Thursday 16 August 2007

Εγκληματισμός

Λατρεύω:

Την υπερένταση πριν την αναχώρηση.
Το ταξίδι.
Την αίσθηση ότι ποτέ αυτά τα ίδια δεν σου φαίνονται ίδια.
Την ωκεάνια ηρεμία του Χαλικούνα.
Τις ντομάτες και τα φασολάκια από το χωράφι της γιαγιάς.
Τον δρόμο δίπλα στη θάλασσα στις έξι το πρωί.
Το Λιστόν να μυρίζει φρέσκο καφέ και απουσία κάφρων στις εφτά το πρωί.
Το πράσινο με μπλε του Ιονίου.
Το κίτρινο με μπλε του Αιγαίου.
Τον μαΐστρο.
Τα μελτέμια.
Τα λαβυρινθώδη άγνωστα καντούνια.
Την καινούρια κάρτα της φωτογραφικής που απελευθέρωσε το χέρι μου να πατάει συνεχώς το πράσινο κουμπάκι.
Οι βραδινές παπαρο – μπυρο - παρασπονδίες κάτω από καμάρες.
Το ότι έμαθα “αγωνία” σε ένα μπαλκόνι με θέα το ατελείωτο μπλε.
Να είναι οι διακοπές γεμάτες από κούραση και από ανάπαυλα – ταυτόχρονα.
Τα πετόνια.
Τα μακροβούτια στο γυάλινο ύδωρ όταν αργοψήνομαι στους 39 βαθμούς.
Να συλλαμβάνω επ' αυτοφώρω κερκυραϊκές μπουγάδες.
Την απαξίωση για την θερινή ενδυμασία που καλύπτει το σώμα.
Που το κινητό μου δεν έπιανε σχεδόν σε κανένα από τα μέρη που λατρεύω.
Τις συζητήσεις με ανθρώπους “απελέκητους” που μέσα στο κουφάρι τους κρύβουν σοφίες που δεν βρίσκεις γραμμένες πουθενά.
Την αγρύπνια που συνδέει και συγχέει τον χρόνο.
Τα κείμενα του Ραφαηλίδη.
Την μυρωδιά της αμμωνίας πάνω στα καλοκαιρινά δερματικά μου έπαθλα.
Την γρανίτα φράουλα.
Τον freddo με τάβλι στην προνομιακή τιμή των 2,10 ευρώ.
Την κούραση από τις ρακέτες – όχι γιατί τα κατάφερα αλλά γιατί με πόνεσαν οι κοιλιακοί μου από τα γέλια που προκαλούν οι κοροϊδίες “ειδικών”.
Τα στριφτά που μέσα έχουν λίγο αρμύρα και άμμο.
Το περπάτημα του πατέρα μου.
Τα δάχτυλα φίλων που παίζουν με τις μπούκλες μου όταν αυτές γεννούν αλάτι.
Την τραγουδιστή κερκυραϊκή παραφορά που μου κολλάει κάθε καλοκαίρι.
Τον “Γεια σου Γιάννη” που κάθεται με τον μαύρο γάτο του σε μια ξεχασμένη γωνιά και χαιρετά τα αυτοκίνητα που περνούν.
Τις τζιτζιμπύρες.
Τον Κάφκα να χαλαρώνει με λίγη δόση αλατιού κάνοντας τον Πύργο του κατάλυμα κάτω από τον ήλιο.
Την εσωτερική αναστάτωση κάθε που αεροπλάνο απογειώνεται πάνω από το κεφάλι μου στο Πέραμα και γύρω μου υπάρχει μόνο ουρανός, θάλασσα και υστεριάζοντα φωτάκια αεροδιαδρόμου.
Το αλάτι στο σώμα για πάνω από εικοσιτέσσερις ώρες.
Τις καλοκαιρινές μουσικές του πατέρα μου.
Την μυρωδιά υγρασίας και ρίγανης του σπιτιού.
Τις καλοκαιρινές συμπτωματικές συναντήσεις.
Την αγωνία μου μέχρι την εκτύπωση των “μαρμαρωμένων” στιγμών.
Την απόσταση από την Χιμαιροαθήνα.
Την ενδόμυχη χαρά που γυρίζω σε αυτήν.
Το αντάμωμα.

Μισώ:

Την τετράτροχη λατρεία μου που μου έριξε χυλόπιτα ολκής φέτος και με άφησε να φύγω μακριά της.
Την έλλειψη ύπνου που στις διακοπές αυξάνεται.
Την ημέρα που έχει 24 ώρες.
Το ότι κάθε καλοκαίρι η ομάδα γίνεται φτωχότερη -φέτος κατά έναν τεράστιο Bergman και Antonioni.
Τα αυτοκίνητα που βρίσκονται σε κάθε όμορφη γωνιά του νησιού καταλύοντας το φωτογραφικό μου άσυλο.
Τους μαυρισμένους αναψοκοκκινισμένους κάφρους που τολμούν να ανασάνουν δίπλα μου (έχει και δόσεις αυτοσαρκασμού αυτό, μην με σταυρώσετε).
Το κουμ κουάτ από τότε που γεννήθηκα.
Τις γραμμωμένες υπάρξεις της παραλίας ως αναγκαίο κακό κάθε καλοκαιριού κι ως προσωπικό μου δαίμονα.
Τα σουβενιρ σοπς που μετατρέπουν σε τσόντα το πορτοφόλι κάθε καλοκάγαθου ασπρουλιάρη τουρίστα και την άποψή μου περί αισθητικής σε ανέκδοτο.
Την αποτρίχωση.
Το ψάξιμο στην βαλίτσα.
Το ξύλινο μπαράκι που την είδε Μύκονος.
Την δύσπνοια ως αντίποινα του νησιού για την εισβολή μου.
Τις πλαστικές καρέκλες στην ωραιότερη ταράτσα της Κέρκυρας.
Τους σερβιτόρους στο Λιστόν -και σχεδόν σε κάθε σημείο που σερβίρει καφέ στην Κέρκυρα.
Τα ΚΤΕΛ.
Τα διόδια που σε φέρνουν φτωχότερο κοντά στην Αθήνα.
Την Κεφαλλονιά.
Το γκρι χωρίς μπλε και πράσινο της Αθήνας.
Που πρέπει με κάποιον τρόπο να στρωθώ στο διάβασμα και να χέσω τα μυαλά μου στο χαρτί.
Τον ανεμιστήρα του οποίου την αντιαισθητική παρουσία είχα ξεχάσει τόσες μέρες.
Τους τοίχους.
Τα πρώτα πρωινά μετά την επιστροφή.
Τη φράση “τα κεφάλια μέσα”.
Τη φράση “καλό χειμώνα” εν μέσω Αυγούστου.
Που ένας άνθρωπος δεν βρίσκεται να πει καλημέρα.
Που ποτέ δεν καταφέρνω να μαυρίσω ως λευκοεπιδερμίτισσα που μοιάζει να το έχει σκάσει από τάφο.
Τον πυρετό που με ακολούθησε έως εδώ.
Τις ντομάτες που δεν μου θυμίζουν σε τίποτα αυτές τις γιαγιάς.
Που πάντα αφήνω πίσω ανθρώπους που αγαπώ -και η απουσία τους με στοιχειώνει.

Θλιβερό update: ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ΜΙΣΩ ό,τι σκοτώνει το πράσινο και το κάνει στάχτη. Ό,τι μας κάνει να ανασαίνουμε θάνατο κι όχι οξυγόνο. Τον κάθε μαλάκα που θα πάει να φυτέψει μπετόν κι όχι δέντρα. ΤΗΝ ΓΑΜΗΜΈΝΗ ΑΥΤΗ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗ ΤΗΝ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ.