Thursday, 30 August 2007

Εφιάλτης (2)

- Where were you granny when all this happened?
- Εγώ ακόμη τότε ζούσα στην Αθήνα. Ήταν οι σπουδές μου εκεί, δεν μπορούσα να τις αφήσω. Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου, όμως, ζούσαν σε αυτό το νησάκι εδώ πέρα -βλέπεις; (Δείχνει με τον δείκτη την Άνδρο)
- How was it there?
- Αχ, ένας παράδεισος ήταν... Δεν έχεις δει ποτέ σου τέτοια χρώματα. Τέτοιο μπλε όπως της θάλασσας στο Αιγαίο, τέτοιο κίτρινο όπως οι λόφοι της, τέτοιο πράσινο όπως τα δέντρα της...
- Can we go sometime?
- Ξέρεις ότι δεν γίνεται αυτό πια. Πάνε τα σπίτια μας, πάνε οι άνθρωποι. Όλοι λένε πως δεν θα ξαναπατήσει πόδι ανθρώπου σε αυτά τα μέρη. Φυλάνε εκεί τους αντιφρονούντες, τους καίνε όταν δεν συμμορφώνονται, κάνουνε πειράματα πάνω τους... Πώς να ξαναπατήσει άνθρωπος σε τέτοιο μέρος, θα είναι ντροπή... Κι όλα αυτά τα νησιά εδώ, τα βλέπεις; (Δείχνει τα Ιόνια νησιά) Εδώ, λένε, στέλνουν τους επικίνδυνους αρρώστους... Σύφιλη, χολέρα, ελονοσία... Είναι τρομερό, τόση δυστυχία...
- Com' on, tell me the rest of the story now!
- Να θυμηθώ πού ήμουν... Τρέχεις, πας από εδώ κι από κει, πού να σε προλάβω; (Χαμογελά)

Ναι, λοιπόν, γίνεται όλη αυτή η αναμπουμπούλα, αρπάζει την ευκαιρία ο στρατός και θέτει υπό επιτήρηση όλη την ελληνική επικράτεια -με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης πάντα. Απαγορεύτηκε η κυκλοφορία μετά τις εφτά το απόγευμα -ξέρω, τώρα σου φαίνεται λογικό αυτό για εμάς, όμως, αυτό ήταν αδιανόητο τότε- στρατιώτες περιπολούσαν κάθε πόλη και κάθε χωριό, επιθεωρούσαν τα αυτοκίνητα και τα σπίτια μας ψάχνοντας, δήθεν, για τους εχθρούς του κράτους, παρακολουθούσαν τα κινητά μας και τους υπολογιστές μας κι άλλα πολλά που δεν τα μάθαμε ποτέ. Την ίδια περίοδο, η τότε Ευρωπαϊκή Ένωση, η τωρινή Δυτική Κυριαρχία χωρίς την Αμερική και την Αυστραλία, πρότεινε την επιβολή καραντίνας στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας -από την Θράκη μέχρι την Στερεά Ελλάδα (δείχνει στον χάρτη)- γιατί λέει υπήρχαν υποψίες ότι στις φωτιές είχε χρησιμοποιηθεί ένα περίεργο συστατικό το οποίο μπορούσε να προκαλέσει μετάλλαξη βασικών ασθενειών, τότε, και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ήταν επικίνδυνοι για την ανθρωπότητα. Κανείς μας δεν κατάφερε να ξαναπατήσει το πόδι του σε αυτές τις περιοχές. Ούτε για τους ανθρώπους ξανακούσαμε παρά μόνο στις αρχές που τα Μέσα Ενημέρωσης έλεγαν συνέχεια για ανθρώπους που πέθαιναν από ανεξακρίβωτες αιτίες. Ούτε που μάθαμε ποτέ τι απέγιναν στ' αλήθεια αυτοί ή οι υπόλοιποι μετά, καθώς λίγο καιρό αργότερα τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα.

Πολύς κόσμος είχε φύγει πια από την Ελλάδα. Τράβηξαν για χώρες που είχαν συγγενείς ή για άλλες που προσέφεραν ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας. Όσοι είχαμε απομείνει μαζευτήκαμε στην Αθήνα και στην Πάτρα, να εδώ. (Δείχνει στον χάρτη) Οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία είχαν σβήσει πλέον ολοκληρωτικά, οι πόλεις είχαν γίνει άντρο πλιατσικολόγων, ληστών και υπαλλήλων και όλα τα αγαθά τα προμηθευόμασταν από άλλες χώρες.

Το 2011, κι ενώ υποτίθεται θα ξαναείχαμε εκλογές, ξαφνικά η κυβέρνηση και οι περισσότεροι πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες της χώρας εξαφανίστηκαν, χωρίς να μάθουμε τι έγινε. Άλλοι μιλούσαν για δολοφονίες, άλλοι είπαν πως το έσκασαν στο εξωτερικό γιατί ήξεραν τι θα ακολουθήσει. Όπως και να' χει, πέντε με έξι μέρες αργότερα αποβιβάστηκαν στην Αθήνα ο ελληνικός στρατός μαζί με τον Ευρω-αμερικανικό στρατό. Στην αρχή σκεφτήκαμε οι περισσότεροι να μετακομίσουμε στην Πάτρα. Δύο εβδομάδες αργότερα, όμως, η Πάτρα καταστράφηκε από μια τεράστια πυρκαγιά. Οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί κάηκαν, αφού κανείς δεν έσπευσε να τους βοηθήσει. Όσοι απέμειναν μαζεύτηκαν κι αυτοί στην Αθήνα. Ενώθηκαν κι αυτοί μετά από λίγο με τους ληστές αφού δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε ή κάπου να μείνουν. Στο τέλος δεν έμεινε τίποτα να κλέψουν κι άρχισαν οι δολοφονίες.
- Why? What did they have to gain by murdering people?
- Έπαιρναν τα σπίτια τους και την δουλειά τους. Νομίζεις ενδιαφερόταν κανείς για το ποιος δουλεύει; Οι περισσότερες εταιρίες είχαν μεταφερθεί σε άλλες χώρες εκεί κοντά ή στην έκταση του Ανατολικού Εχθρού. Οι υπόλοιποι που είχαν απομείνει έκαναν τα βασικά, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα κάνει. Έτσι άρχισαν οι άνθρωποι να σκοτώνονται μεταξύ τους και να παίρνουν τα σπίτια και τις δουλειές ο ένας του άλλου. Προσπαθήσαμε κάποιοι -φοιτητές οι περισσότεροι- να οργανώσουμε αντάρτικο. Όμως ούτε όπλα δεν έμπαιναν πια στην Αθήνα από χώρες που χρόνια συνήθιζαν να εφοδιάζουν την Ελλάδα με τέτοια.

Ώσπου, κάποιους μήνες αργότερα είδαμε ανακοίνωση για εκκένωση της χώρας -ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτήν. Δεν το πιστέψαμε αρχικά. Όμως, έφταναν νέα σιγά σιγά πως στήνονταν στρατιωτικές βάσεις με πυραυλικά συστήματα στην περίμετρο της Στερεάς Ελλάδας, βλέπαμε να φυτεύονται νάρκες στα βουνά γύρω από την Αθήνα, συνάνθρωποί μας εξαφανίζονταν κάθε μέρα. Εκτός από τον στρατό, είχαμε να προσέχουμε και τους δολοφόνους που ανάμεσά τους ήταν και οι μετανάστες, όσοι είχαν απομείνει στην Ελλάδα, οι οποίοι έπαιρναν το αίμα τους πίσω για τα όσα είχαν τραβήξει από τους Έλληνες τόσες δεκαετίες στη δούλεψή τους. Ξανακούστηκαν κάποιες μέρες αργότερα οι εντολές για εκκένωση. Κι όντως οι περισσότεροι έφυγαν. Άδειασαν και τα νησιά, ακόμη και τα πιο ανεπτυγμένα είχαν μείνει πλέον σχεδόν χωρίς Έλληνες αφού όλες οι τουριστικές μονάδες είχαν περιέλθει στα χέρια πολυεθνικών που εν μία νυκτί τις πούλησαν στον στρατό, άδειασε και η Στερεά Ελλάδα...

Όσοι απομείναμε μέναμε σε κάτι υπόγεια και βγαίναμε μονάχα τη νύχτα, τις δυο ώρες που οι κάμερες έβγαιναν εκτός λειτουργίας για να αλλαχθεί η ταινία -(χαμογελά) χαχα, πόσο αστείο θα σου ακούγεται τώρα αυτό!- ώστε να βρούμε κάτι να φάμε. Δεν αντέξαμε πολύ. Λίγο καιρό μετά μας ξετρύπωσαν. Άλλους τους σκότωσαν, άλλους δεν τους ξαναείδαμε ποτέ κι ούτε μάθαμε τι απέγιναν κι άλλους -σαν εμένα, και κυρίως τις γυναίκες- μας έδιωξαν στο εξωτερικό. Έτσι έφτασα εδώ. Όμως δεν κατάφερα ποτέ να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, ούτε κανένας από όσο ξέρω.

- Yeah, but... What happened there?
- Κανείς δεν ξέρει. Οι κυβερνήσεις δεν ξαναέκαναν λόγο. Τα Μέσα Ενημέρωσης από την επομένη δεν ξαναμίλησαν για αυτήν, σαν να μην υπήρξε ποτέ... Όλα τα βιβλία, όλα τα αρχεία παγκοσμίως εξαφανίστηκαν στις επόμενες εβδομάδες. Φίλοι μου χάθηκαν... Τους έχασα, δηλαδή, ούτε και ξέρω πού βρέθηκαν, ούτε που ξανάκουσα για αυτούς. Μας άλλαξαν και τα ονόματα αναγκαστικά, να ακούγονται sovereign, μας υποχρέωσαν να μην ξαναμιλήσουμε στη γλώσσα μας, μας έβαλαν και τσιπ στον αστράγαλο κι αυτό ήταν όλο.
- What about your parents?
- Οι γονείς μου... (Βουρκώνει) Οι γονείς μου... Φεύγοντας μου είπαν πως θα πήγαιναν στην Γερμανία. Κατέρρευσαν, όμως όλες οι επικοινωνίες από όταν έφυγαν, στάθηκε αδύνατο να τους μιλήσω. Εκεί που πήγαν μάλλον αναγκάστηκαν κι αυτοί να αλλάξουν το όνομά τους... Ούτε που έμαθα ποτέ παιδί μου...

Αρχίζω να νιώθω δυσφορία...
- I'm going to turn on the oxygenizer... We probably need oxygen. No worries, in a few minutes the house will be filled with brand new top quality oxygen!
- Τεχνητό οξυγόνο... (Κουνάει το κεφάλι της αποδοκιμαστικά) Άντε παιδί μου. Και κουβέντα σε κανέναν, όπου να' ναι ανοίγουν και τα μικρόφωνα.
- I'm going to make the industrial daisies appear in the garden as well. What colour do you want them today?
- Ό,τι θες εσύ. Εμένα αποκρουστικές μου φαίνονταν πάντα. Και άχρωμες...

Tuesday, 28 August 2007

Εφιάλτης

- Com' on, granny, talk to me in greek...
- You know it's illegal to talk anything but sovereign language, baby.
- Oh, com' on the mics are off for two more hours! It sounds great this language.
- Oh, ok... Are you sure you' re able to understand?
- Sure! Βέβαια! Oh, com' on! You know I can understand perfectly, I can almost talk like you! What story are you gonna tell me this time?
- A real one... A sad story... So, once upon a time υπήρχε αυτή η πανέμορφη χώρα, η Ελλάδα -Greece in sovereign language.
- Greece is where people used to talk greek, right?
- Ναι, σωστά. Οι άνθρωποι αυτοί λέγονταν Έλληνες -Greeks- κι αν ψάξουμε πάρα πολύ μπορεί και να ξετρυπώσουμε κάτι για αυτούς σε κάποια βιβλία που έφερα λαθραία όταν ήρθα εδώ και τα έχω κρυμμένα.
- And where was this country?
- Βγάλε τον χάρτη της Δυτικής Κυριαρχίας.

(Η μικρή σηκώνεται, ψάχνει στην τσάντα της, πατάει ένα κουμπί και στον τοίχο εμφανίζεται ένας χάρτης)

- Βλέπεις εδώ; Εκεί που τώρα είναι η “Απόρρητη Κυριαρχική ιδιοκτησία Προστάτιδων Δυνάμεων” κάποτε ήταν η Ελλάδα.
- What is there now granny? Noone ever talks about it at school. They say it's our governments' base.
(Αναστενάζει)
- Ποιος μπορεί να το απαντήσει αυτό παιδί μου; Κανένας δεν επιτρέπεται να πλησιάζει την περίμετρο, αεροπλάνα δεν πετάνε ποτέ από πάνω και εικόνες δεν υπάρχουν πουθενά. Να σου πω όμως μια αληθινή ιστορία, μέχρι εκεί που την έζησα εγώ...

- Ήμουν νέα τότε, μόλις είκοσι χρονών, τίποτε όμως δεν θυμάμαι πιο έντονα από όσα συνέβησαν σε όλη μου τη ζωή από τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού. Εκεί που τώρα φημολογείται ότι βρίσκεται το μεγαλύτερο κέντρο εξόρυξης πετρελαίου και το κέντρο των δυτικών τηλεπικοινωνιών, ήταν παλιά η Πελοπόννησος. Καλοκαίρι του 2007 -πάνε κιόλας εβδομήντα χρόνια- άρχισαν να ξεσπούν παντού φωτιές σε εκείνη την έκταση. Και βλέπεις το νησί που λέγεται ότι έχουν στηθεί τα περισσότερα συστήματα παρακολούθησης του Ανατολικού Εχθρού; Εκεί ήταν η Εύβοια. Κι εκεί, μέσα σε λίγες εβδομάδες, κάηκαν τα πάντα. Πάντα, βέβαια, ξεσπούσαν φωτιές τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, ήταν εύκολο να καίγεται γιατί ήταν η πιο πράσινη χώρα που μπορείς να φανταστείς, με δέντρα και ζώα που πλέον ούτε στα Οικολογικά Αρχεία δεν μπορείς να βρεις -όσο κι αν ψάξεις.
- Why granny, aren't there any photos?
- Υπήρχαν, πολλές και παντού. Εξαφανίστηκαν, όμως, μυστηριωδώς τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τέλος πάντων, εκείνο το καλοκαίρι όλη αυτή η έκταση που βλέπεις εδώ μαζί με το μεγάλο νησί κάηκαν ολοσχερώς. Άνθρωποι κάηκαν μέσα στις φλόγες, ολόκληρα χωριά καταστράφηκαν και οι καλλιέργειες αποτεφρώθηκαν ολοκληρωτικά.
- What is that?
- Ποιο, οι “καλλιέργειες”;
- Yeah.

(Σκέφτεται)

- Ας πούμε, σήμερα το μεσημέρι φάγαμε δύο χάπια -ένα με γεύση φασόλια κι ένα με γεύση ντομάτα, σωστά; Κάποτε, αυτά ήταν καρποί της γης. Υπήρχαν δηλαδή δέντρα και φυτά, για να στο δώσω απλά, που έκαναν φασόλια και ντομάτες. Θα στα ζωγραφίσω ένα βράδυ, όταν θα ξαναέχουμε την ευκαιρία, να δεις πώς ήταν. Καμία σχέση δεν είχαν με αυτό που γεύεσαι τώρα -δεν νομίζω ότι μπορώ να σου δώσω με λόγια την αίσθηση που άφηναν στον ουρανίσκο σου.
- So, there was also a tree that made chicken?
(Γελάει)
- Όχι, όχι, αυτά ήταν ζώα -υπήρχαν κι άλλα, πολλά ζώα που σκοτώναμε και τρώγαμε. Θα στα ζωγραφίσω κι αυτά κάποτε... Κάποια πάντως έμοιαζαν με τον M3-pet που έχεις κι εσύ. Ο Μ3 έχει φτιαχτεί να μοιάζει με τα σκυλιά που υπήρχαν τότε. Anyway... Έχασαν, λοιπόν, οι άνθρωποι των περιοχών αυτών τα σπίτια τους, έχασαν τη δουλειά τους -τότε πολλοί από αυτούς ζούσαν από τους καρπούς αυτούς που τους πούλαγαν στους υπόλοιπους- και τον επόμενο χειμώνα, ό,τι είχε απομείνει από τα σπίτια τους, καταπλακωνόταν από τα χώματα των βουνών λόγω της βροχής. Την ίδια περίοδο με τις φωτιές είχαν προκηρυχθεί εκλογές -ξέρω, πρέπει να στο εξηγήσω κι αυτό. Ας πούμε απλά ότι τότε ακόμη οι άνθρωποι μπορούσαν να επιλέγουν την κυβέρνησή τους.
- Really granny? But how, I mean...
- Ξέρω, ακούγεται περίεργο, κάθε τέσσερα χρόνια όμως μαζευόμασταν όλοι μία μέρα και σημειώναμε σε ένα χαρτί ποιοι θέλαμε να μας κυβερνούν. Όχι ότι καταφέρναμε πολλά και με αυτό βέβαια, αλλά όπως και να' χει νιώθαμε ότι κι εμείς συμμετείχαμε σε ό,τι γινόταν. Είχαν προκηρυχθεί εκλογές, λοιπόν, περίπου λίγες εβδομάδες μετά τις φωτιές, από ό,τι θυμάμαι. Σε εκείνες τις εκλογές ακόμη δεν φάνηκε τι θα ακολουθούσε. Εξελέγη κανονικά ο πρωθυπουργός -ο ίδιος που ήταν και πριν, γιατί παιδί μου ψήφισαν και οι άνθρωποι των πόλεων και οι επιχειρήσεις που καθόλου δεν ενδιαφέρθηκαν για την κατάντια των συνανθρώπων τους- και τους ξέχασε μετά από λίγο καιρό τους ανθρώπους που έμειναν χωρίς σπίτια και δουλειά. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν βορειότερα τα επόμενα χρόνια.

Κατέκλυσαν την Αττική -στην οποία τότε βρισκόταν η πρωτεύουσα της Ελλάδας, η Αθήνα- και άλλα μέρη της χώρας στα οποία έψαξαν να βρουν δουλειές. Οι κάτοικοι των πόλεων τους άφησαν αβοήθητους να ζητιανεύουν στον δρόμο ή τους εκμεταλλεύτηκαν βάζοντάς τους να δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται -τότε υπήρχαν χαρτιά που έπαιρνες από την δουλειά σου και με αυτά μπορούσες να αγοράσεις ό,τι χρειαζόσουν για να ζήσεις, αλλά αυτό ίσως στο περιγράψω μια άλλη φορά- και τους άφησαν να μένουν σε σκηνές. Άρχισαν να οργανώνονται μεταξύ τους τότε οι κάτοικοι της υπαίθρου από όλη την Ελλάδα -ακόμη κι αυτοί που δεν είχαν καεί τα σπίτια τους και τα χωράφια τους.
- Why granny?
- Γιατί παιδί μου σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της υπαίθρου -που τους λέγαμε αγρότες και κτηνοτρόφους τότε- πεινούσαν για πάρα πολλά χρόνια. Έβλεπαν τις καλλιέργειές τους να μαραζώνουν, το κράτος έπαιρνε τα προϊόντα τους πληρώνοντάς τους ελάχιστα, κάθε χρόνο καταστρέφονταν οι σοδειές τους από τις πλημμύρες και τους καύσωνες και κατέληξαν να μην μπορούν να πουλήσουν τίποτα από τα αγαθά τους γιατί το κράτος έκλεισε εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες για τα προϊόντα τους.
- Were they cheaper?
- Ακριβώς παιδί μου. Για πολλούς και διάφορους λόγους ήταν φθηνότερα...

Οργανώθηκαν, λοιπόν, οι κάτοικοι της υπαίθρου. Βρήκαν όπλα κι άρχισαν να επιτίθενται στους ανθρώπους των αστικών κέντρων. Θεωρούσαν ότι εκείνοι έφταιγαν για την κατάντια τους κι ότι εκείνοι μοιράζονταν όλο τον πλούτο αδιαφορώντας για τους ίδιους. Εκδικούνταν για την κακοποίησή τους από τους κατοίκους των πόλεων όταν εκείνοι ζήτησαν την βοήθειά τους.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν δύο καλοκαίρια μετά κάηκε όλο το βόρειο κομμάτι της Ελλάδας, εκεί που τώρα βρίσκονται οι αγωγοί ενέργειας που τροφοδοτούν όλες τις πόλεις της Δυτικής Κυριαρχίας. Σε εκείνα τα μέρη, λοιπόν, υπήρχαν οι βασικές εγκαταστάσεις του στρατού -που τότε αποτελούταν από ανθρώπους και μηχανές. Ο στρατός θεώρησε ότι οι φωτιές μπήκαν από τους κατοίκους της υπαίθρου ως στρατηγική κίνηση αυτών για να καταλάβουν την χώρα, οι κάτοικοι της υπαίθρου θεώρησαν ότι οι φωτιές μπήκαν από τους κατοίκους των πόλεων ως αντίποινα και οι τελευταίοι θεώρησαν πως οι πυρκαγιές αυτές μπήκαν από “εχθρούς του έθνους” -όπως έλεγαν τότε τα Μ.Μ.Ε. και οι πολιτικοί- ξένες χώρες δηλαδή που ήθελαν να καταλάβουν την Ελλάδα.

Συνεχίζεται...

Monday, 27 August 2007

Δεν ξέρω πόσο θα κάνω να ξαναγράψω. Μέχρι τότε δεν έχω να πω κάτι. Μόνο ότι έχω αηδιάσει κι έχω απελπιστεί όσο ποτέ πριν.