Tuesday, 16 December 2008
Monday, 8 December 2008
Πρόοδος
Sunday, 13 July 2008
Ο Θεός είναι μετανάστης (συνέντευξη με τον Yotuel Romero των Orishas)
Νοέμβριος του 2004. Ασφυκτιώ μέσα στο μάλλινο ζιβάγκο μου και τα 20 τετραγωνικά του αγγλικού apartment. Οι αποδράσεις μου έχουν τετράγωνο σχήμα και διπλά τζάμια. Έτσι μόνο αποδράς στην Βρετανία, μέσα από παράθυρα φτιαγμένα να σε κρατάνε εντός αλλά να σε κάνουν να ονειρεύεσαι εκτός. Στο Coundon βρέχει στάλες απελπισίας. Στην Gosford Street η ιτιά τινάζει τις σταγόνες από πάνω της, μία κάμερα καταγράφει έναν σκίουρο που διασχίζει τον δρόμο τρέχοντας και μία Jaguar παρκάρει στη συνηθισμένη της θέση. Στο κλειστοφοβικό apartment μονομιάς βγαίνει ήλιος. Βρίσκομαι στο καταφύγιό μου στην Κέρκυρα, στην παραλία των τριών χιλιομέτρων και του κανενός ανθρώπου, φυσάει μαΐστρος κι εγώ ακούω το «Mujer» των Orishas. God save BBC2. Η συνέχεια της απόδρασης εξαρτάται από το bandwidth. «Download complete in 1' και 40”». Ο Βραζιλιάνος Menezes δολοφονείται εν ψυχρώ από τις βρετανικές αρχές γιατί μοιάζει με βομβιστή, ο Tony υπερασπίζεται το δικαίωμα των Βρετανών να διατηρούν την βρετανική σημαία ψηλά, αμόλυντη από προσμίξεις ανεπιθύμητων μεταναστών, και στο σκληρό μου δίσκο το «Emigrante» φορτώνει ξανά και ξανά, διαχέεται από το τύμπανο στις φλέβες μου. No te preocupes, αδελφέ, είμαστε όλοι emigrantes στον κόσμο τούτο...
9 Ιουλίου του 2008. Ιδρώνω κάτω από ένα άρρωστο πεύκο, ανοίγω το χαρτιά μου, δοκιμάζω αν το στυλό μου γράφει και τσεκάρω για έβδομη φορά ότι το κινητό μου έχει φουλ σήμα. Δεν θέλω να την κάνω αυτήν την συνέντευξη. Όχι έτσι. Στο μυαλό μου ο Yotuel κι εγώ καθόμαστε στην παραλία στην Κέρκυρα, του δείχνω τους πελαργούς που βουτάνε νωχελικά τα κεφάλια τους στα νερά της λίμνης πίσω μας, κατεβάζουμε λαίμαργα γουλιές παγωμένης τσιτσιμπύρας και συζητάμε μέχρι ο ήλιος να βουτήξει μπροστά στα μάτια μας. «Ms I.D.? Are you ready for the interview?» Απαντάω ναι, βγάζω το καπάκι από το στυλό και νιώθω το στομάχι μου να γίνεται χίλια κομμάτια στο σώμα μου. «You have got twenty minutes.» «Twenty να είναι οι ώρες σου», ανταποδίδω εσωτερικά.
«Hola! Soy Industrial Daisies pero no hablo espanol», δηλώνω αντιφατικά στον Yotuel. «No problem, how are you?», μου απαντάει σε μια γλώσσα που μοιάζει με αγγλικά αλλά δεν παίρνω και όρκο. Ξοδεύουμε τα πρώτα λεπτά απολογούμενοι για την γλωσσική μας ανεπάρκεια, προσαρμοζόμαστε ο ένας στην προφορά του άλλου. Ο Yotuel είναι στην Μαδρίτη κι εγώ στην Αθήνα. Μας χωρίζουν 2.500 χιλιόμετρα και μας ενώνει η μουσική. Σε λίγες ημέρες οι Orishas θα παίζουν την μουσική τους λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι μου κι από κάτω ο κόσμος θα ραπάρει, θα χορεύει salsa, θα τραγουδά, θα υψώνει γροθιές... Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τον προηγούμενο δίσκο των Orishas, «El kilo». «Στον δρόμο τα περάσαμε αυτά τα χρόνια. Παίξαμε σε όλη την Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία...» Ψάχνει να θυμηθεί συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένα πρόσωπα, σαν να προσπαθεί να ξετυλίξει τον μίτο που θα τον ταξιδέψει σε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια και θα τον φέρει στο σήμερα ακέραιο. Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που οι Orishas μετακόμισαν στην Ευρώπη. Πρώτα στο Παρίσι, ύστερα ο Yotuel στην Μαδρίτη, ο Ruzzo στο Μιλάνο, ο Roldan στο Παρίσι. Θα είναι σίγουρα από αυτά τα συγκροτήματα που στέλνουν samples ο ένας στον άλλο και γράφουν τη μουσική τους στο internet, σκέφτομαι. «Πάντα ανυπομονούμε να βρεθούμε όλοι μαζί και να αυτοσχεδιάσουμε, να γράψουμε καινούρια κομμάτια. Μαζευόμαστε στο σπίτι μου στην Μαδρίτη που είναι και στούντιο, και γράφουμε. Ο τελευταίος μας δίσκος, το Cosita Buena, γράφτηκε σε αυτό το στούντιο.» Τον ρωτάω αν η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένας δρόμος που περπατάς μόνος σου. Μου απαντάει, με τον αυθορμητισμό μικρού παιδιού, πως για τους Orishas δεν είναι έτσι, πως ο καθένας μπορεί να γράφει τη μουσική του στο σπίτι του αλλά όλοι ζουν για τη στιγμή που θα πιάσουν τις καρέκλες τους στο στούντιο και θα αρχίσουν να χτίζουν τα κομμάτια τους. «Γράφουμε μουσική πρώτα για τους εαυτούς μας. Θέλουμε τα κομμάτια να ευχαριστούν εμάς, να μας κάνουν να νιώθουμε ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Μετά μπορούμε να τα μοιραστούμε με τον κόσμο στις συναυλίες, είναι το ωραιότερο συναίσθημα.» Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου το 1999 πέρασαν δύο χρόνια σε αεροδρόμια, αυτοκίνητα και λεωφορεία. Στο μυαλό μου έρχεται το Buena Vista Social Club, βραδιές βουτηγμένες στον καπνό και το ρούμι στην Marianao, ιδρωμένα κορμιά να χορεύουν salsa και μουσικοί που κατέρριπταν κάθε έννοια εμπάργκο στέλνοντας την κουβανική μουσική στα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Μόνο που οι Orishas το κάνουν αυτό παρέα με μουσικούς από όλον τον κόσμο, παίζουν μαζί με τους Deftones ή τους Tool, ξεσηκώνουν πλήθη που λίγο πριν χτυπιόνταν με τα ηλεκτρικά κύματα που έστελνε ο Iggy από σκηνής.
7 Ιουλίου 2008. Στα χέρια μου φτάνει το καινούριο cd τους, «Cosita Buena». Το ακούω ολόκληρο για πρώτη φορά ανεβοκατεβαίνοντας την Αττική Οδό. Η άμμος κολλάει στις πατούσες μου, ένα μπαρ από καλάμια σερβίρει ρούμι και μπανάνες. Αυτό είναι οι Orishas για εμένα, η πιο μελωδική μέθοδος διακτινισμού. Από την αρχή έτσι επιδρούσαν πάνω μου. Η μουσική τους κουβαλά πάντα την Κούβα, τα λικνίσματα και τον ιδρώτα των latinos. Και ξαφνικά όλα αυτά μπλέκονται με το hip hop, σπάνε τα εμπάργκο των αποστειρωμένων πολιτικών χειρουργείων και θριαμβεύουν. Όχι το φτηνό hip hop που ξεπηδά από studios με κόκκινα χαλιά στο L.A.· ούτε αυτό που βασίζεται στην εικόνα γυμνών οπισθίων μαύρων καλλονών και χρυσών αλυσίδων στον λαιμό απόκληρων παιδιών των γκέτο που πιάσαν την καλή. Ένα hip hop ξεσηκωτικό, συνδεδεμένο ακόμα με τις ρίζες του στον κοινωνικό αποκλεισμό και την βροντερή διαμαρτυρία. Ο Fellini κάποτε έγραψε πως ο καλλιτέχνης είναι σαν το δέντρο· μπορεί να μεγαλώσει και να ανθίσει μόνο εκεί που είναι οι ρίζες του. Με όλον τον σεβασμό, Federico, οι Orishas σου έβαλαν τα γυαλιά. Το πρώτο τους single από τον καινούριο τους δίσκο, «Bruja», μεταφράζεται σε ένα videoclip παρωδία των spaghetti westerns και των «σκονισμένων» ταινιών του Ταραντίνο. Πρωταγωνίστρια η Rossy de Palma, αυτή η «γκουερνική» φυσιογνωμία που έδωσε μορφή στις οπτασίες του Αλμοδόβαρ. «Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την Rossy;», ρωτάω δηλώνοντας ταυτόχρονα τον θαυμασμό μου για αυτήν. «Α, είναι καταπληκτική ιστορία! Δεν την γνωρίζαμε την Rossy μέχρι που ο σκηνοθέτης πρότεινε να συνεργαστούμε μαζί της για το videoclip. Της τηλεφωνήσαμε, λοιπόν, και η απάντησή της ήταν «Yes, yes, yes!!! I love you guys!». Ήταν φαν της μουσικής μας εδώ και χρόνια! Περάσαμε καταπληκτικά στα γυρίσματα, η Rossy είναι υπέροχη.»
Του εξομολογούμαι πώς έτυχε και τους πρωτοάκουσα, emigrante στην Αγγλία, εκείνο τον βροχερό Νοέμβριο του 2004, νωτισμένη από βροχή και νοσταλγία, πως η μουσική τους με έκανε να νιώθω αισιόδοξη μέσα από τα κύματα οργής και μελαγχολίας που έστελνε κι ας μην καταλάβαινα γρι. Η συνομιλία μας αποκτά άλλον βαθμό οικειότητας. «Και για εμάς τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Βρεθήκαμε στο Παρίσι, έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από αυτό που ξέραμε έως τότε, να μην ξέρουμε λέξη γαλλικά, αβέβαιοι για το μέλλον. Νιώθαμε ακριβώς όπως κι εσύ. Κι όλα αυτά βγήκαν στο Emigrante.» Τώρα πια πώς νιώθουν οι Orishas; «Μόνο χαρούμενοι θα μπορούσαμε να νιώθουμε. Κάνουμε τη μουσική που μας αρέσει, καταφέραμε να φτάσει αυτή στο κοινό και αλωνίζουμε τον κόσμο κάνοντας live εμφανίσεις όπου όλοι περνάμε καταπληκτικά. Δεν έχει σημασία αν μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα ή αν οι καλλιτέχνες με τους οποίους εμφανίζεσαι παίζουν το ίδιο στυλ μουσικής με εσένα. Η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα. Γιατί ο κόσμος, τελικά, πάει στις συναυλίες για να περάσει καλά. Να πιει τις μπύρες με τους φίλους του ακούγοντας την μουσική που γουστάρει, να χορέψει, να ξεχάσει όσα τον στενοχωρούν και απλά να περάσει καλά.» Κι έτσι οι Orishas, δέκα χρόνια τώρα, γυρίζουν, ξυπνούν σε διαφορετικά δωμάτια, δοκιμάζουν πιάτα του «δυτικού κόσμου» που ως πιτσιρίκια στην Κούβα του Κάστρο δεν φαντάζονταν ποτέ, χορεύουν και τραγουδάνε μπροστά στους ενοίκους πύργων της Βαβέλ που καταλήγουν να μιλούν την ίδια γλώσσα.
Πώς είναι άραγε να είσαι νομάδας του «πολιτισμένου» κόσμου, να αφήνεις τους χωματόδρομους της Αβάνας για τις αχανείς calles της Μαδρίτης; Δεν σου λείπει ποτέ η αλάνα που μεγάλωσες, οι δικοί σου που συνεχίζουν στις τροχιές τους μακριά από εσένα, το σπίτι που έχει ακόμα το άρωμα της εφηβείας σου; «Προσπαθώ να επιστρέφω τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι...» Δεν ξέρω πώς λέγεται ο «νόστος» στα ισπανικά, Yotuel, ξέρω όμως πώς είναι να γυρίζεις σε μία χώρα-μάνα τώρα ξένη, αλλαγμένη όπως η Πηνελόπη όταν την πρωτοαντίκρυσε ο Οδυσσέας ανάμεσα στους μνηστήρες -όχι δικιά σου πια. «Δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει πολλά στην Κούβα από τότε που έφυγα», μου απαντάει διστακτικά. «Ναι, αλλά ο Fidel αποσύρθηκε μετά από μισό αιώνα! Αυτό δεν είναι μία τεράστια αλλαγή από μόνο του;» «Ξέρεις, ο κόσμος νομίζει ότι Κούβα είναι ο Fidel. Όμως, οι Κουβανοί είναι αυτοί που είναι ανεξάρτητα από αυτόν. Ευγενικοί, ευαισθητοποιημένοι και ανήσυχοι... ξέρεις... Communistas... Κι αυτό δεν αλλάζει επειδή ο Fidel έφυγε.» Εγώ επιμένω. Θέλω να ακούσω ότι κάτι αλλάζει στην Λατινική Αμερική, ότι αυτή η υπόσχεση που κρύβεται στο αιώνιο βλέμμα του Τσε αρχίζει να εξαργυρώνεται. Ρίχνω στην συζήτηση τα βαριά χαρτιά μου. Τον Τσάβες, τον Μοράλες, τον Κορέα... «Εγώ συνεχίζω να βλέπω ότι καταφτάνουν στην Ισπανία μιλούνια πρόσφυγες από το Εκουαδόρ, την Χιλή, την Βενεζουέλα, την Κούβα... Γιατί στην χώρα τους πεινάνε, δεν έχουν δουλειές, δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη... Μέχρι να αλλάξει αυτό τίποτε δεν αλλάζει ουσιαστικά. Οι αλλαγές θέλουν χρόνο. Αλλά για να είναι αλλαγές πρέπει κυρίως να απεικονίζονται στο βιοτικό επίπεδο των λαών, όχι στα ονόματα των προέδρων μόνο.» Κατάλαβα, Yotuel, ο Τσάβες είναι ό,τι πρέπει για χολιγουντιανό σενάριο με πλοκή που κόβει την ανάσα και γκάνγκστερ που κινούνται υπογείως, αλλά το καθημερινό σενάριο της Λατινικής Αμερικής είναι το ίδιο δεκαετίες τώρα.
Orishas, κατά την αφρικανική παράδοση, είναι τα πνεύματα που απεικονίζουν τα διαφορετικά πρόσωπα του Olodumare (Θεός). Δραπέτευσαν από την Αφρική μαζί με τους σκλάβους στα αμπάρια των πλοίων που έφταναν στην Αμερική αιώνες πριν. Για τον δυτικό, προσκολλημένο στην επιστήμη, άθεο άνθρωπο είναι άλλος ένας μαγευτικός θρύλος. «Τι είναι Θεός για εσένα, Yotuel;» Περίμενα να μου πει ότι μπορεί να είναι τα πάντα, ότι είναι οι ρίζες μας, ότι είναι ό,τι μας κάνει να ελπίζουμε· όλα αυτά, δηλαδή, που εφευρίσκει ο δυτικός άθεος επιστήμονας για να αιτιολογήσει κοινωνικά την πίστη του. Παίρνει βαθιά ανάσα, αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα, χάνω τα μισά όπου μιλά γρήγορα ή το τηλέφωνο κάνει διακοπές. Αλλά μου τα λέει έτσι όλα αυτά, μπουρδουκλωμένα, αφημένος στον ρυθμό του συνειρμού που δεν θέλω να τα σιάξω για να διαβάζονται λογικά και εύκολα. «Οι άνθρωποι δίνουν διαφορετικά ονόματα στον Θεό. Για κάποιους είναι Orishas, για εσάς Jesus, για κάποιους άλλους Βούδας. Και ολοένα και περισσότερος κόσμος νιώθει πιεσμένος, απογοητεύεται, περικυκλώνεται από δυσάρεστες καταστάσεις. Και τότε στρεφόμαστε στο Θεό, αναρωτιόμαστε πού είναι, γιατί δεν κάνει κάτι, τι έχει να απαντήσει σε όλη αυτήν τη δυστυχία που βλέπουμε γύρω μας... Είδες τι γίνεται με το Νταρφούρ, το Θιβέτ, σε κάθε μήκος και πλάτος της γης παράλληλες ιστορίες δυστυχίας και εκμετάλλευσης... Νιώθουμε ότι τον χρειαζόμαστε, ότι μπορεί να μας λύσει όλα τα προβλήματα... Δεν ξέρω να σου πω αν υπάρχει όπως εμείς τον φανταζόμαστε, ή αν λέγεται έτσι. Ξέρω, όμως, σίγουρα ένα πράγμα. Ότι οι κυβερνήσεις που παρουσιάζονται ως Θεοί δεν είναι. Η κυβέρνηση δεν είναι ο θεός. Γιατί ο Θεός, αν υπάρχει -κι ό,τι κι αν είναι, πάνω από όλα αγαπάει τα δημιουργήματά του. Αγαπάει τους ανθρώπους. Βλέπεις, λοιπόν, ότι οι κυβερνήσεις, όλοι αυτοί με την εξουσία στα χέρια τους, δεν είναι θεοί. Δεν είναι καν άνθρωποι. Όπως με αυτόν τον καινούριο, γαμημένο, νόμο για την μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ε, όχι, δεν είναι άνθρωποι αυτοί!».
14 Ιουλίου 2008. Κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό οι Orishas, για άλλη μία φορά, θα ενωθούν με το κοινό τους. Που θα λικνίζεται όπως όπως στους κουβανικούς ρυθμούς τους, που θα πίνει την μπύρα του ζητώντας το αγαπημένο του κομμάτι, που θα καταλαβαίνει τα πάντα κι ας μην μιλάει ισπανικά, που δεν θα νοιάζεται να καταλάβει τίποτα γιατί απλά θα περνάει καλά. Την ίδια στιγμή στα σύνορα ξυπόλητοι λαθρομετανάστες θα γδέρνουν τα πόδια τους και δεν θα βγάζουν κιχ για να μην τους αντιληφθούν οι συνοριοφύλακες, σάπιες μαούνες θα αναποδογυρίζουν στα νερά του Αιγαίου, ορφανά θα καταλήγουν σε καταυλισμούς χωρίς νερό μέχρι να απελαθούν από ένστολους. Emigrante, αδερφέ, θα πει θύμα του πολιτισμένου κόσμου. Δηλαδή δικό μου θύμα, δικό σου, δικό μας.
Οι Orishas θα εμφανιστούν μαζί με τον Αργεντίνο Federico Aubele στο θέατρο Λυκαβηττού στις 14 Ιουλίου.
9 Ιουλίου του 2008. Ιδρώνω κάτω από ένα άρρωστο πεύκο, ανοίγω το χαρτιά μου, δοκιμάζω αν το στυλό μου γράφει και τσεκάρω για έβδομη φορά ότι το κινητό μου έχει φουλ σήμα. Δεν θέλω να την κάνω αυτήν την συνέντευξη. Όχι έτσι. Στο μυαλό μου ο Yotuel κι εγώ καθόμαστε στην παραλία στην Κέρκυρα, του δείχνω τους πελαργούς που βουτάνε νωχελικά τα κεφάλια τους στα νερά της λίμνης πίσω μας, κατεβάζουμε λαίμαργα γουλιές παγωμένης τσιτσιμπύρας και συζητάμε μέχρι ο ήλιος να βουτήξει μπροστά στα μάτια μας. «Ms I.D.? Are you ready for the interview?» Απαντάω ναι, βγάζω το καπάκι από το στυλό και νιώθω το στομάχι μου να γίνεται χίλια κομμάτια στο σώμα μου. «You have got twenty minutes.» «Twenty να είναι οι ώρες σου», ανταποδίδω εσωτερικά.
«Hola! Soy Industrial Daisies pero no hablo espanol», δηλώνω αντιφατικά στον Yotuel. «No problem, how are you?», μου απαντάει σε μια γλώσσα που μοιάζει με αγγλικά αλλά δεν παίρνω και όρκο. Ξοδεύουμε τα πρώτα λεπτά απολογούμενοι για την γλωσσική μας ανεπάρκεια, προσαρμοζόμαστε ο ένας στην προφορά του άλλου. Ο Yotuel είναι στην Μαδρίτη κι εγώ στην Αθήνα. Μας χωρίζουν 2.500 χιλιόμετρα και μας ενώνει η μουσική. Σε λίγες ημέρες οι Orishas θα παίζουν την μουσική τους λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι μου κι από κάτω ο κόσμος θα ραπάρει, θα χορεύει salsa, θα τραγουδά, θα υψώνει γροθιές... Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια από τον προηγούμενο δίσκο των Orishas, «El kilo». «Στον δρόμο τα περάσαμε αυτά τα χρόνια. Παίξαμε σε όλη την Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία...» Ψάχνει να θυμηθεί συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένα πρόσωπα, σαν να προσπαθεί να ξετυλίξει τον μίτο που θα τον ταξιδέψει σε αυτά τα τρία τελευταία χρόνια και θα τον φέρει στο σήμερα ακέραιο. Πάνε σχεδόν δέκα χρόνια από τότε που οι Orishas μετακόμισαν στην Ευρώπη. Πρώτα στο Παρίσι, ύστερα ο Yotuel στην Μαδρίτη, ο Ruzzo στο Μιλάνο, ο Roldan στο Παρίσι. Θα είναι σίγουρα από αυτά τα συγκροτήματα που στέλνουν samples ο ένας στον άλλο και γράφουν τη μουσική τους στο internet, σκέφτομαι. «Πάντα ανυπομονούμε να βρεθούμε όλοι μαζί και να αυτοσχεδιάσουμε, να γράψουμε καινούρια κομμάτια. Μαζευόμαστε στο σπίτι μου στην Μαδρίτη που είναι και στούντιο, και γράφουμε. Ο τελευταίος μας δίσκος, το Cosita Buena, γράφτηκε σε αυτό το στούντιο.» Τον ρωτάω αν η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένας δρόμος που περπατάς μόνος σου. Μου απαντάει, με τον αυθορμητισμό μικρού παιδιού, πως για τους Orishas δεν είναι έτσι, πως ο καθένας μπορεί να γράφει τη μουσική του στο σπίτι του αλλά όλοι ζουν για τη στιγμή που θα πιάσουν τις καρέκλες τους στο στούντιο και θα αρχίσουν να χτίζουν τα κομμάτια τους. «Γράφουμε μουσική πρώτα για τους εαυτούς μας. Θέλουμε τα κομμάτια να ευχαριστούν εμάς, να μας κάνουν να νιώθουμε ότι κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Μετά μπορούμε να τα μοιραστούμε με τον κόσμο στις συναυλίες, είναι το ωραιότερο συναίσθημα.» Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου το 1999 πέρασαν δύο χρόνια σε αεροδρόμια, αυτοκίνητα και λεωφορεία. Στο μυαλό μου έρχεται το Buena Vista Social Club, βραδιές βουτηγμένες στον καπνό και το ρούμι στην Marianao, ιδρωμένα κορμιά να χορεύουν salsa και μουσικοί που κατέρριπταν κάθε έννοια εμπάργκο στέλνοντας την κουβανική μουσική στα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Μόνο που οι Orishas το κάνουν αυτό παρέα με μουσικούς από όλον τον κόσμο, παίζουν μαζί με τους Deftones ή τους Tool, ξεσηκώνουν πλήθη που λίγο πριν χτυπιόνταν με τα ηλεκτρικά κύματα που έστελνε ο Iggy από σκηνής.
7 Ιουλίου 2008. Στα χέρια μου φτάνει το καινούριο cd τους, «Cosita Buena». Το ακούω ολόκληρο για πρώτη φορά ανεβοκατεβαίνοντας την Αττική Οδό. Η άμμος κολλάει στις πατούσες μου, ένα μπαρ από καλάμια σερβίρει ρούμι και μπανάνες. Αυτό είναι οι Orishas για εμένα, η πιο μελωδική μέθοδος διακτινισμού. Από την αρχή έτσι επιδρούσαν πάνω μου. Η μουσική τους κουβαλά πάντα την Κούβα, τα λικνίσματα και τον ιδρώτα των latinos. Και ξαφνικά όλα αυτά μπλέκονται με το hip hop, σπάνε τα εμπάργκο των αποστειρωμένων πολιτικών χειρουργείων και θριαμβεύουν. Όχι το φτηνό hip hop που ξεπηδά από studios με κόκκινα χαλιά στο L.A.· ούτε αυτό που βασίζεται στην εικόνα γυμνών οπισθίων μαύρων καλλονών και χρυσών αλυσίδων στον λαιμό απόκληρων παιδιών των γκέτο που πιάσαν την καλή. Ένα hip hop ξεσηκωτικό, συνδεδεμένο ακόμα με τις ρίζες του στον κοινωνικό αποκλεισμό και την βροντερή διαμαρτυρία. Ο Fellini κάποτε έγραψε πως ο καλλιτέχνης είναι σαν το δέντρο· μπορεί να μεγαλώσει και να ανθίσει μόνο εκεί που είναι οι ρίζες του. Με όλον τον σεβασμό, Federico, οι Orishas σου έβαλαν τα γυαλιά. Το πρώτο τους single από τον καινούριο τους δίσκο, «Bruja», μεταφράζεται σε ένα videoclip παρωδία των spaghetti westerns και των «σκονισμένων» ταινιών του Ταραντίνο. Πρωταγωνίστρια η Rossy de Palma, αυτή η «γκουερνική» φυσιογνωμία που έδωσε μορφή στις οπτασίες του Αλμοδόβαρ. «Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την Rossy;», ρωτάω δηλώνοντας ταυτόχρονα τον θαυμασμό μου για αυτήν. «Α, είναι καταπληκτική ιστορία! Δεν την γνωρίζαμε την Rossy μέχρι που ο σκηνοθέτης πρότεινε να συνεργαστούμε μαζί της για το videoclip. Της τηλεφωνήσαμε, λοιπόν, και η απάντησή της ήταν «Yes, yes, yes!!! I love you guys!». Ήταν φαν της μουσικής μας εδώ και χρόνια! Περάσαμε καταπληκτικά στα γυρίσματα, η Rossy είναι υπέροχη.»
Του εξομολογούμαι πώς έτυχε και τους πρωτοάκουσα, emigrante στην Αγγλία, εκείνο τον βροχερό Νοέμβριο του 2004, νωτισμένη από βροχή και νοσταλγία, πως η μουσική τους με έκανε να νιώθω αισιόδοξη μέσα από τα κύματα οργής και μελαγχολίας που έστελνε κι ας μην καταλάβαινα γρι. Η συνομιλία μας αποκτά άλλον βαθμό οικειότητας. «Και για εμάς τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Βρεθήκαμε στο Παρίσι, έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από αυτό που ξέραμε έως τότε, να μην ξέρουμε λέξη γαλλικά, αβέβαιοι για το μέλλον. Νιώθαμε ακριβώς όπως κι εσύ. Κι όλα αυτά βγήκαν στο Emigrante.» Τώρα πια πώς νιώθουν οι Orishas; «Μόνο χαρούμενοι θα μπορούσαμε να νιώθουμε. Κάνουμε τη μουσική που μας αρέσει, καταφέραμε να φτάσει αυτή στο κοινό και αλωνίζουμε τον κόσμο κάνοντας live εμφανίσεις όπου όλοι περνάμε καταπληκτικά. Δεν έχει σημασία αν μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα ή αν οι καλλιτέχνες με τους οποίους εμφανίζεσαι παίζουν το ίδιο στυλ μουσικής με εσένα. Η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα. Γιατί ο κόσμος, τελικά, πάει στις συναυλίες για να περάσει καλά. Να πιει τις μπύρες με τους φίλους του ακούγοντας την μουσική που γουστάρει, να χορέψει, να ξεχάσει όσα τον στενοχωρούν και απλά να περάσει καλά.» Κι έτσι οι Orishas, δέκα χρόνια τώρα, γυρίζουν, ξυπνούν σε διαφορετικά δωμάτια, δοκιμάζουν πιάτα του «δυτικού κόσμου» που ως πιτσιρίκια στην Κούβα του Κάστρο δεν φαντάζονταν ποτέ, χορεύουν και τραγουδάνε μπροστά στους ενοίκους πύργων της Βαβέλ που καταλήγουν να μιλούν την ίδια γλώσσα.
Πώς είναι άραγε να είσαι νομάδας του «πολιτισμένου» κόσμου, να αφήνεις τους χωματόδρομους της Αβάνας για τις αχανείς calles της Μαδρίτης; Δεν σου λείπει ποτέ η αλάνα που μεγάλωσες, οι δικοί σου που συνεχίζουν στις τροχιές τους μακριά από εσένα, το σπίτι που έχει ακόμα το άρωμα της εφηβείας σου; «Προσπαθώ να επιστρέφω τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι...» Δεν ξέρω πώς λέγεται ο «νόστος» στα ισπανικά, Yotuel, ξέρω όμως πώς είναι να γυρίζεις σε μία χώρα-μάνα τώρα ξένη, αλλαγμένη όπως η Πηνελόπη όταν την πρωτοαντίκρυσε ο Οδυσσέας ανάμεσα στους μνηστήρες -όχι δικιά σου πια. «Δεν ξέρω αν έχουν αλλάξει πολλά στην Κούβα από τότε που έφυγα», μου απαντάει διστακτικά. «Ναι, αλλά ο Fidel αποσύρθηκε μετά από μισό αιώνα! Αυτό δεν είναι μία τεράστια αλλαγή από μόνο του;» «Ξέρεις, ο κόσμος νομίζει ότι Κούβα είναι ο Fidel. Όμως, οι Κουβανοί είναι αυτοί που είναι ανεξάρτητα από αυτόν. Ευγενικοί, ευαισθητοποιημένοι και ανήσυχοι... ξέρεις... Communistas... Κι αυτό δεν αλλάζει επειδή ο Fidel έφυγε.» Εγώ επιμένω. Θέλω να ακούσω ότι κάτι αλλάζει στην Λατινική Αμερική, ότι αυτή η υπόσχεση που κρύβεται στο αιώνιο βλέμμα του Τσε αρχίζει να εξαργυρώνεται. Ρίχνω στην συζήτηση τα βαριά χαρτιά μου. Τον Τσάβες, τον Μοράλες, τον Κορέα... «Εγώ συνεχίζω να βλέπω ότι καταφτάνουν στην Ισπανία μιλούνια πρόσφυγες από το Εκουαδόρ, την Χιλή, την Βενεζουέλα, την Κούβα... Γιατί στην χώρα τους πεινάνε, δεν έχουν δουλειές, δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι, δεν έχουν ιατρική περίθαλψη... Μέχρι να αλλάξει αυτό τίποτε δεν αλλάζει ουσιαστικά. Οι αλλαγές θέλουν χρόνο. Αλλά για να είναι αλλαγές πρέπει κυρίως να απεικονίζονται στο βιοτικό επίπεδο των λαών, όχι στα ονόματα των προέδρων μόνο.» Κατάλαβα, Yotuel, ο Τσάβες είναι ό,τι πρέπει για χολιγουντιανό σενάριο με πλοκή που κόβει την ανάσα και γκάνγκστερ που κινούνται υπογείως, αλλά το καθημερινό σενάριο της Λατινικής Αμερικής είναι το ίδιο δεκαετίες τώρα.
Orishas, κατά την αφρικανική παράδοση, είναι τα πνεύματα που απεικονίζουν τα διαφορετικά πρόσωπα του Olodumare (Θεός). Δραπέτευσαν από την Αφρική μαζί με τους σκλάβους στα αμπάρια των πλοίων που έφταναν στην Αμερική αιώνες πριν. Για τον δυτικό, προσκολλημένο στην επιστήμη, άθεο άνθρωπο είναι άλλος ένας μαγευτικός θρύλος. «Τι είναι Θεός για εσένα, Yotuel;» Περίμενα να μου πει ότι μπορεί να είναι τα πάντα, ότι είναι οι ρίζες μας, ότι είναι ό,τι μας κάνει να ελπίζουμε· όλα αυτά, δηλαδή, που εφευρίσκει ο δυτικός άθεος επιστήμονας για να αιτιολογήσει κοινωνικά την πίστη του. Παίρνει βαθιά ανάσα, αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα, χάνω τα μισά όπου μιλά γρήγορα ή το τηλέφωνο κάνει διακοπές. Αλλά μου τα λέει έτσι όλα αυτά, μπουρδουκλωμένα, αφημένος στον ρυθμό του συνειρμού που δεν θέλω να τα σιάξω για να διαβάζονται λογικά και εύκολα. «Οι άνθρωποι δίνουν διαφορετικά ονόματα στον Θεό. Για κάποιους είναι Orishas, για εσάς Jesus, για κάποιους άλλους Βούδας. Και ολοένα και περισσότερος κόσμος νιώθει πιεσμένος, απογοητεύεται, περικυκλώνεται από δυσάρεστες καταστάσεις. Και τότε στρεφόμαστε στο Θεό, αναρωτιόμαστε πού είναι, γιατί δεν κάνει κάτι, τι έχει να απαντήσει σε όλη αυτήν τη δυστυχία που βλέπουμε γύρω μας... Είδες τι γίνεται με το Νταρφούρ, το Θιβέτ, σε κάθε μήκος και πλάτος της γης παράλληλες ιστορίες δυστυχίας και εκμετάλλευσης... Νιώθουμε ότι τον χρειαζόμαστε, ότι μπορεί να μας λύσει όλα τα προβλήματα... Δεν ξέρω να σου πω αν υπάρχει όπως εμείς τον φανταζόμαστε, ή αν λέγεται έτσι. Ξέρω, όμως, σίγουρα ένα πράγμα. Ότι οι κυβερνήσεις που παρουσιάζονται ως Θεοί δεν είναι. Η κυβέρνηση δεν είναι ο θεός. Γιατί ο Θεός, αν υπάρχει -κι ό,τι κι αν είναι, πάνω από όλα αγαπάει τα δημιουργήματά του. Αγαπάει τους ανθρώπους. Βλέπεις, λοιπόν, ότι οι κυβερνήσεις, όλοι αυτοί με την εξουσία στα χέρια τους, δεν είναι θεοί. Δεν είναι καν άνθρωποι. Όπως με αυτόν τον καινούριο, γαμημένο, νόμο για την μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ε, όχι, δεν είναι άνθρωποι αυτοί!».
14 Ιουλίου 2008. Κάτω από τον αθηναϊκό ουρανό οι Orishas, για άλλη μία φορά, θα ενωθούν με το κοινό τους. Που θα λικνίζεται όπως όπως στους κουβανικούς ρυθμούς τους, που θα πίνει την μπύρα του ζητώντας το αγαπημένο του κομμάτι, που θα καταλαβαίνει τα πάντα κι ας μην μιλάει ισπανικά, που δεν θα νοιάζεται να καταλάβει τίποτα γιατί απλά θα περνάει καλά. Την ίδια στιγμή στα σύνορα ξυπόλητοι λαθρομετανάστες θα γδέρνουν τα πόδια τους και δεν θα βγάζουν κιχ για να μην τους αντιληφθούν οι συνοριοφύλακες, σάπιες μαούνες θα αναποδογυρίζουν στα νερά του Αιγαίου, ορφανά θα καταλήγουν σε καταυλισμούς χωρίς νερό μέχρι να απελαθούν από ένστολους. Emigrante, αδερφέ, θα πει θύμα του πολιτισμένου κόσμου. Δηλαδή δικό μου θύμα, δικό σου, δικό μας.
Οι Orishas θα εμφανιστούν μαζί με τον Αργεντίνο Federico Aubele στο θέατρο Λυκαβηττού στις 14 Ιουλίου.
Monday, 7 July 2008
Μπουγάδα
Το γράψιμο δεν απαιτεί ηρεμία. Ούτε σύστημα. Θέλει τρικυμία και ταραχή. Να σείεται εντός σου συθέμελα όλο το οικοδόμημα, να βγαίνουν σπίθες από τα ακροδάχτυλα, να τρέμει το πόδι. Όλα αυτά προϋποθέτουν μία εσωτερική γαλήνη, άσχετη με αυτό που ο κόσμος αναγνωρίζει ως “ηρεμία” εξωτερικά. Μία βαθύτερη αίσθηση αρμονίας με τον χρόνο, την ικανότητα να ξαπλώνεις στην αιώρα του και να ταλανίζεσαι σε αυτήν. Αναγνωρίζω ότι αυτό είναι πολυτέλεια. Για μία κοινωνία, τουλάχιστον, που τον χρόνο τον αντιμετωπίζει κτητικά, απαξιωτικά. “Ο χρόνος είναι χρήμα” λέμε κι εκεί τελειώνει κάθε διαφορετική προσέγγιση. Κάθε λεπτό που δεν είναι χρήμα είναι χαμένο. Και όσα προλάβουμε να αφιερώσουμε στους εαυτούς μας έρχονται σαν ανταμοιβή σε αυτά που “ξοδέψαμε” μεταφράζοντάς τα σε χρήμα.
Μόνο που το γράψιμο δεν έχει καμία πρωτογενή σχέση με λεφτά. Έχει πρωτίστως να κάνει με την ανάγκη του γράφοντος να προσεγγίσει τον πυρήνα του. Μην ξέροντας πάντα τι θα βρει εκεί. Μία βυθοσκόπηση υψηλού ρίσκου και αμφίβολου αποτελέσματος. Έχει να κάνει με την ανάγκη επικοινωνίας. Μεταξύ των “Άλλων”. Πολλές φορές έχει να κάνει με την απαραίτητη αίσθηση αυτοεπιβεβαίωσης του γράφοντος. Βαθιά ανθρώπινο συναίσθημα. Όχι, όμως, με τα χρήματα. Σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον. Για αυτό και δεν υπάρχουν επαγγελματίες συγγραφείς. Συγγραφείς που να επικαλούνται την αυθεντία τους για όσα υποστηρίζουν. Κι αν υπάρχουν, μόνο επαγγελματίες δεν είναι.
Όπως δεν υπάρχουν επαγγελματίες αναγνώστες. Όχι γιατί κανείς δεν πληρώνεται για να διαβάζει -αλλά γιατί καμία συλλογική παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας μας δεν απαιτεί επαγγελματίες αναγνώστες. Το αντίθετο. Ζούμε σε μία κοινωνία που δεν θέλει το άτομο σε ισορροπία με τον χρόνο. Μία κοινωνία που βάζει τις ζωές μας στον επιταχυντή -ρισκάροντας, υπερβολικά πλέον, την έκρηξη. Έτσι ο χρόνος έχει κλαπεί από τους κοινωνούς. "Ανήκει" σε άλλους -που νομίζουν ότι τους ανήκει, που έχουν την εξουσία να δημιουργούν ή να εξαφανίζουν ανάγκες στον ευρύ πληθυσμό ανάλογα με τους σκοπούς τους. Για αυτό πια δεν μπορούμε να περιμένουμε το μετρό πέντε λεπτά χωρίς να βαρυγκομήσουμε. Γιατί μάθαμε να το έχουμε σε τρία. Για αυτό η εξυπνάδα των σχολίων μας στα blogs αναλώνεται στο να επισημάνουμε ότι ο συγγραφέας έχει γράψει “σεντόνι”. Γιατί μάθαμε να διαβάζουμε τηλεγραφικά.
Αυτό το κείμενο δεν έχει κανέναν ιδιαίτερο λόγο που γράφεται σήμερα. Ήταν η δική μου πρωινή άσκηση. Η δική μου προσπάθεια να ανακτήσω ένα μικρό κομμάτι του χρόνου. Όχι για να τον “κατέχω” -οξύμωρο ε; Αλλά για να τον αφήσω να με παρασύρει στον πυρήνα. Αυτό το blog δεν βρίσκεται σε διακοπές. Βρίσκεται απλά σε αναζήτηση του (χαμένου;) χρόνου.
Μόνο που το γράψιμο δεν έχει καμία πρωτογενή σχέση με λεφτά. Έχει πρωτίστως να κάνει με την ανάγκη του γράφοντος να προσεγγίσει τον πυρήνα του. Μην ξέροντας πάντα τι θα βρει εκεί. Μία βυθοσκόπηση υψηλού ρίσκου και αμφίβολου αποτελέσματος. Έχει να κάνει με την ανάγκη επικοινωνίας. Μεταξύ των “Άλλων”. Πολλές φορές έχει να κάνει με την απαραίτητη αίσθηση αυτοεπιβεβαίωσης του γράφοντος. Βαθιά ανθρώπινο συναίσθημα. Όχι, όμως, με τα χρήματα. Σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον. Για αυτό και δεν υπάρχουν επαγγελματίες συγγραφείς. Συγγραφείς που να επικαλούνται την αυθεντία τους για όσα υποστηρίζουν. Κι αν υπάρχουν, μόνο επαγγελματίες δεν είναι.
Όπως δεν υπάρχουν επαγγελματίες αναγνώστες. Όχι γιατί κανείς δεν πληρώνεται για να διαβάζει -αλλά γιατί καμία συλλογική παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας μας δεν απαιτεί επαγγελματίες αναγνώστες. Το αντίθετο. Ζούμε σε μία κοινωνία που δεν θέλει το άτομο σε ισορροπία με τον χρόνο. Μία κοινωνία που βάζει τις ζωές μας στον επιταχυντή -ρισκάροντας, υπερβολικά πλέον, την έκρηξη. Έτσι ο χρόνος έχει κλαπεί από τους κοινωνούς. "Ανήκει" σε άλλους -που νομίζουν ότι τους ανήκει, που έχουν την εξουσία να δημιουργούν ή να εξαφανίζουν ανάγκες στον ευρύ πληθυσμό ανάλογα με τους σκοπούς τους. Για αυτό πια δεν μπορούμε να περιμένουμε το μετρό πέντε λεπτά χωρίς να βαρυγκομήσουμε. Γιατί μάθαμε να το έχουμε σε τρία. Για αυτό η εξυπνάδα των σχολίων μας στα blogs αναλώνεται στο να επισημάνουμε ότι ο συγγραφέας έχει γράψει “σεντόνι”. Γιατί μάθαμε να διαβάζουμε τηλεγραφικά.
Αυτό το κείμενο δεν έχει κανέναν ιδιαίτερο λόγο που γράφεται σήμερα. Ήταν η δική μου πρωινή άσκηση. Η δική μου προσπάθεια να ανακτήσω ένα μικρό κομμάτι του χρόνου. Όχι για να τον “κατέχω” -οξύμωρο ε; Αλλά για να τον αφήσω να με παρασύρει στον πυρήνα. Αυτό το blog δεν βρίσκεται σε διακοπές. Βρίσκεται απλά σε αναζήτηση του (χαμένου;) χρόνου.
Monday, 9 June 2008
Στραβοφορίες
Σήμερα είναι μία μέρα αλλιώτικη. Απόδειξη ότι ο μόνιμος βραχνάς μου (=φιλότιμο) έχει εξανεμιστεί κι οδεύω, αισίως, στο κλείσιμο εργατικού οχταώρου χωρίς ίχνος εργασίας. Απόδειξη κι αυτό το κείμενο.
Μπορεί να φταίει η μεταφυσική αγανάκτηση για τη νέα συμπαντική γκαντεμιά και τα νέα βάσανα των Ηλείων και των Αχαιών. Που δίπλα στην ιδιότητά τους ως “πυρόπληκτοι” προσέθεσαν από χθες αυτή του “σεισμόπληκτου”. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, by default, κάθε Έλληνας έχει και την ιδιότητα του “ελληνόπληκτου”, με την έννοια του έρμαιου της ελληνικής λαμογιάς/αυθαιρεσίας/προχειρότητας/ό,τι-κακό-και-να-βάλεις-κολλάει, καταλαβαίνει ότι λίγοι πολίτες στον κόσμο αυτό βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μία τόσο σαρδόνια φάρσα. Γιατί το θέμα δεν είναι το πλάκωμα από συνεχιζόμενες φυσικές (όσο και α-φύσικες αν αναλογιστεί κανείς το μερίδιο ευθύνης που έχουν οι άνθρωποι) καταστροφές. Το θέμα είναι ότι ο σεισμός, ο καταποντισμός ή η πυρκαγιά φαντάζουν ανέκδοτο μπροστά στην αναλγησία που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι αυτοί στο εξής. Απόδειξη και η αποζημίωση των 3.000 ευρώ που έσπευσε να τους πετάξει ως κόκκαλα η κυβέρνηση -κι αυτά, υπό προϋποθέσεις. Η εύλογη πρόσθεση αποκαλύπτει ότι στο ελληνικό κράτος οικογενειάρχης, ο οποίος έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή των καλλιεργειών και των κοπαδιών του και οριστική ισοπέδωση της κατοικίας του μέσα σε ένα χρόνο, μπορεί να επιβιώσει με 6.000 ευρώ και τις ευχές όλων μας για γρήγορη ανάκαμψη. Α, ναι, στις ευχές ο Έλληνας είναι μανούλα. Απόδειξη ότι τους παπάδες και στο μετρό να τους πετύχει ζητά την ευχή τους. Μου προκαλούν αποστροφή οι όροι “πυρόπληκτος”, “σεισμόπληκτος” και τα λοιπά εις -πληκτος. Γιατί θυμίζουν το κράτος το οποίο έχουμε διαμορφώσει. Ένα κράτος αναλγησίας, αδιαφορίας και γρήγορων αντανακλαστικών -ως προς το να σπρώχνει κάτω από το χαλάκι ό,τι δεν το βολεύει για να ξεχαστεί. Θυμίζουν μία κοινωνία ντεμέκ αυτο-λύπησης και στρυφνού μορφασμού όταν κάτι διαλύει την ευδαιμονία της και την αποδοχή της στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Θυμίζουν μία μερίδα της κοινωνίας, αποκλεισμένη από την πίτα, που βασίζεται στην “ευγενή καλοσύνη των ξένων” και σταυρό φέροντες.
Ίσως να φταίνε όλα αυτά σήμερα, αλλά το ρημάδι το κεφάλι μου μόνο επαγγελματικές ιδέες και προτάσεις δεν μπορεί να κατεβάσει σε έναν εργασιακό χώρο που οι printers συνεχίζουν ακάματοι την δουλειά τους και οι άνθρωποι συνεχίζουν διαστροφικά την παραγωγική διαδικασία. Ίσως να φταίνε κι άλλα πολλά. Φαινομενικά αστεία, φαινομενικά στερημένα από βαθύτερη ουσία, φαινομενικά μικρά μπροστά στο γεγονός ενός μεγάλου σεισμού.
Όπως, ας πούμε, η τραγική εμφάνιση του Φέντερερ στον τελικό του Ρολάν Γκαρός. Το οποίο, ως γεγονός-αφορμή για την κατακόρυφη πτώση της απόδοσής μου, φαντάζει αστείο -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως δεν έχω κρατήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου ρακέτα. Καθόλου αστείο, όμως, αν αναλογιστεί, ο ίδιος του προηγούμενου παραδείγματος, ότι μία ανείπωτη ικανοποίηση έπαιρνα τόσα χρόνια από αυτήν την μοιραία κόντρα στο τέλος κάθε τουρνουά μεταξύ του Φέντερερ και του Ναδάλ. Στων οποίων τα πρόσωπα αναγνώριζα, αντίστοιχα, την επιβλητική οξυδέρκεια και υποβολή της εμπειρίας και την σαρωτική επέλαση του νέου. Από μία διεστραμμένη εντός μου ανάγκη(;) ήμουν πάντα με τον Φέντερερ. Περιμένοντας την ήρεμη δύναμή του να σπάσει την καθιερωμένη γκαντεμιά που τον έπληττε στα Παρισινά γήπεδα. Λέω διεστραμμένη γιατί το λογικό θα ήταν, και λόγω ίδιων χαρακτηριστικών, να συμπάσχω με τον νεόκοπο Ναδάλ, ανάγοντάς τον στον ενσαρκωτή των βλέψεων κάθε νέου, ενίοτε επιπόλαιου, ανθρώπου. Εις μάτην. Δεν ξέρω ποιοι στάθηκαν μαυρόγατες για τον Ελβετό, πάντως η χθεσινή του παρουσία το μόνο θετικό που πρόσφερε είναι μία αμυδρή ελπίδα ότι μπορώ κι εγώ κάποτε να σταθώ σε τελικό του Ρολάν Γκαρός -κι ας μην ξέρω ούτε την ορολογία στο τένις.
Μπορεί να φταίει, λοιπόν, ένα κράτος -πληκτο γενικώς, μπορεί να φταίει ένας κάποιος Φέντερερ, σίγουρα, όμως, φταίνε όσα διαβάζω τις τελευταίες ημέρες για την Odeon. Το πρωτοείδα στον Άκη, το επιβεβαίωσα με μερικά ευφάνταστα, και μη, search κι έκτοτε βράζω στο ζουμί μου το ξενέρωτο. Ταυτόχρονα, μετά την από Λυκαβηττού σαββατιάτικη κατάβαση, δίνω και τα 10 ευρώ μου στον μουστακαλή περιπτερά, αγοράζω τον όγκο εφημερίδων που μου αναλογούν για το Κυριακάτικο ξύπνημα κι ένα παγωτό για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Το παγωτό πάει εύκολα κάτω, μέχρι να το φάω έχει λιώσει και η καταπιόνα, ως γνωστόν, τα υγρά τα κατεβάζει με τη μία. Οι μελανές (sic) σελίδες, όμως, μου πέφτουν βαριές. Τις γυρίζω ανάλαφρα, σε μία αναλαμπή του ενστίκτου αυτοσυντήρησης, το μάτι μου πέφτει σε μερικά άρθρα, σε κάποιες απόψεις, τις οικονομικές σελίδες δεν τις διάβαζα ποτέ -η σχέση τους με την τσέπη μου είναι αντιστρόφως ανάλογη, όσο πιο ελαφριά η τσέπη τόσο πιο βαριές αυτές- σε μερικά ρεπορτάζ. Από εδώ δεν έχω εκφράσει ποτέ την συμπάθεια, ή αντιπάθεια, προς συγκεκριμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους για τα όσα γράφουν στα έντυπα που εργάζονται. Χάριν όσων θέλω να πω, αναγκαστικά, οφείλω να ομολογήσω την συμπαθειά μου προς τον κύριο Βίδο του Βήμαgazino, ως συντάκτη ο οποίος με λόγο σοβαρό, κι όχι σοβαροφανή, στηλιτεύει κακώς κείμενα της πραγματικότητάς μας.
Διάβαζα, λοιπόν, το τελευταίο κείμενο του κυρίου Βίδου στο περιοδικό, όλα καλά, όλα ωραία, τι ευφάνταστο βρήκε πάλι ο άτιμος για να πει ετούτο κι εκείνο, το θέμα ήταν -ασφαλώς- η ακρίβεια. Και για τα δικά μου δεδομένα και απόψεις, η αντιμετώπισή του σωστή, συμφωνώ λέξη προς λέξη με ό,τι έχει γράψει -παρεκτός από τα ευφάνταστα χιουμοριστικά του με τα οποία αν συμφωνούσα θα σήμαινε ότι τα είχα σκεφτεί κι εγώ, πράγμα που δεεεεεν... . Καταλήγει, λοιπόν, ο κύριος Βίδος να τα χώνει στον Έλληνα (αμφιβάλλω ότι είναι μόνο ο Νεο- που παρουσιάζει τέτοια χαρακτηριστικά) ο οποίος παρά την ακρίβεια και την γκρίνια γύρω από αυτή αδυνατεί να μποϋκοτάρει στα σοβαρά, αδυνατεί να συνασπιστεί με τους υπόλοιπους για καλύτερα αποτελέσματα παρά προτιμά την γκρίνια -και δη την γκρίνια μετά ακριβότατου (στην τιμή, όχι στη γεύση) καφέ. Καταλήγει, δε, αστειευόμενος και διερωτώμενος ποιος διεστραμμένος σκέφτηκε τον φραπουτσίνο με γεύση φράουλα και φρούτα του δάσους (έλα ντε); Μέχρι εδώ, όλα καλά. Στην ακριβώς διπλανή σελίδα, η διαφήμιση μεγάλης αλυσίδας παγωτοσκευασμάτων περιοπής, και λουξ καταβολής -και πολυεθνικής. Δηλαδή, παγωτών-έμβλημα της ακρίβειας (τόσο έμβλημα που για να φας μία μπάλα, χωρίς σιρόπι, πρέπει να δουλεύεις ακατάπαυστα μία ώρα. Άμα θες σιρόπι πρέπει να σε πληρώνουν τις υπερωρίες που κάνεις).
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο. Έχει, θα σας απαντήσω. Όλα έχουν σχέση σε μία περίοδο που η σημειολογία από την σημασία δεν απέχουν και πολύ, στην περίοδο που η παραμικρή κίνηση μπορεί να έχει νόημα και οι μεγάλες κινητοποιήσεις κανένα απολύτως. Διότι, κύριε εφημεριδοκράτορα, και τα πάντα ποιών, τον ακυρώνεις τον συντάκτη σου. Τον έχεις εκεί, το μυαλό του να ενημερώνεται, να σκέφτεται και να παράγει ακατάπαυστα, συσκέψεις επί συσκέψεων, τα καταφέρνει ο βαριόμοιρος μετά από χρόνιους κόπους να γράφει την άποψή του (το πόσο συνεπώς ή όχι σε σχέση με αυτά που θα ήθελε να γράψει ένας Θεός ξέρει) και του πετάς δίπλα το τσουτσέκι της διαφημιστικής να τον ακυρώσει. 3 σελίδες ολάκερες του δίνεις του καημένου για να αφυπνίσει, να αστειευτεί, να εφιστήσει την προσοχή και του τις παίρνεις μέσα από το στόμα κοτσάροντας δίπλα στο συμπέρασμά του διαφήμιση ακριβών προϊόντων. 100, 100 συν κάτι ψιλά, σελίδες έχουν πάνω κάτω τα κυριακάτικα περιοδικά, ε, το 40% -τουλάχιστον- είναι διαφημίσεις. Τα έχω μετρήσει, δηλαδή, μην νομίζετε -αγόγγυστα, κάθε Σαββατοκύριακο, μία μία τις σελίδες, προς επίρρωσιν του πόσο ψείρας και μίζερη είμαι. Θα μου πείτε, ακόμη, σιγά, το ξέρουμε ότι έχουν καταντήσει αηδία τα περιοδικά με τις διαφημίσεις, και τι κάθεσαι και σκας, κι όλα αυτά τα ευκόλως απαξιωτικά σχόλια που μας γλιτώνουν πάντα από το να ασχοληθούμε με κάτι που δεν μας αρέσει. Όμως, εγώ θέλω να ασχοληθώ. Γιατί και σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν άνθρωποι που κοπιάζουν, που μπορούν και μας δείχνουν άλλοτε την αθέατη, εως τότε, πλευρά των πραγμάτων κι άλλοτε δίνουν χώρο σε απόψεις που αλλού δεν θα τις βρεις. Κι όσο και να έχουμε απαξιώσει, σε τελική ανάλυση, τους δημοσιογράφους εγώ ένα έχω να αντιτείνω. Φανταστείτε την ζωή μας, την καθημερινότητά μας χωρίς αυτούς. Χωρίς να ψάχνουν, να ενημερώνονται και να ενημερώνουν. Κι αν τη φανταστείτε ελάτε μετά να μου πείτε ότι δεν αξίζει να ασχολείται κανείς.
Έτσι, λοιπόν, μελαγχολικά, εξαιτίας μίας ιλουστρασιόν διαφήμισης για μία μπάλα παγωτό, κύλησε το χθεσινό πρωινό. Βάλτε σ' αυτό και την οργή για τον κριτικό κινηματογράφου εις βάρος του οποίου, και του εκδότη του, η Odeon άσκησε μήνυση ε, δεν θέλει και πολύ για να σε πάρει η κάτω βόλτα. Βάλτε σ' αυτά και την πρόσφατη “αποδέσμευση” του Στέλιου Κούλογλου, ε, δεν θέλει και πολύ για να αρχίσει το μυαλό σου να παίρνει ανάποδες. Θα μου πείτε, από Ντ'Αρτανιάν ο κόσμος, και δη η μπλογκόσφαιρα, άλλο τίποτα. Ένα χρόνο και κάτι ψιλά έχω που τριγυρίζω στα blogs κι έχω ήδη βαρεθεί τις εξεγέρσεις του πληκτρολογίου, τις εξαγγελίες των chain mails και κάθε άλλο σημείο των ηλεκτρονικών καιρών. Όμως, τα αποπάνω, μετά την ισοπεδωτική τους επίδραση στην ψυχολογία μου με οδήγησαν σε ένα σημείο που δεν είχα φτάσει πριν. Την πρόταση. Σιγά τα μεγαλεία, θα μου πείτε και πάλι σε αυτό το φαντασιακό διαλογικό αλισβερίσι που συμβαίνει τόση ώρα. Εγώ θα την κάνω κι όποιος θέλει ας συνεισφέρει. Χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς κινητοποιήσεις, χωρίς chain(s) και strings attached. Και θα την κάνω προς όλους όσοι μπορεί να διαβάζουν, “επαγγελματίες” ή μη, δημοσιογράφους ή εκ ψώνιου ορμώμενους, μπλογκεράδες ή μη. Κυρίως, όμως, θα την απευθύνω σε αυτούς που εργάζονται ήδη σε έντυπα ή στην τηλεόραση, σε ανθρώπους, δηλαδή, που γνωρίζουν να διαχειρίζονται (ή να δημιουργούν, εξίσου) την είδηση.
Αφού, λοιπόν, κύριοι το σύστημα δεν σας παίζει (για εμάς δεν το συζητώ), αφού σας απαξιώνει τόσο ώστε να μην τολμάτε να πείτε ότι είστε δημοσιογράφοι χωρίς να φοβάστε ότι ντομάτες και αυγά θα προσγειωθούν στο κεφάλι σας, αφού ένα επάγγελμα είναι, όπως και να το κάνουμε, το οποίο σας θρέφει, γιατί δεν τολμάτε; Να χαρίσετε στο αφεντικό σας μία ροχάλα περιοπής, να γράψετε για αυτά που θέλετε, όπως θέλετε, να χρησιμοποιήσετε τους συνδέσμους, τις γνωριμίες και τις γνώσεις σας με όποιον τρόπο θεωρείτε αποτελεσματικό για την κοινωνία κι όχι για τον εργοδότη/διαφημιστή, να διεκδικήσετε τέλος πάντων τον σεβασμό που θα έπρεπε να σας ανήκει και σας έχει αφαιρεθεί από μπάλες παγωτού, διαστημικά βότανα διαίτης και λοιπά διαφημιζόμενα προϊόντα; Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξετε μία κοινωνία δημοσιογράφων ηλεκτρονική, να δημοσιεύετε τα κείμενά σας, τα βίντεό σας και να δέχεστε τις απόψεις και τα σχόλια των αναγνωστών; Και μην με ρωτήσετε πώς θα ζείτε. Όπως ζείτε και τώρα. Από τις διαφημίσεις. Διαφημίσεις όχι ηθικότερες ή λιγότερο ακυρωτικές προς όσα γράφετε αλλά διαχειρίσιμες από εσάς, διαφημίσεις που δεν θα διακόπτουν την ροή ενός κειμένου ή μίας εκπομπής για να μας υπνωτίσουν να ανοίξουμε τα πορτοφόλια μας. Πρόταση, λοιπόν, κι όποιος τσιμπήσει. Ας ενωθούν άνθρωποι που γνωρίζουν το διαδίκτυο, άνθρωποι που γνωρίζουν από τεχνολογίες και παραγωγή, άνθρωποι που γνωρίζουν από γραφή, άνθρωποι που γνωρίζουν από ρεπορτάζ και κάθε άλλης καρυδιάς καρύδι κι ας επιδιώξουν μία ηλεκτρονική δημοσιογραφική σύμπραξη. Είναι εύκολο. Όσο εύκολο είναι κάθε πρωί να κάθεστε στην ίδια καρέκλα, στο τέλος του μήνα να πηγαίνετε στο ίδιο ΑΤΜ για την είσπραξη και στο τέλος της σύσκεψης να ακούτε “το θέλω έτσι, 1.500 λέξεις, μην αναφερθείς στον τάδε, είναι χορηγός”. Ίσως πιο εύκολο από όλα αυτά, αν αγαπάτε πιο πολύ αυτό που κάνετε από ό,τι τον τραπεζικό λογαριασμό που σάς έχει ανοίξει ο όμιλος.
Μέχρι να συμβούν όλα αυτά, μπορεί να στενοχωριέμαι για το σφάξιμο της “Θεματικής Βραδιάς” και του “Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα”, αλλά όχι και να συμμετέχω σε μπλογκική σταυροφορία διάσωσης του εξαίρετου Κούλογλου. Μπορεί να εξοργίζομαι με την Odeon, και κάθε άλλο πολυεθνικοδερβέναγα, αλλά όχι και να κρέμομαι κάθε εβδομάδα από τις σινεκριτικές μισθωτών κριτικών, συνδαιτημόνων μετά των PR, και λοιπών ακρωνύμων δηλωτικών ιδιοτήτων marketing. Μπορεί να συμφωνώ με τις απόψεις του κυρίου Βίδου, και διαφόρων άλλων δημοσιογράφων, αλλά όχι και να θεωρώ ότι στα γραπτά τους παίρνει μορφή η σύγχρονη ανάγκη για ξεσηκωμό -όσο επαναστατικά κι αν είναι.
Γιατί η επανάσταση θέλει και πράξεις. Καλός κι ο Σολωμός, αλλά χωρίς τους Μεσολογγίτες μάλλον σήμερα εθνικός ποιητής θα ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ (τον οποίον λατρεύω, προς αποφυγή εθνικιστικών παρεξηγήσεων). Και ναι, μπορεί το όνομα του Σολωμού να το ξέρουν όλοι ενώ του Αθανάσιου Ραζηκότσικα ούτε ο Μεσολογγίτης φούρναρης. Αλλά, εννοείται, στα μελλοντικά Μεσολόγγια Ραζηκότσικες θα πέσουν για να δώσουν την πολυτέλεια στους Σολωμούς να γίνουν αλκοόλες εθνικού -ή διεθνούς μιας και παγκοσμιοποιηθήκαμε- διαμετρήματος.
Μπορεί να φταίει η μεταφυσική αγανάκτηση για τη νέα συμπαντική γκαντεμιά και τα νέα βάσανα των Ηλείων και των Αχαιών. Που δίπλα στην ιδιότητά τους ως “πυρόπληκτοι” προσέθεσαν από χθες αυτή του “σεισμόπληκτου”. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, by default, κάθε Έλληνας έχει και την ιδιότητα του “ελληνόπληκτου”, με την έννοια του έρμαιου της ελληνικής λαμογιάς/αυθαιρεσίας/προχειρότητας/ό,τι-κακό-και-να-βάλεις-κολλάει, καταλαβαίνει ότι λίγοι πολίτες στον κόσμο αυτό βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μία τόσο σαρδόνια φάρσα. Γιατί το θέμα δεν είναι το πλάκωμα από συνεχιζόμενες φυσικές (όσο και α-φύσικες αν αναλογιστεί κανείς το μερίδιο ευθύνης που έχουν οι άνθρωποι) καταστροφές. Το θέμα είναι ότι ο σεισμός, ο καταποντισμός ή η πυρκαγιά φαντάζουν ανέκδοτο μπροστά στην αναλγησία που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι αυτοί στο εξής. Απόδειξη και η αποζημίωση των 3.000 ευρώ που έσπευσε να τους πετάξει ως κόκκαλα η κυβέρνηση -κι αυτά, υπό προϋποθέσεις. Η εύλογη πρόσθεση αποκαλύπτει ότι στο ελληνικό κράτος οικογενειάρχης, ο οποίος έχει υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή των καλλιεργειών και των κοπαδιών του και οριστική ισοπέδωση της κατοικίας του μέσα σε ένα χρόνο, μπορεί να επιβιώσει με 6.000 ευρώ και τις ευχές όλων μας για γρήγορη ανάκαμψη. Α, ναι, στις ευχές ο Έλληνας είναι μανούλα. Απόδειξη ότι τους παπάδες και στο μετρό να τους πετύχει ζητά την ευχή τους. Μου προκαλούν αποστροφή οι όροι “πυρόπληκτος”, “σεισμόπληκτος” και τα λοιπά εις -πληκτος. Γιατί θυμίζουν το κράτος το οποίο έχουμε διαμορφώσει. Ένα κράτος αναλγησίας, αδιαφορίας και γρήγορων αντανακλαστικών -ως προς το να σπρώχνει κάτω από το χαλάκι ό,τι δεν το βολεύει για να ξεχαστεί. Θυμίζουν μία κοινωνία ντεμέκ αυτο-λύπησης και στρυφνού μορφασμού όταν κάτι διαλύει την ευδαιμονία της και την αποδοχή της στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Θυμίζουν μία μερίδα της κοινωνίας, αποκλεισμένη από την πίτα, που βασίζεται στην “ευγενή καλοσύνη των ξένων” και σταυρό φέροντες.
Ίσως να φταίνε όλα αυτά σήμερα, αλλά το ρημάδι το κεφάλι μου μόνο επαγγελματικές ιδέες και προτάσεις δεν μπορεί να κατεβάσει σε έναν εργασιακό χώρο που οι printers συνεχίζουν ακάματοι την δουλειά τους και οι άνθρωποι συνεχίζουν διαστροφικά την παραγωγική διαδικασία. Ίσως να φταίνε κι άλλα πολλά. Φαινομενικά αστεία, φαινομενικά στερημένα από βαθύτερη ουσία, φαινομενικά μικρά μπροστά στο γεγονός ενός μεγάλου σεισμού.
Όπως, ας πούμε, η τραγική εμφάνιση του Φέντερερ στον τελικό του Ρολάν Γκαρός. Το οποίο, ως γεγονός-αφορμή για την κατακόρυφη πτώση της απόδοσής μου, φαντάζει αστείο -ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως δεν έχω κρατήσει ούτε ένα δευτερόλεπτο στη ζωή μου ρακέτα. Καθόλου αστείο, όμως, αν αναλογιστεί, ο ίδιος του προηγούμενου παραδείγματος, ότι μία ανείπωτη ικανοποίηση έπαιρνα τόσα χρόνια από αυτήν την μοιραία κόντρα στο τέλος κάθε τουρνουά μεταξύ του Φέντερερ και του Ναδάλ. Στων οποίων τα πρόσωπα αναγνώριζα, αντίστοιχα, την επιβλητική οξυδέρκεια και υποβολή της εμπειρίας και την σαρωτική επέλαση του νέου. Από μία διεστραμμένη εντός μου ανάγκη(;) ήμουν πάντα με τον Φέντερερ. Περιμένοντας την ήρεμη δύναμή του να σπάσει την καθιερωμένη γκαντεμιά που τον έπληττε στα Παρισινά γήπεδα. Λέω διεστραμμένη γιατί το λογικό θα ήταν, και λόγω ίδιων χαρακτηριστικών, να συμπάσχω με τον νεόκοπο Ναδάλ, ανάγοντάς τον στον ενσαρκωτή των βλέψεων κάθε νέου, ενίοτε επιπόλαιου, ανθρώπου. Εις μάτην. Δεν ξέρω ποιοι στάθηκαν μαυρόγατες για τον Ελβετό, πάντως η χθεσινή του παρουσία το μόνο θετικό που πρόσφερε είναι μία αμυδρή ελπίδα ότι μπορώ κι εγώ κάποτε να σταθώ σε τελικό του Ρολάν Γκαρός -κι ας μην ξέρω ούτε την ορολογία στο τένις.
Μπορεί να φταίει, λοιπόν, ένα κράτος -πληκτο γενικώς, μπορεί να φταίει ένας κάποιος Φέντερερ, σίγουρα, όμως, φταίνε όσα διαβάζω τις τελευταίες ημέρες για την Odeon. Το πρωτοείδα στον Άκη, το επιβεβαίωσα με μερικά ευφάνταστα, και μη, search κι έκτοτε βράζω στο ζουμί μου το ξενέρωτο. Ταυτόχρονα, μετά την από Λυκαβηττού σαββατιάτικη κατάβαση, δίνω και τα 10 ευρώ μου στον μουστακαλή περιπτερά, αγοράζω τον όγκο εφημερίδων που μου αναλογούν για το Κυριακάτικο ξύπνημα κι ένα παγωτό για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Το παγωτό πάει εύκολα κάτω, μέχρι να το φάω έχει λιώσει και η καταπιόνα, ως γνωστόν, τα υγρά τα κατεβάζει με τη μία. Οι μελανές (sic) σελίδες, όμως, μου πέφτουν βαριές. Τις γυρίζω ανάλαφρα, σε μία αναλαμπή του ενστίκτου αυτοσυντήρησης, το μάτι μου πέφτει σε μερικά άρθρα, σε κάποιες απόψεις, τις οικονομικές σελίδες δεν τις διάβαζα ποτέ -η σχέση τους με την τσέπη μου είναι αντιστρόφως ανάλογη, όσο πιο ελαφριά η τσέπη τόσο πιο βαριές αυτές- σε μερικά ρεπορτάζ. Από εδώ δεν έχω εκφράσει ποτέ την συμπάθεια, ή αντιπάθεια, προς συγκεκριμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους για τα όσα γράφουν στα έντυπα που εργάζονται. Χάριν όσων θέλω να πω, αναγκαστικά, οφείλω να ομολογήσω την συμπαθειά μου προς τον κύριο Βίδο του Βήμαgazino, ως συντάκτη ο οποίος με λόγο σοβαρό, κι όχι σοβαροφανή, στηλιτεύει κακώς κείμενα της πραγματικότητάς μας.
Διάβαζα, λοιπόν, το τελευταίο κείμενο του κυρίου Βίδου στο περιοδικό, όλα καλά, όλα ωραία, τι ευφάνταστο βρήκε πάλι ο άτιμος για να πει ετούτο κι εκείνο, το θέμα ήταν -ασφαλώς- η ακρίβεια. Και για τα δικά μου δεδομένα και απόψεις, η αντιμετώπισή του σωστή, συμφωνώ λέξη προς λέξη με ό,τι έχει γράψει -παρεκτός από τα ευφάνταστα χιουμοριστικά του με τα οποία αν συμφωνούσα θα σήμαινε ότι τα είχα σκεφτεί κι εγώ, πράγμα που δεεεεεν... . Καταλήγει, λοιπόν, ο κύριος Βίδος να τα χώνει στον Έλληνα (αμφιβάλλω ότι είναι μόνο ο Νεο- που παρουσιάζει τέτοια χαρακτηριστικά) ο οποίος παρά την ακρίβεια και την γκρίνια γύρω από αυτή αδυνατεί να μποϋκοτάρει στα σοβαρά, αδυνατεί να συνασπιστεί με τους υπόλοιπους για καλύτερα αποτελέσματα παρά προτιμά την γκρίνια -και δη την γκρίνια μετά ακριβότατου (στην τιμή, όχι στη γεύση) καφέ. Καταλήγει, δε, αστειευόμενος και διερωτώμενος ποιος διεστραμμένος σκέφτηκε τον φραπουτσίνο με γεύση φράουλα και φρούτα του δάσους (έλα ντε); Μέχρι εδώ, όλα καλά. Στην ακριβώς διπλανή σελίδα, η διαφήμιση μεγάλης αλυσίδας παγωτοσκευασμάτων περιοπής, και λουξ καταβολής -και πολυεθνικής. Δηλαδή, παγωτών-έμβλημα της ακρίβειας (τόσο έμβλημα που για να φας μία μπάλα, χωρίς σιρόπι, πρέπει να δουλεύεις ακατάπαυστα μία ώρα. Άμα θες σιρόπι πρέπει να σε πληρώνουν τις υπερωρίες που κάνεις).
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το ένα με το άλλο. Έχει, θα σας απαντήσω. Όλα έχουν σχέση σε μία περίοδο που η σημειολογία από την σημασία δεν απέχουν και πολύ, στην περίοδο που η παραμικρή κίνηση μπορεί να έχει νόημα και οι μεγάλες κινητοποιήσεις κανένα απολύτως. Διότι, κύριε εφημεριδοκράτορα, και τα πάντα ποιών, τον ακυρώνεις τον συντάκτη σου. Τον έχεις εκεί, το μυαλό του να ενημερώνεται, να σκέφτεται και να παράγει ακατάπαυστα, συσκέψεις επί συσκέψεων, τα καταφέρνει ο βαριόμοιρος μετά από χρόνιους κόπους να γράφει την άποψή του (το πόσο συνεπώς ή όχι σε σχέση με αυτά που θα ήθελε να γράψει ένας Θεός ξέρει) και του πετάς δίπλα το τσουτσέκι της διαφημιστικής να τον ακυρώσει. 3 σελίδες ολάκερες του δίνεις του καημένου για να αφυπνίσει, να αστειευτεί, να εφιστήσει την προσοχή και του τις παίρνεις μέσα από το στόμα κοτσάροντας δίπλα στο συμπέρασμά του διαφήμιση ακριβών προϊόντων. 100, 100 συν κάτι ψιλά, σελίδες έχουν πάνω κάτω τα κυριακάτικα περιοδικά, ε, το 40% -τουλάχιστον- είναι διαφημίσεις. Τα έχω μετρήσει, δηλαδή, μην νομίζετε -αγόγγυστα, κάθε Σαββατοκύριακο, μία μία τις σελίδες, προς επίρρωσιν του πόσο ψείρας και μίζερη είμαι. Θα μου πείτε, ακόμη, σιγά, το ξέρουμε ότι έχουν καταντήσει αηδία τα περιοδικά με τις διαφημίσεις, και τι κάθεσαι και σκας, κι όλα αυτά τα ευκόλως απαξιωτικά σχόλια που μας γλιτώνουν πάντα από το να ασχοληθούμε με κάτι που δεν μας αρέσει. Όμως, εγώ θέλω να ασχοληθώ. Γιατί και σε αυτόν τον χώρο υπάρχουν άνθρωποι που κοπιάζουν, που μπορούν και μας δείχνουν άλλοτε την αθέατη, εως τότε, πλευρά των πραγμάτων κι άλλοτε δίνουν χώρο σε απόψεις που αλλού δεν θα τις βρεις. Κι όσο και να έχουμε απαξιώσει, σε τελική ανάλυση, τους δημοσιογράφους εγώ ένα έχω να αντιτείνω. Φανταστείτε την ζωή μας, την καθημερινότητά μας χωρίς αυτούς. Χωρίς να ψάχνουν, να ενημερώνονται και να ενημερώνουν. Κι αν τη φανταστείτε ελάτε μετά να μου πείτε ότι δεν αξίζει να ασχολείται κανείς.
Έτσι, λοιπόν, μελαγχολικά, εξαιτίας μίας ιλουστρασιόν διαφήμισης για μία μπάλα παγωτό, κύλησε το χθεσινό πρωινό. Βάλτε σ' αυτό και την οργή για τον κριτικό κινηματογράφου εις βάρος του οποίου, και του εκδότη του, η Odeon άσκησε μήνυση ε, δεν θέλει και πολύ για να σε πάρει η κάτω βόλτα. Βάλτε σ' αυτά και την πρόσφατη “αποδέσμευση” του Στέλιου Κούλογλου, ε, δεν θέλει και πολύ για να αρχίσει το μυαλό σου να παίρνει ανάποδες. Θα μου πείτε, από Ντ'Αρτανιάν ο κόσμος, και δη η μπλογκόσφαιρα, άλλο τίποτα. Ένα χρόνο και κάτι ψιλά έχω που τριγυρίζω στα blogs κι έχω ήδη βαρεθεί τις εξεγέρσεις του πληκτρολογίου, τις εξαγγελίες των chain mails και κάθε άλλο σημείο των ηλεκτρονικών καιρών. Όμως, τα αποπάνω, μετά την ισοπεδωτική τους επίδραση στην ψυχολογία μου με οδήγησαν σε ένα σημείο που δεν είχα φτάσει πριν. Την πρόταση. Σιγά τα μεγαλεία, θα μου πείτε και πάλι σε αυτό το φαντασιακό διαλογικό αλισβερίσι που συμβαίνει τόση ώρα. Εγώ θα την κάνω κι όποιος θέλει ας συνεισφέρει. Χωρίς μεγαλοστομίες, χωρίς κινητοποιήσεις, χωρίς chain(s) και strings attached. Και θα την κάνω προς όλους όσοι μπορεί να διαβάζουν, “επαγγελματίες” ή μη, δημοσιογράφους ή εκ ψώνιου ορμώμενους, μπλογκεράδες ή μη. Κυρίως, όμως, θα την απευθύνω σε αυτούς που εργάζονται ήδη σε έντυπα ή στην τηλεόραση, σε ανθρώπους, δηλαδή, που γνωρίζουν να διαχειρίζονται (ή να δημιουργούν, εξίσου) την είδηση.
Αφού, λοιπόν, κύριοι το σύστημα δεν σας παίζει (για εμάς δεν το συζητώ), αφού σας απαξιώνει τόσο ώστε να μην τολμάτε να πείτε ότι είστε δημοσιογράφοι χωρίς να φοβάστε ότι ντομάτες και αυγά θα προσγειωθούν στο κεφάλι σας, αφού ένα επάγγελμα είναι, όπως και να το κάνουμε, το οποίο σας θρέφει, γιατί δεν τολμάτε; Να χαρίσετε στο αφεντικό σας μία ροχάλα περιοπής, να γράψετε για αυτά που θέλετε, όπως θέλετε, να χρησιμοποιήσετε τους συνδέσμους, τις γνωριμίες και τις γνώσεις σας με όποιον τρόπο θεωρείτε αποτελεσματικό για την κοινωνία κι όχι για τον εργοδότη/διαφημιστή, να διεκδικήσετε τέλος πάντων τον σεβασμό που θα έπρεπε να σας ανήκει και σας έχει αφαιρεθεί από μπάλες παγωτού, διαστημικά βότανα διαίτης και λοιπά διαφημιζόμενα προϊόντα; Πόσο δύσκολο είναι να φτιάξετε μία κοινωνία δημοσιογράφων ηλεκτρονική, να δημοσιεύετε τα κείμενά σας, τα βίντεό σας και να δέχεστε τις απόψεις και τα σχόλια των αναγνωστών; Και μην με ρωτήσετε πώς θα ζείτε. Όπως ζείτε και τώρα. Από τις διαφημίσεις. Διαφημίσεις όχι ηθικότερες ή λιγότερο ακυρωτικές προς όσα γράφετε αλλά διαχειρίσιμες από εσάς, διαφημίσεις που δεν θα διακόπτουν την ροή ενός κειμένου ή μίας εκπομπής για να μας υπνωτίσουν να ανοίξουμε τα πορτοφόλια μας. Πρόταση, λοιπόν, κι όποιος τσιμπήσει. Ας ενωθούν άνθρωποι που γνωρίζουν το διαδίκτυο, άνθρωποι που γνωρίζουν από τεχνολογίες και παραγωγή, άνθρωποι που γνωρίζουν από γραφή, άνθρωποι που γνωρίζουν από ρεπορτάζ και κάθε άλλης καρυδιάς καρύδι κι ας επιδιώξουν μία ηλεκτρονική δημοσιογραφική σύμπραξη. Είναι εύκολο. Όσο εύκολο είναι κάθε πρωί να κάθεστε στην ίδια καρέκλα, στο τέλος του μήνα να πηγαίνετε στο ίδιο ΑΤΜ για την είσπραξη και στο τέλος της σύσκεψης να ακούτε “το θέλω έτσι, 1.500 λέξεις, μην αναφερθείς στον τάδε, είναι χορηγός”. Ίσως πιο εύκολο από όλα αυτά, αν αγαπάτε πιο πολύ αυτό που κάνετε από ό,τι τον τραπεζικό λογαριασμό που σάς έχει ανοίξει ο όμιλος.
Μέχρι να συμβούν όλα αυτά, μπορεί να στενοχωριέμαι για το σφάξιμο της “Θεματικής Βραδιάς” και του “Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα”, αλλά όχι και να συμμετέχω σε μπλογκική σταυροφορία διάσωσης του εξαίρετου Κούλογλου. Μπορεί να εξοργίζομαι με την Odeon, και κάθε άλλο πολυεθνικοδερβέναγα, αλλά όχι και να κρέμομαι κάθε εβδομάδα από τις σινεκριτικές μισθωτών κριτικών, συνδαιτημόνων μετά των PR, και λοιπών ακρωνύμων δηλωτικών ιδιοτήτων marketing. Μπορεί να συμφωνώ με τις απόψεις του κυρίου Βίδου, και διαφόρων άλλων δημοσιογράφων, αλλά όχι και να θεωρώ ότι στα γραπτά τους παίρνει μορφή η σύγχρονη ανάγκη για ξεσηκωμό -όσο επαναστατικά κι αν είναι.
Γιατί η επανάσταση θέλει και πράξεις. Καλός κι ο Σολωμός, αλλά χωρίς τους Μεσολογγίτες μάλλον σήμερα εθνικός ποιητής θα ήταν ο Ναζίμ Χικμέτ (τον οποίον λατρεύω, προς αποφυγή εθνικιστικών παρεξηγήσεων). Και ναι, μπορεί το όνομα του Σολωμού να το ξέρουν όλοι ενώ του Αθανάσιου Ραζηκότσικα ούτε ο Μεσολογγίτης φούρναρης. Αλλά, εννοείται, στα μελλοντικά Μεσολόγγια Ραζηκότσικες θα πέσουν για να δώσουν την πολυτέλεια στους Σολωμούς να γίνουν αλκοόλες εθνικού -ή διεθνούς μιας και παγκοσμιοποιηθήκαμε- διαμετρήματος.
Wednesday, 4 June 2008
Όταν η σαρξ νοσεί παίρνει αντιβίωση. Όταν ο νους νοσεί γίνεται παπάς (ή πολιτικός)
Σκέφτομαι και γράφω: Ήρθε το καλοκαιράκι. Γράφω κι εγώ τις σκέψεις μου τώρα που τα μπάνια αρχίζουν και οι καλοκαιρινές διακοπές έρχονται.
Ήρθε το καλοκαιράκι! Πριν από λίγες μέρες κατέβασα όλα μου τα καλοκαιρινά ρούχα από το πατάρι στην ντουλάπα για να μπορώ να τα φτάνω. Με βοήθησε και η μαμά που όλη την ώρα μουρμούριζε γιατί λέει ότι τα ρούχα μου δεν είναι σοβαρά για την ηλικία μου. Εγώ νομίζω ότι δεν έχει δίκιο. Έχει δει πώς ντύνεται αυτή η ξανθιά κυρία στην τηλεόραση; Εγώ την έχω δει κι ας μην μου αρέσει η τηλεόραση. Κάθε φορά που την ανοίγω μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα. Άλλες φορές να την σπάσω με το σφυρί που έχει ο μπαμπάς μου στα εργαλεία του. Και άλλες να γελάω συνέχεια. Αλλά μετά, πάλι μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα.
Το καλοκαίρι ήρθε και στην τηλεόραση. Μου φαίνεται ότι τα νεύρα όλων τους είναι πιο τσιτωμένα τώρα παρά τον χειμώνα. Ο μπαμπάς μου λέει ότι φταίει που έχουν “κάψει λάδια” -αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Το πρωί βλέπω κάτι εκπομπές με κάτι κυρίους, “μεσήλικες” τους λέει η μαμά, που όλο στέλνουν τους νέους με ένα ματσούκι στην λαϊκή και φωνάζουν για την ακρίβεια. Εγώ ήξερα αυτό που λέει η μαμά μου κάθε φορά που με ρωτάει αν έχω κάνει σκανταλιά και μετα συμπληρώνει “για την ακρίβεια, μήπως είσαι το παιδάκι που εξαφάνισε την μερέντα από το βάζο;”. Την άλλη την ακρίβεια δεν την ξέρω αλλά μου φαίνεται λίγο δύσκολο να είναι όλοι τόσο τσαντισμένοι. Εκτός αν κάποιος έκανε πολύ μεγάλη ζημιά και τον ρωτάνε όπως η μαμά μου, “για την ακρίβεια”.
Βλέπω και κάτι παπάδες που κοκκινίζουν και μιλάνε μία γλώσσα που μερικές φορές δεν την καταλαβαίνω γιατί λένε ότι οι ομόφιλοι, ή κάπως έτσι, δεν μπορούν να παντρεύονται. Εγώ, από ό,τι καταλαβαίνω, οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ άρρωστοι γιατί οι παπάδες λένε ότι είναι “αρρώστια” η ομοφιλία. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Κάνοντας όμως ανάλυση της λέξης στα μέρη της, όπως μας μάθατε εσείς κυρία, φαντάζομαι ότι είναι οι άνθρωποι που αγαπάνε το Όμο το καθαριστικό. Εγώ μια φορά ήπια Soflan όταν ήμουν πιο μικρή και δεν ήξερα τι έκανα και με είχανε πάει στο νοσοκομείο. Αυτοί, αφού είναι τόσο άρρωστοι και τους αρέσει το Όμο γιατί δεν τους πάνε στα νοσοκομεία παρά τους μαλώνουν συνέχεια; Εγώ ρώτησα τον θείο μου την Κυριακή τι αρρώστια είναι αυτή η “ομοφιλία” και μου είπε ότι είναι αρρώστια των παπάδων και των συντηρητικών. Εγώ ούτε τα συντηρητικά ξέρω τι είναι και μπερδεύτηκα περισσότερο. Οι παπάδες είναι άρρωστοι ή αυτοί οι ομόφιλοι; Πάντως μετά από όλα αυτά εγώ το φιλοσόφησα. Δεν θέλω ποτέ να αρρωστήσω στην Ελλάδα γιατί όλοι σου φωνάζουνε και μετά, αν είσαι τυχερός, κάποιος σε πάει στο νοσοκομείο και περιμένεις κάτι ουρές για ώρες και πολλές φορές όρθιος. Πριν από μήνες ο αδερφός μου είχε κάτι στο μάτι του και τρέχαμε αργά τη νύχτα σε ένα εφημεριδοκάτι και τελειώσαμε όταν ξημέρωνε. Και τελικά του είπαν να πάει σε έναν άλλο γιατρό, όχι από αυτούς που είναι στα νοσοκομεία, τους άλλους που είναι στα ιατρεία, για να του πει σίγουρα. Δηλαδή, κυρία εμείς τσάμπα περιμέναμε; Να τώρα εκνευρίστηκα κι εγώ.
Και γενικά, δηλαδή, έχω πολλά νεύρα κι ας είμαι μικρή. Η γιαγιά μου λέει ότι έτσι πρέπει να είναι τα παιδιά, ζωηρά. Η μαμά μου όμως λέει ότι είμαι “υπερκινητικό” και ότι δεν την αφήνω σε ησυχία. Εγώ δεν λέω τίποτα. Αρχίζω να πιστεύω, όμως, ότι για την περίπτωσή μου δεν φταίει το καλοκαίρι. Εμένα το καλοκαίρι μου αρέσει κι ας κάνει καύσωνα. Μου αρέσει γιατί πάμε για μπάνια στη θάλασσα. Όχι όμως στην Αθήνα γιατί ο μπαμπάς μου πήρε ένα μέιλ λέει στον υπολογιστή του που γράφει ποιες θάλασσες στην Αττική είναι μολυσμένες. Όταν το διάβασε και τελείωσε το έκανε forward στους φίλους του και είπε στη μαμά ότι από εδώ και πέρα τέλος τα μπάνια στην Αττική αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε κωλοβακτηρίδια (συγνώμη για την βρισιά κυρία, ο μπαμπάς το είπε). Εμένα μου αρέσει το καλοκαίρι και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί τα σχολεία κλείνουν και όλη μέρα παίζουμε με τους φίλους μου. Βέβαια, τώρα θυμήθηκα ότι φέτος μπορεί να μην έχουμε που να παίξουμε γιατί εκεί που παίζαμε τώρα έχουν φτιάξει πολυκατοικίες και δεν μας αφήνουν να μπούμε μέσα. Και να μας αφήνανε, όμως, εμείς δεν θέλουμε να μπούμε γιατί όταν παίζουμε θέλουμε η μπάλα να πηγαίνει ψηλά κι όχι να χτυπάει σε τοίχους και ταβάνια. Αφήστε το άλλο. Είναι πολύ σκοτεινά κάτω στις πιλοτές ενώ εκεί που παίζαμε μέχρι πέρυσι έβλεπες πάντα ουρανό.
Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι κι άλλο, εμένα δεν μου αρέσει αυτός ο ουρανός που έχουμε κυρία γιατί είναι συνέχεια γκρι και βρώμικος. Εγώ είπα στην μαμά μου να βάλουμε τη σκούπα και να ρουφήξουμε την βρώμα όπως κάνουμε και με το πάτωμα αλλά εκείνη μου είπε πως αυτό δεν γίνεται και πως αν θέλω να βοηθήσω στην καθαριότητα να πετάω τις πορτοκαλάδες μου στην ανακύκλωση. Στο σπίτι έχουμε πάντα δύο σακούλες, αυτή που πετάμε στα πράσινα σκουπίδια κι αυτή που πετάμε στα μπλε. Η μαμά μου λέει πως αν θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη πρέπει όλοι να πετάμε τα σκουπίδια μας στα μπλε δοχεία και να μην παίρνουμε τα αυτοκίνητα για να πάμε στη δουλειά. Κι εσείς κυρία μας είπατε ότι αύριο που είναι η παγκόσμια ημέρα για το περιβάλλον θα πάμε όλοι να κάνουμε αναδάσωση. Εγώ όμως έχω πολλές απορίες. Αν, δηλαδή, εγώ πετάω κάθε μέρα τα κουτάκια στα μπλε σκουπίδια θα σώσω τον πλανήτη; Και τότε αυτοί οι κύριοι που έχουν εργοστάσια και ξενοδοχεία και άλλα τέτοια, πού πετάνε τα σκουπίδια τους; Υπάρχουν τόσο μεγάλοι μπλε κάδοι; Αν υπάρχουν να μας πάτε εκδρομή εκεί, νομίζω ότι θα είναι πολύ εντυπωσιακό. Επίσης, η μαμά μου όπως σας έγραψα λέει να μην παίρνουμε αυτοκίνητα. Εγώ, όμως, επειδή δεν ξέρω και να οδηγώ αλλά μου αρέσει και το ποδήλατο, μία φορά δοκίμασα να πάω μακριά με το ποδήλατό μου και δεν τα κατάφερα. Όλα τα αυτοκίνητα έρχονταν κατά πάνω μου, κι ο δρόμος ήταν γεμάτος λακούβες και δεν με άφηναν να το βάλω στο μετρό.
Και το άλλο; Κάθε πρωί διαβάζω εφημερίδα γιατί μου αρέσει, κι ας νομίζετε εσείς ότι είμαστε πολύ μικροί για να διαβάζουμε τέτοια πράγματα. Σήμερα μία εφημερίδα είχε αφιέρωμα στο περιβάλλον. Και την Κυριακή που μας πέρασε είχαν κι άλλες τέτοιο αφιέρωμα. Όμως όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι και έλεγαν για την ανακύκλωση και για κάτι ειδικές σακούλες και κάτι άλλα. Μα κυρία, πώς γίνεται να είναι χαρούμενοι όταν η Γη κινδυνεύει; Και γιατί κανένας δεν έγραψε για αυτά που λέει ο μπαμπάς μου; Ο μπαμπάς μου λέει ότι μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια, μην με ρωτήσετε τι σημαίνει, κι ότι αντί να έχουν “ολική οικολογική πολιτική” όλο μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μόνο από εμάς εξαρτάται και πως είναι λάιφ στάιλ θέμα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτά, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο συμφωνώ μαζί του. Θέλω να συμπληρώσω μόνο ότι κανείς δεν γράφει για τη φίλη μου την Πετρούλα που μένει στα Ιλίσια αλλά δεν έχει μπλε σκουπίδια να πετάξει τις πορτοκαλάδες της. Και πίνει πολλές!
Κι εγώ πίνω πολλές πορτοκαλάδες, ειδικά τώρα που ήρθε το καλοκαιράκι! Επίσης αυτήν την εποχή την περιμένω πώς και πώς γιατί η μαμά μαγειρεύει πιο συχνά τα αγαπημένα μου φαγητά, δηλαδή τις τηγανητές πατάτες. Φέτος, όμως, μου είπε ότι τηγανητές πατάτες γιοκ. Εγώ έκλαψα, τσίριξα, χτύπαγα με την κουτάλα τις κατσαρόλες αλλά η μαμά είπε ότι ό,τι κι αν κάνω δεν αλλάζει τίποτα. Μετά μου έλεγε ότι το λάδι που βάζαμε στις πατάτες κάτι κακοί άνθρωποι το χαλάσαν και βάλανε μέσα κάτι λάδια που βάζουμε στα αυτοκίνητα. Εγώ, όμως, στην εφημερίδα διάβασα ότι αν τα λάδια αυτά τα βάζουμε σε συγκεκριμένες ποσότητες μέσα στο άλλο λάδι δεν υπάρχει κίνδυνος. Εμένα λίγο περίεργο μου φαίνεται αυτό, αλλά πάλι, για να το λένε οι επιστήμονες κάτι θα ξέρουν. Σκέφτομαι ότι αν τα λάδια που τρώμε είναι από αυτοκίνητα, άρα κι εμείς μολύνουμε το περιβάλλον; Να, είδατε, πάλι για το περιβάλλον σας λέω. Μας έχουν κολλήσει κυρία και μιλάμε όλο για αυτό αλλά εγώ δεν βλέπω τίποτα να πηγαίνει καλύτερα.
Είδα, όμως, τον ξάδερφό μου τον Σπύρο προχθές και μου είπε ότι στο σχολείο που πάει γίνεται χαμός. Δεν θυμάμαι πως το λένε ολόκληρο, θυμάμαι σίγουρα ότι το λένε Πανεπιστήμιο. Ο ξάδερφός μου είχε χαρεί πάρα πολύ όταν πέρασε εκεί αλλά τώρα χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. Πάει καλά κυρία που στο σχολείο μας δεν γίνονται τέτοια πράγματα γιατί τον κύριο Διευθυντή δεν τον βλέπω και πολύ καλά. Ο ξάδερφός μου με είχε βάλει στο τραπέζι και μιλούσε συνέχεια και έλεγε πως είναι όλοι τους ξεφτίλες (συγγνώμη κυρία για την βρισιά, ο ξάδερφός μου το είπε). Και οι καθηγητές, και η κυβέρνηση και οι φοιτητές. Και μετά έλεγε πως δεν πρόκειται ποτέ να δούμε χαϊρι σαν λαός γιατί είμαστε μαλάκες (συγγνώμη και πάλι, αλλά όλοι την λένε αυτήν την λέξη, δεν μπορούμε να την βάζουμε στα σκέφτομαι και γράφω;). Εγώ πάντως είδα αυτόν τον κύριο που είναι σαν να τον έγλειψε βόδι που βγήκε και είπε ότι η παιδεία χρειάζεται ένα σοκ. Κυρία, θα μας περάσουν όλους από ηλεκτρική καρέκλα, τι σοκ είναι αυτό που λένε; Εγώ ξέρω μόνο για τη θεία μου την Ιουστίνη που πριν από μερικά χρόνια ο ξαδερφός μου ο μεγάλος, άλλος ξάδερφος αυτός, ήθελε να την “σοκάρει” και βγήκε με το πουλάκι του έξω την ώρα που η θεία σέρβιρε τσάι στις φίλες της. Αλλά μετά έφαγε της χρονιάς του και τον βάλανε τιμωρία ένα μήνα!! Εμείς αυτόν τον κύριο δεν θα τον βάλουμε τιμωρία που λέει ότι θα μας κάνει σοκ; Όμως, αν γίνεται να μου το πείτε γιατί θέλω να κανονίσω καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μπαμπάς μου είπε “αρχίδια διακοπές θα κάνουμε με τέτοιο μισθό” (συγνώμη κυρία, ο μπαμπάς το είπε) και η μαμά έχει πάρει ένα χαρτί και όλο προσθέτει, αφαιρεί και διαιρεί. Κυρία, κανείς δεν έμαθε στους μεγάλους τον πολλαπλασιασμό;
Τέλος πάντων, τελειώνω τώρα με το συμπέρασμα. Το καλοκαιράκι ήρθε! Και φέτος κατάλαβα για πρώτη φορά τι εννοεί η μαμά μου όταν λέει “και πού να σφίξουν οι ζέστες”.
Ήρθε το καλοκαιράκι! Πριν από λίγες μέρες κατέβασα όλα μου τα καλοκαιρινά ρούχα από το πατάρι στην ντουλάπα για να μπορώ να τα φτάνω. Με βοήθησε και η μαμά που όλη την ώρα μουρμούριζε γιατί λέει ότι τα ρούχα μου δεν είναι σοβαρά για την ηλικία μου. Εγώ νομίζω ότι δεν έχει δίκιο. Έχει δει πώς ντύνεται αυτή η ξανθιά κυρία στην τηλεόραση; Εγώ την έχω δει κι ας μην μου αρέσει η τηλεόραση. Κάθε φορά που την ανοίγω μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα. Άλλες φορές να την σπάσω με το σφυρί που έχει ο μπαμπάς μου στα εργαλεία του. Και άλλες να γελάω συνέχεια. Αλλά μετά, πάλι μου 'ρχεται να βάλω τα κλάματα.
Το καλοκαίρι ήρθε και στην τηλεόραση. Μου φαίνεται ότι τα νεύρα όλων τους είναι πιο τσιτωμένα τώρα παρά τον χειμώνα. Ο μπαμπάς μου λέει ότι φταίει που έχουν “κάψει λάδια” -αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. Το πρωί βλέπω κάτι εκπομπές με κάτι κυρίους, “μεσήλικες” τους λέει η μαμά, που όλο στέλνουν τους νέους με ένα ματσούκι στην λαϊκή και φωνάζουν για την ακρίβεια. Εγώ ήξερα αυτό που λέει η μαμά μου κάθε φορά που με ρωτάει αν έχω κάνει σκανταλιά και μετα συμπληρώνει “για την ακρίβεια, μήπως είσαι το παιδάκι που εξαφάνισε την μερέντα από το βάζο;”. Την άλλη την ακρίβεια δεν την ξέρω αλλά μου φαίνεται λίγο δύσκολο να είναι όλοι τόσο τσαντισμένοι. Εκτός αν κάποιος έκανε πολύ μεγάλη ζημιά και τον ρωτάνε όπως η μαμά μου, “για την ακρίβεια”.
Βλέπω και κάτι παπάδες που κοκκινίζουν και μιλάνε μία γλώσσα που μερικές φορές δεν την καταλαβαίνω γιατί λένε ότι οι ομόφιλοι, ή κάπως έτσι, δεν μπορούν να παντρεύονται. Εγώ, από ό,τι καταλαβαίνω, οι άνθρωποι αυτοί είναι πολύ άρρωστοι γιατί οι παπάδες λένε ότι είναι “αρρώστια” η ομοφιλία. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Κάνοντας όμως ανάλυση της λέξης στα μέρη της, όπως μας μάθατε εσείς κυρία, φαντάζομαι ότι είναι οι άνθρωποι που αγαπάνε το Όμο το καθαριστικό. Εγώ μια φορά ήπια Soflan όταν ήμουν πιο μικρή και δεν ήξερα τι έκανα και με είχανε πάει στο νοσοκομείο. Αυτοί, αφού είναι τόσο άρρωστοι και τους αρέσει το Όμο γιατί δεν τους πάνε στα νοσοκομεία παρά τους μαλώνουν συνέχεια; Εγώ ρώτησα τον θείο μου την Κυριακή τι αρρώστια είναι αυτή η “ομοφιλία” και μου είπε ότι είναι αρρώστια των παπάδων και των συντηρητικών. Εγώ ούτε τα συντηρητικά ξέρω τι είναι και μπερδεύτηκα περισσότερο. Οι παπάδες είναι άρρωστοι ή αυτοί οι ομόφιλοι; Πάντως μετά από όλα αυτά εγώ το φιλοσόφησα. Δεν θέλω ποτέ να αρρωστήσω στην Ελλάδα γιατί όλοι σου φωνάζουνε και μετά, αν είσαι τυχερός, κάποιος σε πάει στο νοσοκομείο και περιμένεις κάτι ουρές για ώρες και πολλές φορές όρθιος. Πριν από μήνες ο αδερφός μου είχε κάτι στο μάτι του και τρέχαμε αργά τη νύχτα σε ένα εφημεριδοκάτι και τελειώσαμε όταν ξημέρωνε. Και τελικά του είπαν να πάει σε έναν άλλο γιατρό, όχι από αυτούς που είναι στα νοσοκομεία, τους άλλους που είναι στα ιατρεία, για να του πει σίγουρα. Δηλαδή, κυρία εμείς τσάμπα περιμέναμε; Να τώρα εκνευρίστηκα κι εγώ.
Και γενικά, δηλαδή, έχω πολλά νεύρα κι ας είμαι μικρή. Η γιαγιά μου λέει ότι έτσι πρέπει να είναι τα παιδιά, ζωηρά. Η μαμά μου όμως λέει ότι είμαι “υπερκινητικό” και ότι δεν την αφήνω σε ησυχία. Εγώ δεν λέω τίποτα. Αρχίζω να πιστεύω, όμως, ότι για την περίπτωσή μου δεν φταίει το καλοκαίρι. Εμένα το καλοκαίρι μου αρέσει κι ας κάνει καύσωνα. Μου αρέσει γιατί πάμε για μπάνια στη θάλασσα. Όχι όμως στην Αθήνα γιατί ο μπαμπάς μου πήρε ένα μέιλ λέει στον υπολογιστή του που γράφει ποιες θάλασσες στην Αττική είναι μολυσμένες. Όταν το διάβασε και τελείωσε το έκανε forward στους φίλους του και είπε στη μαμά ότι από εδώ και πέρα τέλος τα μπάνια στην Αττική αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε κωλοβακτηρίδια (συγνώμη για την βρισιά κυρία, ο μπαμπάς το είπε). Εμένα μου αρέσει το καλοκαίρι και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί τα σχολεία κλείνουν και όλη μέρα παίζουμε με τους φίλους μου. Βέβαια, τώρα θυμήθηκα ότι φέτος μπορεί να μην έχουμε που να παίξουμε γιατί εκεί που παίζαμε τώρα έχουν φτιάξει πολυκατοικίες και δεν μας αφήνουν να μπούμε μέσα. Και να μας αφήνανε, όμως, εμείς δεν θέλουμε να μπούμε γιατί όταν παίζουμε θέλουμε η μπάλα να πηγαίνει ψηλά κι όχι να χτυπάει σε τοίχους και ταβάνια. Αφήστε το άλλο. Είναι πολύ σκοτεινά κάτω στις πιλοτές ενώ εκεί που παίζαμε μέχρι πέρυσι έβλεπες πάντα ουρανό.
Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι κι άλλο, εμένα δεν μου αρέσει αυτός ο ουρανός που έχουμε κυρία γιατί είναι συνέχεια γκρι και βρώμικος. Εγώ είπα στην μαμά μου να βάλουμε τη σκούπα και να ρουφήξουμε την βρώμα όπως κάνουμε και με το πάτωμα αλλά εκείνη μου είπε πως αυτό δεν γίνεται και πως αν θέλω να βοηθήσω στην καθαριότητα να πετάω τις πορτοκαλάδες μου στην ανακύκλωση. Στο σπίτι έχουμε πάντα δύο σακούλες, αυτή που πετάμε στα πράσινα σκουπίδια κι αυτή που πετάμε στα μπλε. Η μαμά μου λέει πως αν θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη πρέπει όλοι να πετάμε τα σκουπίδια μας στα μπλε δοχεία και να μην παίρνουμε τα αυτοκίνητα για να πάμε στη δουλειά. Κι εσείς κυρία μας είπατε ότι αύριο που είναι η παγκόσμια ημέρα για το περιβάλλον θα πάμε όλοι να κάνουμε αναδάσωση. Εγώ όμως έχω πολλές απορίες. Αν, δηλαδή, εγώ πετάω κάθε μέρα τα κουτάκια στα μπλε σκουπίδια θα σώσω τον πλανήτη; Και τότε αυτοί οι κύριοι που έχουν εργοστάσια και ξενοδοχεία και άλλα τέτοια, πού πετάνε τα σκουπίδια τους; Υπάρχουν τόσο μεγάλοι μπλε κάδοι; Αν υπάρχουν να μας πάτε εκδρομή εκεί, νομίζω ότι θα είναι πολύ εντυπωσιακό. Επίσης, η μαμά μου όπως σας έγραψα λέει να μην παίρνουμε αυτοκίνητα. Εγώ, όμως, επειδή δεν ξέρω και να οδηγώ αλλά μου αρέσει και το ποδήλατο, μία φορά δοκίμασα να πάω μακριά με το ποδήλατό μου και δεν τα κατάφερα. Όλα τα αυτοκίνητα έρχονταν κατά πάνω μου, κι ο δρόμος ήταν γεμάτος λακούβες και δεν με άφηναν να το βάλω στο μετρό.
Και το άλλο; Κάθε πρωί διαβάζω εφημερίδα γιατί μου αρέσει, κι ας νομίζετε εσείς ότι είμαστε πολύ μικροί για να διαβάζουμε τέτοια πράγματα. Σήμερα μία εφημερίδα είχε αφιέρωμα στο περιβάλλον. Και την Κυριακή που μας πέρασε είχαν κι άλλες τέτοιο αφιέρωμα. Όμως όλοι ήταν πολύ χαρούμενοι και έλεγαν για την ανακύκλωση και για κάτι ειδικές σακούλες και κάτι άλλα. Μα κυρία, πώς γίνεται να είναι χαρούμενοι όταν η Γη κινδυνεύει; Και γιατί κανένας δεν έγραψε για αυτά που λέει ο μπαμπάς μου; Ο μπαμπάς μου λέει ότι μας ρίχνουν στάχτη στα μάτια, μην με ρωτήσετε τι σημαίνει, κι ότι αντί να έχουν “ολική οικολογική πολιτική” όλο μας κάνουν να πιστεύουμε ότι μόνο από εμάς εξαρτάται και πως είναι λάιφ στάιλ θέμα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτά, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στον κόσμο συμφωνώ μαζί του. Θέλω να συμπληρώσω μόνο ότι κανείς δεν γράφει για τη φίλη μου την Πετρούλα που μένει στα Ιλίσια αλλά δεν έχει μπλε σκουπίδια να πετάξει τις πορτοκαλάδες της. Και πίνει πολλές!
Κι εγώ πίνω πολλές πορτοκαλάδες, ειδικά τώρα που ήρθε το καλοκαιράκι! Επίσης αυτήν την εποχή την περιμένω πώς και πώς γιατί η μαμά μαγειρεύει πιο συχνά τα αγαπημένα μου φαγητά, δηλαδή τις τηγανητές πατάτες. Φέτος, όμως, μου είπε ότι τηγανητές πατάτες γιοκ. Εγώ έκλαψα, τσίριξα, χτύπαγα με την κουτάλα τις κατσαρόλες αλλά η μαμά είπε ότι ό,τι κι αν κάνω δεν αλλάζει τίποτα. Μετά μου έλεγε ότι το λάδι που βάζαμε στις πατάτες κάτι κακοί άνθρωποι το χαλάσαν και βάλανε μέσα κάτι λάδια που βάζουμε στα αυτοκίνητα. Εγώ, όμως, στην εφημερίδα διάβασα ότι αν τα λάδια αυτά τα βάζουμε σε συγκεκριμένες ποσότητες μέσα στο άλλο λάδι δεν υπάρχει κίνδυνος. Εμένα λίγο περίεργο μου φαίνεται αυτό, αλλά πάλι, για να το λένε οι επιστήμονες κάτι θα ξέρουν. Σκέφτομαι ότι αν τα λάδια που τρώμε είναι από αυτοκίνητα, άρα κι εμείς μολύνουμε το περιβάλλον; Να, είδατε, πάλι για το περιβάλλον σας λέω. Μας έχουν κολλήσει κυρία και μιλάμε όλο για αυτό αλλά εγώ δεν βλέπω τίποτα να πηγαίνει καλύτερα.
Είδα, όμως, τον ξάδερφό μου τον Σπύρο προχθές και μου είπε ότι στο σχολείο που πάει γίνεται χαμός. Δεν θυμάμαι πως το λένε ολόκληρο, θυμάμαι σίγουρα ότι το λένε Πανεπιστήμιο. Ο ξάδερφός μου είχε χαρεί πάρα πολύ όταν πέρασε εκεί αλλά τώρα χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο. Πάει καλά κυρία που στο σχολείο μας δεν γίνονται τέτοια πράγματα γιατί τον κύριο Διευθυντή δεν τον βλέπω και πολύ καλά. Ο ξάδερφός μου με είχε βάλει στο τραπέζι και μιλούσε συνέχεια και έλεγε πως είναι όλοι τους ξεφτίλες (συγγνώμη κυρία για την βρισιά, ο ξάδερφός μου το είπε). Και οι καθηγητές, και η κυβέρνηση και οι φοιτητές. Και μετά έλεγε πως δεν πρόκειται ποτέ να δούμε χαϊρι σαν λαός γιατί είμαστε μαλάκες (συγγνώμη και πάλι, αλλά όλοι την λένε αυτήν την λέξη, δεν μπορούμε να την βάζουμε στα σκέφτομαι και γράφω;). Εγώ πάντως είδα αυτόν τον κύριο που είναι σαν να τον έγλειψε βόδι που βγήκε και είπε ότι η παιδεία χρειάζεται ένα σοκ. Κυρία, θα μας περάσουν όλους από ηλεκτρική καρέκλα, τι σοκ είναι αυτό που λένε; Εγώ ξέρω μόνο για τη θεία μου την Ιουστίνη που πριν από μερικά χρόνια ο ξαδερφός μου ο μεγάλος, άλλος ξάδερφος αυτός, ήθελε να την “σοκάρει” και βγήκε με το πουλάκι του έξω την ώρα που η θεία σέρβιρε τσάι στις φίλες της. Αλλά μετά έφαγε της χρονιάς του και τον βάλανε τιμωρία ένα μήνα!! Εμείς αυτόν τον κύριο δεν θα τον βάλουμε τιμωρία που λέει ότι θα μας κάνει σοκ; Όμως, αν γίνεται να μου το πείτε γιατί θέλω να κανονίσω καλοκαιρινές διακοπές.
Ο μπαμπάς μου είπε “αρχίδια διακοπές θα κάνουμε με τέτοιο μισθό” (συγνώμη κυρία, ο μπαμπάς το είπε) και η μαμά έχει πάρει ένα χαρτί και όλο προσθέτει, αφαιρεί και διαιρεί. Κυρία, κανείς δεν έμαθε στους μεγάλους τον πολλαπλασιασμό;
Τέλος πάντων, τελειώνω τώρα με το συμπέρασμα. Το καλοκαιράκι ήρθε! Και φέτος κατάλαβα για πρώτη φορά τι εννοεί η μαμά μου όταν λέει “και πού να σφίξουν οι ζέστες”.
Wednesday, 21 May 2008
Οι πύργοι που στοιχειώσαμε
Υποθέτω πως ένα κομμάτι του ανθρώπου είναι τα σχοινιά που δεν κόβει ποτέ αναχωρώντας από λιμάνια της λήθης. Κατακτώντας έτσι μέρος της α-λήθειας του. Κι είναι οι αλήθειες μας που μας πληγώνουν, μας μελαγχολούν, μας κάνουν να νοσταλγούμε, μας δείχνουν το μέλλον, μας κρατάνε καλοστεριωμένους στο παρόν. Με λίγα λόγια μας κάνουν αυτό που είμαστε. Μία από τις α-λήθειες μου λέει πως ένα από τα σκοινιά που θα με φέρνει πάντα πίσω σαν πυξίδα ακριβείας είναι τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά απογεύματα στη γειτονιά όταν ήμουν μικρή. Τι μικρή, δηλαδή, τελείωνα το Λύκειο όταν ακόμη καβάλαγα το ασημένιο μου ποδήλατο και χανόμουν στους δρόμους, τους παραδρόμους και τους πεζοδρόμους της περιοχής μου. Δεν πάνε και πολλά χρόνια που το Πολύδροσο πλησίαζε την μαγική εικόνα που πλάθει κάποιος στο μυαλό του όταν ακούει την ονομασία αυτή. Νεοκλασικά και διώροφα κτήρια, καλαμιές, πλατάνια, λεύκες, πικροδάφνες, τριανταφυλλιές πολύχρωμες· οι κήποι της Εδέμ, εν ολίγοις, είχαν δανείσει λίγο από τη λάμψη τους σε ένα προάστιο της Αθήνας.
Το σπίτι που μέναμε ήταν στον πεζόδρομο της ρεματιάς, πάνω ακριβώς από το θεατράκι. Το πανηγύρι ξεκινούσε δειλά δειλά Μάρτιο μήνα. Οι πιο τολμηροί αρχίζαμε να κατεβαίνουμε στον πεζόδρομο (που τότε ήταν ακόμη δρόμος κυκλοφορίας το πολύ τριών αυτοκινήτων ημερησίως -το ένα ήταν του ψιλικατζή στην γωνία) με τις μπάλες και τα ποδήλατά μας. Τέτοιες μέρες σαν τώρα ήταν η καλύτερή μας. Καιρός αίθριος (ακόμη τότε το θερμοκήπιο μας άφηνε να ανασάνουμε κάτω από τον ήλιο), το σχολείο άρχιζε να κινείται σε καλοκαιρινούς ρυθμούς και η μέρα παρείχε απλόχερα στις ώρες της φως. Οι μαμάδες ησύχαζαν όσες ώρες οι φωνές μας μπορούσαν να σπάσουν τύμπανο δύο προάστια παρακάτω κι εμείς ξεχυνόμασταν με την ορμή που συσσωρευόταν τους χειμερινούς μήνες μέσα σε βαρετά διαμερίσματα και πίσω από κλειστές μπαλκονόπορτες.
Όπως κάθε αξιοπρεπής παρέα, έτσι κι εμείς είχαμε το δικό μας άλυτο μυστήριο. Το τρομακτικό κουφάρι ενός παλιού διώροφου αρχοντικού στη γωνία στοίχειωνε κάθε σκέψη που περνούσε από το παιδικό μας μυαλό. Τότε το λέγαμε “πύργο” και στήναμε επικά κρυφτά και εξερευνήσεις για θαρραλέους στα εγκαταλελειμμένα του δωμάτια. Μπορώ να γεμίσω δεκαπέντε οθόνες (γαμώ τους νεωτερισμούς μου) με ιστορίες από τα τραγελαφικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν κάθε καλοκαίρι στον “πύργο”. Δεν θέλω, όμως, σήμερα να μιλήσω για αυτό. Άλλος είναι ο λόγος που γράφω.
Μεγαλώνοντας μάθαμε πως ο “πύργος” έχει όνομα. Ένα καθωσπρέπει όνομα, όπως κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Και δεν έχει ιδιοκτήτη. Όπως κάθε εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Για να μην τα πολυλογώ από εδώ να σας πω μόνο τα απαραίτητα. Ότι, δηλαδή, ο “πύργος” μας λέγεται “κτήμα Πραποπούλου”. Ότι μνηστήρες πολλοί ευρέθησαν αλλά τελικώς το κτήμα έμεινε στο ράφι. Και σαν κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου-μην-τα-ξαναλέμε-τα 'παμε που μένει στο ράφι έτσι και το κτήμα Πραποπούλου προσέλκυσε ΤΟΝ μνηστήρα. Τουτ' έστιν το ελληνικό δημόσιο, τις ελληνικές τράπεζες, μεγαλοεργολάβους, μεγαλολαμόγια κλπ κλπ. Εδώ και περίπου ένα χρόνο μία παρέα ατόμων από την περιοχή αποφάσισε να ξεκινήσει την δική της περιπέτεια στο κτήμα. Μία περιπέτεια για “μεγάλους”. Ξεκίνησε την κατάληψή της στο εγκαταλελειμμένο κτήριο, άρχισε να καλλιεργεί βιολογικές μελιτζάνες και ντομάτες στο χορταριασμένο από χρόνια κήπο, έστησε αίθουσα προβολών και βιβλιοθήκη και, γενικότερα, ξεκαθάρισε με την στάση της ότι το κτήμα δεν είναι προς αποκατάσταση από ΤΟΝ μνηστήρα. Το τι έχουν περάσει τα παιδιά καλύτερα να το διαβάσετε, όσοι θέλετε, στο blog τους. Εκεί θα βρείτε και φωτογραφίες, και πληροφορίες για ανάλογες κινήσεις πολιτών σε άλλα σημεία της Αθήνας, και για άλλες εκφράσεις αντίστασης στους “οδοστρωτήρες” τις εποχής μας και άλλα πολλά. Εκεί, τελικά, ίσως βρείτε ένα κομμάτι της δικής σας αλήθειας. Μπας και αρχίσουμε να ξεδιπλώνουμε σιγά σιγά όλοι τους μίτους μας και ξαναβρούμε αγαπημένα λιμάνια που χάσαμε.
http://www.protovouliaxalandriou.blogspot.com
Το σπίτι που μέναμε ήταν στον πεζόδρομο της ρεματιάς, πάνω ακριβώς από το θεατράκι. Το πανηγύρι ξεκινούσε δειλά δειλά Μάρτιο μήνα. Οι πιο τολμηροί αρχίζαμε να κατεβαίνουμε στον πεζόδρομο (που τότε ήταν ακόμη δρόμος κυκλοφορίας το πολύ τριών αυτοκινήτων ημερησίως -το ένα ήταν του ψιλικατζή στην γωνία) με τις μπάλες και τα ποδήλατά μας. Τέτοιες μέρες σαν τώρα ήταν η καλύτερή μας. Καιρός αίθριος (ακόμη τότε το θερμοκήπιο μας άφηνε να ανασάνουμε κάτω από τον ήλιο), το σχολείο άρχιζε να κινείται σε καλοκαιρινούς ρυθμούς και η μέρα παρείχε απλόχερα στις ώρες της φως. Οι μαμάδες ησύχαζαν όσες ώρες οι φωνές μας μπορούσαν να σπάσουν τύμπανο δύο προάστια παρακάτω κι εμείς ξεχυνόμασταν με την ορμή που συσσωρευόταν τους χειμερινούς μήνες μέσα σε βαρετά διαμερίσματα και πίσω από κλειστές μπαλκονόπορτες.
Όπως κάθε αξιοπρεπής παρέα, έτσι κι εμείς είχαμε το δικό μας άλυτο μυστήριο. Το τρομακτικό κουφάρι ενός παλιού διώροφου αρχοντικού στη γωνία στοίχειωνε κάθε σκέψη που περνούσε από το παιδικό μας μυαλό. Τότε το λέγαμε “πύργο” και στήναμε επικά κρυφτά και εξερευνήσεις για θαρραλέους στα εγκαταλελειμμένα του δωμάτια. Μπορώ να γεμίσω δεκαπέντε οθόνες (γαμώ τους νεωτερισμούς μου) με ιστορίες από τα τραγελαφικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν κάθε καλοκαίρι στον “πύργο”. Δεν θέλω, όμως, σήμερα να μιλήσω για αυτό. Άλλος είναι ο λόγος που γράφω.
Μεγαλώνοντας μάθαμε πως ο “πύργος” έχει όνομα. Ένα καθωσπρέπει όνομα, όπως κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Και δεν έχει ιδιοκτήτη. Όπως κάθε εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό εντός μεγάλου κτήματος που σέβεται την ιστορία του. Για να μην τα πολυλογώ από εδώ να σας πω μόνο τα απαραίτητα. Ότι, δηλαδή, ο “πύργος” μας λέγεται “κτήμα Πραποπούλου”. Ότι μνηστήρες πολλοί ευρέθησαν αλλά τελικώς το κτήμα έμεινε στο ράφι. Και σαν κάθε νεοκλασικό εντός μεγάλου-μην-τα-ξαναλέμε-τα 'παμε που μένει στο ράφι έτσι και το κτήμα Πραποπούλου προσέλκυσε ΤΟΝ μνηστήρα. Τουτ' έστιν το ελληνικό δημόσιο, τις ελληνικές τράπεζες, μεγαλοεργολάβους, μεγαλολαμόγια κλπ κλπ. Εδώ και περίπου ένα χρόνο μία παρέα ατόμων από την περιοχή αποφάσισε να ξεκινήσει την δική της περιπέτεια στο κτήμα. Μία περιπέτεια για “μεγάλους”. Ξεκίνησε την κατάληψή της στο εγκαταλελειμμένο κτήριο, άρχισε να καλλιεργεί βιολογικές μελιτζάνες και ντομάτες στο χορταριασμένο από χρόνια κήπο, έστησε αίθουσα προβολών και βιβλιοθήκη και, γενικότερα, ξεκαθάρισε με την στάση της ότι το κτήμα δεν είναι προς αποκατάσταση από ΤΟΝ μνηστήρα. Το τι έχουν περάσει τα παιδιά καλύτερα να το διαβάσετε, όσοι θέλετε, στο blog τους. Εκεί θα βρείτε και φωτογραφίες, και πληροφορίες για ανάλογες κινήσεις πολιτών σε άλλα σημεία της Αθήνας, και για άλλες εκφράσεις αντίστασης στους “οδοστρωτήρες” τις εποχής μας και άλλα πολλά. Εκεί, τελικά, ίσως βρείτε ένα κομμάτι της δικής σας αλήθειας. Μπας και αρχίσουμε να ξεδιπλώνουμε σιγά σιγά όλοι τους μίτους μας και ξαναβρούμε αγαπημένα λιμάνια που χάσαμε.
http://www.protovouliaxalandriou.blogspot.com
Monday, 12 May 2008
Το χρονικό του κλεμμένου χρόνου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Το πείραμα διεκπεραιώθηκε με ταχύτητα road runner. Μόνο που στο τέλος του ο Αλέξης αισθανόταν σαν το koyote που έφαγε τα μούτρα του στο φαράγγι. Το μόριό του είχε αποτύχει να αντεπεξέλθει στο ερωτικό κάλεσμα του διαδικτυακού πορνό που τώρα τελευταία γέμιζε τις ώρες βαριεστημάρας στο γραφείο. Ούτε ένα ίχνος υγρού, ούτε μία ένδειξη ανόρθωσης. Το κρατούσε εκεί, ανάμεσα στο κατεβασμένο φερμουάρ και το ξεχυμένο πουκάμισο, ξέψυχο και ρυτιδιασμένο παρά την μανιώδη κίνηση της παλάμης του. Ξεφύσηξε βουτηγμένος στην απόγνωση. Κοιτούσε το διάστημα ανάμεσα στα μπούτια του σαν μονοκυτταρικό οργανισμό στο μικροσκόπιο. «Δεν είναι δυνατόν, τι διάολο...» ήταν η πρώτη ημιτελής σκέψη που πρόλαβε να διασχίσει το μυαλό του μετά το σοκ.
Μία τεράστια άσπρη τρίχα πρωταγωνιστούσε ανάμεσα στις υπόλοιπες που περνούσαν πλέον στη θέση του κομπάρσου σε κακόγουστη παράσταση. Πρώτη φορά ο Αλέξης έβρισκε άσπρη τρίχα στο δέρμα του –μία αληθινή άσπρη τρίχα. Άνοιξε το πρώτο αριστερό συρτάρι και έβγαλε το οινόπνευμα, άπλωσε χαρτί κουζίνας και αποστείρωσε τα χέρια του. Αυτό είχαν να το λένε όλοι· ο Αλέξης πάντα έδινε μεγάλη προσοχή στην ατομική υγιεινή. Πολλές φορές σε σημείο υστερίας. Μόνο κατά τη διάρκεια του σεξ ξεπερνούσε κάτι τέτοια θέματα ο Αλέξης δίχως περίσσια περισυλλογή. Η ανταλλαγή βιολογικών υγρών ήταν η αδυναμία του -και η ψύχωσή του γύρω από την καθαριότητα αποδυναμωνόταν εντελώς στη θέα ενός υγρού αιδοίου. Μετά, βέβαια, φρόντιζε πάντα να απολυμάνει κάθε χιλιοστό του εξαντλημένου εργαλείου του με Betadine.
Αυτή τη φορά ο Αλέξης ξέπλυνε τα χέρια του, μάλλον, λόγω νευρικότητας παρά ανησυχίας. Αφού ένιωσε κάθε τρίχα του χεριού του να δροσίζεται από το πέρασμα του οινοπνεύματος, τύλιξε την άσπρη τρίχα στο δείκτη του, πήρε μία βαθιά ανάσα και τράβηξε. Στα κλάσματα δευτερολέπτου που ακολούθησαν πρόλαβε να σκεφτεί ότι ο κλασσικός κινηματογραφικός οπλισμός με θάρρος μέσα από ένα μπουκάλι ρούμι θα ήταν σοφότερη κίνηση. Κοιτάζοντας κάτω την είδε ακόμα εκεί. Λίγο κατσαρωμένη εξαιτίας του τραβήγματος αλλά ανέπαφη. Τα έκλεισε όλα και βγήκε από το γραφείο φουριόζος. «Δημητρούλα, φεύγω. Δεν είμαι καλά. Ακύρωσε τα ραντεβού, βάλτα όποτε νομίζεις, δεν ξέρω...» Δεν πρόλαβε ούτε περαστικά να του ευχηθεί η Δημητρούλα που θα απέμενε τις υπόλοιπες ώρες να βράζει στο κουτσομπόλικο ζουμί της διερωτώμενη τι είχε συμβεί στο αφεντικό της.
Τα ένιωθε να θρυμματίζονται ανάμεσα στο πόδι του και το κάθισμα του αυτοκινήτου κάθε φορά που πατούσε γκάζι. «Πάει, έχω σίγουρα καρκίνο. Θα γίνω ευνούχος, ρε πούστη, από τα τριάντα μου...», μονολογούσε ανεβαίνοντας τη Συγγρού. Σαράντα λεπτά αργότερα κατέβαζε τα βρακιά του στο μπάνιο για να ανακαλύψει ότι οι άσπρες τρίχες ήταν πλέον δύο. Και σαν να μην έφτανε αυτό τα αρχίδια του τού φάνηκαν ζαρωμένα, κρεμασμένα θαρρείς από σκοινί σε κεντρική πλατεία. «Ιδέα μου θα είναι» είπε στον καθρέφτη του σε μία προσπάθεια να ανεβάσει το πεσμένο του ηθικό. Και σε ποιον να μιλήσει, τι να πει; Ότι έβγαλε δυο άσπρες τρίχες και δεν νιώθει καλά; Σίγουρα ο γιατρός του θα του συνιστούσε ψυχίατρο. Κάτι ανάμεσα σε υπερκόπωση, μελαγχολία και ναρκισσισμό θα διαπίστωνε ο άλλος. Σίγουρα. Γείωσε την Πόλυ, «δεν είμαι για έξοδο σήμερα, θα σε πάρω εγώ αύριο», μίλησε με την μαμά του λέγοντάς της πως πνίγεται στη δουλειά και μην τον ενοχλήσει μέχρι να την ξαναπάρει αυτός και αποφάσισε να συγκεντρωθεί.
Φαντασιώθηκε όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει από το κρεβάτι του, όλες τις διάσημες που ονειρευόταν να ρίξει από την ηλικία των εφτά, όλες τις πορνοστάρ που είχε παρακολουθήσει να παραδίδουν μαθήματα στο dvd του, όλες τις τσόντες που θυμόταν να τον έχουν διεγείρει. Τζίφος. Ο Αλέξης απέμενε λεπτό το λεπτό όλο και πιο γυμνός, όλο και πιο ζαρωμένος, όλο και πιο ιδρωμένος πάνω στα βαμβακερά του σεντόνια. Ξέβαψε τις τούφες από το κεφάλι του, έβγαλε το μακιγιάζ. Ήταν ο ίδιος Αλέξης που είχε αντικρύσει εκείνο το πρωί στον καθρέφτη του. Αρυτίδιαστος, λίγο αποκαμωμένος από την προσπάθεια και, προπαντός, καλυμμένος με μαύρες τρίχες. Μέχρι τα μεσάνυχτα την έβγαλε γυμνός πάνω στην μπερζέρα. Μετρώντας τις άσπρες τρίχες που ξεφύτρωναν γύρω από το μόριό του σαν τα αυθαίρετα της παραλιακής. «Έχω παραισθήσεις. Σίγουρα. Και ο φωτισμός δεν είναι σωστός.» Γιατί δεν είναι δυνατόν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος γνωρίζει, μία τρίχα να μεγαλώνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Ούτε είναι δυνατόν να ασπρίζουν τα αρχίδια σου μόνο. Γνωστόν.
Μία τη νύχτα οι άσπρες τρίχες δεν μετρούνταν πλέον. Ο Αλέξης βρισκόταν στο έκτο ουίσκι και, από το φόβο του ότι τις βλέπει διπλάσιες από όσες ήταν στ’ αλήθεια, αποφάσισε να αναπαυθεί. Την επόμενη μέρα δεν πήρε στο τμήμα προσωπικού να δηλώσει ασθένεια. Ούτε η Πόλυ έλαβε τηλεφώνημα για να κανονίσουν να βρεθούν. Το τάπερ με τα γιουβαρλάκια που του είχε φυλάξει η μαμά του ξεχάστηκε για μέρες στο ψυγείο της. Τρεις μέρες μετά η αστυνομία έσπασε την πόρτα του διαμερίσματός του μετά από δήλωση εξαφάνισης που υπέβαλε η μητέρα του. Τον βρήκαν ξεσκέπαστο, ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι του, με το χέρι του να κρατάει τα αρχίδια του. Τα δάχτυλά του είχαν πνιγεί στις άσπρες τρίχες.
Το πείραμα διεκπεραιώθηκε με ταχύτητα road runner. Μόνο που στο τέλος του ο Αλέξης αισθανόταν σαν το koyote που έφαγε τα μούτρα του στο φαράγγι. Το μόριό του είχε αποτύχει να αντεπεξέλθει στο ερωτικό κάλεσμα του διαδικτυακού πορνό που τώρα τελευταία γέμιζε τις ώρες βαριεστημάρας στο γραφείο. Ούτε ένα ίχνος υγρού, ούτε μία ένδειξη ανόρθωσης. Το κρατούσε εκεί, ανάμεσα στο κατεβασμένο φερμουάρ και το ξεχυμένο πουκάμισο, ξέψυχο και ρυτιδιασμένο παρά την μανιώδη κίνηση της παλάμης του. Ξεφύσηξε βουτηγμένος στην απόγνωση. Κοιτούσε το διάστημα ανάμεσα στα μπούτια του σαν μονοκυτταρικό οργανισμό στο μικροσκόπιο. «Δεν είναι δυνατόν, τι διάολο...» ήταν η πρώτη ημιτελής σκέψη που πρόλαβε να διασχίσει το μυαλό του μετά το σοκ.
Μία τεράστια άσπρη τρίχα πρωταγωνιστούσε ανάμεσα στις υπόλοιπες που περνούσαν πλέον στη θέση του κομπάρσου σε κακόγουστη παράσταση. Πρώτη φορά ο Αλέξης έβρισκε άσπρη τρίχα στο δέρμα του –μία αληθινή άσπρη τρίχα. Άνοιξε το πρώτο αριστερό συρτάρι και έβγαλε το οινόπνευμα, άπλωσε χαρτί κουζίνας και αποστείρωσε τα χέρια του. Αυτό είχαν να το λένε όλοι· ο Αλέξης πάντα έδινε μεγάλη προσοχή στην ατομική υγιεινή. Πολλές φορές σε σημείο υστερίας. Μόνο κατά τη διάρκεια του σεξ ξεπερνούσε κάτι τέτοια θέματα ο Αλέξης δίχως περίσσια περισυλλογή. Η ανταλλαγή βιολογικών υγρών ήταν η αδυναμία του -και η ψύχωσή του γύρω από την καθαριότητα αποδυναμωνόταν εντελώς στη θέα ενός υγρού αιδοίου. Μετά, βέβαια, φρόντιζε πάντα να απολυμάνει κάθε χιλιοστό του εξαντλημένου εργαλείου του με Betadine.
Αυτή τη φορά ο Αλέξης ξέπλυνε τα χέρια του, μάλλον, λόγω νευρικότητας παρά ανησυχίας. Αφού ένιωσε κάθε τρίχα του χεριού του να δροσίζεται από το πέρασμα του οινοπνεύματος, τύλιξε την άσπρη τρίχα στο δείκτη του, πήρε μία βαθιά ανάσα και τράβηξε. Στα κλάσματα δευτερολέπτου που ακολούθησαν πρόλαβε να σκεφτεί ότι ο κλασσικός κινηματογραφικός οπλισμός με θάρρος μέσα από ένα μπουκάλι ρούμι θα ήταν σοφότερη κίνηση. Κοιτάζοντας κάτω την είδε ακόμα εκεί. Λίγο κατσαρωμένη εξαιτίας του τραβήγματος αλλά ανέπαφη. Τα έκλεισε όλα και βγήκε από το γραφείο φουριόζος. «Δημητρούλα, φεύγω. Δεν είμαι καλά. Ακύρωσε τα ραντεβού, βάλτα όποτε νομίζεις, δεν ξέρω...» Δεν πρόλαβε ούτε περαστικά να του ευχηθεί η Δημητρούλα που θα απέμενε τις υπόλοιπες ώρες να βράζει στο κουτσομπόλικο ζουμί της διερωτώμενη τι είχε συμβεί στο αφεντικό της.
Τα ένιωθε να θρυμματίζονται ανάμεσα στο πόδι του και το κάθισμα του αυτοκινήτου κάθε φορά που πατούσε γκάζι. «Πάει, έχω σίγουρα καρκίνο. Θα γίνω ευνούχος, ρε πούστη, από τα τριάντα μου...», μονολογούσε ανεβαίνοντας τη Συγγρού. Σαράντα λεπτά αργότερα κατέβαζε τα βρακιά του στο μπάνιο για να ανακαλύψει ότι οι άσπρες τρίχες ήταν πλέον δύο. Και σαν να μην έφτανε αυτό τα αρχίδια του τού φάνηκαν ζαρωμένα, κρεμασμένα θαρρείς από σκοινί σε κεντρική πλατεία. «Ιδέα μου θα είναι» είπε στον καθρέφτη του σε μία προσπάθεια να ανεβάσει το πεσμένο του ηθικό. Και σε ποιον να μιλήσει, τι να πει; Ότι έβγαλε δυο άσπρες τρίχες και δεν νιώθει καλά; Σίγουρα ο γιατρός του θα του συνιστούσε ψυχίατρο. Κάτι ανάμεσα σε υπερκόπωση, μελαγχολία και ναρκισσισμό θα διαπίστωνε ο άλλος. Σίγουρα. Γείωσε την Πόλυ, «δεν είμαι για έξοδο σήμερα, θα σε πάρω εγώ αύριο», μίλησε με την μαμά του λέγοντάς της πως πνίγεται στη δουλειά και μην τον ενοχλήσει μέχρι να την ξαναπάρει αυτός και αποφάσισε να συγκεντρωθεί.
Φαντασιώθηκε όλες τις γυναίκες που είχαν περάσει από το κρεβάτι του, όλες τις διάσημες που ονειρευόταν να ρίξει από την ηλικία των εφτά, όλες τις πορνοστάρ που είχε παρακολουθήσει να παραδίδουν μαθήματα στο dvd του, όλες τις τσόντες που θυμόταν να τον έχουν διεγείρει. Τζίφος. Ο Αλέξης απέμενε λεπτό το λεπτό όλο και πιο γυμνός, όλο και πιο ζαρωμένος, όλο και πιο ιδρωμένος πάνω στα βαμβακερά του σεντόνια. Ξέβαψε τις τούφες από το κεφάλι του, έβγαλε το μακιγιάζ. Ήταν ο ίδιος Αλέξης που είχε αντικρύσει εκείνο το πρωί στον καθρέφτη του. Αρυτίδιαστος, λίγο αποκαμωμένος από την προσπάθεια και, προπαντός, καλυμμένος με μαύρες τρίχες. Μέχρι τα μεσάνυχτα την έβγαλε γυμνός πάνω στην μπερζέρα. Μετρώντας τις άσπρες τρίχες που ξεφύτρωναν γύρω από το μόριό του σαν τα αυθαίρετα της παραλιακής. «Έχω παραισθήσεις. Σίγουρα. Και ο φωτισμός δεν είναι σωστός.» Γιατί δεν είναι δυνατόν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος γνωρίζει, μία τρίχα να μεγαλώνει μέσα σε δευτερόλεπτα. Ούτε είναι δυνατόν να ασπρίζουν τα αρχίδια σου μόνο. Γνωστόν.
Μία τη νύχτα οι άσπρες τρίχες δεν μετρούνταν πλέον. Ο Αλέξης βρισκόταν στο έκτο ουίσκι και, από το φόβο του ότι τις βλέπει διπλάσιες από όσες ήταν στ’ αλήθεια, αποφάσισε να αναπαυθεί. Την επόμενη μέρα δεν πήρε στο τμήμα προσωπικού να δηλώσει ασθένεια. Ούτε η Πόλυ έλαβε τηλεφώνημα για να κανονίσουν να βρεθούν. Το τάπερ με τα γιουβαρλάκια που του είχε φυλάξει η μαμά του ξεχάστηκε για μέρες στο ψυγείο της. Τρεις μέρες μετά η αστυνομία έσπασε την πόρτα του διαμερίσματός του μετά από δήλωση εξαφάνισης που υπέβαλε η μητέρα του. Τον βρήκαν ξεσκέπαστο, ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι του, με το χέρι του να κρατάει τα αρχίδια του. Τα δάχτυλά του είχαν πνιγεί στις άσπρες τρίχες.
Friday, 11 April 2008
Το χρονικό του κλεμμένου χρόνου
Η πρωινή ιεροτελεστία ξεκινούσε στις εξίμιση. Μπροστά στον καθρέφτη του ο αρυτίδιαστος Αλέξης μεταμορφωνόταν σε μεσήλικα επικινδύνως γκριζάροντα στους κροτάφους και ελαφρώς υποταγμένο στην πρεσβυωπία. Κόλπο παλιό, δοκιμασμένο στα καλύτερα μαγαζιά. Το ‘χε δει, δηλαδή, από τη Στυλιανοπούλου και την Κοντού μέχρι τον Dustin Hoffman και τον Robin Williams. Κανένας δεν καταλάβαινε την μυστική ταυτότητα κάτω από το make up. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν ντυνόταν και σαν τραβεστί. Τον χρόνο υιοθετούσε για λίγο και τον έκανε σκλαβάκι του, τον έτρεχε λίγο πιο γρήγορα και ύστερα τον διαμόρφωνε.
Έβαζε μηχανικά καφέ στην καφετιέρα, τα δημητριακά του και τον χυμό των πρωταθλητών πάνω στο σουπλά με τις τουλίπες και τους ήλιους και τρώγοντας σιγά σιγά το κεφάλι του σηκωνόταν από τον λήθαργο σαν ανυψωτικό μηχάνημα. Μισή ώρα αργότερα, λίγο από το make up και τα μολύβια της μακαρίτισσας της μάνας του, που τού ‘μειναν αμανάτι πέρυσι όταν εκείνη δρασκέλισε τον χρόνο προβοκατόρικα και χάθηκε στο άχρονο, λίγο μάσκαρα μαλλιών από την αενάως «εφηβίζουσα» Πόλυ του, τα γυαλιά των 10 ευρώ από το φαρμακείο της γειτονιάς για πρεσβυωπική μόστρα και ήταν έτοιμος. Η Δήμητρα θα του είχε έτοιμο τον ντικάφ του δύο λεπτά πριν πατήσει το πόδι του στην εταιρία, ο καινούριος πιτσιρικάς –άκου «πιτσιρικάς», κανονικά ο Αλέξης ήταν νεότερος σε ηλικία- θα τον χαιρετούσε μόλις τον έβλεπε να μπαίνει φουριόζος, δήθεν, από την πόρτα εκτοξεύοντας προς το μέρος του το πιο αστραφτερό χαμόγελο (τους σιχαινόταν τους γλείφτες μα ξέρουν να κάνουν καλά την δουλειά τους) και μετά θα χωνόταν στην Βαβέλ του γραφείου για το επόμενο δεκάωρο. Χαρτιά, μελέτες, υπογραφές, τηλέφωνα από Γενικούς, τηλέφωνα από ιδιαιτέρες των «ιδιαίτερων», παραστατικά, όλα αυτά κάθε μέρα έστηναν τον δικό τους χορό γύρω του. Κι εκείνος ένας γερασμένος νεαρός, ή νεανίζων γέρος εκ των καταστάσεων;, θα τα έβαζε όλα σε τάξη, θα υπέγραφε ό,τι άγχωνε την Δημητρούλα μέχρι τις δύο που σχόλαγε εκείνη, θα έδειχνε την απαραίτητη ευγένεια και υποταγή στους «ιδιαίτερους» και τους Γενικούς.
«Μην τα συζητάς, έλεγε στον εαυτό του κάθε που τον έπιανε κρίση, μια χαρά σου στρώθηκαν τα πράγματα.» Ευρισκόμενος έτσι μονίμως σε εσωτερικές διαπραγματεύσεις, καταστρώνοντας ατράνταχτες αλληλουχίες επιχειρημάτων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς και καταλήγοντας να σκέφτεται εξουθενωμένος ότι τα τέσσερα χιλιάρικα που καθάριζε κάθε μήνα ήταν, προς το παρόν, αδιαπραγμάτευτα. Όχι, ας τα πάρουμε και λογικά τα πράγματα. Πεντέμιση χρόνια για το πτυχίο του από το Πολυτεχνείο. Και ένα το μεταπτυχιακό με αέρα εξωτερικού, εξίμιση. Κι άλλον έναν η εκπαίδευση στο Τόκιο, εφτάμιση. Και δύο στην γύρα για δουλειές, εννιάμιση. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν στα γενέθλια για τα εικοσιοχτώ σου χρόνια δεν έχεις να πληρώσεις ούτε τα κεράκια της τούρτας; Όχι. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν θες να πιεις έναν καφέ και ζητάς χαρτζιλίκι από τον πατέρα σου; Όχι. Το προσπερνάς ασχολίαστο όταν δεν μπορείς να γαμήσεις την γυναίκα των ονείρων σου γιατί οι γονείς σου κοιμούνται δίπλα; Όχι. Εκ των πραγμάτων, τραβάς μια μαλακία και μετά μουτζώνεσαι με τα γυαλιστερά σου δάχτυλα. Και αυτή η «μία κάποια λύσις» ήρθε από το ευτελές, γυναικείο make up. Ε, δεν συγκρίνεται τώρα το make up και τα εργατικά faux γηρατειά με τα τέσσερα χιλιάρικα τον μήνα. Δεν του ζητήθηκε δα να πηδήξει τον Γενικό. Είδες μωρέ αδερφάκι μου τι σου είναι τρεις ρυτίδες και δυο γκρίζοι κρόταφοι;
Παπάρια που κοίταξαν την προϋπηρεσία του. Σαραντατρία γραφεία και πέντε πολυεθνικές είχε γυρίσει πριν. Έδινε το δισέλιδό του, στο πεδίο των σπουδών τα πτυχία του και τα «άριστα» τριβέλιζαν το μάτι με bold αιχμές στην πρώτη σελίδα, ίσιωνε την γραβάτα του και ξεκινούσε την χειραψία. Αυτήν την ρημάδα την ερώτηση, όμως, μα τον Τουτατίς, άμα την ξανάκουγε θα έκανε φόνο. «Προϋπηρεσία έχετε;» Τις πρώτες πέντε φορές απάντησε αμήχανα «όχι» και πως ελπίζει να ξεκινήσει από ένα τόσο σημαντικό γραφείο για να αναπτύξει τα όσα έμαθε στις σπουδές του και την Ιαπωνία. Τον πούλο. Τις επόμενες δέκα απαντούσε το ίδιο αλλά στο κεφάλι του άκουγε τον «άλλον» να απαντάει «Ναι, έχω καριόλη, σε συνεντεύξεις για τις ψωνάρες του συναφιού σου. Σου κάνει;». Και ξανά τον πούλο. Στις τελευταίες, όμως, είχε σταματήσει να ακούει απαντήσεις που διασκέδαζαν την πίκρα μέσα στο κεφάλι του. Τον έβλεπε να πατάει το δεξί του Ferragamo στο γραφείο και με το αριστερό του να σκορπίζει μύτες, γυαλιά και αίματα στον τοίχο. Μέχρι που στην έκτη πολυεθνική έσκασε μύτη ένας διαφορετικός Αλέξης. Ο Αλέξης από το μέλλον. Γοητευτικός, καλοστεκούμενος για την ηλικία του και τους γκρίζους κροτάφους, που ξεφύτρωσαν βιαστικά εκείνο το πρωί μέσα στα σπασμένα πλακάκια του μπάνιου στο πατρικό του, και με προϋπηρεσία στο εξωτερικό. Τον προσέλαβαν την ίδια στιγμή. Ούτε που ζήτησαν συστάσεις, ούτε που διανοήθηκαν να πάρουν τηλέφωνο σε κάποια από τις εταιρίες που κατονόμαζε. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί αν το έκαναν θα έπρεπε να συνεννοηθούν με τον Γιαπωνέζο φούρναρη και την πόρνη από την Σαγκάη. Για αυτό σου λέω. Πόσο να αντέξεις τον εξευτελισμό και την απραξία; Πόση προϋπηρεσία σε συνεντεύξεις χρειάζεται μέχρι να μπορούν να σε προσλάβουν για βοηθό; Ο Αλέξης έκρινε ότι δύο χρόνια ήταν αρκετά. Και βρισκόταν, όντως, σε σημείο καμπή ο Αλέξης. Η Πόλυ σύντομα θα του κουνούσε το μαντήλι αν δεν έβρισκε μία κάποια λύση στο «θέμα» τους, οι άλλες από καιρό τον είχαν πάρει χαμπάρι τι μπατίρης ήτανε και τον έπαιρναν μόνο αν είχαν τρελές καύλες και κανέναν άλλον διαθέσιμο και ο πατέρας του είχε αρχίσει να του τα κάνει τσουρέκια με τα άχρηστα πτυχία και τους κόπους και την δυνατότητα να αναλάβει το μαραγκάδικο τώρα που ο ίδιος είχε γεράσει.
Τέλος πάντων, δεν συνεχίζω άλλο την αδιακρισία σχετικά με το παρελθόν του Αλέξη, μετά από όλα αυτά νάτος στην γραφειάρα του, με δέκα υφισταμένους και μία ιδιαιτέρα παρακαλώ, όλοι τους μεγαλύτεροί του, και με εταιρικό αυτοκίνητο και smartphone. Να και τα χαμόγελα από την Πόλυ, να και το διαμέρισμα στον Λυκαβηττό, να και τα Σαββατοκύριακα στην Κύπρο, παραδίπλα και τα χαμόγελα πορσελάνινων υπάρξεων στους διαδρόμους, και τα υπονοούμενα της Δημητρούλας· ανεκτίμητα όλα αυτά όταν δύο χρόνια πριν δεν είχες να πληρώσεις μία τούρτα και ένα κέρασμα...
Εκείνο το πρωί ο καφές του τού φάνηκε πιο πικρός από ό,τι συνήθως, «πούστη Σοφιανέ, καφετζής είσαι ή νεκροθάφτης;» σκέφτηκε μορφάζοντας, και ένιωθε ένα περίεργο βάρος. Ένα απερίγραπτο, αδύνατο να εντοπιστεί χωροταξικά στο σώμα βάρος. Δεν ήταν ούτε στην καρδιά, ούτε στο στομάχι, ούτε στο κεφάλι. Τέτοια βάρη φεύγουν συνήθως. Με ένα ντεπόν, με έναν αναστεναγμό, με ένα καλό γαμήσι; Πάντως φεύγουν. Αυτό δεν έλεγε να φύγει. Και το ένιωθε χαμηλά, εκεί που ήταν στημένο το δικό του περήφανο βασίλειο, ανέγγιχτο από τις ψεύτικες ρυτίδες και τις γκρίζες τρίχες. Εκεί που τα νιάτα του ακόμη χτυπούσαν σε ρυθμούς ταμπούρλου σε εθνική γιορτή και σχεδόν κάθε βράδυ λάμβανε χώρα μία, διόλου σεμνή, ιεροτελεστία. Μία η Πόλυ, μία η Ελμίνα, μία η γνωστή του Γενικού, την άλλη η ανηψιά του «ιδιαίτερου»... Πάντως το πρόγραμμα ήταν φορτωμένο τα τελευταία δύο χρόνια. Και καθόλου δεν παραπονιόταν δηλαδή, να εξηγούμαστε.
Σήμερα, όμως, ένιωθε ένα βάρος. Σαν να είχαν γίνει τα αρχίδια του βαρίδια και να τον τραβούσαν στο κέντρο της γης με λύσσα. Κοιτούσε έξω από τις ραφές. Τίποτα περίεργο. Πήγε στις τουαλέτες πέντε φορές εκείνο το πρωί. Όλα φυσιολογικά. Ψαχούλευε κάθε τόσο τα αχαμνά του κάτω από το δια χειρός γραφείο του. Τίποτα λάθος. Μέχρι που αποφάσισε να κάνει το ούλτιμετ τεστ –αλλιώς ησυχία δεν θα έβρισκε. «Δημητρούλα, μην με ενοχλήσει κανείς.» (συνεχίζεται)
Έβαζε μηχανικά καφέ στην καφετιέρα, τα δημητριακά του και τον χυμό των πρωταθλητών πάνω στο σουπλά με τις τουλίπες και τους ήλιους και τρώγοντας σιγά σιγά το κεφάλι του σηκωνόταν από τον λήθαργο σαν ανυψωτικό μηχάνημα. Μισή ώρα αργότερα, λίγο από το make up και τα μολύβια της μακαρίτισσας της μάνας του, που τού ‘μειναν αμανάτι πέρυσι όταν εκείνη δρασκέλισε τον χρόνο προβοκατόρικα και χάθηκε στο άχρονο, λίγο μάσκαρα μαλλιών από την αενάως «εφηβίζουσα» Πόλυ του, τα γυαλιά των 10 ευρώ από το φαρμακείο της γειτονιάς για πρεσβυωπική μόστρα και ήταν έτοιμος. Η Δήμητρα θα του είχε έτοιμο τον ντικάφ του δύο λεπτά πριν πατήσει το πόδι του στην εταιρία, ο καινούριος πιτσιρικάς –άκου «πιτσιρικάς», κανονικά ο Αλέξης ήταν νεότερος σε ηλικία- θα τον χαιρετούσε μόλις τον έβλεπε να μπαίνει φουριόζος, δήθεν, από την πόρτα εκτοξεύοντας προς το μέρος του το πιο αστραφτερό χαμόγελο (τους σιχαινόταν τους γλείφτες μα ξέρουν να κάνουν καλά την δουλειά τους) και μετά θα χωνόταν στην Βαβέλ του γραφείου για το επόμενο δεκάωρο. Χαρτιά, μελέτες, υπογραφές, τηλέφωνα από Γενικούς, τηλέφωνα από ιδιαιτέρες των «ιδιαίτερων», παραστατικά, όλα αυτά κάθε μέρα έστηναν τον δικό τους χορό γύρω του. Κι εκείνος ένας γερασμένος νεαρός, ή νεανίζων γέρος εκ των καταστάσεων;, θα τα έβαζε όλα σε τάξη, θα υπέγραφε ό,τι άγχωνε την Δημητρούλα μέχρι τις δύο που σχόλαγε εκείνη, θα έδειχνε την απαραίτητη ευγένεια και υποταγή στους «ιδιαίτερους» και τους Γενικούς.
«Μην τα συζητάς, έλεγε στον εαυτό του κάθε που τον έπιανε κρίση, μια χαρά σου στρώθηκαν τα πράγματα.» Ευρισκόμενος έτσι μονίμως σε εσωτερικές διαπραγματεύσεις, καταστρώνοντας ατράνταχτες αλληλουχίες επιχειρημάτων υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς και καταλήγοντας να σκέφτεται εξουθενωμένος ότι τα τέσσερα χιλιάρικα που καθάριζε κάθε μήνα ήταν, προς το παρόν, αδιαπραγμάτευτα. Όχι, ας τα πάρουμε και λογικά τα πράγματα. Πεντέμιση χρόνια για το πτυχίο του από το Πολυτεχνείο. Και ένα το μεταπτυχιακό με αέρα εξωτερικού, εξίμιση. Κι άλλον έναν η εκπαίδευση στο Τόκιο, εφτάμιση. Και δύο στην γύρα για δουλειές, εννιάμιση. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν στα γενέθλια για τα εικοσιοχτώ σου χρόνια δεν έχεις να πληρώσεις ούτε τα κεράκια της τούρτας; Όχι. Το ξεχνάς έτσι εύκολα όταν θες να πιεις έναν καφέ και ζητάς χαρτζιλίκι από τον πατέρα σου; Όχι. Το προσπερνάς ασχολίαστο όταν δεν μπορείς να γαμήσεις την γυναίκα των ονείρων σου γιατί οι γονείς σου κοιμούνται δίπλα; Όχι. Εκ των πραγμάτων, τραβάς μια μαλακία και μετά μουτζώνεσαι με τα γυαλιστερά σου δάχτυλα. Και αυτή η «μία κάποια λύσις» ήρθε από το ευτελές, γυναικείο make up. Ε, δεν συγκρίνεται τώρα το make up και τα εργατικά faux γηρατειά με τα τέσσερα χιλιάρικα τον μήνα. Δεν του ζητήθηκε δα να πηδήξει τον Γενικό. Είδες μωρέ αδερφάκι μου τι σου είναι τρεις ρυτίδες και δυο γκρίζοι κρόταφοι;
Παπάρια που κοίταξαν την προϋπηρεσία του. Σαραντατρία γραφεία και πέντε πολυεθνικές είχε γυρίσει πριν. Έδινε το δισέλιδό του, στο πεδίο των σπουδών τα πτυχία του και τα «άριστα» τριβέλιζαν το μάτι με bold αιχμές στην πρώτη σελίδα, ίσιωνε την γραβάτα του και ξεκινούσε την χειραψία. Αυτήν την ρημάδα την ερώτηση, όμως, μα τον Τουτατίς, άμα την ξανάκουγε θα έκανε φόνο. «Προϋπηρεσία έχετε;» Τις πρώτες πέντε φορές απάντησε αμήχανα «όχι» και πως ελπίζει να ξεκινήσει από ένα τόσο σημαντικό γραφείο για να αναπτύξει τα όσα έμαθε στις σπουδές του και την Ιαπωνία. Τον πούλο. Τις επόμενες δέκα απαντούσε το ίδιο αλλά στο κεφάλι του άκουγε τον «άλλον» να απαντάει «Ναι, έχω καριόλη, σε συνεντεύξεις για τις ψωνάρες του συναφιού σου. Σου κάνει;». Και ξανά τον πούλο. Στις τελευταίες, όμως, είχε σταματήσει να ακούει απαντήσεις που διασκέδαζαν την πίκρα μέσα στο κεφάλι του. Τον έβλεπε να πατάει το δεξί του Ferragamo στο γραφείο και με το αριστερό του να σκορπίζει μύτες, γυαλιά και αίματα στον τοίχο. Μέχρι που στην έκτη πολυεθνική έσκασε μύτη ένας διαφορετικός Αλέξης. Ο Αλέξης από το μέλλον. Γοητευτικός, καλοστεκούμενος για την ηλικία του και τους γκρίζους κροτάφους, που ξεφύτρωσαν βιαστικά εκείνο το πρωί μέσα στα σπασμένα πλακάκια του μπάνιου στο πατρικό του, και με προϋπηρεσία στο εξωτερικό. Τον προσέλαβαν την ίδια στιγμή. Ούτε που ζήτησαν συστάσεις, ούτε που διανοήθηκαν να πάρουν τηλέφωνο σε κάποια από τις εταιρίες που κατονόμαζε. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί αν το έκαναν θα έπρεπε να συνεννοηθούν με τον Γιαπωνέζο φούρναρη και την πόρνη από την Σαγκάη. Για αυτό σου λέω. Πόσο να αντέξεις τον εξευτελισμό και την απραξία; Πόση προϋπηρεσία σε συνεντεύξεις χρειάζεται μέχρι να μπορούν να σε προσλάβουν για βοηθό; Ο Αλέξης έκρινε ότι δύο χρόνια ήταν αρκετά. Και βρισκόταν, όντως, σε σημείο καμπή ο Αλέξης. Η Πόλυ σύντομα θα του κουνούσε το μαντήλι αν δεν έβρισκε μία κάποια λύση στο «θέμα» τους, οι άλλες από καιρό τον είχαν πάρει χαμπάρι τι μπατίρης ήτανε και τον έπαιρναν μόνο αν είχαν τρελές καύλες και κανέναν άλλον διαθέσιμο και ο πατέρας του είχε αρχίσει να του τα κάνει τσουρέκια με τα άχρηστα πτυχία και τους κόπους και την δυνατότητα να αναλάβει το μαραγκάδικο τώρα που ο ίδιος είχε γεράσει.
Τέλος πάντων, δεν συνεχίζω άλλο την αδιακρισία σχετικά με το παρελθόν του Αλέξη, μετά από όλα αυτά νάτος στην γραφειάρα του, με δέκα υφισταμένους και μία ιδιαιτέρα παρακαλώ, όλοι τους μεγαλύτεροί του, και με εταιρικό αυτοκίνητο και smartphone. Να και τα χαμόγελα από την Πόλυ, να και το διαμέρισμα στον Λυκαβηττό, να και τα Σαββατοκύριακα στην Κύπρο, παραδίπλα και τα χαμόγελα πορσελάνινων υπάρξεων στους διαδρόμους, και τα υπονοούμενα της Δημητρούλας· ανεκτίμητα όλα αυτά όταν δύο χρόνια πριν δεν είχες να πληρώσεις μία τούρτα και ένα κέρασμα...
Εκείνο το πρωί ο καφές του τού φάνηκε πιο πικρός από ό,τι συνήθως, «πούστη Σοφιανέ, καφετζής είσαι ή νεκροθάφτης;» σκέφτηκε μορφάζοντας, και ένιωθε ένα περίεργο βάρος. Ένα απερίγραπτο, αδύνατο να εντοπιστεί χωροταξικά στο σώμα βάρος. Δεν ήταν ούτε στην καρδιά, ούτε στο στομάχι, ούτε στο κεφάλι. Τέτοια βάρη φεύγουν συνήθως. Με ένα ντεπόν, με έναν αναστεναγμό, με ένα καλό γαμήσι; Πάντως φεύγουν. Αυτό δεν έλεγε να φύγει. Και το ένιωθε χαμηλά, εκεί που ήταν στημένο το δικό του περήφανο βασίλειο, ανέγγιχτο από τις ψεύτικες ρυτίδες και τις γκρίζες τρίχες. Εκεί που τα νιάτα του ακόμη χτυπούσαν σε ρυθμούς ταμπούρλου σε εθνική γιορτή και σχεδόν κάθε βράδυ λάμβανε χώρα μία, διόλου σεμνή, ιεροτελεστία. Μία η Πόλυ, μία η Ελμίνα, μία η γνωστή του Γενικού, την άλλη η ανηψιά του «ιδιαίτερου»... Πάντως το πρόγραμμα ήταν φορτωμένο τα τελευταία δύο χρόνια. Και καθόλου δεν παραπονιόταν δηλαδή, να εξηγούμαστε.
Σήμερα, όμως, ένιωθε ένα βάρος. Σαν να είχαν γίνει τα αρχίδια του βαρίδια και να τον τραβούσαν στο κέντρο της γης με λύσσα. Κοιτούσε έξω από τις ραφές. Τίποτα περίεργο. Πήγε στις τουαλέτες πέντε φορές εκείνο το πρωί. Όλα φυσιολογικά. Ψαχούλευε κάθε τόσο τα αχαμνά του κάτω από το δια χειρός γραφείο του. Τίποτα λάθος. Μέχρι που αποφάσισε να κάνει το ούλτιμετ τεστ –αλλιώς ησυχία δεν θα έβρισκε. «Δημητρούλα, μην με ενοχλήσει κανείς.» (συνεχίζεται)
Monday, 7 April 2008
Η μαμά δεν αντέχει να ακούει αλήθειες
Δεν έχω σπίτι πίσω για να 'ρθω
Ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
Δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
Να περπατήσω μια Πρωτομαγιά
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
Εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
Και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
Που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
Είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
Και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
Μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
Εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
Και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
Το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς
"Μάνα μου Ελλάς"
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος
Από την μαγεία του Κώστα Φέρρη, "Ρεμπέτικο".
Wednesday, 2 April 2008
Πασχαλιές πένθιμες, κλισέ να σφραγίσουν τα στόματα
Ξυπνάς πρωί. Και ετοιμάζεσαι, και τρέχεις, χρόνος για πρωινό δεν υπάρχει –άστο για αργότερα, κάπου μέσα στη μέρα θα βρεις κάτι να ταΐσεις το παραμελημένο σου στομάχι. Τρέχα, τρέχα, πρέπει να προλάβεις, να βγάλεις δουλειά, να θυμηθείς να πεις μια καλημέρα σε αυτούς που αγαπάς, να μην ξεχάσεις ότι οι ώρες περνούν βίαια από πάνω σου σαν την αγχόνη όταν είσαι μακριά από αυτά που ονειρεύεσαι, να μπάσεις παράνομα στη μέρα σου λίγες ώρες πριν κοιμηθείς για αυτά που σε κάνουν άνθρωπο... Προπάντων μην ξεχάσεις να ονειρεύεσαι το Σαββατοκύριακο, σαν καλός εργαζόμενος, μετάφερε όλη σου τη ζωή στα Σαββατοκύριακα, να προλάβεις να ψωνίσεις, το ψυγείο είναι άδειο, να βγάλεις δουλειά για το Πανεπιστήμιο, να δεις ένα φίλο, Κυριακή μεσημέρι τραπέζι στο πατρικό σου, έχεις έξτρα δουλειά που δεν προλαβαίνεις καθημερινά –να το ρυθμίσεις κι αυτό. Κατάφερες ή όχι ακόμη να κάνεις τα Σαββατοκύριακά σου χειρότερα;
Μην παραπονιέσαι καθόλου, η ζωή είναι γλυκιά για εσένα, φαντάσου να ήσουν δημόσιος υπάλληλος. Να δούλευες μέχρι τις δύο το μεσημέρι, να έψαχνες τελευταία στιγμή διαθέσιμο συνάδελφο να σου χτυπήσει κάρτα, να είχες δύο και τρεις ονομαστικές εορτές τον χρόνο, να περνούσες δύο χρόνια τυπικής παρουσίας για να γίνεις μόνιμος, να έρχεται ο κάθε μαλάκας να ψάχνει χαρτιά και βεβαιώσεις, ο κάθε πικραμένος να ζητάει ένσημα και ιατρικές εξετάσεις, ο κάθε άχρηστος να σε ζαλίζει με ερωτήσεις την ώρα που παλεύεις με άλυτα μυστήρια –του γάμου, του νυφικού, του τραγουδιού της δεξίωσης, της μπριζόλας ή του σολωμού, να πρέπει να μείνεις έγκυος για να πάρεις ένα χρόνο άδεια, οι εθνικές εορτές να γιορτάζονται μόνο τετραήμερα, να είχες δίπλωμα από ΙΕΚ και να έτρεχες δύο μέρες το μήνα για να κάνεις το μεταπτυχιακό σου για ένα χρόνο, το εξοχικό σου να είναι μισή ώρα από Αθήνα και να μην μπορείς να πηγαίνεις κάθε μέρα γιατί κάποιος μαλάκας είπε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει κάθε μέρα να είναι στο πόστο τους.
Στρίψε το τσιγάρο σου, ξέχνα το στομάχι σου που πονάει και σκέψου... Σκέψου πως είσαι πλέον και με τη βούλα 25 ετών, πως πέντε μήνες δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ απλήρωτη, πως πίσω από όλο αυτό μία υπόσχεση σε κινεί σαν μαριονέτα, πως έμεινες στο Πανεπιστήμιο γιατί σου αρέσει και το μεταπτυχιακό σου σταματά γιατί το κράτος δεν το χρηματοδοτεί, τέλειωσέ το κακήν κακώς αρκεί να αδειάσεις τη γωνιά του Πανεπιστημίου που δεν ξέρει τι να σε κάνει τώρα που ξέμεινε, πήγαινε στις συνελεύσεις να ακούσεις τον εκπρόσωπο μικροκομματικών και μικροπολιτικών τακτικών να σου αναλύει με ύφος τις υποχρεώσεις σου ως καλού φοιτητή, σκύψε κεφάλι και φύγε, οι άνθρωποι δεν θα καταλάβουν ποτέ, ψάξε το πορτοφόλι σου, σου φτάνουν για μία μπλούζα 7,90;, κόψε τους καφέδες –βλάπτουν το στομάχι και την τσέπη σου, σταμάτα να σκέφτεσαι με όρους δίκαιου και άδικου, το παιχνίδι παίζεται σε άλλο γήπεδο, εύκολο-δύσκολο, αλλά γιατί να σου χαριστεί το οτιδήποτε κωλόπαιδο;, να παλέψεις –αφού δεν γεννήθηκες με συγγενείς στις κατάλληλες θέσεις ή με τα κατάλληλα πορτοφόλια, να παλέψεις.
Σου έμαθαν πως η ζωή είναι αγώνας, για εσένα, για τους γύρω σου, πως σημασία δεν έχουν τα πλούτη αλλά οι κορυφές που κατακτάς μόνος σου. Για να συνειδητοποιήσεις λίγο αργότερα ότι μεγάλωσες σε μία κοινωνία κλισέ, τα όνειρα τα βαφτίζει «κλισέ» για να καθαγιάζει τις πουλημένες τακτικές της, τη διαμαρτυρία την βαφτίζει «κλισέ γκρίνια» για να μην φτάνει στα αυτιά κανενός. Μία κοινωνία που στηρίζει τις τελευταίες της ελπίδες στον όρο επινόησή της, το «φιλότιμο», μία πιπίλα για να συσπειρώνει τα πλήθη που σκορπούν σε κάθε κατεύθυνση, την ώρα που έχει μείνει παγκοσμίως γνωστή μόνο για τη λέξη «μαλάκας», το αντίβαρο δηλαδή του φιλότιμου, μία λέξη που δικαιώνει όλες τις αντι-φιλότιμες πρακτικές. Ξέχνα ό,τι ήξερες, δεν επιβιώνουν οι δυνατοί, δεν σώζονται οι αξιοπρεπείς, μία βάρκα τρύπια καταλήγεις μέσα στο βούρκο και από παντού μπάζεις βρωμόνερα, ή θα σε βουλιάξουν ή θα σε βρωμίσουν, καβάλα τη σανίδα σου και τράβα κουπί σαν ναυαγός, ψάξε για μία στεριά να σωθείς.
Μη φωνάζεις για το ασφαλιστικό, μην φωνάζεις για τα Πανεπιστήμια, θα δουλέψεις Μ Α Λ Α Κ Α μέχρι να πεθάνεις, θα πληρώσεις για να μάθεις, κι αν δεν έχεις θα γλείψεις ότι βρεις μπροστά σου για να πάρεις μια καρέκλα με ροδάκια, κεραμίδια δικά σου δεν θα βάλεις ποτέ σε σειρά, θα πληρώνεις πάντα κάποιον άλλον, κι άμα δεν σου περισσεύουν ας πρόσεχες Μ Α Λ Α Κ Α, να γεννιόσουν αλλιώς, να ονειρευόσουν αλλιώς, να έγλειφες αντί να φωνάζεις, να έπαιρνες αντί να αρνείσαι, να έκλεινες μάτια αντί να ψάχνεις. Να μάθεις να μην τα βάζεις ποτέ με ένα κράτος πρόνοιας, ένα κράτος δικαίου, ένα κράτος έθνος σε κρίση, που το πέτυχες σε δύσκολες συνθήκες και τα βάζεις μαζί του, δειλέ και αχρείε πολιτίσκε του κώλου και των δικαιωμάτων. Από εδώ και πέρα θα μιλάς με τους εκπροσώπους του, ιδιώτες σε μεγάλα γραφεία, ιδιωτικές επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο, να λες ευχαριστώ που πίνεις ακόμη νερό, να χαίρεσαι που μπορείς ακόμη να απεργήσεις –σε λίγο καιρό οι συνδικαλιστές θα είναι εκθέματα στα μουσεία και οι πορείες ντοκιμαντέρ απαγορευμένα που θα προβάλλονται σε γιάφκες. Είσαι πίσω Μ Α Λ Α Κ Α, δες λίγο ειδήσεις, κατάλαβε ποια είναι τα σημαντικά σε αυτή τη ζωή επιτέλους, αγόρασε λίγο ασχήμια, λίγο τρόμο, λίγο ψέμα, λίγο προπαγάνδα για να μάθεις να χαίρεσαι που ακόμη δεν σε έχουν σκοτώσει ληστές, να εκτιμάς που έχεις ελεύθερη πρόσβαση στους φούρνους. Μόνο μην σηκώνεις κεφάλι, Μ Α Λ Α Κ Α, για να δεις ουρανό, μην ανοίγεις το στόμα σου να ρωτήσεις, μην ανοίγεις βιβλίο και προβληματιστείς, μην υψώνεις γροθιά. Γιατί είσαι κλισέ. Και μην γράφεις, μην γράφεις για όλα αυτά γιατί είσαι βαρετή, μίζερη, κλισέ και όλα τα αντισεξουαλικά μαζί. Και σταμάτα να βγαίνεις από το σπίτι σου κάθε πρωί και να μυρίζεις την πασχαλιά, Μ Α Λ Α Κ Α, η ζωή δεν γίνεται ευκολότερη με μωβ λουλούδια που βγαίνουν κάθε χρόνο –είναι κλισέ κι αυτά.
Μην παραπονιέσαι καθόλου, η ζωή είναι γλυκιά για εσένα, φαντάσου να ήσουν δημόσιος υπάλληλος. Να δούλευες μέχρι τις δύο το μεσημέρι, να έψαχνες τελευταία στιγμή διαθέσιμο συνάδελφο να σου χτυπήσει κάρτα, να είχες δύο και τρεις ονομαστικές εορτές τον χρόνο, να περνούσες δύο χρόνια τυπικής παρουσίας για να γίνεις μόνιμος, να έρχεται ο κάθε μαλάκας να ψάχνει χαρτιά και βεβαιώσεις, ο κάθε πικραμένος να ζητάει ένσημα και ιατρικές εξετάσεις, ο κάθε άχρηστος να σε ζαλίζει με ερωτήσεις την ώρα που παλεύεις με άλυτα μυστήρια –του γάμου, του νυφικού, του τραγουδιού της δεξίωσης, της μπριζόλας ή του σολωμού, να πρέπει να μείνεις έγκυος για να πάρεις ένα χρόνο άδεια, οι εθνικές εορτές να γιορτάζονται μόνο τετραήμερα, να είχες δίπλωμα από ΙΕΚ και να έτρεχες δύο μέρες το μήνα για να κάνεις το μεταπτυχιακό σου για ένα χρόνο, το εξοχικό σου να είναι μισή ώρα από Αθήνα και να μην μπορείς να πηγαίνεις κάθε μέρα γιατί κάποιος μαλάκας είπε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει κάθε μέρα να είναι στο πόστο τους.
Στρίψε το τσιγάρο σου, ξέχνα το στομάχι σου που πονάει και σκέψου... Σκέψου πως είσαι πλέον και με τη βούλα 25 ετών, πως πέντε μήνες δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ απλήρωτη, πως πίσω από όλο αυτό μία υπόσχεση σε κινεί σαν μαριονέτα, πως έμεινες στο Πανεπιστήμιο γιατί σου αρέσει και το μεταπτυχιακό σου σταματά γιατί το κράτος δεν το χρηματοδοτεί, τέλειωσέ το κακήν κακώς αρκεί να αδειάσεις τη γωνιά του Πανεπιστημίου που δεν ξέρει τι να σε κάνει τώρα που ξέμεινε, πήγαινε στις συνελεύσεις να ακούσεις τον εκπρόσωπο μικροκομματικών και μικροπολιτικών τακτικών να σου αναλύει με ύφος τις υποχρεώσεις σου ως καλού φοιτητή, σκύψε κεφάλι και φύγε, οι άνθρωποι δεν θα καταλάβουν ποτέ, ψάξε το πορτοφόλι σου, σου φτάνουν για μία μπλούζα 7,90;, κόψε τους καφέδες –βλάπτουν το στομάχι και την τσέπη σου, σταμάτα να σκέφτεσαι με όρους δίκαιου και άδικου, το παιχνίδι παίζεται σε άλλο γήπεδο, εύκολο-δύσκολο, αλλά γιατί να σου χαριστεί το οτιδήποτε κωλόπαιδο;, να παλέψεις –αφού δεν γεννήθηκες με συγγενείς στις κατάλληλες θέσεις ή με τα κατάλληλα πορτοφόλια, να παλέψεις.
Σου έμαθαν πως η ζωή είναι αγώνας, για εσένα, για τους γύρω σου, πως σημασία δεν έχουν τα πλούτη αλλά οι κορυφές που κατακτάς μόνος σου. Για να συνειδητοποιήσεις λίγο αργότερα ότι μεγάλωσες σε μία κοινωνία κλισέ, τα όνειρα τα βαφτίζει «κλισέ» για να καθαγιάζει τις πουλημένες τακτικές της, τη διαμαρτυρία την βαφτίζει «κλισέ γκρίνια» για να μην φτάνει στα αυτιά κανενός. Μία κοινωνία που στηρίζει τις τελευταίες της ελπίδες στον όρο επινόησή της, το «φιλότιμο», μία πιπίλα για να συσπειρώνει τα πλήθη που σκορπούν σε κάθε κατεύθυνση, την ώρα που έχει μείνει παγκοσμίως γνωστή μόνο για τη λέξη «μαλάκας», το αντίβαρο δηλαδή του φιλότιμου, μία λέξη που δικαιώνει όλες τις αντι-φιλότιμες πρακτικές. Ξέχνα ό,τι ήξερες, δεν επιβιώνουν οι δυνατοί, δεν σώζονται οι αξιοπρεπείς, μία βάρκα τρύπια καταλήγεις μέσα στο βούρκο και από παντού μπάζεις βρωμόνερα, ή θα σε βουλιάξουν ή θα σε βρωμίσουν, καβάλα τη σανίδα σου και τράβα κουπί σαν ναυαγός, ψάξε για μία στεριά να σωθείς.
Μη φωνάζεις για το ασφαλιστικό, μην φωνάζεις για τα Πανεπιστήμια, θα δουλέψεις Μ Α Λ Α Κ Α μέχρι να πεθάνεις, θα πληρώσεις για να μάθεις, κι αν δεν έχεις θα γλείψεις ότι βρεις μπροστά σου για να πάρεις μια καρέκλα με ροδάκια, κεραμίδια δικά σου δεν θα βάλεις ποτέ σε σειρά, θα πληρώνεις πάντα κάποιον άλλον, κι άμα δεν σου περισσεύουν ας πρόσεχες Μ Α Λ Α Κ Α, να γεννιόσουν αλλιώς, να ονειρευόσουν αλλιώς, να έγλειφες αντί να φωνάζεις, να έπαιρνες αντί να αρνείσαι, να έκλεινες μάτια αντί να ψάχνεις. Να μάθεις να μην τα βάζεις ποτέ με ένα κράτος πρόνοιας, ένα κράτος δικαίου, ένα κράτος έθνος σε κρίση, που το πέτυχες σε δύσκολες συνθήκες και τα βάζεις μαζί του, δειλέ και αχρείε πολιτίσκε του κώλου και των δικαιωμάτων. Από εδώ και πέρα θα μιλάς με τους εκπροσώπους του, ιδιώτες σε μεγάλα γραφεία, ιδιωτικές επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο, να λες ευχαριστώ που πίνεις ακόμη νερό, να χαίρεσαι που μπορείς ακόμη να απεργήσεις –σε λίγο καιρό οι συνδικαλιστές θα είναι εκθέματα στα μουσεία και οι πορείες ντοκιμαντέρ απαγορευμένα που θα προβάλλονται σε γιάφκες. Είσαι πίσω Μ Α Λ Α Κ Α, δες λίγο ειδήσεις, κατάλαβε ποια είναι τα σημαντικά σε αυτή τη ζωή επιτέλους, αγόρασε λίγο ασχήμια, λίγο τρόμο, λίγο ψέμα, λίγο προπαγάνδα για να μάθεις να χαίρεσαι που ακόμη δεν σε έχουν σκοτώσει ληστές, να εκτιμάς που έχεις ελεύθερη πρόσβαση στους φούρνους. Μόνο μην σηκώνεις κεφάλι, Μ Α Λ Α Κ Α, για να δεις ουρανό, μην ανοίγεις το στόμα σου να ρωτήσεις, μην ανοίγεις βιβλίο και προβληματιστείς, μην υψώνεις γροθιά. Γιατί είσαι κλισέ. Και μην γράφεις, μην γράφεις για όλα αυτά γιατί είσαι βαρετή, μίζερη, κλισέ και όλα τα αντισεξουαλικά μαζί. Και σταμάτα να βγαίνεις από το σπίτι σου κάθε πρωί και να μυρίζεις την πασχαλιά, Μ Α Λ Α Κ Α, η ζωή δεν γίνεται ευκολότερη με μωβ λουλούδια που βγαίνουν κάθε χρόνο –είναι κλισέ κι αυτά.
Thursday, 20 March 2008
Οι απάτριδες Ντάλτον θα πάρουν την εκδίκησή τους στην No man's land
Στο μυαλό μου, τα απογεύματα των αδερφών Κοέν είναι ποτισμένα στο αλκοόλ και τον καπνό ενός saloon. Εκεί αράζουν και μπεκροπίνουν παρέα με τους Ντάλτον, κοροϊδεύοντας τον Λούκυ που έκοψε το τσιγάρο για να τον γουστάρουν οι τηλεορασόπληκτοι και επιδερμικά υπεύθυνοι Αμερικανοί. Είμαι σίγουρη πως βαθιά μέσα τους δεν μισούν τον Λούκυ -απλά βλέπουν πίσω από το κλαράκι που στριφογυρίζει στα δόντια του την απύθμενη υποκρισία ενός comme il faut σημερινού αυτόκλητου συνοριοφύλακα στα όρια του Μεξικό να παρεϊζει με την εκ μετάθεσης βλακεία του -κατά τα άλλα- συμπαθούς Ραν Ταν Πλαν. Σε κάποια τέτοια συνάντηση, λοιπόν, θα έπεσε στο τραπέζι το όνομα του Άντον. Το αρνητικό του Λούκυ είμαι σίγουρη πως θα στοίχειωσε τα όνειρα των Κοέν για χρόνια πριν αποφασίσουν να του δώσουν το βήμα που του έπρεπε.
Πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για το πρόσωπο του «απόλυτου κακού», μαζί και ο πεπειραμένος και συνάμα απογοητευμένος σερίφης σιάζοντας ταυτόχρονα το αστεράκι του στο πουκάμισο. Υπάρχει, όμως, μία βαθύτερη έννοια δικαίου και αδικίας που οι Κοέν αναγνωρίζουν πάντα στους ήρωές τους. Κι ανάμεσα σε αυτήν την καλά κρυμμένη αίσθηση τιμής και το λαϊκό προσκύνημα στον βωμό της ανθρώπινης ζωής οι Κοέν βρίσκουν τη μαγιά να απλώσουν το χιούμορ τους σαν σεντόνι χλωριωμένο. Οι περισσότεροι γαλουχηθήκαμε μέσα στη μάχη, μάθαμε να βλέπουμε παντού δύο στρατόπεδα· το Καλό και το Κακό, η Δεξιά και η Αριστερά, ο Άνδρας και η Γυναίκα, το Μαύρο και το Άσπρο. Τα παραμύθια τόνωσαν αυτήν την επιμελώς καλλιεργούμενη πόλωση -στα μάτια μας ο τζίτζικας θα είναι πάντα ένας αγύρτης παράφωνος απόκληρος και το μυρμήγκι ο συνδυασμός της πιο καλολαδωμένης μηχανής με την Μητέρα Τερέζα. Κάθε προσπάθεια αναγνώρισης μεσοδιαστήματος σε αυτόν τον πολωτικό μηχανισμό καταλήγει ή σε κλισέ ή σε ναρκοπέδιο. Η φράση «υπάρχει και το γκρι», για παράδειγμα, μόνο εμετικούς συνειρμούς φέρνει στο μυαλό. Παίζουμε, λοιπόν, safe και διαλέγουμε πλευρές. Το Hollywood σίγουρα έχει επιλέξει την δική του -οι μανιέρες είναι, άλλωστε, απαραίτητες αν θες να καλλιεργήσεις κοινά σε βάθος χρόνου.
Ο Άντον, όμως, μας επισκέφθηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ για να αλλάξει αυτήν την κακοφορμισμένη ισορροπία. Αν τον συναντούσες ένα απόγευμα σε καφέ θα πίστευες ότι ο μπαμπάς του τον ξέχασε σε κάποια ντουλάπα πίσω στα '70s και βγήκε τώρα τελευταία μην γνωρίζοντας ότι της μόδας είναι μεν οι φράντζες αλλά όχι σαν τη δικιά του. Αστείο; Όχι πολύ -όχι μπροστά σε όλη αυτή τη σαρδόνια φάρσα που έχουν στήσει οι Κοέν στην ταινία. Η φράντζα του Άντον είναι το αστείο που προοριζόταν για το εκπαιδευμένο καλά από το Hollywood κοινό τους. Η υπόλοιπη ταινία είναι μία σοπενχαουρική ελεγεία στην «τραγικωμική» ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένας σερίφης πασχίζει να διασώσει από τα νύχια του αδίστακτου κακοποιού έναν μικροαπατεώνα και την γυναίκα του. Έναν μικροαπατεώνα που όμως με χαρακτηριστική ευκολία οικειοποιήθηκε τα εκατομμύρια που βρήκε σε ένα σκηνικό μακελειού στην έρημο. Μία γυναίκα, καθόλα μέσα στα πρότυπα της γυναίκας η οποία υφίσταται τις συνέπειες από τις «ανδροδουλειές» του βλάχου συζύγου της, η οποία όμως φαίνεται να αποζητά περισσότερο την αποδοχή της κακότροπης μητέρας της από αυτήν του άνδρα της. Εις μάτην. Όλος ο κόπος του σερίφη δεν θα είναι αρκετός για να αποτρέψει τα χειρότερα. Βουτηγμένος μέσα στην ρουτίνα, την σιγουριά ότι ξέρει να διαχωρίζει το κακό από το καλό και την αναδυόμενη αίσθηση ανημπόριας και απογοήτευσης μπροστά στην παντοδυναμία του vicious Υπερανθρώπου των ημερών, ο σερίφης μετράει πτώματα μέσα στην τρύπα του ντόνατ. Ο ακόμη γηραιότερος πατέρας του έχει ήδη συμφιλιωθεί με την αιωνόβια, βαμπιρική νομίζεις, ύπαρξη του Κακού· τόσο που ο ίδιος αποτελεί παρακλάδι μίας φάρας που είναι ταγμένη στην προάσπιση του Καλού. Αποτυγχάνοντας παρόλα αυτά και προτιμώντας να αποσυρθεί στην σπηλιά του Αλή Μπαμπά αδιαφορώντας για τον έξω κόσμο. Πεπεισμένος πως «αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ». Και προτιμώντας αυτήν ακριβώς την βεβαιότητα από την εξερεύνηση του άλλου στρατοπέδου.
Στο κατόπι του Άντον, που βρίσκεται στο κατόπι του μικροαπατεώνα Llewelyn Moss, ξεχύνεται και ο Carson Wells, ένας μεγαλοαπατεώνας του Καλού. Και βγαίνει από το σκηνικό από τα πρώτα κιόλας βήματά του στα σκαλιά. Η εικόνα του να προπορεύεται στη σκάλα, η εικονοποίηση της ύβρεως αυτού που τοποθετεί τον εαυτό του πάντα ένα βήμα μπροστά από τους άλλους, προάγγελος μόνο κακών είναι. Λίγο αργότερα ο Carson μετριέται σε λίτρα αίματος στην μοκέτα ενός ξενοδοχείου -ενός τόπου που αποτελεί πατρίδα μόνο για κάποιους ξεχασμένους beats. Μέσα από όλο αυτό το κυνηγητό ένα ερώτημα προβάλλει ολοένα και πιο έντονα -ποιος είναι ο Άντον; Αυτός ο κινούμενος όλμος, που ανοίγει κλειδαριές με τον πιο παράξενο τρόπο ever, που τηρεί την αντρίκια υπόσχεσή του στο θήραμά του -σχιζοφρενικά μεταφρασμένη στο μυαλό του, που σέρνει τον θάνατο αργά σε γωνίες και διαδρόμους...
Περίτεχνα καμία πληροφορία γύρω από τη ζωή του Άντον δεν θα μας πουν οι Κοέν. Αφήνοντας πονηρά, και σταδιακά, τους δικούς τους άσσους στην πράσινη τσόχα. Με τελευταίο, και μεγαλειώδη για τη δική μου αισθητική, την συνάντηση του λαβωμένου -από κακορίζικη συγκυρία- ´Αντον με δύο παιδιά στο τέλος της ταινίας. Η προσωποποίηση του «απόλυτου Κακού» (ξερνάω όμως) θα πληρώσει ακριβά ένα πουκάμισο με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Και τα δύο πιτσιρίκια θα διαπληκτιστούν για την μοιρασιά -εκεί, πάνω στα ποδήλατά τους, λίγες στιγμές μετά την παρουσία τους ενώπιον ενός δυστυχήματος. Η θύμηση της τρομακτικής εικόνας ενός τροχαίου θα σβηστεί με λίγα δολλάρια, η φιλία τους εύκολα θα γίνει παζάρι στην αγορά ενός πουκαμίσου, η υπόνοια ότι αυτός που στέκεται ενώπιόν τους κάτι ύποπτο κουβαλά στο λαβωμένο του χέρι καθόλου δεν τους ταλανίζει. Δίνοντας υπόσχεση ότι το «Κακό» δεν θα πάψει ποτέ -και δικαιώνοντας, φαινομενικά, έτσι τον μπαμπά σερίφη.
Γιατί στο βάθος οι Κοέν μειδιούν στον καθρέφτη τους. Χτυπώντας συγκαταβατικά την πλάτη μας και ψιθυρίζοντας πως η απολυτότητα είναι μόνο για τον Λούκυ -το ναρκοπέδιο είναι για αυτούς που όντως θέλουν να μάθουν να ψάχνουν. Μόνο το απόλυτο Κακό, λοιπόν, δεν αντιπροσωπεύει ο Άντον. Το μυστήριό του θα πλανάται αιώνια πια, αποτυπωμένο στην ταινία, και θα ουρλιάζει σε σκοτεινούς διαδρόμους ξενοδοχείων πως για αυτόν δεν υπάρχει Καλό και Κακό. Υπάρχει ένας κώδικας τιμής. Που, πρόσεξε, αν σε βρει ενάντιο θα σε βρει να υπερασπίζεσαι έναν μικροαπατεώνα, έναν βλάκα, έναν παραιτημένο και την υπόνοια της μελλοντικής προδοσίας. Πιάσε μετά από αυτά τον άσσο που πέταξαν οι Κοέν και αναλογίσου αν είναι καλύτερη μία παρτίδα με τους Ντάλτον ή να χαζεύεις τον Ραν Ταν Πλαν να κυνηγά την ουρά του ξεφτιλίζοντας κάθε έννοια χρήσιμου στο αφεντικό σκύλου.
Update: Οι φίλοι μπορούν να επικοινωνούν με μυστήριους τρόπους καμιά φορά. Έτσι, με τον αγαπημένο μου Ηλία ανεβάσαμε την ίδια μέρα τα κείμενά μας για την ταινία -τυχαία. Σας συνιστώ να πάτε από εκεί. Γιατί, σε αυτό το ιδιότυπο ηλεκτρονικό αλισβερίσι, η ματιά του Ηλία προσθέτει χρυσό στο σεντούκι μας. Respect man.
Πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για το πρόσωπο του «απόλυτου κακού», μαζί και ο πεπειραμένος και συνάμα απογοητευμένος σερίφης σιάζοντας ταυτόχρονα το αστεράκι του στο πουκάμισο. Υπάρχει, όμως, μία βαθύτερη έννοια δικαίου και αδικίας που οι Κοέν αναγνωρίζουν πάντα στους ήρωές τους. Κι ανάμεσα σε αυτήν την καλά κρυμμένη αίσθηση τιμής και το λαϊκό προσκύνημα στον βωμό της ανθρώπινης ζωής οι Κοέν βρίσκουν τη μαγιά να απλώσουν το χιούμορ τους σαν σεντόνι χλωριωμένο. Οι περισσότεροι γαλουχηθήκαμε μέσα στη μάχη, μάθαμε να βλέπουμε παντού δύο στρατόπεδα· το Καλό και το Κακό, η Δεξιά και η Αριστερά, ο Άνδρας και η Γυναίκα, το Μαύρο και το Άσπρο. Τα παραμύθια τόνωσαν αυτήν την επιμελώς καλλιεργούμενη πόλωση -στα μάτια μας ο τζίτζικας θα είναι πάντα ένας αγύρτης παράφωνος απόκληρος και το μυρμήγκι ο συνδυασμός της πιο καλολαδωμένης μηχανής με την Μητέρα Τερέζα. Κάθε προσπάθεια αναγνώρισης μεσοδιαστήματος σε αυτόν τον πολωτικό μηχανισμό καταλήγει ή σε κλισέ ή σε ναρκοπέδιο. Η φράση «υπάρχει και το γκρι», για παράδειγμα, μόνο εμετικούς συνειρμούς φέρνει στο μυαλό. Παίζουμε, λοιπόν, safe και διαλέγουμε πλευρές. Το Hollywood σίγουρα έχει επιλέξει την δική του -οι μανιέρες είναι, άλλωστε, απαραίτητες αν θες να καλλιεργήσεις κοινά σε βάθος χρόνου.
Ο Άντον, όμως, μας επισκέφθηκε ένα ανοιξιάτικο βράδυ για να αλλάξει αυτήν την κακοφορμισμένη ισορροπία. Αν τον συναντούσες ένα απόγευμα σε καφέ θα πίστευες ότι ο μπαμπάς του τον ξέχασε σε κάποια ντουλάπα πίσω στα '70s και βγήκε τώρα τελευταία μην γνωρίζοντας ότι της μόδας είναι μεν οι φράντζες αλλά όχι σαν τη δικιά του. Αστείο; Όχι πολύ -όχι μπροστά σε όλη αυτή τη σαρδόνια φάρσα που έχουν στήσει οι Κοέν στην ταινία. Η φράντζα του Άντον είναι το αστείο που προοριζόταν για το εκπαιδευμένο καλά από το Hollywood κοινό τους. Η υπόλοιπη ταινία είναι μία σοπενχαουρική ελεγεία στην «τραγικωμική» ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένας σερίφης πασχίζει να διασώσει από τα νύχια του αδίστακτου κακοποιού έναν μικροαπατεώνα και την γυναίκα του. Έναν μικροαπατεώνα που όμως με χαρακτηριστική ευκολία οικειοποιήθηκε τα εκατομμύρια που βρήκε σε ένα σκηνικό μακελειού στην έρημο. Μία γυναίκα, καθόλα μέσα στα πρότυπα της γυναίκας η οποία υφίσταται τις συνέπειες από τις «ανδροδουλειές» του βλάχου συζύγου της, η οποία όμως φαίνεται να αποζητά περισσότερο την αποδοχή της κακότροπης μητέρας της από αυτήν του άνδρα της. Εις μάτην. Όλος ο κόπος του σερίφη δεν θα είναι αρκετός για να αποτρέψει τα χειρότερα. Βουτηγμένος μέσα στην ρουτίνα, την σιγουριά ότι ξέρει να διαχωρίζει το κακό από το καλό και την αναδυόμενη αίσθηση ανημπόριας και απογοήτευσης μπροστά στην παντοδυναμία του vicious Υπερανθρώπου των ημερών, ο σερίφης μετράει πτώματα μέσα στην τρύπα του ντόνατ. Ο ακόμη γηραιότερος πατέρας του έχει ήδη συμφιλιωθεί με την αιωνόβια, βαμπιρική νομίζεις, ύπαρξη του Κακού· τόσο που ο ίδιος αποτελεί παρακλάδι μίας φάρας που είναι ταγμένη στην προάσπιση του Καλού. Αποτυγχάνοντας παρόλα αυτά και προτιμώντας να αποσυρθεί στην σπηλιά του Αλή Μπαμπά αδιαφορώντας για τον έξω κόσμο. Πεπεισμένος πως «αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ». Και προτιμώντας αυτήν ακριβώς την βεβαιότητα από την εξερεύνηση του άλλου στρατοπέδου.
Στο κατόπι του Άντον, που βρίσκεται στο κατόπι του μικροαπατεώνα Llewelyn Moss, ξεχύνεται και ο Carson Wells, ένας μεγαλοαπατεώνας του Καλού. Και βγαίνει από το σκηνικό από τα πρώτα κιόλας βήματά του στα σκαλιά. Η εικόνα του να προπορεύεται στη σκάλα, η εικονοποίηση της ύβρεως αυτού που τοποθετεί τον εαυτό του πάντα ένα βήμα μπροστά από τους άλλους, προάγγελος μόνο κακών είναι. Λίγο αργότερα ο Carson μετριέται σε λίτρα αίματος στην μοκέτα ενός ξενοδοχείου -ενός τόπου που αποτελεί πατρίδα μόνο για κάποιους ξεχασμένους beats. Μέσα από όλο αυτό το κυνηγητό ένα ερώτημα προβάλλει ολοένα και πιο έντονα -ποιος είναι ο Άντον; Αυτός ο κινούμενος όλμος, που ανοίγει κλειδαριές με τον πιο παράξενο τρόπο ever, που τηρεί την αντρίκια υπόσχεσή του στο θήραμά του -σχιζοφρενικά μεταφρασμένη στο μυαλό του, που σέρνει τον θάνατο αργά σε γωνίες και διαδρόμους...
Περίτεχνα καμία πληροφορία γύρω από τη ζωή του Άντον δεν θα μας πουν οι Κοέν. Αφήνοντας πονηρά, και σταδιακά, τους δικούς τους άσσους στην πράσινη τσόχα. Με τελευταίο, και μεγαλειώδη για τη δική μου αισθητική, την συνάντηση του λαβωμένου -από κακορίζικη συγκυρία- ´Αντον με δύο παιδιά στο τέλος της ταινίας. Η προσωποποίηση του «απόλυτου Κακού» (ξερνάω όμως) θα πληρώσει ακριβά ένα πουκάμισο με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Και τα δύο πιτσιρίκια θα διαπληκτιστούν για την μοιρασιά -εκεί, πάνω στα ποδήλατά τους, λίγες στιγμές μετά την παρουσία τους ενώπιον ενός δυστυχήματος. Η θύμηση της τρομακτικής εικόνας ενός τροχαίου θα σβηστεί με λίγα δολλάρια, η φιλία τους εύκολα θα γίνει παζάρι στην αγορά ενός πουκαμίσου, η υπόνοια ότι αυτός που στέκεται ενώπιόν τους κάτι ύποπτο κουβαλά στο λαβωμένο του χέρι καθόλου δεν τους ταλανίζει. Δίνοντας υπόσχεση ότι το «Κακό» δεν θα πάψει ποτέ -και δικαιώνοντας, φαινομενικά, έτσι τον μπαμπά σερίφη.
Γιατί στο βάθος οι Κοέν μειδιούν στον καθρέφτη τους. Χτυπώντας συγκαταβατικά την πλάτη μας και ψιθυρίζοντας πως η απολυτότητα είναι μόνο για τον Λούκυ -το ναρκοπέδιο είναι για αυτούς που όντως θέλουν να μάθουν να ψάχνουν. Μόνο το απόλυτο Κακό, λοιπόν, δεν αντιπροσωπεύει ο Άντον. Το μυστήριό του θα πλανάται αιώνια πια, αποτυπωμένο στην ταινία, και θα ουρλιάζει σε σκοτεινούς διαδρόμους ξενοδοχείων πως για αυτόν δεν υπάρχει Καλό και Κακό. Υπάρχει ένας κώδικας τιμής. Που, πρόσεξε, αν σε βρει ενάντιο θα σε βρει να υπερασπίζεσαι έναν μικροαπατεώνα, έναν βλάκα, έναν παραιτημένο και την υπόνοια της μελλοντικής προδοσίας. Πιάσε μετά από αυτά τον άσσο που πέταξαν οι Κοέν και αναλογίσου αν είναι καλύτερη μία παρτίδα με τους Ντάλτον ή να χαζεύεις τον Ραν Ταν Πλαν να κυνηγά την ουρά του ξεφτιλίζοντας κάθε έννοια χρήσιμου στο αφεντικό σκύλου.
Update: Οι φίλοι μπορούν να επικοινωνούν με μυστήριους τρόπους καμιά φορά. Έτσι, με τον αγαπημένο μου Ηλία ανεβάσαμε την ίδια μέρα τα κείμενά μας για την ταινία -τυχαία. Σας συνιστώ να πάτε από εκεί. Γιατί, σε αυτό το ιδιότυπο ηλεκτρονικό αλισβερίσι, η ματιά του Ηλία προσθέτει χρυσό στο σεντούκι μας. Respect man.
Thursday, 6 March 2008
Κι ας μην ξέρουν να διαβάζουν νότες, τα πουλιά τραγουδούν ακόμη εδώ Μελίνα
Να σου πω την αλήθεια μου δεν ξέρω πώς να σου τα γράψω όλα αυτά... Έγινε πάλι το μπαμ μέσα μου -αυτό το μπαμ, που δεν χωράει σε όρους λεξικών όπως η “έκρηξη”- κι εγώ μαζεύω τα συντρίμμια που κυλάνε σε φλέβες και συναρμολογούν αυτό το σκόρπιο σώμα σε μνήμες και ερείπια που προβάλλονται στο μέλλον. Τι να σου πω τώρα κι εγώ, σκόρπια μέχρι και η πρώτη μου πρόταση, αναντάμ παπαντάμ που θα έλεγε και η Βαρβάρα. Ήθελα να σου πω για όλα αυτά που περνούν από μπροστά μου και χάνονται, κερδισμένα από την ανημπόρια μου απέναντι στον χρόνο. Να σου πω για όλα αυτά που με τρομάζουν. Όχι τα “δικά” μου, ξέρεις, αυτά που ο καθένας θέλει να νιώθει μόνο δικά του, ιδιοκτησιακά προβλήματα δηλαδή, αλλά για τα άλλα... Αυτά τα άλλα που ποτέ δεν ήταν και τόσο ξένα και ώρες ώρες γίνονται τόσο δικά μου που ψάχνω μια κιμωλία να τραβήξω μία γραμμή και να ανακηρύξω το δικό μου, απρόσβλητο σύνορο.
Είναι αυτές οι χώρες που με τρομάζουν. Αυτές που δεν κατακτήθηκαν από κανέναν αλλά μας μεγάλωσαν, μας έθρεψαν και μας παραχώρησαν ευγενικά το δικαίωμα της εκπόρνευσης και εκμετάλλευσής τους. Αυτές που έγιναν το ταψί της πίτας μας, που μας μάντρωσαν σε μία γραμμή του χάρτη και μας χώριζαν πάντα σε ήρωες και δειλούς, εραστές τους και αντίζηλους. Αυτές που έκαναν αιμοκάθαρση με αίμα δικό μας και σάπισαν στις ρυτίδες μας. Είναι αυτές οι πατρίδες που με τρομάζουν. Αυτές που γεννήθηκαν μαζί μας σαν το γονίδιο που δεν μπορείς να τιμωρήσεις στην γωνία γιατί θα χάσεις το σώμα σου, αυτές που πιο συχνά τις βλέπεις να γυαλίζουν στην άκρη του δάχτυλου που σου κουνιέται επιδεικτικά αντί να σε ρωτάνε αν σου αρέσει το καινούριο τους φόρεμα. Αυτές που απαιτούν κορώνες για να σε συνοδεύουν πάντα σε ένα χαρτί, μία γλώσσα, στους δεσμούς που θα σου χαρίσουν απλόχερα με τόσους άγνωστους σαν να είναι πακέτο συνδρομής σε εταιρία που σου χαρίζει και το rooter. Κορώνες χρυσοποίκιλτες ή κορώνες εκκωφαντικές -ανάλογα την εποχή.
Για μία από αυτές τις πατρίδες, ναι, για αυτήν την πόρνη της αδερφής της, της λέξης “σπίτι”, ο Μίκης -τον ήξερες- βγάζει κορώνες. Για τους άλλους δεν θα σου πω, θα αηδιάσεις. Και ο Μίκης, ναι, αυτός που ήξερες, με κάνει να μειδιώ. Όταν σκέφτομαι πως είναι ένα χαλάκι μπάνιου, με όλα τα χρώματα, υπεραπορροφητικό, με όλα αυτά τα ξέφτια να το κάνουν να φαίνεται απαραίτητο και διαρκώς σε χρήση. Ένα χαλάκι μπάνιου -από αυτά που όλοι σκουπίζουν τα πόδια τους αφού καθαριστούν, ένα χαλάκι που από λάθος αντίδραση στον εγκέφαλο συνδέεται με την καθαριότητα και, όμως, το ίδιο ζέχνει στην βρώμα του. Ξέρεις, νομίζω ότι είμαι ακραία σε κάποια πράγματα. Με χτυπούσε συνέχεια σαν σκέψη προχθές που μοιραζόμουν με έναν φίλο. Ίσως όχι ακραία. Απόλυτη. Του όλα ή τίποτα τύπος που λένε. Σε όσα έχουν σημασία τουλάχιστον. Δεν θέλω την μέση, δεν θέλω τεταρτημόρια. Στα ευθύγραμμα τμήματα που καταλαβαίνω θέλω ένα από τα δύο σημεία δικό μου. Αλλιώς δεν θέλω το τμήμα αυτό. Είναι για αυτό που ό,τι είναι στο ενδιάμεσο με ενοχλεί. Αλλά πιο πολύ με ενοχλεί ό,τι θέλει όλο το ευθύγραμμο τμήμα για την πάρτη του -και ανάλογα από πιο σημείο το βλέπεις να νομίζεις ότι έχει μόνο αυτό.
Σιγά μην καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα, δεν ξέρω, είναι αργά, τα εικοσιτετράωρα κυλούν αβασάνιστα με μικρά breaks για ύπνο -αυτόν τον εκχυδαϊσμένο ύπνο της βιαστικής μας ζωής. Σου έλεγα για τον Μίκη, ναι. Αυτό το χαλάκι μπάνιου που πιο πολύ με κάνει να ντρέπομαι για εμάς, αυτούς (δεν ξέρω ποιοι είναι ακριβώς). Που περιμένουν τον Μίκη να τους συσπειρώσει, να τους εμπνεύσει, να τους δείξει τον δρόμο να βγουν από τη σπηλιά -ο νεοΠλατωνιστής! Για εμάς ντρέπομαι που προσκυνάμε ό,τι και αυτούς που προσκυνάμε, που μία ταμπέλα είναι αρκετή για να πιστέψουμε ότι το μαγαζί όντως πουλάει διαμάντια κι όχι χάντρες. Δεν θα σου πω άλλα για τον Μίκη, δεν είναι ο Μίκης το θέμα... Ούτε το διακύβευμα είναι τα σύνορα της πατρίδας που ταξίδεψε λαθραία στα γονίδιά μας. Ούτε τα Σκόπια, ή ΠΓΔΜ ή όπως αλλιώς αποκαλούν την δική τους πόρνη κάποιοι άλλοι. Το θέμα είναι πως κανείς δεν μιλά για το θέμα. Πως η πόρνη που θεωρούν ότι τους ανήκει, δικαιωματικά και εκ γενετής, αρνείται να τους γαμήσει όπως θέλουν, αρνείται να τους γλείψει και να τους κάνει τα χατήρια. Κι έτσι βγαίνουν τα σύνδρομα του νταβατζή. Η πόρνη είναι δική του να την χτυπά, να την πηδά, να την εκμεταλλεύεται -αν του την πειράξει, όμως, κάποιος, ο “άλλος”, θα τον στείλει στο χαντάκι με την πρώτη ευκαιρία. Δεν θα σκεφτεί ότι πρώτος αυτός παραμέλησε την πόρνη του, την έκανε να τον βαρεθεί, την κακοποίησε -ούτε καν ότι αυτή, ως πόρνη φτηνή και πουλημένη, τον παραμέλησε, δεν κατάφερε να του προσφέρει ούτε μια τόση δα σταγόνα ηδονής. Και το δράμα κορυφώθηκε όταν αυτός κατάλαβε ότι δεν ήταν ικανή ούτε τις παντόφλες να του φέρει.
Άστα να πάνε σου λέω, νιώθω υβρίδιο, νιώθω ότι κάτι λείπει. Δεν είναι πατρίδα μου αυτή, οι πόρνες είναι για αυτούς που όλα τα ευτελίζουν ή για να έρχονται στα ίσα τους παραστρατημένοι κρατικοί προϋπολογισμοί. Δικές μου πατρίδες είναι άλλα. Εσύ θα με καταλάβεις, το ξέρω. Είναι η γλώσσα που μου μιλάει πρώτη όταν ονειρεύομαι, είναι η τέχνη που δεν έχει όνομα νταβατζή αλλά αμέτρητους παραλήπτες, είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα μαγικά τους και επικοινωνούν με χίλιους τρόπους, είναι εκείνα τα ρίγη μπροστά στην τόση ομορφιά και τον τόσο θάνατο. Και μετά έπεσα πάνω στον Μάνο. Όχι τον δικό σου -ή μήπως εσύ ήσουν πιο δική του; Στον άλλο, τον Λοϊζο. Που κάποιος τον ρώτησε πώς και αποφάσισε αίφνης να στραφεί στο ερωτικό τραγούδι. Κι εκείνος του απάντησε πως δεν ήταν ξαφνικό -σαν τον ντουβρουτζά, δηλαδή- αλλά όντως αποφάσισε συνειδητά να στραφεί σε αυτό εντονότερα. Γιατί, είπε, ο κόσμος αρκετά ανέχτηκε το πολιτικό τραγούδι. Του προσφέρθηκε σε μεγάλες ποσότητες, φτάνει πια.
Ας μιλήσουμε για αγάπη, είπε ο Μάνος. Και, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, σου γράφω αυτά και ακούω το “Εφτά τραγούδια θα σου πω”. Όχι, μην βιαστείς να με κρίνεις, δεν θα πιστέψεις πόσο διαφορετικά είναι αυτά που ακούω. Αλλά, να, ακούω αυτό και μετά φτάνουν στα αυτιά μου άλλες κορώνες... Κορώνες που πασπαλίζονται με γαρύφαλλα από αυλικούς σε χώρους που τα μικρόφωνα μοιάζουν πάντα με φαλλό, κορώνες που στηρίζονται σε κεφάλια που κρύβουν “μυστικούς συνδυασμούς” και τρώνε από το τραπέζι μου αφήνοντάς μου τα ψίχουλα... Όλοι μιλάνε για έρωτα στα τραγούδια τους, μ' ακούς; Τον βάζουν στο μικροσκόπιο, τον μελετούν, έπειτα τον τεμαχίζουν στις μικρές στιγμές του και πιάνουν να μιλάνε για τον έρωτα στη φάση της πρώτης ματιάς, της δεύτερης, έπειτα για τη φάση του στόματος, τη φάση του κρεβατιού... Και τον πάνε, τον ξεπροβοδίζουνε μέχρι τον θάνατό του και την γέννηση ενός άλλου. Μιλούν για έναν έρωτα εύκολο, εξευτελιστικά προσιτό στον καθένα να πιάσει και να γράψει για αυτόν σαν να γεννηθήκανε μαζί, από την ίδια μήτρα. Ο έρωτάς τους πωλείται στα ράφια των σούπερ μάρκετς, έχει ταινία γνησιότητας, εγγύηση ποιότητας από τον καλύτερο συνθέτη της αντιγραφής, πασαπόρτι του τον αναστεναγμό και η ταυτότητά του δεν αναφέρει τίποτε για ύψος.
Και σκεφτόμουν, και με έτρωγε, να σου πω ότι αν ο Μάνος ζούσε θα είχε την διορατικότητα σήμερα να πει το αντίστροφο από αυτό που είχε πει τότε. Για τα πολιτικά τραγούδια που θα μας ξεδιψούσαν. Όχι τίποτε άλλο, αλλά τα πολιτικά του Μίκη τό σκασαν από καιρό. Έχει μείνει το αποτύπωμά τους και η ηχώ τους -γιατί τέτοια κοινωνία είμαστε πια, του θαμπού αποτυπώματος και της ηχούς, όχι της κίνησης του χεριού και της δημιουργίας μελωδιών- να θυμίζουν ότι κάποτε υπήρξε και το ίδιο το κάποτε. Μια χαρά ακούγονται και τώρα, αλλά να, όσο να 'ναι με χαλάει να ακούω αυτά και στο μυαλό μου να έχω τον Μίκη του τώρα, του κάποτε, του ποτέ ξανά. Θέλει τον έρωτά του το πολιτικό τραγούδι, εσύ πιστεύω, μέσα σε λίγους, αυτό θα το ξέρεις. Αν ήσουν εδώ θα μου το έλεγες πρώτη, θα έπαιρνες την κιθάρα μου και θα μου τραγουδούσες την πιο ερωτική πολιτική μπαλάντα που φτιάχτηκε ποτέ.
Και μέσα σε όλα αυτά, το μυαλό μου είναι κολλημένο στον Σπίθα. Αυτόν, τον πιο αριστοκράτη βλάχο της βρώμικης γωνιάς του δρόμου. Που την σακαράκα του την λέει βίλλα, και κοιμάται σε αυτήν τρέμοντας σύγκορμος από συγκίνηση κάθε που η βροχή μαστιγώνει τη λαμαρίνα της. Αυτόν που η μαγκιά του δεν του επέτρεψε ποτέ να συγκρίνει την βίλλα του με τις μερσεντές που παρκάρουν δίπλα του, παρά νιώθει πως το πιο εύκολο είναι να βάλεις τρικλοποδιά στα μερσεντικά. Γιατί αυτοί που τον προσπερνούν σε αυτά έχουν το κεφάλι στραμμένο ψηλά και δεν κοιτούν ποτέ χάμω, εκεί που στήνονται τα καλύτερα παιχνίδια κλωτσοπατινάδας. Ναι, ο Σπίθας είναι μια πατρίδα μου, μια πατρίδα λυτρωτική, τέτοια που δεν μου χαρίζεται και δεν με αδικεί -ό,τι κι αν γίνει.
Κι όλα αυτά στα λέω σήμερα, έτσι, αναντάμ παπαντάμ τελικά. Δεν σε σκέφτηκα μόνο σήμερα, για κάποιον περίεργο λόγο είσαι πάντα εδώ. Είναι αυτή η αύρα που σε περιβάλλει. Όταν κοιτάς, όταν τραγουδάς, όταν αναστενάζεις, όταν τραντάζεσαι από τα γέλια, όταν περπατάς μέσα σε αυτήν την cigarette φούστα σου φορώντας από πάνω την φανέλα του Ολυμπιακού και μια φαρδιά ζώνη, όταν ρωτάς με νάζι τόσο αυθάδικο που κανείς δεν θα σκεφτεί ότι έχει άλλη επιλογή, όταν απλώνεις τα χέρια σου πάνω σε έναν αέρινο σταυρό και χορεύεις... Είναι όλα αυτά. Και άλλα. Τόσα πολλά που κάποιος θα έπρεπε να έχει γεννηθεί και να ζει μέσα σου για να τα παρατηρεί όλα. Και μετά, έτσι εύκολα που το κάνουν οι αποχωρισμοί, σε έστεψαν με την δική τους κορώνα. Της τελευταίας ελληνίδας θεάς. Τι τα θες αδερφάκι μου, από τίτλους να φαν' κι οι κότες. Αν δεν ήσουν θεά θα ήσουν Η σταρ ή τα ωραιότερα μάτια ή αυθεντική ή η ασυμβίβαστη. Τίτλοι, τίτλοι που στοιβάζονται σε εύκολες κόλλες και μνήμες υπολογιστών και απονέμονται με κλήρωση μετά από κάθε φανταχτερή κηδεία.
Εγώ, όμως, πάνω από όλα σήμερα ήθελα να σου πω ότι όντως ήσουν από θεϊκή σκόνη φτιαγμένη. Θα μου πεις τι σημασία έχει που το λέω εγώ και σιγά τα λάχανα μωρέ παιδάκι μου, αλλά για εμένα έχει. Για εμένα που μισώ ακόμη και την ακουστική της λέξης “πρότυπο”, που νιώθω πως οι άνθρωποι που γίνονται πρότυπα είναι άνθρωποι φτιαγμένοι από τους κατακερματισμένους και κλεμμένους εαυτούς άλλων. Για εμένα ήσουν από θεϊκή σκόνη φτιαγμένη. Δεν με νοιάζει αν ήσουν η “τελευταία” (που, μεταξύ μας, εύχομαι όχι) ελληνίδα θεά. Με νοιάζει ότι ήσουν. Έτσι. Τόσο απλά. Και τόσο απόλυτα. Χωρίς αντίλογο, χωρίς μετριασμούς του θριάμβου, χωρίς τίποτε από αυτά τα χαρακτηριστικά του ελιτίστικου αντιλόγου. Αυτό ήθελα να σου πω πάνω από όλα σήμερα, Μελίνα.
Thursday, 28 February 2008
1 2 3, φτου και βγαίνω!
Με προσκάλεσαν 3 φίλοι μου, σχεδόν ταυτόχρονα, να παίξουμε το παιχνίδι που τώρα τελευταία έχει προκαλέσει εθισμό στους bloggers. Ε, θα παίξω, γιατί κατά βάθος κι εγώ ένα παιδί είμαι και γιατί γουστάρω να παίζω με φίλους.
Άκη, Krotίδιο και Zaphod μου δεν γνωρίζετε, βέβαια, μία πολύ κακιά μου συνήθεια. Να διαβάζω βιβλία ταυτόχρονα. Να βρίσκονται ταυτόχρονα πάνω στο γραφείο μου 4 - 5 στοίβες βιβλία, χαρτιά, εφημερίδες (και, γενικώς, να γίνεται ο κακός χαμός), δίπλα στο κρεβάτι άλλα 3-4 και μέσα στην τσάντα μου άλλο ένα. Τεχνικές δυσκολίες, λοιπόν, προκύπτουν από το γεγονός αυτό. Θα τις ξεπεράσω. Αφού είμαι στο γραφείο τα δίπλα στο κρεβάτι και το μέσα στην τσάντα αποκλείονται. Πάει το πρώτο εμπόδιο. Πάνω στο γραφείο τώρα, στην πιο κοντινή μου ντάνα (με τρελαίνει αυτή η λέξη) βρίσκεται το "Εκατό ώρες με το Φιντέλ" του Ραμονέ που το ξανάνοιξα τις τελευταίες μέρες να δω τρία πράγματα. Δεν θα συμπεριληφθεί, όμως, στον διαγωνισμό καθ' ότι παλιότερα είχα βάλει αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό (δεν ειναι και καιροί τώρα να παίζουμε απροκάλυπτα με Fidel, λίγες μέρες πριν έβρισκα μία λίστα της ΣΙΑ με τους "φίλους του Fidel που θέλουν να εγκαθιδρύσουν μία παγκόσμια κομμουνιστική δικτατορία" και ανάμεσά τους ήταν ο Ραμονέ, ο Σαραμάγκου και ο Μανού Τσάο [Zaphod μου, ξέρω, τώρα φόρτωσες!]). Κάτω από τον Fidel βρίσκεται το εξαιρετικό δοκίμιο της Λιλής Ζωγράφου "Σύγχρονός μας ο Κάφκα". Το οποίο, ω γαμώτο, δεν φτάνει μέχρι την σελίδα 123!!!
Συνεπώς, προχωρώ στο από κάτω (θρίλερ έχει γίνει ένα αθώο παιχνίδι)... Στα αποκάτω για την ακρίβεια. Έχω παρατήσει δύο βιβλία με τις σελίδες τους μπλεγμένες (για να θυμάμαι πού έχω μείνει στο καθένα). Οπότε... Για να είμαι και τυπικά σωστή, βάζω και από τα δύο.
Ο Ρίτσαρντ Σένετ, στο καταπληκτικό του βιβλίο "Η τυραννία της οικειότητας: ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό" γράφει στην σελίδα 123, στην 6η, 7η και 8η περίοδο: "Η αντίληψη ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν δικαίωμα να είναι ευτυχισμένα είναι κατ' εξοχήν μοντέρνα, δυτική ιδέα. Σε κοινωνίες με μεγάλη ένδεια, άκαμπτη ιεραρχεία ή έντονα θρησκευτικά πάθη, η ψυχική ικανοποίηση έχει ελάχιστη σημασία ως σκοπός καθ' εαυτόν. Αυτή η ιδιάζουσα προβολή των απαιτήσεων της φύσης ενάντια στον πολιτισμό άρχισε να διαμορφώνεται τον 18ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και Βορειοανατολική Αμερική."
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, από την άλλη, στο "Για το ρεαλισμό", στην σελίδα 123 φτάνει στην εξής διακήρυξη (μα, τελικά, είναι καταπληκτικές οι σελίδες με τον αριθμό 123 -πάω να τσεκάρω κι άλλα βιβλία): "Γιατί η τέχνη χρειάζεται γνώσεις. Η παρατήρηση της τέχνης μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική απόλαυση μόνο αν υπάρχει η τέχνη της παρατήρησης. Όσο σωστή είναι η άποψη ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο κρύβεται κι ένας καλλιτέχνης, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο καλλιτεχνικό ανάμεσα σε όλα τα ζώα, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι αυτή η έμφυτη ικανότητα μπορεί να εξελιχθεί, αλλά και να χαθεί."
Ένα σας λέω. Αν είχα πάρει το laptop στο κρεβάτι θα είχατε να τα βάλετε με Φίλιπ Ντικ και Ζοζέ Σαραμάγκου... Προς το παρόν σας αφήνω με τα παραπάνω. Και, όποιος θέλει, ας τα συζητήσουμε.
Υ.Γ. Για να μην είμαι εγώ το σπαστήρι προσκαλώ την Baby Lemonade, τον Fuzzy Burlesque, το Πατσιουράκι, την Niemandsrose και τον Narita να παίξουν. Ασφαλώς, ο κύκλος μπορεί να μεγαλώσει...
Υ.Γ. 2: Αντιγράφω και τους κανόνες από τον Zaphod ( γιατί βαριέμαι να ξαναγράφω)
"1. πιάνουμε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά μας αυτή τη στιγμή
2. το ανοίγουμε στη σελίδα 123 (αν είναι μικρό, παίρνουμε το επόμενο κοντύτερα σε μας, που έχει τουλάχιστον 123 σελίδες)
3. βρίσκουμε την πέμπτη περίοδο (ΚΕΦΑΛΑΙΟ->τελεία)
4. αντιγράφουμε τις επόμενες τρεις, δηλαδή την έκτη, έβδομη και όγδοη και
5. βρίσκουμε άλλους πέντε ατυχείς να τους πασάρουμε το παιχνίδι"
Άκη, Krotίδιο και Zaphod μου δεν γνωρίζετε, βέβαια, μία πολύ κακιά μου συνήθεια. Να διαβάζω βιβλία ταυτόχρονα. Να βρίσκονται ταυτόχρονα πάνω στο γραφείο μου 4 - 5 στοίβες βιβλία, χαρτιά, εφημερίδες (και, γενικώς, να γίνεται ο κακός χαμός), δίπλα στο κρεβάτι άλλα 3-4 και μέσα στην τσάντα μου άλλο ένα. Τεχνικές δυσκολίες, λοιπόν, προκύπτουν από το γεγονός αυτό. Θα τις ξεπεράσω. Αφού είμαι στο γραφείο τα δίπλα στο κρεβάτι και το μέσα στην τσάντα αποκλείονται. Πάει το πρώτο εμπόδιο. Πάνω στο γραφείο τώρα, στην πιο κοντινή μου ντάνα (με τρελαίνει αυτή η λέξη) βρίσκεται το "Εκατό ώρες με το Φιντέλ" του Ραμονέ που το ξανάνοιξα τις τελευταίες μέρες να δω τρία πράγματα. Δεν θα συμπεριληφθεί, όμως, στον διαγωνισμό καθ' ότι παλιότερα είχα βάλει αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό (δεν ειναι και καιροί τώρα να παίζουμε απροκάλυπτα με Fidel, λίγες μέρες πριν έβρισκα μία λίστα της ΣΙΑ με τους "φίλους του Fidel που θέλουν να εγκαθιδρύσουν μία παγκόσμια κομμουνιστική δικτατορία" και ανάμεσά τους ήταν ο Ραμονέ, ο Σαραμάγκου και ο Μανού Τσάο [Zaphod μου, ξέρω, τώρα φόρτωσες!]). Κάτω από τον Fidel βρίσκεται το εξαιρετικό δοκίμιο της Λιλής Ζωγράφου "Σύγχρονός μας ο Κάφκα". Το οποίο, ω γαμώτο, δεν φτάνει μέχρι την σελίδα 123!!!
Συνεπώς, προχωρώ στο από κάτω (θρίλερ έχει γίνει ένα αθώο παιχνίδι)... Στα αποκάτω για την ακρίβεια. Έχω παρατήσει δύο βιβλία με τις σελίδες τους μπλεγμένες (για να θυμάμαι πού έχω μείνει στο καθένα). Οπότε... Για να είμαι και τυπικά σωστή, βάζω και από τα δύο.
Ο Ρίτσαρντ Σένετ, στο καταπληκτικό του βιβλίο "Η τυραννία της οικειότητας: ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό" γράφει στην σελίδα 123, στην 6η, 7η και 8η περίοδο: "Η αντίληψη ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν δικαίωμα να είναι ευτυχισμένα είναι κατ' εξοχήν μοντέρνα, δυτική ιδέα. Σε κοινωνίες με μεγάλη ένδεια, άκαμπτη ιεραρχεία ή έντονα θρησκευτικά πάθη, η ψυχική ικανοποίηση έχει ελάχιστη σημασία ως σκοπός καθ' εαυτόν. Αυτή η ιδιάζουσα προβολή των απαιτήσεων της φύσης ενάντια στον πολιτισμό άρχισε να διαμορφώνεται τον 18ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και Βορειοανατολική Αμερική."
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, από την άλλη, στο "Για το ρεαλισμό", στην σελίδα 123 φτάνει στην εξής διακήρυξη (μα, τελικά, είναι καταπληκτικές οι σελίδες με τον αριθμό 123 -πάω να τσεκάρω κι άλλα βιβλία): "Γιατί η τέχνη χρειάζεται γνώσεις. Η παρατήρηση της τέχνης μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική απόλαυση μόνο αν υπάρχει η τέχνη της παρατήρησης. Όσο σωστή είναι η άποψη ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο κρύβεται κι ένας καλλιτέχνης, ότι ο άνθρωπος είναι το πιο καλλιτεχνικό ανάμεσα σε όλα τα ζώα, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι αυτή η έμφυτη ικανότητα μπορεί να εξελιχθεί, αλλά και να χαθεί."
Ένα σας λέω. Αν είχα πάρει το laptop στο κρεβάτι θα είχατε να τα βάλετε με Φίλιπ Ντικ και Ζοζέ Σαραμάγκου... Προς το παρόν σας αφήνω με τα παραπάνω. Και, όποιος θέλει, ας τα συζητήσουμε.
Υ.Γ. Για να μην είμαι εγώ το σπαστήρι προσκαλώ την Baby Lemonade, τον Fuzzy Burlesque, το Πατσιουράκι, την Niemandsrose και τον Narita να παίξουν. Ασφαλώς, ο κύκλος μπορεί να μεγαλώσει...
Υ.Γ. 2: Αντιγράφω και τους κανόνες από τον Zaphod ( γιατί βαριέμαι να ξαναγράφω)
"1. πιάνουμε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά μας αυτή τη στιγμή
2. το ανοίγουμε στη σελίδα 123 (αν είναι μικρό, παίρνουμε το επόμενο κοντύτερα σε μας, που έχει τουλάχιστον 123 σελίδες)
3. βρίσκουμε την πέμπτη περίοδο (ΚΕΦΑΛΑΙΟ->τελεία)
4. αντιγράφουμε τις επόμενες τρεις, δηλαδή την έκτη, έβδομη και όγδοη και
5. βρίσκουμε άλλους πέντε ατυχείς να τους πασάρουμε το παιχνίδι"
Don't you know?
Don’t you know
They ‘re talkin’ about a revolution
It sounds like a whisper
Don’t you know
They ‘re talkin about a revolution
It sounds like a whisper
While they ‘re standing in the welfare lines
Crying at the doorsteps of those armies of salvation
Wasting time in the unemployment lines
Sitting around waiting for a promotion
Poor people gonna rise up
And get their share
Poor people gonna rise up
And take what’s theirs
Don’t you know
You better run, run, run...
Oh I said you better
Run, run, run...
Finally the tables are starting to turn
Talkin bout a revolution
Tracy Chapman - Talkin' about a revolution
Sunday, 24 February 2008
Εμφύλιος
Αλήθεια σου λέω... Μην με κοιτάς με δυσπιστία... Όπου κι αν κοιτάξεις θα τον δεις... Εκεί που περιμένεις το φανάρι που ανάβει για 7 δευτερόλεπτα κάθε μισή ώρα, θα έρθει να χωθεί σφήνα κι εσύ θα το χάσεις πάλι. Αν περιμένεις σε μια σειρά τράπεζας θα χωθεί σιγά σιγά δίπλα σου προσπερνώντας όλα τα χνώτα που ένιωθες στην πλάτη σου. Αν πας στην εφορία για την δήλωσή θα τον δεις να δηλώνει εισόδημα μιας μακαρονάδας κι ενός φραπέ για όλον τον χρόνο -και μετά θα ξεπαρκάρει την Mercedes του έξω από την είσοδο. Θα τον βρεις να παρκάρει στο πεζοδρόμιο ή μπροστά στη διάβαση για τα ΑΜΕΑ. Θα τον δεις να γκαζώνει στο κόκκινο. Αν ρωτήσεις την μάνα σου ή τη θεία σου θα σου πουν ότι έπιασε δουλειά στο δημόσιο χάρη στον μπάρμπα του. Η δουλειά του τον πληρώνει 1.000 ευρώ τον μήνα κι αυτός κάθε δυο μήνες πάει ταξιδάκια στο εξωτερικό. Στο σχολείο ήταν αυτός που αντέγραφε από το γραπτό σου και στο διάλειμμα σε κορόιδευε με τους φίλους του. Όταν εσύ πίνεις έναν καφέ στο γραφείο σου εκείνος ισιώνει την γραβάτα του σε κάποιο καφέ που βρίσκεται για “δουλειά”. Αν κοιτάξεις στον κάδο ανακύκλωσης που πετάς τα σκουπίδια σου θα δεις την σακούλα του που μόλις άφησε -έχει σάλτσες μέσα αλλά βαριόταν να ανοίξει τον διπλανό κάδο. Και στα σκοτάδια μπορείς να τον δεις... Στο σινεμά κάποια στιγμή θα χτυπήσει το κινητό του κι εκείνος θα απαντήσει, δέκα κουδουνίσματα μετά, για να συνεννοηθεί με τον κολλητό. Εκεί που πίνεις τον καφέ σου θα τον πετύχεις εύκολα -είναι αυτός που φωνάζει και γελάει με την παρέα, ρουφώντας το πούρο του, σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στον κόσμο σαν αυτόν. Είναι ο ίδιος που σε άφησε με το ταξί του έξω από την πόρτα και κράτησε τα 30 λεπτά πουρμπουάρ χωρίς να ρωτήσει. Αυτός που σου πουλάει καλαμάρι κατεψυγμένο για φρέσκο, πατάτες τηγανισμένες σε λάδι μηχανής καμμένο και ντομάτα Ιανουάριο μήνα με αντίτιμο το μηνιάτικό σου. Είναι αυτός που αγοράζει τον καφέ 30 λεπτά και στον πουλάει 4,20 ευρώ. Είναι αυτός που δεν ξέρει μία για τη δουλειά του αλλά το αφεντικό σου λατρεύει για κάποιον μυστήριο λόγο. Είναι αυτός που μιλάει για τη γυναίκα του με τα χειρότερα λόγια και το βράδυ την πέφτει σε μικρούλες στα μπαρ. Είναι αυτός που αγοράζει οικόπεδο εκεί που μόλις κάηκε -χαρούμενος για την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε.
Αλήθεια σου λέω αδερφάκι μου, είναι παντού... Κοίτα κι άλλο λίγο, για χάρη μου... Είναι κι ο άλλος. Κι αυτός παντού είναι... Δίπλα στον άλλο, από κάτω του, από πάνω του, απέναντι, δεν ξέρω... Πάντως κι αυτός παντού είναι. Όταν είσαι στην άκρη του πεζοδρομίου θα φρενάρει για να περάσεις. Αν δεις μια γριά στο φανάρι θα τον δεις να της δίνει το χέρι του για να την περάσει απέναντι. Αν μείνεις στην άκρη του δρόμου θα σταματήσει να σε βοηθήσει με την ρεζέρβα. Θα τον πάρεις ένα τηλέφωνο στην υπηρεσία που δουλεύει και θα ψάξει αυτό που θες αμέσως, έτσι, γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Θα πάει στην εφορία για να κάνει τη δήλωσή του και θα σκέφτεται πως θα τον γαμήσει μετά στους φόρους μετά την αύξηση του 3% που πήρε φέτος στη δουλειά του. Θα του χτυπήσεις το κουδούνι στις 10:00 το πρωί του Σαββάτου και θα σου δώσει το τρυπάνι που του ζήτησες -κι ας σε βλέπει πρώτη φορά. Θα σηκωθεί στο λεωφορείο για να κάτσει ένας παππούς. Θα δεις τα παιδιά του -ποτέ δεν θα σου πουν ότι ονειρεύονται πολλά λεφτά και μία θέση στο Δημόσιο. Θα τον δεις στο φανάρι πίσω σου. Οδηγεί ένα μικρό αυτοκίνητο και έχει κάτσει στην ουρά ήδη 15 λεπτά. Είναι ο ίδιος που το πρωί λέει καλημέρα όταν μπαίνει στο γραφείο και την εννοεί. Αυτός είναι που επέστρεψε το πορτοφόλι που βρήκε στον δρόμο και τα ρέστα που έκανε λάθος η ψιλικατζού. Είναι αυτός που ό,τι κι αν του ζητήσει το αφεντικό θα πει όχι αν δεν συμφωνεί. Είναι αυτός που στην τράπεζα περιμένει τη σειρά του και τελευταία στιγμή την παραχωρεί σε μία ηλικιωμένη. Αυτός που δεν βλέπει την ώρα να βρεθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του και των παιδιών τους, της κοπέλας του, της αρραβωνιαστικιάς του. Είναι αυτός που δεν θέλει περίσσευμα χρημάτων κάθε μήνα αλλά χρόνο για τους αγαπημένους του. Αυτός που θα ακούσει ένα τραγούδι και θα τραγουδά στο αυτοκίνητο ενώ την ίδια στιγμή θα νιώθει ότι η μέρα του έφτιαξε ήδη. Αυτός που θα νιώθει βαθιά θλίψη για τα προβλήματα κάποιου άλλου λαού κάποιας άλλης χώρας. Αυτός που πριν μπει στο σινεμά θα κλείσει το κινητό του. Αυτός που θα πίνει τον καφέ του χωρίς να καπνίζει δίπλα στο μωρό που μόλις πάρκαραν οι γονείς στο διπλανό τραπέζι. Αυτός που όταν χιόνισε κατέβηκε με το λάστιχο και το φτυάρι να καθαρίσει το πεζοδρόμιο.
Αυτοί είναι αδερφέ μου... Σου το λέω να το ξέρεις. Είναι παντού. Τους βλέπω όπου κι αν πάω. Τρομάζω, νομίζω θα με πάρουν τα σκάγια. Ο ένας για τον άλλο μαλάκας. Ο μαλάκας... Χα!... Παλεύουν με νύχια και με δόντια να βγάλουν ο ένας τον άλλον μαλάκα. Κοιτάνε τον εαυτό τους, νιώθουν καλά, νιώθουν κακά... Δεν έχει σημασία. Αρκεί που ο άλλος είναι ο μαλάκας κι όχι οι ίδιοι. Και, αδερφέ μου, αλήθεια σου λέω... Αυτός ο μαλάκας θα μας φάει. Ο μαλάκας που δεν κοίταξε ποτέ τίποτε άλλο παρά τον εαυτό του στον καθρέφτη και μετά τον άλλον απέναντι. Αυτός ο μαλάκας που το έχει ρίξει στην μαλακία. Για να σώσει τα λεφτά του, την δουλειά του, την οικογένειά του, την αξιοπρέπειά του, την τιμή του, το σπίτι του... Που ποτέ δεν κατάλαβε ότι όταν μαθαίνεις να κοιτάς τους απέναντι με μίσος είσαι σε πόλεμο. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου... Για αυτό σου λέω αδερφάκι μου. Μην είσαι μαλάκας. Σώσε ό,τι σώζεται και φύγε. Μιλάμε για τον πόλεμο του μαλάκα εδώ πέρα, όχι για κανέναν πόλεμο της προκοπής και της ανδρείας.
Αλήθεια σου λέω αδερφάκι μου, είναι παντού... Κοίτα κι άλλο λίγο, για χάρη μου... Είναι κι ο άλλος. Κι αυτός παντού είναι... Δίπλα στον άλλο, από κάτω του, από πάνω του, απέναντι, δεν ξέρω... Πάντως κι αυτός παντού είναι. Όταν είσαι στην άκρη του πεζοδρομίου θα φρενάρει για να περάσεις. Αν δεις μια γριά στο φανάρι θα τον δεις να της δίνει το χέρι του για να την περάσει απέναντι. Αν μείνεις στην άκρη του δρόμου θα σταματήσει να σε βοηθήσει με την ρεζέρβα. Θα τον πάρεις ένα τηλέφωνο στην υπηρεσία που δουλεύει και θα ψάξει αυτό που θες αμέσως, έτσι, γιατί αυτή είναι η δουλειά του. Θα πάει στην εφορία για να κάνει τη δήλωσή του και θα σκέφτεται πως θα τον γαμήσει μετά στους φόρους μετά την αύξηση του 3% που πήρε φέτος στη δουλειά του. Θα του χτυπήσεις το κουδούνι στις 10:00 το πρωί του Σαββάτου και θα σου δώσει το τρυπάνι που του ζήτησες -κι ας σε βλέπει πρώτη φορά. Θα σηκωθεί στο λεωφορείο για να κάτσει ένας παππούς. Θα δεις τα παιδιά του -ποτέ δεν θα σου πουν ότι ονειρεύονται πολλά λεφτά και μία θέση στο Δημόσιο. Θα τον δεις στο φανάρι πίσω σου. Οδηγεί ένα μικρό αυτοκίνητο και έχει κάτσει στην ουρά ήδη 15 λεπτά. Είναι ο ίδιος που το πρωί λέει καλημέρα όταν μπαίνει στο γραφείο και την εννοεί. Αυτός είναι που επέστρεψε το πορτοφόλι που βρήκε στον δρόμο και τα ρέστα που έκανε λάθος η ψιλικατζού. Είναι αυτός που ό,τι κι αν του ζητήσει το αφεντικό θα πει όχι αν δεν συμφωνεί. Είναι αυτός που στην τράπεζα περιμένει τη σειρά του και τελευταία στιγμή την παραχωρεί σε μία ηλικιωμένη. Αυτός που δεν βλέπει την ώρα να βρεθεί στην αγκαλιά της γυναίκας του και των παιδιών τους, της κοπέλας του, της αρραβωνιαστικιάς του. Είναι αυτός που δεν θέλει περίσσευμα χρημάτων κάθε μήνα αλλά χρόνο για τους αγαπημένους του. Αυτός που θα ακούσει ένα τραγούδι και θα τραγουδά στο αυτοκίνητο ενώ την ίδια στιγμή θα νιώθει ότι η μέρα του έφτιαξε ήδη. Αυτός που θα νιώθει βαθιά θλίψη για τα προβλήματα κάποιου άλλου λαού κάποιας άλλης χώρας. Αυτός που πριν μπει στο σινεμά θα κλείσει το κινητό του. Αυτός που θα πίνει τον καφέ του χωρίς να καπνίζει δίπλα στο μωρό που μόλις πάρκαραν οι γονείς στο διπλανό τραπέζι. Αυτός που όταν χιόνισε κατέβηκε με το λάστιχο και το φτυάρι να καθαρίσει το πεζοδρόμιο.
Αυτοί είναι αδερφέ μου... Σου το λέω να το ξέρεις. Είναι παντού. Τους βλέπω όπου κι αν πάω. Τρομάζω, νομίζω θα με πάρουν τα σκάγια. Ο ένας για τον άλλο μαλάκας. Ο μαλάκας... Χα!... Παλεύουν με νύχια και με δόντια να βγάλουν ο ένας τον άλλον μαλάκα. Κοιτάνε τον εαυτό τους, νιώθουν καλά, νιώθουν κακά... Δεν έχει σημασία. Αρκεί που ο άλλος είναι ο μαλάκας κι όχι οι ίδιοι. Και, αδερφέ μου, αλήθεια σου λέω... Αυτός ο μαλάκας θα μας φάει. Ο μαλάκας που δεν κοίταξε ποτέ τίποτε άλλο παρά τον εαυτό του στον καθρέφτη και μετά τον άλλον απέναντι. Αυτός ο μαλάκας που το έχει ρίξει στην μαλακία. Για να σώσει τα λεφτά του, την δουλειά του, την οικογένειά του, την αξιοπρέπειά του, την τιμή του, το σπίτι του... Που ποτέ δεν κατάλαβε ότι όταν μαθαίνεις να κοιτάς τους απέναντι με μίσος είσαι σε πόλεμο. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου... Για αυτό σου λέω αδερφάκι μου. Μην είσαι μαλάκας. Σώσε ό,τι σώζεται και φύγε. Μιλάμε για τον πόλεμο του μαλάκα εδώ πέρα, όχι για κανέναν πόλεμο της προκοπής και της ανδρείας.
Subscribe to:
Posts (Atom)