδελφοί σας στο 10 μου είπαν ότι δεν χρειάζεται εξουσιοδότηση για την κατάθεση, μόνο για να τα παραλάβω." (το πόδι μου έχει αρχίσει ήδη να ανεβοκατεβαίνει νευρικά)
"Ναι, αλλά εδώ είναι το 9. Αφήστε αυτά που σας είπαν στο 10. (Γυρνώντας στη μεσόκοπη ταμία με το βαμμένο νύχι που παρακολουθεί τη σκηνή με το βλέμμα αγελάδας καπνίζοντας το τσιγάρο που όταν σβήσει το τασάκι εμπρός της θα υπερχειλίσει.) Η Λίτσα τελικά θα φύγει τη Μεγάλη Τρίτη ή όχι;" (αρχίζει να τρέμει και το χέρι μου νευρικά)
"Δεν πάω πουθενά. Εγώ θα τα καταθέσω σήμερα κι αν έχετε πρόβλημα με αυτό να πάτε να τα βρείτε με τους συναδέλφους σας στο 10." (Έκπληκτο ύφος και από τους δύο υπαλλήλους)

Παίρνει τα χαρτιά μου φουρκισμένος, κατεβάζει από μέσα του καμιά δεκαριά χριστοπαναγίες - που όμως τις αντιλαμβάνονται γιατί ακόμα δεν είναι επαγγελματίας εγγαστρίμυθος, και φωνάζει ένα συνάδελφό του (Χριστέ μου, μέχρι ποια ηλικία δουλεύουν οι άνθρωποι;). Πιάνω κάτι κωδικοποιημένα "Mayday" και γυρίζει πλέον ο άλλος, με αυτό το αργόσυρτο ύφος της τρίτης -και τέταρτης και πέμπτης- ηλικίας, απευθυνόμενος προς εμένα:
"Ούτε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είστε, ε;"
"Θεός φυλάξοι! Αυτός έχει πεθάνει. Τον περιμένουμε βέβαια από ώρα σε ώρα να επιστρέψει, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ!"
"Μέχρι να ψάξουμε πηγαίνετε στο 6, να δείτε στα μητρώα αρρένων για τα ονόματα που σας ενδιαφέρουν."

Παίρνω πάλι τα μισά από τα χαρτιά, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, στυλό και τσάντες και πάω στην ουρά μπροστά από το 6. Έρχεται η σειρά μου. Ο διοπτροφόρος ταμίας, παραμερίζει κάτι σταυρόλεξα που του έκρυβαν το πληκτρολόγιο, πίνει μια γουλιά από τον καφέ του και με κοιτάζει βαριεστημένα μέσα από τους φακούς των γυαλιών του.
"Εσείς."
"Καλημέρα, θα ήθελα να βρω τις καταχωρήσεις για αυτά τα ονόματα (του δίνω τα χαρτιά) στα μητρώα αρρένων."
"Τα μητρώα αρρένων είναι στο 6."
Κοιτάζω τον αριθμό που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου, ένα βλέμμα απορίας σχηματίζεται στο πρόσωπό μου κι αρχίζω να ανησυχώ ότι η μυωπία μου έχει μεγαλώσει τόσο που πλέον βλέπω ότι θέλω.
"Συγγνώμη, εδώ λέει 6."
"Στο άλλο 6. Στη δίπλα αίθουσα." Και μου δίνει τα χαρτιά. "Επόμενος."

Τρεκλίζοντας από το νευρικό που με έχει πιάσει στα πόδια, τα χαρτιά τρέμουν χειρότερα από το φυλλοκάρδι μου για το τι θα αντιμετωπίσω, φτάνω στη διπλανή αίθουσα. Ταμίας γραβατωμένος, διοπτροφόρος. Με αντιλαμβάνεται. Βγάζει τα γυαλιά του. Πλησιάζω. (Ανάσα για να μιλήσω. Με κόβει.)
"Καλώς την όμορφη δεσποινίδα. Τι θα θέλατε;"
Σταυροκοπιέμαι νοερά -τι διάολο, μια αίθουσα άλλαξα, όχι χώρα, τόση ευγένεια;-, χαμογελάω. "Θα ήθελα να βρω τις καταχωρήσεις για αυτά τα ονόματα στα μητρώα αρρένων."
Κοιτάζει τα χαρτια, δεν βλέπει, ξενερωμένος ξαναφοράει τα γυαλιά του.
"Μα αυτοί είχαν γεννηθεί τον προηγούμενο αιώνα! Δημήτρηηηηηη, Το 1882 έως το 1885 το έχουμε εδώ ή είναι αλλού; (βλέμμα απορίας από τον κύριο Δημήτρη). Αν θες πέρνα από μέσα να ψάξετε με το Δημήτρη, εγώ δεν ξέρω."

Μαζεύω πάλι τα χαρτιά μου. Μπαίνω από μέσα, ψάχνουμε, ο κύριος Δημήτρης είναι ευγενικός, έξυπνος και -κυρίως- σβέλτος. Δεν βρίσκουμε τίποτα -αλίμονο, με τη βία και νοθεία της εποχής θα έπαιζα Λόττο αν τους έβρισκα-, παίρνω μια βεβαίωση από τον κύριο Δημήτρη, ξαναπάω στο 10 (έχοντας σταματήσει πρώτα μισό λεπτό στο μεγάλο οβάλ τραπέζι να πάρω ένα χάπι για την πίεση από αυτά που αγόρασα για τη γιαγιά μου), αφήνω τα χαρτιά.

"Τους βρήκατε;"
"Όχι ακόμα. Βρήκαμε τον ένα. Σε Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έχω έναν εδώ αλλά φαίνεται να έχει πεθάνει το 1996 κι όχι το 1953 όπως λέτε εσείς. Σας κάνει;"
(Το χάπι προφανώς ακόμη δεν έχει επιδράσει, ο ώμος μου πονάει από το κουβάλημα χαρτιών και τσαντών, ο Παλαιολόγος δεν είναι Βαλές στην τράπουλα για να βρω να τον κοτσάρω κάπου κι ας μην είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν κι ακολουθούν τα χειρότερα.)
"Μα είναι δυνατόν να είστε όλοι τόσο ηλίθιοι εδώ; Είναι δυνατόν αντί να πληρώνεστε για να δουλεύετε να πληρώνεστε για να μας δουλεύετε; Βρείτε τα όλα τώρα αλλιώς κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει εδωμέσα!", φωνάζω, ωρύομαι, χτυπάω το χέρι μου στο πανάκριβο μάρμαρο του Δημαρχείου.

Ο ταμίας πατάει ένα κόκκινο κουμπί, σταυρώνει τα χέρια του μπροστά του και με κοιτάζει με ένα αινιγματικό κοροϊδευτικό χαμόγελο. Από τη γωνία προβάλλουν δύο αστυνομικοί που έρχονται κατά το μέρος μου με μεγάλες δρασκελιές και τα χέρια τους να τους δίνουν ώθηση στο περπάτημα. Το ασανσέρ ανοίγει τις πόρτες του και ξεπροβάλει ο Δήμαρχος, ακολουθούμενος από τον καφετζή και τον οδηγό του. Οι δυο αστυνομικοί με γραπώνουν βίαια από τα χέρια, εγώ κάνω ποδήλατο στον αέρα (μα τι γελοίο -σε μια πραγματική σύλληψη δεν αποδράς ποτέ πάνω σε ένα φανταστικό ποδήλατο!) και με γυρίζουν πρόσωπο στον Δήμαρχο.

"Αφήστε τη κάτω. (Με εναποθέτουν στο πάτωμα) Δεσποινίς μου, ακούγεστε μέχρι επάνω! Τι έγινε; (Απλώνει το χέρι του, ο καφετζής του τού δίνει το φλυτζάνι με τον ελληνικό και ρουφάει με αταραξία.)"
"Κύριε Δήμαρχε, δεν μπορείτε να φανταστείτε από το πρωί τι έχω τραβήξει. Σας παρακαλώ, βάλτε μια τάξη γιατί δεν θα τα πάμε καλά!" (Ο ένας αστυνομικός με αγριοκοιτάζει. "Πρόσεχε πώς μιλάς στον κύριο Δήμαρχο γιατί εσένα δεν βλέπω καλά!")
Ο δήμαρχος γυρίζει στον ταμία στο 10. "Είσαι καλά;", του λέει με σχηματισμένη την αγωνία στο πρόσωπό του.
"Πώς να είμαι καλά Δήμαρχέ μου; Είναι αυτή η τρελλή εδώ την τελευταία ώρα και μας έχει αναστατώσει όλους! Ούτε το κολατσιό μου δεν με έχει αφήσει να φάω και στον καημένο τον κύριο Μπάμπη λέει κάτι τρελλά για ανάσταση νεκρών!"
Ο Δήμαρχος πάει να κοκκινίσει αλλά ακόμα το παλεύει. " Δεσποινίς μου, περάστε έξω! Περάστε έξω με το καλό και μην ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ αν πρώτα δεν συμμορφωθείτε με τους κανόνες που βρίσκονται αναρτημένοι έξω από την κύρια είσοδο! Κωνσταντίνε, φέρε αγόρι μου την κούρσα, περιμένει ο κομμωτής και με όλη αυτή τη φασαρία θα αργήσουμε."

Τα πόδια μου κολλάνε πεισματικά στο μαρμάρινο πεντακάθαρο πάτωμα του Δημαρχείου, στα χέρια μου έχω όλα τα χαρτιά και φωνάζω "Δεν πάω πουθενά! Θα μου δώσετε τώρα αυτό που ζητάω!" Ένα χέρι με βουτάει από το σβέρκο σαν γατί, με σέρνει μέχρι έξω, γυρίζω και βλέπω τον ένα αστυνομικό "Στο είπα, δεν σε βλέπω καλά αν συνεχίσεις έτσι! Κοίτα τώρα τι λέει εδώ και μετά δίνε του!", λέει και γυρίζει το κεφάλι μου προς την μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκεται δίπλα από την επιβλητική είσοδο.

" Όροι συμπεριφοράς εντός του Δημαρχιακού Μεγάρου
1. Μη μου τους υπαλλήλους τάραττε.
2. Μη μου τους σεκιουριτάδες τάραττε.
3. Απαγορεύεται το τσιγάρο εντός του κτιρίου.
4. Απαγορεύεται η κατανάλωση τροφής και υγρών εντός του κτιρίου."

Συνεχίζεται...

Wednesday 28 March 2007

Ο Dieu-mercy...

(Τα παρακάτω περιστατικά αποτελούν αποκύημα της φαντασιόπληκτης πλευράς του εαυτού μου. Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι φανταστικά. Ο Dieumerci υπάρχει, αλλά εκτός από το όνομά του δεν γνωρίζω κάτι άλλο για τη ζωή του. Αφορμή για αυτό το ταξίδι στάθηκε η εκπομπή "Εμπόλεμη Ζώνη" που προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega την Τρίτη 27 Μαρτίου.)

O Dieumerci κοντοστάθηκε για μια στιγμή στην είσοδο της καλύβας, άφησε έξω από την είσοδο το σακί του, έσβησε το τσιγάρο του με την λαστιχένια σόλα του πάνω στο χώμα και έχωσε τα χέρια στις τσέπες τού νάυλον σορτς του. Μπήκε μέσα ψάχνοντάς τη με το βλέμμα του μέχρι που τη συνάντησε στη συνηθισμένη της γωνία, να κάθεται στην ξεφτισμένη πλαστική καρέκλα της (λεία από ένα στρατόπεδο που είχε επισκεφτεί πρόσφατα) και να βάφει τα νύχια της φυσώντας τα τόσο έντονα που αν αυτά ήταν φύλλα θα είχαν πέσει από τα δάχτυλά της.

"Πάλι εσύ εδώ;" είπε ρίχνοντάς του ένα βαριεστημένο βλέμμα και επιστρέφοντας στο φύσημα.
" Ήρθα μήπως άλλαξες γνώμη... Το σκέφτηκες;"
"Δίνε του μόμολο! Τράβα να παίξεις με καμιά της ηλικίας σου καλύτερα και να την πληρώσεις με καραμέλες. Άντε, γιατί σε βλέπουν να μπαινοβγαίνεις εδωμέσα οι στρατιώτες και νομίζουν ότι είμαι καμιά χθεσινή... Α! Και που' σαι, άμα ξαναπατήσεις το πόδι σου εδω φρόντισε να έχεις τινάξει τα χώματα από πάνω σου γιατί τα κάνεις μπουρδέλο κάθε φορά!"
"Μα είναι μπουρδέλο...", ψιθύρισε ο Dieumerci σκύβοντας το κεφάλι του και κίνησε να φύγει.

Ζώστηκε πάλι το σακί του και πήρε το δρόμο για τα ορυχεία... Περιτυλιγμένος από ένα σύννεφο χρυσό-σκονης, έφτασε στους υπόλοιπους καμιά ώρα αργότερα. Έπεσε η πρώτη καρπαζιά, "Άντε ρε Dieumerci, κοντέψαμε να πεθάνουμε εδωμέσα μέχρι να έρθεις! Που είναι το νερό;", πλακώσανε και οι υπόλοιποι, πάει το νερό κι αυτός πάλι δεν είχε προλάβει ούτε τα χείλη του να βρέξει -ούτε με το νερό ούτε με τα υγρά της Gabe που μήνες τώρα ονειρευόταν... Ανάβει το φακό του, μαζεύει τα κουράγια του, ξεκινάει να κοπανάει με λύσσα την πέτρα κι αυτή να καταρρέει εμπρός του, όπως είδε μια μέρα τη μάνα του να κομματιάζεται από τους στρατιώτες, όπως ήθελε μια μέρα να δει την Gabe να γίνεται χίλια κομμάτια στα πόδια του παρακαλώντας τον να την πάρει.

"Η Gabe αξίζει ένα δολάριο", έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. "Πρέπει να βγάλω τουλάχιστον ένα δολάριο, σήμερα." Και κοπάναγε με λύσσα. Μαζεύει τα κομμάτια του, τα τυλίγει στο πανί και βγαίνει στο φως -λαμπυρίζων, με δυο μάτια μαύρα διαμάντια, πετράδια που δένουν με το σώμα του... Πιάνει τη λεκάνη του κι αρχίζει τα γνωστά -" Όχι, δεν θα κάνω τσιγάρο τώρα, σκέφτεται, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλω ένα δολάριο σήμερα!"- κάνει σκόνη τις πέτρες, βάζει τον υδράργυρο μέσα και ανακατεύει... Ελπίζει πως εκεί, μέσα σε αυτήν την πλαστική λεκάνη των πέντε σεντς κρίνεται η ευτυχία του, πως αυτός ο υδράργυρος θα αποκαλύψει το χρυσάφι που του χρειάζεται για να έχει αυτό που θέλει...

"Οι λευκοί είναι πολύ ηλίθιοι... Στολίζονται με μαλακίες που βρίσκουν στην πέτρα αντί να χαίρονται το σώμα τους όπως είναι... Κι αυτή την ηλιθιότητα την πληρώνω τώρα εγώ! Γαμώ την τύχη μου γαμώ, μια μέρα θα πάω σχολείο, θα μάθω γράμματα και θα τους πω κατάφατσα πόσο μαλάκες είναι!" σκέφτεται κι όσο πάει και θυμώνει. Δεν πάνε καλά τα πράγματα, λάσπη. Λάσπη τα χέρια του, λάσπη κι αυτός που νιώθει πως αν τον ακούμπαγε τώρα κανείς απλά θα έλιωνε και θα σχημάτιζε μια λακκούβα από λάσπη στο δρόμο.

Απογοητευμένος αναποδογυρίζει τη λεκανίτσα του, στρίβει ένα τσιγάρο και παίρνει το δρόμο του γυρισμού.
"Νεαρέ!"
"Ναι...", γυρίζει το κεφάλι προς τα εκεί από όπου ήρθε η φωνή.
"Στάσου, περίμενε ένα λεπτό.", ένας λευκός άνδρας τον πλησιάζει από την άλλη πλευρά του δρόμου. "Σε είδα που δεν έβγαλες τίποτα σήμερα..."
"Σκατά. Ούτε γραμμάριο..."
"Πώς σε λένε νεαρέ;"
"Dieumerci."
"Dieumerci... Παράξενο όνομα. Ξέρεις τι σημαίνει;"
"Κάποτε νομίζω μου είχε πει ένας παπάς ότι έχει να κάνει με το Θεό, αλλά δεν θυμάμαι. Ούτε κι Αυτός νομίζω με θυμάται..."
" "Ευχαριστώ το Θεό". Και δεν έχεις δίκιο σ' αυτό που λες. Σε θυμάται και τώρα είναι η ώρα να σου το αποδείξει."
"...
"(βλέμμα απορίας από τον Dieumerci)
"Βλέπω είσαι σκονισμένος... Αλλά λεφτά δεν έχεις κι ούτε πρόκειται να βγάλεις από αυτό σήμερα. Σου έχω πρόταση για δουλειά. Που πληρώνει καλά. Πολύ καλά...", είπε ο λευκός άνδρας με το χρυσό σκελετό γυαλιών και τον κοίταξε συνωμοτικά.
"Μέσα είμαι."
"Στάσου, περίμενε. Για ποιόν δουλεύεις; Για να συντηρείς μάνα, αδέρφια ή γυναίκα και παιδί, αν και για το τελευταίο είσαι λίγο μικρός..."
"Δουλεύω για μένα. Και για να έχω την Gabe. Κάνει ένα δολάριο. Αν εγώ βγάλω δέκα, αυτή θα σταματήσει να είναι πουτάνα και θα έρθει μαζί μου."
(Γελάει ο λευκός άνδρας, ξεκαρδίζεται στα γέλια και οι φακοί των χρυσών γυαλιών του γεμίζουν με πιτσιλιές από τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια του. Τα σκουπίζει με τα αφράτα του δάχτυλα, αυτά με τα τέσσερα χρυσά δαχτυλίδια με μαύρες πέτρες.) " Λοιπόν, άκου Dieumerci, πάρε προς το παρόν ένα δολάριο να πας να κάνεις ό,τι θες με την πως-την-λένε και άμα θες να της πας κι άλλα να έρθεις αύριο για δουλειά σε εμένα. Το κτίριο είναι το παλιό εργοστάσιο βγαίνοντας από το συνοικισμό."

Ο Dieumerci δεν μπορεί να το πιστέψει, αρπάζει το ένα δολάριο, σκύβει, φιλάει χωρίς σάλιο τα παπούτσια του ανώνυμου αφεντικού, σηκώνεται κι αρχίζει και τρέχει... Τρέχει σε αυτήν, να της τα πει όλα, να της πει ότι σύντομα, αν θελήσει να είναι μαζί του θα σταματήσει να αξίζει ένα δολάριο και θα αξίζει δέκα ή και παραπάνω -σίγουρα λιγότερο από κάτι μηχανήματα που λένε ότι θα τους φέρουνε, οι λευκοί, που τα φτιάξανε ειδικά για αυτούς, τους μαύρους, και κάνουνε λέει μόνο (άκου μόνο!) εκατό δολάρια-, αλλά σίγουρα όχι ένα πια... Τρέχει και σε κάθε τράνταγμα αφήνει πίσω του μια ουρά χρυσόσκονη να του θυμίζει το δρόμο για πίσω.

Από την επόμενη μέρα δεν τον ξαναείδε κανείς. Η Gabe έλαβε δύο δολάρια από άγνωστο αποστολέα, ένα σακουλάκι με το σχοινένιο βραχιολάκι του Dieumerci και ένα άλλο με δέκα νύχια, κλεισμένα σε ένα φάκελο σφραγισμένο από ένα αφράτο χέρι με πέντε χρυσά δαχτυλίδια με μαύρες πέτρες πάνω τους... Κι εκείνος, αναλυμένος και κατακάθι πια σε ένα μείγμα υδραργύρου, καθάρισε από πάνω του δια παντός τα χώματα που πάντα την ενοχλούσαν...


Monday 26 March 2007

Ησυχία...

Σσσσσσσσσσσσστ! Η ιστορία αποσύρθηκε... στα ενδότερα για να ξανακοιμηθεί...

Το "εκεί" και το "εδώ"

Προς απόδειξη του πόσο αλλοπρόσαλλο άτομο είμαι, την επομένη του προηγούμενου post μάζεψα πέντε πράγματα σε ένα σακίδιο (ούτε καν συνδυάζονταν αυτά που πήρα μαζί μου!), τη φωτογραφική μου (που τον τελευταίο καιρό έχει πέσει σε αχρηστεία) και ξεκίνησα με παρέα να πάμε να μαζέψουμε ανοιξιάτικες εικόνες ελληνικής υπαίθρου. Φουλ οι βενζίνες, τα πορτοφόλια σχεδόν άδεια, σάντουιτς και καινούριες μουσικές, ο καπνός να γεμίζει το αυτοκινητάκι όπως το ήλιο το αερόστατο και όλα καλά! Οι προηγούμενες σκέψεις καταχωνιασμένες και καλά φυλασσόμενες, μην πάει και το σκάσουν και τα χαλάσουν όλα, καφές στην εθνική, και δώστου τα τσιγάρα και οι συζητήσεις και τα αυτιά τέρμα βουλωμένα μετά από κάτι βουνά και οι μουσικές τέρμα για να διαπερνούν το στρώμα του υγρού και να φτάνουν πιο μέσα...

Τρεις μέρες μετα... Άδειες οι βενζίνες, τα πορτοφόλια άδεια πια, το στομάχι τίγκα με τα "περιποιημένα" της μαμάς και των λοιπών συνήθων υπόπτων -μα που το μυρίζονται και περιμένουν πάντα τα τάπερ ολόγεμα;- τέρμα κι ο καπνός, και ξέμεινα τώρα που είναι όλα κλειστά εδώ γύρω. Τα ρημάδια τα αυτιά μου βουλωμένα -πόσο ακόμα να γκρινιάξω για αυτά; Μέχρι και εγώ βαρέθηκα και δεν δίνω σημασία-, το ψυγείο άδειο που δεν αξιώθηκα ούτε ένα πακέτο μακαρόνια να πάω να ψωνίσω πριν πάρω τα βουνά και το σπίτι ακόμα βρώμικο. Και το χειρότερο... Η φωτογραφική... Ακόμα άδεια. Ούτε μία δεν τράβηξα, έστω δοκιμαστική, και μετά να πατήσω αυτό το σωτήριο "delete" των καινούριων φωτογραφικών και να παθιαστώ να τραβήξω την επόμενη που θα' ναι καλή. Κοψομεσιάστηκα να την κουβαλάω παντού, κι αυτή και τους φακούς της κι όλα τα συμπράγκαλα, αντί να πάρω μια ομπρέλα που μας τάραξε στο αγγλικού τύπου ψιλόβροχο -αυτό το πλίτσι πλίτσι που τόσο μοιάζει με εκείνο το διάσημο μαρτύριο...

Και την παρέλαση κάναμε πως είδαμε -καημός μεγάλος της μαμάς από τότε που πήγαινα σχολείο και ούτε να πατήσω δεν καταδεχόμουνα, παρά τρέχαμε τώρα να προλάβουμε να τη δούμε- και η γιαγιά μας φίλεψε καρύδια από την καρυδιά της με τέτοιο καμάρι που αξιώθηκε και φέτος να έχει τα καλύτερα καρύδια σε όλη τη γύρω περιοχή, και δώρο για το Πάσχα πήραμε από τώρα (αφού δεν θα πάμε, χαζοί είμαστε;) μια λαμπάδα να καίει μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, και το ποτό μας ήπιαμε το βραδάκι και τους θείους προλάβαμε να δούμε να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί τους και να μας ρωτάνε τα νέα από την πρωτεύουσα και τους χαζούς που μένουν σε αυτήν... Φωτογραφία όμως δεν πήραμε. Γιατί την έμπνευση τη ζητούσαμε αλλού κι αλλού μας στείλανε -παγιδευτήκαμε σε έναν αγώνα δρόμου να τους δούμε όλους κι όλοι να μας δούνε! Χαλάλι όμως! Όση αγάπη πήραμε δεν χωράει σε εκατό albums, κι αυτή είναι όλη μέσα μας...

Παρεπιπτόντως, κάθε φορά που πάμε στην ιδιαίτερη πατρίδα (ποτέ δεν κατάλαβα τι σημαίνει "ιδιαίτερη" πατρίδα κάποιου -δηλαδή η Ελλάδα αποτελείται από 51 "ιδιαίτερες" πατρίδες 10.000.000 κατοίκων; Δηλαδή το "ιδιαίτερο" μείγμα ας πούμε Κέρκυρας και Κρήτης ποιο είναι; ; Άσχετο.) του φίλου μου, τη μυθικών στις μέρες μας διαστάσεων Σπάρτη, η μεγαλύτερη χαρά μας είναι που θα δούμε τους δυο φίλους μας που έχουν εκεί ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο χτυπά η καρδιά του βιβλίου. Πάμε εκεί, ο σατανικός καφετζής Βασίλης ψήνει από δίπλα τέσσερις ελληνικούς, και καθόμαστε ώρες και μιλάμε για βιβλία και ό,τι άλλο προκύπτει. Πολλές φορές έχουμε κατέβει Σπάρτη "μόνο" για να μάθουμε, να περιεργαστούμε και να πάρουμε βιβλία από εκεί (κάτι μου κάνουν τα βιβλιοπωλεία εδώ που μπαίνοντας βλέπεις το καλαθάκι του super market στην είσοδο). Αν κάποτε περνάτε από εκεί κάντε μια στάση... Θα εκπλαγείτε με τους κρυμμένους θησαυρούς της επαρχίας. (Δεν λέω ονόματα για να μην θεωρηθεί διαφήμιση)

Τρεις μέρες μετά, λοιπόν, βρίσκομαι εδώ, στη στριφογυριστή μου καρέκλα, με το σχέδιό μου για το Σαββατοκύριακο να έχει αποτύχει πλήρως, κουρασμένη σωματικά δύο φορές από ότι πριν φύγω (και πώς θα βγάλω την εβδομάδα; που εδώ είμαι ξεκούραστη και χρειάζομαι ψυχολογική υποστήριξη για να πάω το πρωί εκεί -also known as κόλαση, κολαστήριο, κάτεργα...), χωρίς να έχω "επαναπροσδιορίσει" τις προτεραιότητές μου ("επαναπροσδιορίζω": βαρύγδουπη έννοια που συνήθως χρησιμοποιείται από ανθρώπους με υψηλό επίπεδο αυταπάτης) και με μία φοβερή υπερένταση που μειώνει τις πιθανότητες για λήψη επαρκών ωρών ύπνου. Είμαι εδώ, όμως, χαρούμενη που γύρισα, με μια αίσθηση ότι όλο αυτό μου έλειψε πολύ όσο έλειπα και με τα σύννεφα να έχουν φύγει (εντός κι εκτός του σπιτιού). Και αν και πάλι ένιωθα ότι ήθελα να γράψω αλλά το μυαλό μου έλεγε ότι τίποτα δεν έχω να πω και ο φόβος της λευκής σελίδας με κυρίεψε... Και πάλι κάτι μοιράστηκα εδώ σήμερα. Άναρχα, όπως είναι ακόμα μέσα μου, πριν το ρουφήξει το εδώ και το αύριο...