Friday, 21 September 2007

Η παραφωνία του χρόνου

Από τα ηχεία ακούγεται το “Riverbed” των Madrugada. Κι ας είναι θλιμμένο τραγούδι -σήμερα νιώθω καλά και με κάνει να ανασαίνω με ανακούφιση. Θέλω να κλειστώ για λίγο στον μικρόκοσμό μου, να τον χαϊδέψω και μετά να του κάνω όλα τα χατήρια -για μια μέρα μόνο. Δεν έχει ανησυχίες σήμερα. Σήμερα γράφω τα δικά μου νέα σε φύλλα αρωματισμένα κι όχι ιλλουστρασιόν, σήμερα δεν έχει διαφημίσεις ανάμεσα σε ειδήσεις -μόνο ζωγραφιές.

Σήμερα φυσάει στους άοσμους δρόμους κι είναι σαν να μου φέρνει στο καλάθι του ποδηλάτου μαγικά υλικά για συνταγές πρωτόγνωρες. Έχω στάλες βροχής, τα πρώτα κόκκινα φύλλα που τίναξαν τα δέντρα από πάνω τους σαν ξύπνησαν από άνυδρο εφιάλτη και μπαχάρι υγρασίας -θα το βάλω στο τέλος για άρωμα. Ο καφές μου είναι γλυκός -ακριβώς όπως μ' αρέσει. Η κυρία που μου τον φτιάχνει κάθε πρωί σήμερα με θυμήθηκε· θυμήθηκε πως μ' αρέσει η ζάχαρη, μου χαμογέλασε κι έβαλε ένα κουταλάκι παραπάνω. Μαζί με τα δύο ευρώ τής έδωσα και το πιο φθινοπωρινό χαμόγελο που είχα. Έβγαλα την φόρμα μου με τα μακριά μπατζάκια -τέλος τα σορτσάκια- το σπίτι είναι κρύο πια κι ο ανεμιστήρας κοιτάει ανήμπορος την άδεια θέση του καλοκαιριού. Σήμερα θα διαβάσω -ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός αλλά σήμερα δεν τον φοβάμαι. Θα παίξω μαζί του, θα τον καλοπιάσω με αυτά που του αρέσουν κι εκείνος θα μου φερθεί καλά. Δεν θα κλείσω τα μάτια, δεν θα τρομάξω από δυο δείκτες, δεν θα λαχανιάσω κυνηγώντας.

“Πότε επιτέλους θα γίνεις παιδί της ηλικίας σου;” Τώρα, φίλε, σήμερα. Σήμερα είμαι εικοσιτεσσάρων Απριλίων και κάτι ψιλών, σήμερα νιώθω όμορφη, σήμερα δεν με στενοχωρεί τίποτα, σήμερα νιώθω το Σαββατοκύριακο να μου κλείνει το μάτι. Διάολε, είμαι εικοσιτεσσάρων ετών! Μπορώ να ονειρεύομαι πως η πραγματικότητα δεν θα με πλακώσει ποτέ, πως ο έρωτας κι η φιλία είναι αθάνατοι Highlanders, πως οι ρυτίδες είναι η απόδειξη μιας ολόκληρης ζωής, πως κάποτε θα ξυπνάω το πρωί αγκαλιασμένη από ένα κήπο με τα πιο περίεργα λουλούδια που θα έχει δει άνθρωπος, πως θα είμαι πάντα το μαγκάκι που λες πως αγαπάς γελώντας πονηρά! Δεν σου είπα, σήμερα θα μαγειρέψω με υλικά μαγικά! Πρέπει να προλάβω, σήμερα που ο χρόνος με αγαπά, πρέπει να προλάβω να κακομάθω τον μικρόκοσμό μου.

“We want the world and we want it... Nooooowwwww!” Ναι, Jim, στο υπόσχομαι, αυτόν τον κόσμο δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν. Όποιος θέλει, "μολών λαβέ" και δεν θα πάρει τίποτα που να μην του αξίζει. Όμως, τον άλλον, αυτόν που είναι μόνο δικός μου, σήμερα θέλω να τον χαρίσω. Ρώγες σταφύλι σε ένα ξύλινο τελάρο μου σφυρίζουν “Τσιριτρί, τσιριτρό...”, στη χούφτα μου παίζουν σαν βόλοι και θυμάμαι τη γιαγιά. Πάλι η γιαγιά, το φάντασμά της είναι η αγάπη πάντα γύρω μου... Θυμάμαι τη γιαγιά να κολλάει χαρτάκια στα δάχτυλά της και να τα εξαφανίζει σαν λαγούς από καπέλα. Κι αυτός ο μαϊντανός γιατί μοιάζει τόσο με το σέλινο -στις μαγικές συνταγές μπορεί να είναι το ίδιο γιατί δεν έχω μάθει ακόμη να τα ξεχωρίζω; Θα πάρω και γλυκό -στο διάολο οι προσοχές. Αυτό με την κρέμα και τα κερασάκια, αυτό μ' αρέσει να μοιράζομαι από ένα κουτάλι. Κι ας είναι η σκόνη μισό μέτρο στη βιβλιοθήκη, κι ας είναι το πλυντήριο όλο άπλυτα γεμάτο, κι ας είναι τα παπούτσια μου φτιαγμένα σε ζευγάρια περίεργα -αλήθεια, πώς είναι να περπατάς φορώντας στο ένα πόδι αθλητικό και στ' άλλο τακούνι;- κι ας μου τέλειωσε η κανέλα. Σήμερα είναι η μέρα που θα με νοιάξει μόνο το χαμόγελο του κόσμου.

Τώρα είναι η ώρα που περνά από το πάρκο η γιαγιά με τον παχουλό της σκύλο. Θα κάτσει στο παγκάκι, θα τον χαϊδέψει, θα του ψιθυρίσει να μην απομακρυνθεί γιατί ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος για τα μικρά του ποδαράκια και μετά θα του λύσει το λουρί... Κι αυτός, αργά -σαν κάποιος που θέλει να γευτεί κάθε δευτερόλεπτο ελευθερίας- θα συρθεί μέχρι τα περιστέρια. Θα τα μυρίσει ευγενικά, εκείνα θα τρομάξουν, θα ανοίξουν τα φτερά τους κι αυτός θα καταλάβει πως αυτός ο κόσμος είναι πιο μικρός από όσο φαντάζεται η κυρά του.

Ο καπνός μου μυρίζει απ' τα χέρια που τον ξεδιάλεξαν κι εγώ φέρνω στο μυαλό μου εικόνες που δεν έζησα. Εικόνες με ανθρώπους που ήταν μάγοι στο να τον ψιλοκόβουν τότε που τα τσιγαρόχαρτα ήταν ροζ και για λίγους. Πώς τον έλεγαν εκείνον τον θείο που ανέβαινε από τη λίμνη σκυφτός κάθε απόγευμα σούρνοντας τα βήματά του; Θείος Γάκιας! Ναι, λοιπόν, ο θείος εκείνος καθόταν κάτω απ' τη μουριά, τράβαγε φύλλα απ' την κρεμάστρα κι έστριβε τσιγάρα χωρίς φίλτρο που στα ρουθούνια μου φάνταζαν η πιο νεραϊδίστικη μυρωδιά που υπάρχει.

“Σ' αγαπώ γιατί 'σαι ωραίαααα...” Οι φάλτσες νότες από το ακορντεόν που πλησιάζει σκαρφαλώνουν στ' αυτί μου, οι χτύποι της καρδιάς μου πληθαίνουν. Ο ακορντεονίστας τραβά την ανηφόρα τραγουδώντας μια ζεστή καντάδα για τον κρύο άνεμο. Κι εμένα μ' αρέσει να φαντάζομαι πως είναι για εμένα· που στέκομαι προσοχή σαν τον ακούω, που σταματάω τον χρόνο κι ανοίγω το παντζούρι για να μπουν στο σπίτι οι βρεγμένες του νότες όταν ολόκληρος κόσμος περιφέρεται γύρω του ασταμάτητα.

Σήμερα, λοιπόν, θα σου μαγειρέψω. Με τα πιο μαγικά και φρέσκα υλικά που μάζεψα πρωί πρωί για σένα θα σου φτιάξω το πιο νόστιμο φαΐ και θα το πασπαλίσω με νότες. Μετά θέλω να με πας σινεμά και στο διάλειμμα να φάμε μηλόπιτα ψάχνοντας μανιωδώς τα μικρά ελαττώματα που κάνουν την ταινία αυτή ανθρώπινη. Μέσα στην αίθουσα θα μου πιάνεις το χέρι κι εγώ θα νιώθω πως αυτός είναι ο παράδεισος -το σινεμά που μοιράζομαι μαζί σου, το δικό μου "σινεμά ο παράδεισος”. Και μετά θέλω να έρθουμε σπίτι, να με πάρεις μια αγκαλιά κι αυτός ο κόσμος που δεν κοιμάται ποτέ, αυτός ο κόσμος που όλο λαχανιάζει, να σταματήσει για μια νύχτα, να πάρει βαθειά ανάσα και να κυλιστεί μαζί μας στα πιο ανάλαφρα κι αρωματισμένα όνειρα.

Sunday, 16 September 2007

Της Αγίας Σημαίας και Ψηφοφόρων Μαρτύρων

Πρέπει να γράψεις. Τώρα. Πριν ξημερώσει. Πριν ανοίξουν οι κάλπες, πριν ανοίξουν τα παράθυρα, πριν συρθούμε σε έναν δρόμο φλυαρίας, υπερφίαλων δηλώσεων και κουτσομπολιού. Δεν νυστάζεις. Να, κλείσε τα βιβλία σου, στρίψε ένα τσιγάρο, βάλε μουσική και γράψε... Δεν προλαβαίνεις, δεν είναι ώρα για προβληματισμούς τώρα! Όχι, time out, αυτά θα τα γράψω.

Σε λίγες ώρες ανοίγουν οι κάλπες. Σχισμές που καταπίνουν την ανάγκη μας να νιώσουμε ότι κάπου συμμετέχουμε κι εμείς σε μια πολιτεία τόσο απομακρυσμένη και θαμπή. Σχισμές που ξεγελούν την πρωτόγονη ανάγκη μας για εξουσία. Απέχω. Για ακόμη μία φορά. Κι ας ταλανίστηκα πολύ. Δεν θέλω να με καταπιεί αυτή η σχισμή, δεν θέλω να συμμετέχω σε μια παρωδία, δεν θέλω να νιώθω Ελληνίδα με τέτοιον τρόπο. Δεν το ξέρω τον κύριο με τα παραπανίσια κιλά, δεν τον ξέρω τον κύριο που η φωνή του κι ο τρόπος που μιλά τώρα τελευταία κάποιον μου θυμίζουν, δεν τον ξέρω τον κύριο με το μπλέηζερ που ενώνεται με τους Πακιστανούς, δεν την ξέρω την κυρία που μοιάζει να έχει διακτινιστεί από την Ρωσία του '17, δεν τον ξέρω τον κύριο που απειλεί να μας προστατεύσει με ένα γάντι του μποξ. Δεν τους ξέρω όλους αυτούς, δεν τους ενόχλησα ποτέ μου, δεν τους ζήτησα ποτέ μου καμία χάρη. Με πήραν τηλέφωνο στις δωδεκάμιση το βράδυ να με καλέσουν σε συγκέντρωσή τους, μου μοίρασαν γυαλιστερά χαρτιά με πουδραρισμένα τα πρόσωπά τους πάνω τους, με πήραν να με ρωτήσουν την άποψή μου για πολιτικά θέματα θέλοντας να με κάνουν στατιστική.

Ποτέ δεν με ρώτησαν αν μπορώ να κυκλοφορήσω με το ποδήλατό μου σε αυτήν την πόλη. Ποτέ δεν με ρώτησαν αν μου φτάνει ο μισθός μου για να ζήσω. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι το Πανεπιστήμιο ασφυκτιά κι αργοπεθαίνει μέσα στον κλοιό τους. Ποτέ δεν μου παρείχαν γυμναστήρια και γήπεδα για να αθληθώ. Ποτέ στο σχολείο μου δεν έλεγξαν τι έτρωγα και πώς διδασκόμουν. Ποτέ δεν τους ένοιαξε πόσες ώρες περίμενα έξω από την πόρτα ενός εξωτερικού ιατρείου. Ποτέ δεν σκέφτηκαν να φτιάξουν τους δρόμους που σπάω το αυτοκίνητό μου. Ποτέ δεν φύτεψαν ένα δέντρο στο πεζοδρόμιο που περπατάω.

Όχι, κάποιο λάθος έχει γίνει, δεν μιλάω την ίδια γλώσσα με αυτούς. Κι αυτοί, οι άλλοι, που κουνάνε σημαιάκια και ζουλάνε κόρνες σαν τους ακούνε να μιλούν... Όχι, σίγουρα έχει γίνει λάθος, δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν προσκυνάμε την ίδια σημαία, δεν ανήκουμε σε έναν τεράστιο εγκέφαλο όλοι εμείς. Άλλα πεζοδρόμια περπατάμε, σε άλλες δουλειές πηγαίνουμε κάθε πρωί, άλλο είναι το πράσινο που καταλαβαίνουμε, άλλο το γαλάζιο... Μα αυτός... Αυτός που μπαστακώθηκε σε μια θέση στο δημόσιο εξανδραποδίζοντας τον προκάτοχό του, αυτός που αγόρασε οικόπεδο μαύρο και πρόλαβε να το περιφράξει κιόλας, αυτός που προσπέρασε όλη την ουρά στο φανάρι και μπήκε πρώτος, αυτός που πάρκαρε πάνω στη διάβαση, αυτός που αγοράζει ντομάτες Βελγίου -1,60 το κιλό κι όλες ίδιες, στερημένες από την φαντασία της φύσης- και τσόντα στο περίπτερο, αυτός που πήγε στο γήπεδο κι έσπασε στο ξύλο καθίσματα κι ανθρώπους, αυτός που τον έβλεπα όλο το πρωί να πίνει καφέ κρύβοντας το βλέμμα του πίσω από τα μοδάτα μαύρα του γυαλιά -κι η γιαγιά περίμενε στο γραφείο του, αυτός που περιμένουν οι ασθενείς στοιβαγμένοι στα καθίσματα και κάθεται να μάθει το κουτσομπολιό για την Καλλιόπη τη νοσοκόμα, αυτός που τέλειωσε στη Ρουμανία σπουδές και τώρα περιμένει τηλέφωνο από το πολιτικό γραφείο να του αναγγείλουν τον απ' ευθείας διορισμό του... Μα αυτός κουνάει μια σημαία που μου 'παν ότι είναι και δικιά μου.

“Και τι σημαίνει δικιά μου, μπαμπά;” “Τίποτα παιδί μου. Τίποτα...” Τώρα κατάλαβα, μπαμπά. Δεν βγήκαμε όλοι από την ίδια πάστα. Και μετά μπερδέψαμε τα ντολμαδάκια και τη φασολάδα με τον γύρο και τα μιλκσέηκ και πάθαμε εντερικές διαταραχές. Την ίδια σημαία έχω κι εγώ, μπαμπά. Κι εμένα Ελληνίδα με λένε όταν πάω έξω. Κι εγώ ελληνικά μιλάω. Όμως, μπαμπά, να σου πω κάτι; Δεν μου λέει τίποτα αυτή η σημαία. Την βλέπω γαριασμένη πάνω στην Βουλή και δεν μου λέει τ-ί-π-ο-τ-α. Τι έχω μπαμπά; Είμαι κι εγώ απειλή; Όχι, δεν κατάλαβες, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν. Αλλά, να...

Όταν ήμουν μικρή μας μάθαινε η δασκάλα “Της πατρίδας μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό...”. Και παρόλο που μιλούσε για την σημαία εγώ ξεχνιόμουνα στην πρώτη λέξη. Στην “πατρίδα”. Και σκεφτόμουν τις θάλασσες που κολυμπούσα, τις εκδρομές στα βουνά, τις απογευματινές μας βόλτες στη Ρεματιά, την λίμνη στο χωριό, τα λουλούδια που μάζευα με τη μαμά την άνοιξη πίσω από το σπίτι μας, τα φαράγγι που διέσχισα στην πλάτη σου, το ποδόσφαιρο που παίζαμε με τους φίλους μου στην αλάνα πίσω από το σχολείο, στον παππού που πολέμησε σε χιονισμένα βουνά με τρύπιες κάλτσες κι έπαθε κρυοπαγήματα, στη γιαγιά που έστριβε το τσιγάρο της κάτω από τις ολάνθιστες πορτοκαλιές της στο περιβόλι μας και πότιζε κάθε πρωί τις καμέλιές της. Εκεί έμενε ο νους μου και δεν άκουγα τι έλεγε μετά για τη σημαία -ποτέ μου δεν έμαθα τι λέει μετά τον πρώτο στίχο αυτό το ποιηματάκι. Όμως, μπαμπά, δεν υπάρχουν πια όλα αυτά. Κι εγώ έχω πρόβλημα.

Από ό,τι καταλαβαίνω πρέπει πατρίδα μου να είναι γκρι δρόμοι, γκρι σπίτια, γκρι πεζοδρόμια, ένα ρολόι που ποτέ δεν σταματά, τριακόσια ευρώ στην αρχή κάθε μήνα στο πορτοφόλι, η “απόδειξις καταβολής ενοικίου -ευρώ τετρακόσια” την ίδια μέρα, ένα ποτήρι καφέ ισάξιο με τον μισθό ενός ανώτερου υπαλλήλου στην Αιθιοπία, φανάρια, σκυφτά κεφάλια, σακούλες γεμάτες με καρκίνο, τηλέφωνα που κουδουνίζουν πάντα, ποδήλατα που σαπίζουν σε υπόγεια, ξεκοκαλισμένες μπασκέτες σε φαγωμένα γήπεδα, τραμπουκισμός στον δρόμο, τραμπουκισμός στην δουλειά, τραμπουκισμός στην υπηρεσία, τραμπουκισμός στο Πανεπιστήμιο, ντομάτες ίδιες κι άχρωμες, συντηρητικά στον χυμό, ζαμπόν για τοστ με περιεκτικότητα 56% σε κρέας, λουλούδια που καταστρέφονται σε βεράντες καλυμμένα από παχιά λευκά στρώματα αρρώστιας...

Και δεν θέλω. Μ' ακούς; Δεν θέλω! Δεν την αγαπώ αυτήν την πατρίδα. Δεν είναι δική μου πατρίδα. Δεν με πονάει και δεν την πονάω. Δεν τους θέλω τους συμπατριώτες μου αυτούς. Περπατάνε σκυφτοί, σηκώνουν βλέμμα για να αρπαχτούν ή για να το ρίξουν λίγο αργότερα σε κάποιον αφ' υψηλού, μιλάνε μόνοι τους με κάτι καλώδια στ' αυτιά τους, κουνάνε σημαιάκια σε αυτούς που τους ληστεύουν, ρίχνουν χαρτάκια με σταυρούς σε σχισμές που την άλλη μέρα τους καταπίνουν, κλέβουν, τρέχουν, δεν ξέρουν και δεν θέλουν να μάθουν, πατάνε το “on” και πιστεύουν ό,τι τους πεις από ένα κουτί, δεν πήγαν ποτέ διακοπές στο βουνό ή σε ένα απόμερο νησί παρά αποζητούνε όλα τα κομφόρ και χαζεύουνε κώλους στην παραλία, δεν πάνε θέατρο ή σινεμά παρά γεμίζουνε με ακριβά γαρύφαλλα δωμάτια πνιγμένα στον καπνό και την παραφωνία. Και αδιαφορούν, μπαμπά. Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ. Για όλα και όλους εκτός από τον εαυτό τους.

Όχι, μπαμπά, δεν πάω το πρωί να ψηφίσω. Την πατρίδα που αγάπησα δεν την ξέρουν αυτοί. Δεν της στεριώνουν τη σημαία ούτε της ρίχνουν μια στάλα νερό ν' ανθίσει. Δεν τους πιάνει το στομάχι τους από την τόση ομορφιά της ούτε καταλαβαίνουν τη γλώσσα της επαρχίας. Τους κοροϊδεύουν αυτούς τους ανθρώπους, τους λένε χωριάτες κι αγράμματους και τους μιλάνε για σχέδια ανάπτυξης -ανάπτυξη για αυτούς είναι να εξαφανιστούν τα χρώματα κι οι γεύσεις και τα αρώματα μπαμπά! Δεν είναι δική μου η σημαία. Ποτέ δεν ήταν. Ένα πανί έβλεπα σε αυτήν και πίστευα πως η εικονολατρεία είχε πεθάνει αιώνες πριν. Όμως έσφαλα. Ζώα είμαστε κατά βάθος -ταύροι που βλέπουν μόνο σημαία κι ορμάνε χωρίς να βλέπουν τα κοντάρια από πίσω. Μια αρένα μας δόθηκε ρε πατέρα· μια αρένα και μας έριξαν όλους μέσα...

Θέλω να φύγω... Αλλά πάλι εδώ είναι όλα αυτά που αγάπησα πρώτα και πιο βαθειά στη ζωή μου. Εδώ είναι ακόμη άνθρωποι που ερωτεύονται, που χαμογελούν κι ας μην σε ξέρουν, που σηκώνονται για να κάτσει η γερόντισσα, που την ψάχνουν καλλιτεχνικά κι ας μην τους βοηθάει κανείς, που παλεύουν για παιδεία κι ας τρώνε ξύλο και μπουντρούμιασμα, που σε κερνάνε καφέ στην πλατεία ρωτώντας τι κάνει η Αθήνα, που σε μαθαίνουν τους αέρηδες και πώς να καταλαβαίνεις τον καιρό, που χτίζουνε τα σπίτια τους με ιδρώτα, που επιμένουν και το παλεύουν μέχρι τέλους κι ας φαίνονται όλα εναντίον τους. Να, για να δεις, απόψε η εθνική μας ομάδα στο μπάσκετ έπαιξε ημιτελικό. Και δεν τα παράτησε μπαμπά, δεν έπαιξε βρώμικα όπως οι αντίπαλοι, δεν απογοητεύτηκε καμία στιγμή, δεν γκρίνιαξε για την αδικία. Και ξέρεις πόσοι αύριο θα χαρούν που θα τους δουν να επιστρέφουν χωρίς τρόπαιο; Ουουουουου, αμέτρητοι που περιμένουν κάθε φορά στη γωνία για ένα παραστράτημα. Όμως, όλοι αυτοί δεν κατάλαβαν ποτέ ότι το κεφάλι είναι πάντα στητό όταν παλεύεις, όταν δεν χρωστάς σε κανέναν, όταν δεν πουλιέσαι φτηνά, όταν βλέπεις την ομορφιά των πραγμάτων, όταν είσαι ερωτευμένος με ανθρώπους και πράγματα.

Υπάρχει κάποια πατρίδα και για 'μένα ακόμη, ε μπαμπά; Μια πατρίδα που παλεύει να επιβιώσει χωρίς να βάζει τρικλοποδιές, μια πατρίδα που θέλει να αναστήσει καμένες ψυχές και πνεύματα της φύσης, μια πατρίδα που ακόμη ξέρει να ερωτεύεται και να γελά, μια πατρίδα που δημιουργεί αντί να καταστρέφει. Μια πατρίδα που δεν έχει πάψει να νιώθει , που ακόμη νοιάζεται. Αυτήν την πατρίδα μου την καίνε, την ξεπουλάνε όσο όσο, την αφήνουν να ερημώνει, την δέρνουν, την βάζουν τιμωρία στη γωνία, μόνη της -μακριά από τους άλλους που αγαπάνε την σημαία, που την κουνάνε ζωηρά σε πλατείες και πάρκα, που την κρεμάνε στο μπαλκόνι τους στις εθνικές επετείους κι όταν η εθνική ομάδα βγαίνει πρώτη. Ποτέ, όμως, όταν βγαίνει από δεύτερη και κάτω. Δεν έμαθαν να χάνουν ποτέ τους αλήθεια; Στα παιχνίδια τους δεν υπάρχει ήττα, ούτε νίκη, ούτε ισοπαλία. Αυτά υπάρχουν στην αξιοπρέπεια κι αυτοί τέτοια λέξη δεν έμαθαν ποτέ τους.

Για αυτό σου λέω. Δεν πάω πουθενά σήμερα. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα παραμύθια -θυμάσαι;, ούτε ένα δεν σου έχω ζητήσει- και δεν ανήκω σε κανέναν εκλογικό κατάλογο. Είναι εκλογές άλλης πατρίδας αυτές, άλλων ανθρώπων, άλλης σημαίας. Γίνονται σε μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνω· μια γλώσσα υποσχέσεων που ποτέ δεν πίστεψα και στην έλλειψη περιεχομένου έρχεται η οχλοβοή να καλύψει τις κραυγές που ακούγονται από τα “άλλα” στόματα. Ασφυκτιώ, μπαμπά, κι αγωνιώ. Πως κάποτε θα καταφέρουν όλους να μας κάνουν να αγαπάμε την δική τους σημαία. Και τώρα, που δεν τα καταφέρνουν ακόμη εντελώς καλά, νοιώθω πως με εκβιάζουν. Να βαδίσω στη σχισμή και να τους στηρίξω για να μην με ξανατιμωρήσουν με εκλογές.

Για αυτό σου λέω. Σίγουρα κάποιο λάθος έχει γίνει. Έμαθα να μην υποκύπτω σε εκβιασμούς και να μην χαρίζομαι σε όσους με αδικούν. Έμαθα να υπερασπίζομαι ό,τι αγαπώ κι όχι να το ξεπουλάω για φτηνές υποσχέσεις και άχρωμες λύσεις. Έμαθα ότι η σημαία είναι ένα πανί. Κανείς δεν πολέμησε για ένα πανί. Για ό,τι συμβολίζει αυτό πολέμησαν όσοι το έκαναν. Για μια πατρίδα που αγαπούσαν και καταλάβαιναν, μία γη που τους έτρεφε και μια θάλασσα που τους ημέρευε. Όχι, η δική μου πατρίδα δεν έχει εκλογές σήμερα. Η δική μου πατρίδα βρίσκεται σε πένθος και προσπαθεί να αναστήσει ό,τι απέμεινε από αυτό που αγάπησε. Η δική μου πατρίδα σήμερα νιώθει περήφανη για την εθνική της ομάδα στο μπάσκετ. Η δική μου πατρίδα κρατάει τη σημαία της πάντα ψηλά, κι όταν δεν υπάρχει όχλος και προβολείς. Η δική μου πατρίδα καταλαβαίνει από έρωτα και δημιουργία και θάνατο. Όχι από παραμύθια και πλαστά διαβατήρια για πολυτέλειες που βασίστηκαν σε αίμα.

Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το κείμενο αυτό στον Καιρό. Το κείμενό του αυτό είναι ό,τι πιο δυνατό διάβασα εδώ και πολύ καιρό. Το κείμενο αυτό με έκανε να θέλω να γράψω για την δική μου πατρίδα.