Monday, 9 June 2008

Στραβοφορίες

Σήμερα είναι μία μέρα αλλιώτικη. Απόδειξη ότι ο μόνιμος βραχνάς μου (=φιλότιμο) έχει εξανεμιστεί κι οδεύω, αισίως, στο κλείσιμο εργατικού οχταώρου χωρίς ίχνος εργασίας. Απόδειξη κι αυτό το κείμενο.

Μπορεί να φταίει η μεταφυσική αγανάκτηση για τη νέα συμπαντική γκαντεμιά και τα νέα βάσανα των Ηλείων και των Αχαιών. Που δίπλα στην ιδιότητά τους ως “πυρόπληκτοι” προσέθεσαν από χθες αυτή του “σεισμόπληκτου”. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, by default, κάθε Έλληνας έχει και την ιδιότητα του “ελληνόπληκτου”, με την έννοια του έρμαιου της ελληνικής λαμογιάς/αυθαιρεσίας/προχειρότητας/ό,τι-κακό-και-να-βάλεις-κολλάει, καταλαβαίνει ότι λίγοι πολίτες στον κόσμο αυτό βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μία τόσο σαρδόνια φάρσα. Γιατί το θέμα δεν είναι το πλάκωμα από συνεχιζόμενες φυσικές (όσο και α-φύσικες αν αναλογιστεί κανείς το μερίδιο ευθύνης που έχουν οι άνθρωποι) καταστροφές. Το θέμα είναι ότι ο σεισμός, ο καταποντισμός ή η πυρκαγιά φαντάζουν ανέκδοτο μπροστά στην αναλγησία που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι αυτοί στο εξής. Απόδειξη και η αποζημίωση των 3.000 ευρώ που έσπευσε να τους πετάξει ως κόκκαλα η κυβέρνηση -κι αυτά, υπό προϋποθέσεις. Η εύλογη πρόσθεση αποκαλύπτει ότι στο ελληνικό κράτος οικογενειάρχης, ο οποίος έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή των καλλιεργειών και των κοπαδιών του και οριστική ισοπέδωση της κατοικίας του μέσα σε ένα χρόνο, μπορεί να επιβιώσει με 6.000 ευρώ και τις ευχές όλων μας για γρήγορη ανάκαμψη. Α, ναι, στις ευχές ο Έλληνας είναι μανούλα. Απόδειξη ότι τους παπάδες και στο μετρό να τους πετύχει ζητά την ευχή τους. Μου προκαλούν αποστροφή οι όροι “πυρόπληκτος”, “σεισμόπληκτος” και τα λοιπά εις -πληκτος. Γιατί θυμίζουν το κράτος το οποίο έχουμε διαμορφώσει. Ένα κράτος αναλγησίας, αδιαφορίας και γρήγορων αντανακλαστικών -ως προς το να σπρώχνει κάτω από το χαλάκι ό,τι δεν το βολεύει για να ξεχαστεί. Θυμίζουν μία κοινωνία ντεμέκ αυτο-λύπησης και στρυφνού μορφασμού όταν κάτι διαλύει την ευδαιμονία της και την αποδοχή της στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Θυμίζουν μία μερίδα της κοινωνίας, αποκλεισμένη από την πίτα, που βασίζεται στην “ευγενή καλοσύνη των ξένων” και σταυρό φέροντες.

Ίσως να φταίνε όλα αυτά σήμερα, αλλά το ρημάδι το κεφάλι μου μόνο επαγγελματικές ιδέες και προτάσεις δεν μπορεί να κατεβάσει σε έναν εργασιακό χώρο που οι printers συνεχίζουν ακάματοι την δουλειά τους και οι άνθρωποι συνεχίζουν διαστροφικά την παραγωγική διαδικασία. Ίσως να φταίνε κι άλλα πολλά. Φαινομενικά αστεία, φαινομενικά στερημένα από βαθύτερη ουσία, φαινομενικά μικρά μπροστά στο γεγονός ενός μεγάλου σεισμού.

Όπως, ας πούμε, η τραγική εμφάνιση του Φέντερερ στον τελικό του Ρολάν Γκαρός. Το οποίο, ως γεγονός-αφορμή για την κατακόρυφη πτώση της απόδοσής μου, φαντάζει αστείο -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως δεν έχω κρατήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου ρακέτα. Καθόλου αστείο, όμως, αν αναλογιστεί, ο ίδιος του προηγούμενου παραδείγματος, ότι μία ανείπωτη ικανοποίηση έπαιρνα τόσα χρόνια από αυτήν την μοιραία κόντρα στο τέλος κάθε τουρνουά μεταξύ του Φέντερερ και του Ναδάλ. Στων οποίων τα πρόσωπα αναγνώριζα, αντίστοιχα, την επιβλητική οξυδέρκεια και υποβολή της εμπειρίας και την σαρωτική επέλαση του νέου. Από μία διεστραμμένη εντός μου ανάγκη(;) ήμουν πάντα με τον Φέντερερ. Περιμένοντας την ήρεμη δύναμή του να σπάσει την καθιερωμένη γκαντεμιά που τον έπληττε στα Παρισινά γήπεδα. Λέω διεστραμμένη γιατί το λογικό θα ήταν, και λόγω ίδιων χαρακτηριστικών, να συμπάσχω με τον νεόκοπο Ναδάλ, ανάγοντάς τον στον ενσαρκωτή των βλέψεων κάθε νέου, ενίοτε επιπόλαιου, ανθρώπου. Εις μάτην. Δεν ξέρω ποιοι στάθηκαν μαυρόγατες για τον Ελβετό, πάντως η χθεσινή του παρουσία το μόνο θετικό που πρόσφερε είναι μία αμυδρή ελπίδα ότι μπορώ κι εγώ κάποτε να σταθώ σε τελικό του Ρολάν Γκαρός -κι ας μην ξέρω ούτε την ορολογία στο τένις.

Μπορεί να φταίει, λοιπόν, ένα κράτος -πληκτο γενικώς, μπορεί να φταίει ένας κάποιος Φέντερερ, σίγουρα, όμως, φταίνε όσα διαβάζω τις τελευταίες ημέρες για την Odeon. Το πρωτοείδα στον Άκη, το επιβεβαίωσα με μερικά ευφάνταστα, και μη, search κι έκτοτε βράζω στο ζουμί μου το ξενέρωτο. Ταυτόχρονα, μετά την από Λυκαβηττού σαββατιάτικη κατάβαση, δίνω και τα 10 ευρώ μου στον μουστακαλή περιπτερά, αγοράζω τον όγκο εφημερίδων που μου αναλογούν για το Κυριακάτικο ξύπνημα κι ένα παγωτό για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Το παγωτό πάει εύκολα κάτω, μέχρι να το φάω έχει λιώσει και η καταπιόνα, ως γνωστόν, τα υγρά τα κατεβάζει με τη μία. Οι μελανές (sic) σελίδες, όμως, μου πέφτουν βαριές. Τις γυρίζω ανάλαφρα, σε μία αναλαμπή του ενστίκτου αυτοσυντήρησης, το μάτι μου πέφτει σε μερικά άρθρα, σε κάποιες απόψεις, τις οικονομικές σελίδες δεν τις διάβαζα ποτέ -η σχέση τους με την τσέπη μου είναι αντιστρόφως ανάλογη, όσο πιο ελαφριά η τσέπη τόσο πιο βαριές αυτές- σε μερικά ρεπορτάζ. Από εδώ δεν έχω εκφράσει ποτέ την συμπάθεια, ή αντιπάθεια, προς συγκεκριμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους για τα όσα γράφουν στα έντυπα που εργάζονται. Χάριν όσων θέλω να πω, αναγκαστικά, οφείλω να ομολογήσω την συμπαθειά μου προς τον κύριο Βίδο του Βήμαgazino, ως συντάκτη ο οποίος με λόγο σοβαρό, κι όχι σοβαροφανή, στηλιτεύει κακώς κείμενα της πραγματικότητάς μας.

Διάβαζα, λοιπόν, το τελευταίο κείμενο του κυρίου Βίδου στο περιοδικό, όλα καλά, όλα ωραία, τι ευφάνταστο βρήκε πάλι ο άτιμος για να πει ετούτο κι εκείνο, το θέμα ήταν -ασφαλώς- η ακρίβεια. Και για τα δικά μου δεδομένα και απόψεις, η αντιμετώπισή του σωστή, συμφωνώ λέξη προς λέξη με ό,τι έχει γράψει -παρεκτός από τα ευφάνταστα χιουμοριστικά του με τα οποία αν συμφωνούσα θα σήμαινε ότι τα είχα σκεφτεί κι εγώ, πράγμα που δεεεεεν... . Καταλήγει, λοιπόν, ο κύριος Βίδος να τα χώνει στον Έλληνα (αμφιβάλλω ότι είναι μόνο ο Νεο- που παρουσιάζει τέτοια χαρακτηριστικά) ο οποίος παρά την ακρίβεια και την γκρίνια γύρω από αυτή αδυνατεί να μποϋκοτάρει στα σοβαρά, αδυνατεί να συνασπιστεί με τους υπόλοιπους για καλύτερα αποτελέσματα παρά προτιμά την γκρίνια -και δη την γκρίνια μετά ακριβότατου (στην τιμή, όχι στη γεύση) καφέ. Καταλήγει, δε, αστειευόμενος και διερωτώμενος ποιος διεστραμμένος σκέφτηκε τον φραπουτσίνο με γεύση φράουλα και φρούτα του δάσους (έλα ντε); Μέχρι εδώ, όλα καλά. Στην ακριβώς διπλανή σελίδα, η διαφήμιση μεγάλης αλυσίδας παγωτοσκευασμάτων περιοπής, και λουξ καταβολής -και πολυεθνικής. Δηλαδή, παγωτών-έμβλημα της ακρίβειας (τόσο έμβλημα που για να φας μία μπάλα, χωρίς σιρόπι, πρέπει να δουλεύεις ακατάπαυστα μία ώρα. Άμα θες σιρόπι πρέπει να σε πληρώνουν τις υπερωρίες που κάνεις).

Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο. Έχει, θα σας απαντήσω. Όλα έχουν σχέση σε μία περίοδο που η σημειολογία από την σημασία δεν απέχουν και πολύ, στην περίοδο που η παραμικρή κίνηση μπορεί να έχει νόημα και οι μεγάλες κινητοποιήσεις κανένα απολύτως. Διότι, κύριε εφημεριδοκράτορα, και τα πάντα ποιών, τον ακυρώνεις τον συντάκτη σου. Τον έχεις εκεί, το μυαλό του να ενημερώνεται, να σκέφτεται και να παράγει ακατάπαυστα, συσκέψεις επί συσκέψεων, τα καταφέρνει ο βαριόμοιρος μετά από χρόνιους κόπους να γράφει την άποψή του (το πόσο συνεπώς ή όχι σε σχέση με αυτά που θα ήθελε να γράψει ένας Θεός ξέρει) και του πετάς δίπλα το τσουτσέκι της διαφημιστικής να τον ακυρώσει. 3 σελίδες ολάκερες του δίνεις του καημένου για να αφυπνίσει, να αστειευτεί, να εφιστήσει την προσοχή και του τις παίρνεις μέσα από το στόμα κοτσάροντας δίπλα στο συμπέρασμά του διαφήμιση ακριβών προϊόντων. 100, 100 συν κάτι ψιλά, σελίδες έχουν πάνω κάτω τα κυριακάτικα περιοδικά, ε, το 40% -τουλάχιστον- είναι διαφημίσεις. Τα έχω μετρήσει, δηλαδή, μην νομίζετε -αγόγγυστα, κάθε Σαββατοκύριακο, μία μία τις σελίδες, προς επίρρωσιν του πόσο ψείρας και μίζερη είμαι. Θα μου πείτε, ακόμη, σιγά, το ξέρουμε ότι έχουν καταντήσει αηδία τα περιοδικά με τις διαφημίσεις, και τι κάθεσαι και σκας, κι όλα αυτά τα ευκόλως απαξιωτικά σχόλια που μας γλιτώνουν πάντα από το να ασχοληθούμε με κάτι που δεν μας αρέσει. Όμως, εγώ θέλω να ασχοληθώ. Γιατί και σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν άνθρωποι που κοπιάζουν, που μπορούν και μας δείχνουν άλλοτε την αθέατη, εως τότε, πλευρά των πραγμάτων κι άλλοτε δίνουν χώρο σε απόψεις που αλλού δεν θα τις βρεις. Κι όσο και να έχουμε απαξιώσει, σε τελική ανάλυση, τους δημοσιογράφους εγώ ένα έχω να αντιτείνω. Φανταστείτε την ζωή μας, την καθημερινότητά μας χωρίς αυτούς. Χωρίς να ψάχνουν, να ενημερώνονται και να ενημερώνουν. Κι αν τη φανταστείτε ελάτε μετά να μου πείτε ότι δεν αξίζει να ασχολείται κανείς.

Έτσι, λοιπόν, μελαγχολικά, εξαιτίας μίας ιλουστρασιόν διαφήμισης για μία μπάλα παγωτό, κύλησε το χθεσινό πρωινό. Βάλτε σ' αυτό και την οργή για τον κριτικό κινηματογράφου εις βάρος του οποίου, και του εκδότη του, η Odeon άσκησε μήνυση ε, δεν θέλει και πολύ για να σε πάρει η κάτω βόλτα. Βάλτε σ' αυτά και την πρόσφατη “αποδέσμευση” του Στέλιου Κούλογλου, ε, δεν θέλει και πολύ για να αρχίσει το μυαλό σου να παίρνει ανάποδες. Θα μου πείτε, από Ντ'Αρτανιάν ο κόσμος, και δη η μπλογκόσφαιρα, άλλο τίποτα. Ένα χρόνο και κάτι ψιλά έχω που τριγυρίζω στα blogs κι έχω ήδη βαρεθεί τις εξεγέρσεις του πληκτρολογίου, τις εξαγγελίες των chain mails και κάθε άλλο σημείο των ηλεκτρονικών καιρών. Όμως, τα αποπάνω, μετά την ισοπεδωτική τους επίδραση στην ψυχολογία μου με οδήγησαν σε ένα σημείο που δεν είχα φτάσει πριν. Την πρόταση. Σιγά τα μεγαλεία, θα μου πείτε και πάλι σε αυτό το φαντασιακό διαλογικό αλισβερίσι που συμβαίνει τόση ώρα. Εγώ θα την κάνω κι όποιος θέλει ας συνεισφέρει. Χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς κινητοποιήσεις, χωρίς chain(s) και strings attached. Και θα την κάνω προς όλους όσοι μπορεί να διαβάζουν, “επαγγελματίες” ή μη, δημοσιογράφους ή εκ ψώνιου ορμώμενους, μπλογκεράδες ή μη. Κυρίως, όμως, θα την απευθύνω σε αυτούς που εργάζονται ήδη σε έντυπα ή στην τηλεόραση, σε ανθρώπους, δηλαδή, που γνωρίζουν να διαχειρίζονται (ή να δημιουργούν, εξίσου) την είδηση.

Αφού, λοιπόν, κύριοι το σύστημα δεν σας παίζει (για εμάς δεν το συζητώ), αφού σας απαξιώνει τόσο ώστε να μην τολμάτε να πείτε ότι είστε δημοσιογράφοι χωρίς να φοβάστε ότι ντομάτες και αυγά θα προσγειωθούν στο κεφάλι σας, αφού ένα επάγγελμα είναι, όπως και να το κάνουμε, το οποίο σας θρέφει, γιατί δεν τολμάτε; Να χαρίσετε στο αφεντικό σας μία ροχάλα περιοπής, να γράψετε για αυτά που θέλετε, όπως θέλετε, να χρησιμοποιήσετε τους συνδέσμους, τις γνωριμίες και τις γνώσεις σας με όποιον τρόπο θεωρείτε αποτελεσματικό για την κοινωνία κι όχι για τον εργοδότη/διαφημιστή, να διεκδικήσετε τέλος πάντων τον σεβασμό που θα έπρεπε να σας ανήκει και σας έχει αφαιρεθεί από μπάλες παγωτού, διαστημικά βότανα διαίτης και λοιπά διαφημιζόμενα προϊόντα; Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξετε μία κοινωνία δημοσιογράφων ηλεκτρονική, να δημοσιεύετε τα κείμενά σας, τα βίντεό σας και να δέχεστε τις απόψεις και τα σχόλια των αναγνωστών; Και μην με ρωτήσετε πώς θα ζείτε. Όπως ζείτε και τώρα. Από τις διαφημίσεις. Διαφημίσεις όχι ηθικότερες ή λιγότερο ακυρωτικές προς όσα γράφετε αλλά διαχειρίσιμες από εσάς, διαφημίσεις που δεν θα διακόπτουν την ροή ενός κειμένου ή μίας εκπομπής για να μας υπνωτίσουν να ανοίξουμε τα πορτοφόλια μας. Πρόταση, λοιπόν, κι όποιος τσιμπήσει. Ας ενωθούν άνθρωποι που γνωρίζουν το διαδίκτυο, άνθρωποι που γνωρίζουν από τεχνολογίες και παραγωγή, άνθρωποι που γνωρίζουν από γραφή, άνθρωποι που γνωρίζουν από ρεπορτάζ και κάθε άλλης καρυδιάς καρύδι κι ας επιδιώξουν μία ηλεκτρονική δημοσιογραφική σύμπραξη. Είναι εύκολο. Όσο εύκολο είναι κάθε πρωί να κάθεστε στην ίδια καρέκλα, στο τέλος του μήνα να πηγαίνετε στο ίδιο ΑΤΜ για την είσπραξη και στο τέλος της σύσκεψης να ακούτε “το θέλω έτσι, 1.500 λέξεις, μην αναφερθείς στον τάδε, είναι χορηγός”. Ίσως πιο εύκολο από όλα αυτά, αν αγαπάτε πιο πολύ αυτό που κάνετε από ό,τι τον τραπεζικό λογαριασμό που σάς έχει ανοίξει ο όμιλος.

Μέχρι να συμβούν όλα αυτά, μπορεί να στενοχωριέμαι για το σφάξιμο της “Θεματικής Βραδιάς” και του “Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα”, αλλά όχι και να συμμετέχω σε μπλογκική σταυροφορία διάσωσης του εξαίρετου Κούλογλου. Μπορεί να εξοργίζομαι με την Odeon, και κάθε άλλο πολυεθνικοδερβέναγα, αλλά όχι και να κρέμομαι κάθε εβδομάδα από τις σινεκριτικές μισθωτών κριτικών, συνδαιτημόνων μετά των PR, και λοιπών ακρωνύμων δηλωτικών ιδιοτήτων marketing. Μπορεί να συμφωνώ με τις απόψεις του κυρίου Βίδου, και διαφόρων άλλων δημοσιογράφων, αλλά όχι και να θεωρώ ότι στα γραπτά τους παίρνει μορφή η σύγχρονη ανάγκη για ξεσηκωμό -όσο επαναστατικά κι αν είναι.

Γιατί η επανάσταση θέλει και πράξεις. Καλός κι ο Σολωμός, αλλά χωρίς τους Μεσολογγίτες μάλλον σήμερα εθνικός ποιητής θα ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ (τον οποίον λατρεύω, προς αποφυγή εθνικιστικών παρεξηγήσεων). Και ναι, μπορεί το όνομα του Σολωμού να το ξέρουν όλοι ενώ του Αθανάσιου Ραζηκότσικα ούτε ο Μεσολογγίτης φούρναρης. Αλλά, εννοείται, στα μελλοντικά Μεσολόγγια Ραζηκότσικες θα πέσουν για να δώσουν την πολυτέλεια στους Σολωμούς να γίνουν αλκοόλες εθνικού -ή διεθνούς μιας και παγκοσμιοποιηθήκαμε- διαμετρήματος.