Monday 21 January 2008

Ουρανός

- Έχω τον επόμενο ακροατή στη γραμμή. Παρακαλώ;
- ...
- Μας ακούς;
- ... Ναι.
- Καλησπέρα, ή μάλλον... καλημέρα τέτοια ώρα. Πώς σε λένε;
- Αν απόψε δεν είχα σκοντάψει στη φωνή σου θα είχα πηδήξει.
- Τι εννοείς;
- Πάει καιρός που διαπέρασε το αυτί μου φωνή και κύλησε στο αίμα μου. Σήμερα σκόπευα να αυτοκτονήσω. Έτσι κι αλλιώς νεκρή...
- Σε παρακαλώ, δεν θέλω να λες τέτοια πράγματα. Ακούγεσαι πολύ μικρή, είναι κρίμα να τα βλέπεις όλα μαύρα.
- Δεν τα βλέπω μαύρα. Απλά δεν με νοιάζουν τα χρώματα... Αλλά, δεν έχει σημασία...Πήρα να σου πω ότι απόψε με ζέστανες.
- Μην κλείνεις. Πες μου τουλάχιστον το όνομά σου...
- Finitin.
- Finitin, υποσχέσου μου ότι και την άλλη Δευτέρα θα με πάρεις τηλέφωνο.
- Δεν μου αρέσουν οι υποσχέσεις. Αλλά, μην φοβάσαι, δεν θα πηδήξω. Αν αυτό είναι που θες να επιβεβαιώσεις... Δεν θα πηδήξω.
- Αυτό είναι καλό. Αλλά θέλω να σε ξανακούσω.
- Καληνύχτα.

Δυσκολευόταν πολύ να ξυπνήσει τα πρωινά. Τρεις ώρες ύπνου και μετά το μονότονο ξυπνητήρι κικίριζε άλλη μια μέρα που θα ξεκινούσε στο θρανίο της πρώτης σειράς. Ντυνόταν βιαστικά, ό,τι έβρισκε μπροστά της -όλα μαύρα- και κλείδωνε μηχανικά την πόρτα αφού είχε πρώτα ελέγξει ψυχαναγκαστικά δύο φορές τα μάτια της κουζίνας, από μία τις μπαλκονόπορτες και άλλες δύο τον θερμοσίφωνα. Βαρυγκομούσε με το σχολείο. Καλή μαθήτρια ήτανε, από τους άριστους που κάθε 28η Οκτωβρίου παίρνανε κέρασμα στη σχολική εορτή κι από έναν έπαινο. Δεν το καταλάβαινε, όμως. Βαριότανε, νύσταζε και αποκοιμιότανε ευθαρσώς στο πρώτο θρανίο. Οι καθηγητές της, φύσει ψυχοπονιάρηδες με αυτούς που όλοι οι άλλοι αποκαλούσαν “φυτά”, την χτυπούσαν ελαφρά στον ώμο περισσότερο σαν ένδειξη συμπαράστασης παρά σαν παρατήρηση. Κι εκείνη δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για το τι νόμιζαν. Την βόλευε κιόλας να νομίζουν ότι εξαντλείται από το πολύ διάβασμα. Πανελλήνιες στη δευτέρα λυκείου ήταν μία πειστική κατάσταση για τους άλλους.

Κι έπεφτε, βυθιζότανε σε ύπνο βαρύ, αυτόν των 40 λεπτών που σε στέλνει στα πιο βαθιά πηγάδια της ανυπαρξίας σου. Κι εκεί τον έβλεπε. Η φωνή έπαιρνε σχήμα, σχημάτιζε δέκα δάχτυλα ποδιών και δυο λεπτές γάμπες, μετά δυο μηρούς κοκαλιάρηδες και μια λεκάνη με δυο κόκαλα που προεξέχουν. Μετά μια κοιλιά σαν να την έχει πατήσει γουδοχέρι, δυο χέρια με φλέβες να πετάγονται και δάχτυλα μακριά καλάμια που λυγάνε από τον άνεμο. Και μετά ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο-φωνή. Μια άρπα. Μιλούσαν ήδη τρεις μήνες. Οι δύο πρώτοι ήταν στον αέρα. Την πρώτη Δευτέρα του είπε απλά πως την έσωσε. Την δεύτερη πως τον σκεφτόταν όλη την εβδομάδα. Την τρίτη συζήτησαν για το πρόβλημα μιας άλλης ακροάτριας. Την τέταρτη της είπε μικρά πράγματα για τη ζωή του. Πως του αρέσουν πολύ τα μακαρόνια με κέτσαπ, πως φτιάχνει τον φραπέ του σκέτο, πως κάθε πρωί πριν ξεκινήσει κάνει μπάνιο. Κι εκείνη το ανταπέδωσε. Δεν έχω κανέναν φίλο, του είπε, τίποτα δεν έχει νόημα, ξεχνάω συχνά να φάω, η μαμά μου δεν ξέρει τίποτα για αυτό σου μιλάω πάντα σιγά, στο σχολείο οι καθηγητές με έχουν για άριστη και οι συμμαθητές για φυτό αλλά εγώ δεν διαβάζω, έχω φασωθεί με άπειρους κι έχω κάνει πάνω από διακόσιες κοπάνες ήδη για φέτος αλλά επειδή τα είχα με τον απουσιολόγο και έχει φάει κόλλημα μου τις έχει χαρίσει σχεδόν όλες. Όχι, δεν θα μπορούσα να είμαι με έναν μόνο, βαριέμαι εύκολα και νιώθω μόνη μου. Της είπε πως αυτός ήταν πολύ διάσημος στο σχολείο αλλά ποτέ δεν ένιωσε άνετα με αυτό, ούτε το εκμεταλλεύτηκε, πως κι αυτός νιώθει μόνος πολλές φορές αλλά πως αυτή είναι μικρή κι έχει μυαλό -θα πρέπει να βρει και πώς να το ξεπερνάει. Κι ας άκουγε όλη η πόλη, οι φωνές τους ταξίδευαν μονάχες μέσα από σύρματα για να συναντηθούν κάπου πάνω από αυτήν. Λαμπερές, ζεστές, μόνες μαζί.

Τον τελευταίο μήνα τα λέγανε κάθε βράδυ από το τηλέφωνο. Μετά τις δώδεκα, να έχει κοιμηθεί η μαμά στα σίγουρα. Εκείνος στρίβοντας τσιγάρα και πίνοντας κόκα κόλα στο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνη βάζοντας το τηλέφωνο που είχε αγοράσει ένα πρωί μυστικά στην πρίζα κάτω από το γραφείο της και τραβώντας το καλώδιο μέχρι την ντουλάπα της. Κλεινότανε μέσα, ψιθύριζε -να μην ξυπνήσει η μαμά- κι ανάμεσα από παλτό και ξεσκισμένα μπλουτζήν ξετυλίγονταν ζωές και αναμνήσεις και όνειρα και θυμοί. Τρεις μήνες μετά της είπε να βρεθούν. Είσαι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, της είπε. Δέχτηκε. Θα την κάνω από το σχολείο μετά την δεύτερη ώρα, του είπε. Μόνο μην πάμε έξω για καφέ. Δεν μπορώ τον κόσμο, δεν ξέρω πώς να στήνομαι στις καφετέριες. Θέλω να έρθω σπίτι σου, να δω το τραπέζι που σβήνεις τα τσιγάρα σου όταν μιλάμε, να σε μυρίσω στο οξυγόνο σου, να κάτσω στο γραφείο που στοιβάζεις τις μουσικές σου. Εντάξει, ξέρεις πώς να έρθεις Νέα Ιωνία; Όχι. Θα πάρεις το τρένο, θα κατέβεις στον σταθμό και θα με πάρεις τηλέφωνο. Μένω τρία λεπτά από εκεί.

Δεν κοιμήθηκε. Έκανε μπάνιο στις τρεις, τρίφτηκε δυνατά να καθαρίσει, άνοιξε ένα αφρόλουτρο της μαμάς, ξύρισε τα πόδια της, έβγαλε κάτι τρίχες κάτω από τα φρύδια της, έκοψε τα νύχια της και πασαλείφτηκε με ένα μπόντυ λόσιον που της είχαν κάνει δώρο μήνες πριν και είχε παρατήσει στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Στις τεσσερισήμισι ακόμη έψαχνε τι να βάλει. Όχι το τζην, θα βάλω σίγουρα το γκρι το υφασμάτινο που κάνει τα πόδια μου να φαίνονται ψηλά, γαμώτο όλες οι μπλούζες μαύρες. Τρύπωσε ακροπατώντας στο δωμάτιο της μαμάς, άνοιξε το συρτάρι με τις μπλούζες, ψαχούλεψε, βρήκε μια άσπρη κολλητή, ναι, αυτή είναι καλή, θα κάνει και τη μέση μου να διαγράφεται, έκλεισε το συρτάρι αργά και γύρισε στο δωμάτιο. Κι από πάνω την μαύρη μου τη ζακέτα την κρουαζέ, και τα μαύρα μου τα σταράκια. Σκατά, μπάζο είμαι, θα το ακυρώσω. Όχι, δεν γίνεται. Δεν θέλω. Γαμώτο, θα με κοροϊδεύει, οπωσδήποτε αφού τον πάρω τηλέφωνο να θυμηθώ να βγάλω τα γυαλιά και να τα χώσω κάτω κάτω στην τσάντα.

Είσαι στο σταθμό; Ναι, φοράω σταράκια μαύρα, ένα γκρι παντελόνι... Εντάξει, εντάξει, (γελάει), θα σε καταλάβω. Βγάζει τα γυαλιά της, τα χώνει κάτω από την Αντιγόνη και τα Κείμενα, στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, μπρος πίσω πάνω στην λεπτή γραμμή στην άκρη, το στομάχι της κόμπος και ένα ενοχλητικό τρέμουλο στα δάχτυλα. Πρέπει να ηρεμήσω, θα γίνω ρεζίλι. Πάρκινσον στα δεκαπέντε μου γαμώ την πουτάνα μου! Στρίβει. Φοράει ένα ξεθωριασμένο τζην και τα μαλλιά του είναι φίδια πιασμένα σε κοτσίδα. Είσαι η Finitin; Ναι. Τον αγκαλιάζει. Αυτός κάτω από το πεζοδρόμιο, εκείνη στην άκρη του κι έχουν το ίδιο ύψος περίπου -της ρίχνει λίγο. Είναι ψηλός, τώρα ακούει την καρδιά μου που πάει σαν τρελή, έχω ήδη γίνει ρεζίλι. Την σφίγγει πάνω που πάει να τον αφήσει, το πηγούνι της ξεκουράζεται στον ώμο του, αναστενάζει.

Σ' αγαπώ.
Κι εγώ σ' αγαπώ.
Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Σ' α γ α π ώ.
Ναι, κι εγώ.
Ναι, αλλά εγώ θέλω να είμαστε μαζί.
Δεν γίνεται. Και πώς, δηλαδή; Αφού έχεις κοπέλα.
Δεν έχω τίποτα αν δεν είμαστε μαζί.
Θα σε κάνω δυστυχισμένο.
Δυστυχισμένος ήμουν όσο δεν σε ήξερα.
Μα... Μόλις χθες με γνώρισες από κοντά.
Σε ήξερα πάντα.

Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια;
Ναι. Θυμάσαι που σπαρταρούσες σαν ψάρι στην αγκαλιά μου και ντρεπόσουν να με κοιτάξεις στα μάτια;
Ναι... Και τώρα φεύγεις.
Δεν πάω και στην άκρη του κόσμου, τρεις ώρες είναι η Αγγλία.
Φεύγεις. Κι εσύ. Βγάζει τα γυαλιά της, η θάλασσα έχει αγριέψει και τα τζάμια δεν την συγκρατούν.

Τρία χρόνια απόρριψης. Ποιος απέρριψε ποιον; Εκείνη. Ναι... Όχι, όχι. Εκείνη τους έσωσε. Θα ήταν ένα ναυάγιο. Καλύτερα έτσι. Ελεύθεροι μαζί. Να περνάνε άλλοι από τα κρεβάτια τους, να μοιράζονται με άλλους τα Κυριακάτικα πρωινά, τα σφηνάκια στα μπαρ. Του το 'χε πει. Με όποιον κι αν ήταν, με όποια κι αν ήταν αυτοί είναι άλλο. Είναι πάνω από αυτά, η αγάπη δεν ζητά πασαπόρτια για το κρεβάτι ούτε επιβεβαίωση. Θα ήταν καταστροφή αυτή η σχέση. Η μαμά της θα τους διέλυε. Έπειτα, ήταν μικρή. Δεν μπορούσε να βγαίνει τα απογεύματα, δεν γινόταν να βλέπει κάποιον τα Σαββατοκύριακα. Θα τον κούραζε. Καλύτερα έτσι. Από όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο ξεγλιστρούσε κιόλας κάποια βράδια. Έλεγε πως θα βγει με συμφοιτητές της, η μαμά της χαιρότανε που ο μικρός της μισάνθρωπος κοινωνικοποιούταν λίγο και την άφηνε. Εκείνος έλεγε μια δικαιολογία στην “ακατονόμαστη”, μόνο έτσι μπορούσε να την λέει και να γελάει λίγο, και συναντιόνταν στη σοφίτα του. Κάθονταν στο στρώμα καταγής, είχε αρχίσει το κάπνισμα κι αυτή, την κορόιδευε, άντε μωρέ που μεγάλωσες κι εσύ για να καπνίζεις, έπιναν παγάκια μαυροδάφνης από ένα μπουκάλι που ξέχναγαν για ώρες στην κατάψυξη, άναβαν κεριά κι ονειρεύονταν. Κάποτε κάποτε την άγγιζε και της σήκωνε το πηγούνι. Πότε θα μάθεις να με κοιτάς; Δεν ξέρω. Την φίλαγε προς τα πάνω, να σηκώνει το κεφάλι της, κι όταν τα κατάφερνε κατέβαινε στο λαιμό της, τα δάχτυλά του ίσα που διαπερνούσαν την μπλούζα της, εκείνη έτρεμε πάλι σαν ψάρι, έσερνε τα δάχτυλά της που τρέκλιζαν σαν μεθύστακες στον καβάλο του και κυλιόντουσαν στο στρώμα.

Και τώρα, τρία χρόνια μετά φεύγει. Χωρίς να έχει μπει μέσ μου ούτε μία φορά... Έχω κάνει έρωτα μαζί σου χιλιάδες φορές της ψιθυρίζει στο αυτί. Τον πιο ωραίο, τον πιο άγριο, τον πιο τρυφερό, τον πιο θανατηφόρο έρωτα τον έχω κάνει με εσένα. Με καμία άλλη δεν έχω κάνει έρωτα. Ο έρωτας είναι στάση σκέφτεται αυτή. Όλες οι άλλες είναι περαστικές. Κλαίει, δεν θα σε ξαναδώ ποτέ. Δεν θα ξαναδώ τον έρωτα της ζωής μου, νιώθει μέσα της και το φράγμα σπάει, τα νερά ξεχύνονται ορμητικά, το αίμα παγώνει. Σσσσσσς. Ό,τι κι αν γίνει, και να χαθούμε, και να μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ... Στα ογδόντα μου αν βγαίνω ένα πρωί από το τρένο κι εσύ είσαι εκεί, στην άκρη στο πεζοδρόμιο ξέρω πως θα νιώσω όπως την πρώτη φορά που σε είδα. Όπου κι αν είμαι, όπως κι αν είμαι, ό,τι κι αν έχουμε γίνει. Ό,τι και να γίνει το ξέρω.

Μαζί σου θέλω να είμαι. Τέλειωσαν οι μαλακίες και οι δικαιολογίες.
Μα, αφού είμαστε με άλλους.
Δεν υπήρχαν ποτέ άλλοι.
Πώς το λες αυτό; Εσύ; Που έφυγες στην Αγγλία μαζί της. Που λείπεις δυο χρόνια τώρα και μένεις με μια άλλη...
Τελειώσαν αυτά. Τέρμα. Θέλω να είμαι μαζί σου κι αυτήν την φορά δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο και κανένας άλλος εκτός από εμάς.
Οι δυο μας;
Οι δυο μας.
Και χωρίς να βλέπουμε άλλους;
Μόνο οι δυο μας. Είμαι ερωτευμένος, το καταλαβαίνεις; Πέντε χρόνια στο φωνάζω. Γιατί δεν πιστεύεις σε εμάς; Θυμάσαι που σου έλεγα ότι κάποτε θα έρθω σε ένα άσπρο άλογο και θα σε πάρω από όλα αυτά, αρκεί να πιστεύεις στους ιππότες;
Θυμάμαι.
Έρχομαι μεθαύριο. Το αεροπλάνο είναι άσπρο. Πιστεύεις;
Πιστεύω.

Ό,τι κι αν γίνει εσύ είσαι πάνω από όλα για εμένα. Με κάνεις ευτυχισμένο.
Μπορεί η θάλασσα να κάνει κάποιον μόνο ευτυχισμένο;
Δεν με νοιάζουν οι φουρτούνες, όλα μου αρέσουν. Κι αυτά που δεν μου αρέσουν δεν φτάνουν την ομορφιά σου να την χαλάσουν, είναι απέραντη η ομορφιά μας.
Μα όλο σε πνίγω και σε χτυπάω με κύματα. Σε αγαπώ, δεν θέλω να σε σκοτώσω...
Δεν σε φοβάμαι, σε αγαπάω.
Τότε σε λένε Ουρανό.

(Στον Έναν)

23 comments:

Я верю в Сталина said...

Πρώτοι έρωτες
Μεγἀλοι έρωτες
Παντοτινοί έρωτες

Φράνσις said...

Γιατι μουτο κανεις αυτο μαργαριτουλι μου μάυτο το κείμενο γαμωτο; ΓΙΑΤΙ;;;;;;;; Μαργαριτουλι,σφαχτη ανεβασες.Σε λιγο ανεβαζω κιεγώ ένα κατάμαυρο.Ετσι, γιατι πρέπει.(Ο έρωτας είναι η χίμαιρα που καταφέρνουμε να καβαλήσουμε αν εχουμε θαρρος, θάρρος για να αφεθούμε στο πλασμα που ακουμπάει τις μυστικες μας πτυχές.)Για νεα πραγμα είμαι χαρουμενη σήμερα,που ειμαι ερωτευμένη.Αυτο.Οαλ τα λεει το κείμενο σου, ολα.Φιλι καλο μου.

Baby Lemonade said...

Χαίρομαι αληθινά που σε διαβάζω έτσι.

Κανένα σχόλιο δε θα αφήσω, ένα χαμόγελο μονάχα για τον Ουρανό σου που έχει κάτι απ' την ψυχή μου.

Καλή σου μέρα.

fish eye said...

μεγαααλοι ερωτες λεμε!!

Marina said...
This comment has been removed by the author.
Marina said...

Το ξαναγράφω
Εφηβικοί έρωτες που μένουν σαν τις πρώτες δαγκωνιές πάνω σε φράουλες. Πασαλείφτηκες απο το ζουμί και έσταξε στο σαγόνι σου..και ο καλός σου το έγλειψε μη σε λερώσει.
Οχι δεν ξεχνιούνται ποτέ τέτοιες στιγμές.

Pan said...

Καλησπέρα.

Σχεδόν έβλεπα τον ηλεκτρισμό να διαπερνά την οθόνη.

Anonymous said...

Το δώρο της αγάπης είναι ντροπαλό
δεν λέει πάντα τ ονομά του
πετάει στην σκιά απλώνοντας ένα ρίγος χαράς πάνω στη σκόνη
Προφτασέ το αλλιώς θα το χάσεις για πάντα

evaggelia

anyone said...

σαν γύψος,το τείχος
που ύψωσα μπροστά
απ΄την καρδιά μου
μπροστά απ'την ψυχή μου


για να μπορώ
να βλέπω μόνο εγώ
για να μπορώ να παίζω
με τους δικούς μου όρους


και όμως εσύ
έτσι θρασύτατα
το τρυπάς με το δάχτυλο σου


όσο εσύ θα γράφεις.
.
.εγώ θα πιστεύω




ΣΕ ΜΙΣΩ
ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ


φιλιά.....

Unknown said...

Σκέφτηκα να σου στείλω mail, να σου πω τι έγινε εντός μου, τι προξένησες, απόψε, 2 και 32, μετά από αυτό, την ώρα που, καθώς ένα τσιγάρο, ενόσω το...μπα δεν θα το καταφέρω...κι όχι τίποτ' άλλο, θα φαίνεται μια φριχτή κατασκευή λέξεων "πονεμένης" συνδρομής.

Κορίτσι μου...δεν σου 'στειλα γράμμα τελικά. Δημόσια, ξέρω γω, καλύτερα. Ξέρω γω....;

Τούτο δω, πως να στο πω, ένα ταρακούνημα είναι. Για μένα που το διαβάζω, για τον εγκέλαδο που ανασκούμπησε.

Γελοίο μου φαινόταν ν' αφήσω "σχόλιο". Τελικά έμεινα μ' αυτό....

νατασσΆκι said...

από χθες το είδα..
και δεν έβρισκα λόγια - κι ακόμα δεν

υπέροχο, μαργαριτούλα
:)

Anonymous said...

chapeau bas!

τι ταλέντο και βλακείες.
άμα ΝΙΩΘΕΙΣ, δεν χρειάζεσαι ταλέντο. είσαι πανω από αυτό.

patsiouri said...

Πω πω ρε μαργαριτάκι....
Γιατί μου φαίνεται πως το'χουμε ζήσει όλοι μας???

Zaphod said...

!!!!!!!


love&kisses
zaphod

ladybug said...

Πω, πω...υπέροχο.

Φιλί.

Anonymous said...

Σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο επαφής, έτσι;

Έχεις αφήσει αλμύρα στο στόμα και στα μαλλιά μας κορίτσι μου...

Unknown said...

γλυκά παγάκια μαυροπικροδαφνης

Maria Mikro Analogo said...

Βρε τι έγραψες πάλι... Φιλάκια! :D

ritsmas said...

Κι εγώ η γραία συγκινήθηκα μικρό μου

tzotza said...

οκ...
και ελεγα πως σημερα ειμαι 'καλα' και δεν εριξα κανενα δακρυ αλλα παει και αυτο...αυριο τωρα να δουμε...
αχ μαργαριτα μου γλυκια...
τι να πω τωρα...με εχεις κανει ενα με το πατωμα...
τι υπεροχο γραπτο...
υπεροχο..
ειμαι speechless..δωσε μου κανενα αλλο χαρτομαντιλο καλε...

σε φιλω φιλεναδα μου γλυκια!!
:)

Sally Finkenstein said...

Περιττό να σου πω κι εγώ πόσο πολύ μου άρεσε.
Βλέπεις αυτός ο κόμπος στο στομάχι, που λες, και αυτό το τρέμουλο, πόσο ενοχλητικά είναι όταν τα αισθανόμαστε και πόσο πολύ μας λείπουν όταν δεν...

Βλέπω είναι αφιερωμένο το κείμενο!
Όμορφα!
Καληνύχτα ID
Όνειρα γλυκά,
με πολλά φιλιά!

industrialdaisies said...

@
Dimosthenis s.
Auburn Kate
Baby Lemonade
Φεγγαραγκαλιές
Marina
Pan
Evaggelia
Anyone
Ilias Dimopoulos
Νατασσάκι
Krotkaya
Patsiouri
Zaphod
Ladybug
Mpampakis
Narita
Maria
Ritsmas
Tzotza
Sally Finkenstein:

Είναι δύσκολο να απαντήσω στον καθένα ξεχωριστά, απλά γιατί είναι κάτι πολύ προσωπικό που το έβγαλα λίγο πιο έξω και χωρίς να το περιμένω άγγιξε πολλούς από εσάς. Σας ευχαριστώ που είστε εδώ, που καταλαβαινόμαστε, που μοιραζόμαστε και που ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες –έτσι σε πείσμα αυτής της «εθνικής μελαγχολίας» που μας έχει πιάσει... Σας ευχαριστώ πολύ όλους. Κι εύχομαι πάντα να είμαστε τόσο γεμάτοι εντός μας κι όχι απλά να υπάρχουμε δίπλα στους άλλους ανθρώπους.

VKP said...

τι να πω κι εγώ; σε ευχαριστώ

Όσο οι καρδιές αυτών που γράφουν ελληνικά χτυπούν έτσι παθιασμένα, τότε χαίρομαι που ζω και υπάρχω εδώ. Η εθνική μελαγχολία είναι ένα κατασκεύασμα, η γλώσσα μας και αυτά που μπορεί να εκφράσει μια αλήθεια παντοτινή.