Στο μυαλό μου, τα απογεύματα των αδερφών Κοέν είναι ποτισμένα στο αλκοόλ και τον καπνό ενός saloon. Εκεί αράζουν και μπεκροπίνουν παρέα με τους Ντάλτον, κοροϊδεύοντας τον Λούκυ που έκοψε το τσιγάρο για να τον γουστάρουν οι τηλεορασόπληκτοι και επιδερμικά υπεύθυνοι Αμερικανοί. Είμαι σίγουρη πως βαθιά μέσα τους δεν μισούν τον Λούκυ -απλά βλέπουν πίσω από το κλαράκι που στριφογυρίζει στα δόντια του την απύθμενη υποκρισία ενός comme il faut σημερινού αυτόκλητου συνοριοφύλακα στα όρια του Μεξικό να παρεϊζει με την εκ μετάθεσης βλακεία του -κατά τα άλλα- συμπαθούς Ραν Ταν Πλαν. Σε κάποια τέτοια συνάντηση, λοιπόν, θα έπεσε στο τραπέζι το όνομα του Άντον. Το αρνητικό του Λούκυ είμαι σίγουρη πως θα στοίχειωσε τα όνειρα των Κοέν για χρόνια πριν αποφασίσουν να του δώσουν το βήμα που του έπρεπε.
Πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για το πρόσωπο του «απόλυτου κακού», μαζί και ο πεπειραμένος και συνάμα απογοητευμένος σερίφης σιάζοντας ταυτόχρονα το αστεράκι του στο πουκάμισο. Υπάρχει, όμως, μία βαθύτερη έννοια δικαίου και αδικίας που οι Κοέν αναγνωρίζουν πάντα στους ήρωές τους. Κι ανάμεσα σε αυτήν την καλά κρυμμένη αίσθηση τιμής και το λαϊκό προσκύνημα στον βωμό της ανθρώπινης ζωής οι Κοέν βρίσκουν τη μαγιά να απλώσουν το χιούμορ τους σαν σεντόνι χλωριωμένο. Οι περισσότεροι γαλουχηθήκαμε μέσα στη μάχη, μάθαμε να βλέπουμε παντού δύο στρατόπεδα· το Καλό και το Κακό, η Δεξιά και η Αριστερά, ο Άνδρας και η Γυναίκα, το Μαύρο και το Άσπρο. Τα παραμύθια τόνωσαν αυτήν την επιμελώς καλλιεργούμενη πόλωση -στα μάτια μας ο τζίτζικας θα είναι πάντα ένας αγύρτης παράφωνος απόκληρος και το μυρμήγκι ο συνδυασμός της πιο καλολαδωμένης μηχανής με την Μητέρα Τερέζα. Κάθε προσπάθεια αναγνώρισης μεσοδιαστήματος σε αυτόν τον πολωτικό μηχανισμό καταλήγει ή σε κλισέ ή σε ναρκοπέδιο. Η φράση «υπάρχει και το γκρι», για παράδειγμα, μόνο εμετικούς συνειρμούς φέρνει στο μυαλό. Παίζουμε, λοιπόν, safe και διαλέγουμε πλευρές. Το Hollywood σίγουρα έχει επιλέξει την δική του -οι μανιέρες είναι, άλλωστε, απαραίτητες αν θες να καλλιεργήσεις κοινά σε βάθος χρόνου.
Ο Άντον, όμως, μας επισκέφθηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ για να αλλάξει αυτήν την κακοφορμισμένη ισορροπία. Αν τον συναντούσες ένα απόγευμα σε καφέ θα πίστευες ότι ο μπαμπάς του τον ξέχασε σε κάποια ντουλάπα πίσω στα '70s και βγήκε τώρα τελευταία μην γνωρίζοντας ότι της μόδας είναι μεν οι φράντζες αλλά όχι σαν τη δικιά του. Αστείο; Όχι πολύ -όχι μπροστά σε όλη αυτή τη σαρδόνια φάρσα που έχουν στήσει οι Κοέν στην ταινία. Η φράντζα του Άντον είναι το αστείο που προοριζόταν για το εκπαιδευμένο καλά από το Hollywood κοινό τους. Η υπόλοιπη ταινία είναι μία σοπενχαουρική ελεγεία στην «τραγικωμική» ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένας σερίφης πασχίζει να διασώσει από τα νύχια του αδίστακτου κακοποιού έναν μικροαπατεώνα και την γυναίκα του. Έναν μικροαπατεώνα που όμως με χαρακτηριστική ευκολία οικειοποιήθηκε τα εκατομμύρια που βρήκε σε ένα σκηνικό μακελειού στην έρημο. Μία γυναίκα, καθόλα μέσα στα πρότυπα της γυναίκας η οποία υφίσταται τις συνέπειες από τις «ανδροδουλειές» του βλάχου συζύγου της, η οποία όμως φαίνεται να αποζητά περισσότερο την αποδοχή της κακότροπης μητέρας της από αυτήν του άνδρα της. Εις μάτην. Όλος ο κόπος του σερίφη δεν θα είναι αρκετός για να αποτρέψει τα χειρότερα. Βουτηγμένος μέσα στην ρουτίνα, την σιγουριά ότι ξέρει να διαχωρίζει το κακό από το καλό και την αναδυόμενη αίσθηση ανημπόριας και απογοήτευσης μπροστά στην παντοδυναμία του vicious Υπερανθρώπου των ημερών, ο σερίφης μετράει πτώματα μέσα στην τρύπα του ντόνατ. Ο ακόμη γηραιότερος πατέρας του έχει ήδη συμφιλιωθεί με την αιωνόβια, βαμπιρική νομίζεις, ύπαρξη του Κακού· τόσο που ο ίδιος αποτελεί παρακλάδι μίας φάρας που είναι ταγμένη στην προάσπιση του Καλού. Αποτυγχάνοντας παρόλα αυτά και προτιμώντας να αποσυρθεί στην σπηλιά του Αλή Μπαμπά αδιαφορώντας για τον έξω κόσμο. Πεπεισμένος πως «αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ». Και προτιμώντας αυτήν ακριβώς την βεβαιότητα από την εξερεύνηση του άλλου στρατοπέδου.
Στο κατόπι του Άντον, που βρίσκεται στο κατόπι του μικροαπατεώνα Llewelyn Moss, ξεχύνεται και ο Carson Wells, ένας μεγαλοαπατεώνας του Καλού. Και βγαίνει από το σκηνικό από τα πρώτα κιόλας βήματά του στα σκαλιά. Η εικόνα του να προπορεύεται στη σκάλα, η εικονοποίηση της ύβρεως αυτού που τοποθετεί τον εαυτό του πάντα ένα βήμα μπροστά από τους άλλους, προάγγελος μόνο κακών είναι. Λίγο αργότερα ο Carson μετριέται σε λίτρα αίματος στην μοκέτα ενός ξενοδοχείου -ενός τόπου που αποτελεί πατρίδα μόνο για κάποιους ξεχασμένους beats. Μέσα από όλο αυτό το κυνηγητό ένα ερώτημα προβάλλει ολοένα και πιο έντονα -ποιος είναι ο Άντον; Αυτός ο κινούμενος όλμος, που ανοίγει κλειδαριές με τον πιο παράξενο τρόπο ever, που τηρεί την αντρίκια υπόσχεσή του στο θήραμά του -σχιζοφρενικά μεταφρασμένη στο μυαλό του, που σέρνει τον θάνατο αργά σε γωνίες και διαδρόμους...
Περίτεχνα καμία πληροφορία γύρω από τη ζωή του Άντον δεν θα μας πουν οι Κοέν. Αφήνοντας πονηρά, και σταδιακά, τους δικούς τους άσσους στην πράσινη τσόχα. Με τελευταίο, και μεγαλειώδη για τη δική μου αισθητική, την συνάντηση του λαβωμένου -από κακορίζικη συγκυρία- ´Αντον με δύο παιδιά στο τέλος της ταινίας. Η προσωποποίηση του «απόλυτου Κακού» (ξερνάω όμως) θα πληρώσει ακριβά ένα πουκάμισο με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Και τα δύο πιτσιρίκια θα διαπληκτιστούν για την μοιρασιά -εκεί, πάνω στα ποδήλατά τους, λίγες στιγμές μετά την παρουσία τους ενώπιον ενός δυστυχήματος. Η θύμηση της τρομακτικής εικόνας ενός τροχαίου θα σβηστεί με λίγα δολλάρια, η φιλία τους εύκολα θα γίνει παζάρι στην αγορά ενός πουκαμίσου, η υπόνοια ότι αυτός που στέκεται ενώπιόν τους κάτι ύποπτο κουβαλά στο λαβωμένο του χέρι καθόλου δεν τους ταλανίζει. Δίνοντας υπόσχεση ότι το «Κακό» δεν θα πάψει ποτέ -και δικαιώνοντας, φαινομενικά, έτσι τον μπαμπά σερίφη.
Γιατί στο βάθος οι Κοέν μειδιούν στον καθρέφτη τους. Χτυπώντας συγκαταβατικά την πλάτη μας και ψιθυρίζοντας πως η απολυτότητα είναι μόνο για τον Λούκυ -το ναρκοπέδιο είναι για αυτούς που όντως θέλουν να μάθουν να ψάχνουν. Μόνο το απόλυτο Κακό, λοιπόν, δεν αντιπροσωπεύει ο Άντον. Το μυστήριό του θα πλανάται αιώνια πια, αποτυπωμένο στην ταινία, και θα ουρλιάζει σε σκοτεινούς διαδρόμους ξενοδοχείων πως για αυτόν δεν υπάρχει Καλό και Κακό. Υπάρχει ένας κώδικας τιμής. Που, πρόσεξε, αν σε βρει ενάντιο θα σε βρει να υπερασπίζεσαι έναν μικροαπατεώνα, έναν βλάκα, έναν παραιτημένο και την υπόνοια της μελλοντικής προδοσίας. Πιάσε μετά από αυτά τον άσσο που πέταξαν οι Κοέν και αναλογίσου αν είναι καλύτερη μία παρτίδα με τους Ντάλτον ή να χαζεύεις τον Ραν Ταν Πλαν να κυνηγά την ουρά του ξεφτιλίζοντας κάθε έννοια χρήσιμου στο αφεντικό σκύλου.
Update: Οι φίλοι μπορούν να επικοινωνούν με μυστήριους τρόπους καμιά φορά. Έτσι, με τον αγαπημένο μου Ηλία ανεβάσαμε την ίδια μέρα τα κείμενά μας για την ταινία -τυχαία. Σας συνιστώ να πάτε από εκεί. Γιατί, σε αυτό το ιδιότυπο ηλεκτρονικό αλισβερίσι, η ματιά του Ηλία προσθέτει χρυσό στο σεντούκι μας. Respect man.
Thursday, 20 March 2008
Subscribe to:
Posts (Atom)